Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Aνδρέας Κροταλίας (μικρή αναφορά)

ο Aνδρέας Κροταλίας είναι λαϊκός ποιητής από τη Γιόλου Πάφου

Κροκότσης Γεώργιος (αναφορά)

Ο Κροκότσης Γεώργιος υπήρξε λαικός ποιητής της Κύπρου

Κούλενδρος Σωτήρης (μικρή αναφορά)

Ο Κούλενδρος Σωτήρης υπήρξε λαικός ποιητής της Κύπρου. 

[Π'αρρώστησα εφέρασειν..]


Π'αρρώστησα εφέρασειν
γιατρούς για να με γιάνουν,
ούλλοι τους μ'εξετάσασειν
τζιαί φάρμακα εσάσασειν
που μέναν εν με πιάννουν.

Για μεν εσού είσαι γιατρός
με την θωρκάν τζιαί μόνον
μου φεύκεις ούλλα τα κακά
δίχα ποτσιά με γιατρικά
τη πίκρα τζιαί τον πόνον.

[Τα νέφη εσωρεύκουνταν]


Τα νέφη εσωρεύκουνταν
μέρες τζιαιρόν καμπόσον,
μα ένας εν τα άμπλεψεν
ούλλοι δουλειές μαχούνταν.
Ο ουρανός σκοτείνιασεν
τζ'όϊ νήλιος πιον εχάθην,
ο τόπος φοητσιάρικος
τζιαί αστραπές κάμποσες.
Στες πουμπουρκές κουφάνισκες
τζ'σιύλλοι ούλλον λάσσαν,
τζιαί τα νερά αρκέψασιν
σαν νά'ταν με τους κάους.
Έτσι νερά κανένας τους
ποττέ ξανά εν είεν,
που πλάσμαν εν κουλλούπιζεν
πιλέ τα δκυό του νύσια.
Νερόν πολλύν ο Πλάστης μου
μιαν εφτομάν ξαπόλαν,
εξισιειλήσαν αφκολιές
ογκάσαν τα χωράφια.
Πολλοί εφοηθήκασιν
πως ήτουν να πνιούσιν,
τα άρκα εμερώσασιν
που φόον είχαν μιάλον.
Ώσπου τζιαί σταματήσασιν
τζ'όϊ κόσμος ενεπάφτιν,
ο νήλιος πιόν εχάραξεν
που νέφου την αρτζέραν.

Κουκάτης Νικόλαος (λίγα βιογραφικά στοιχεία)

Ο Κουκάτης Νικόλαος υπήρξε λαικός ποιητής της Κύπρου. Γεννήθηκε στη Φασούλα Λεμεσού το 1914 και απεβίωσε το 1994

Κούβαρος Ν. (μικρή αναφορά)

Ο Κούβαρος Ν. υπήρεξε Λαικός Ποιητής της Κύπρου 

Κόκκωνας Αντώνιος Π

Ο Κόκκωνας Αντώνιος Π. υπήρξε ποιητάρης της Κύπρου από την Κοινότητα Τεμπριά. 

Αντώνης Κλόκκαρης (βιογραφικό σημείωμα)

Ο Αντώνης Κλόκκαρης γεννήθηκε το 1881 στην Κύπρο και σπούδασε γεωπονία στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Με το πέρας των σπουδών του επέστρεψε στην Κύπρο όπου εργάστηκε ως επιθεωρητής γεωργίας. Οι εμπειρίες του ως γεωπόνου στην ύπαιθρο  επί σειρά δεκαετιών αποτέλεσαν την κύρια πηγή έμπνευσης για το ποιητικό του έργο «Τραούδκια του βουνού τζαι του κάμπου» που εκδόθηκε το 1945. Παράλληλα συνεργάστηκε με το φιλολογικό περιοδικό «Κυπριακά Γράμματα» του Κώστα Προυσή. Απεβίωσε το 1956.

Το χωράφιν


 (Γιος:)

 Που να μέν πω! Ήρτεν πάλε … Τι θέλεις τωρά δαμέ;
Ρε πατέρα, πιον παρέτα, άστην τσάππαν τζιαχαμέ.

Είσαι γέρος, ενενήντα, έφας τα ψουμιά σου πιον!
Στο χωράφιν τι γυρέφκεις τζι’ έχω σε που πανωθκιόν;

 (Πατέρας:)

 Ά(φ)ησ’ με να σου τανίσω, γιε μου, τζιαι μεν παουρίζεις,
τα δεντρά να ξιχορτήσω με την τσάππαν, σαν ποτίζεις.

 (Γιος:)

Ούτε τσάππαν, ούτε φτζιάρι, ούτε τζιαι για χωραττά!
Πιάσε πάνταν τζιαι παρέτα, μέν πάθεις καναν χαττά.

Μιαν ζωήν μέσ’ τα χωράφκια, δεν τα εβαρέθηκες;
Τζ’ ήρτες πάλε να τανίσεις … Ίνταλως το σκέφτηκες;

Σαν τον σσιύλλον ούλλη μέρα μάχουμαι, σκοτώννουμαι,
γέννημαν με δύμμαν ήλιου με την γην τσακκώννουμαι …

… τζιαι βαρκούμαι πριν αρκέψω γιατ’ εν σκόρσον η δουλειά.
Ξέρω: πρέπει να τα κάμω τζι’ έν μ’ αρέσκ’ η ττεμπελιά.

Ούλλη μέρα βασανιούμαι, μ’ άν διαμαρτύρουμαι,
να ’ρτει η ώρα να σκολάσω τζιαι να φύω που δαμέ.

Έσσω μου να πά’ να πνάσω, την γεναίκαν μου να δω,
λλίον για να της συντύχω τζιαι να παίξω με τον γιό.

Πως τζι’ εγιώ πλάσμαν πως είμαι, να το νοιώσω νακκουρί,
στο κρεββάτιν να ξαπλώσω τζιαι να κόψω ’ναν κουρί
[1].

Δεν μπορώ να καταλάβω: Τι του βρίσκεις ρε πατέρα
τούντου χωραφκιού του μαύρου τζιαι βουράς το ούλλη μέρα;

(Πατέρας:)

Για να έρτω στο χωράφι, θα ’καμνα την γην πηγή!
Τα δεντρά εν’ τα παιθκιά μου τζιαι γεναίκα μου η γη.

Μέσα στες αναμεσιές τους άμαν πω να παρπατήσω,
νοιώθω πως μεσ’ τούν’ τον κόσμο σσιίλλιους γρόνους εννα ζήσω.

Τζιαι πως είμαι ενενήντα, ούτε που το σκέφτουμαι,
ούτε τζιαι τραβώ μαράζι, ούτε τζιαι παιδεύκουμαι.

Καρτερώ την ώραν τούτην στο χωράφιν να βρεθώ,
να αρπαξω τούν’ την τσάππαν, στην δουλειάν για να στρωθώ.

Ούλλη μέρα στο χωράφιν, αν εσού ποστέκεσαι,
εγιώ πνάζω, πίστεψέ με, σαν να τζι’ αναστέννεσαι!

Των ανθών η μυρωθκιά τους θκιά σου δύναμιν ψυσιής
τζιαι αν δεν το καταλάβεις, ευλογίαν δεν έσιεις.

Οσην ώραν πά’ στο χώμα στέκεσαι τζιαι παρπατάς,
ήντα ώρα είναι, γιέ μου, μέν σε νοιάζει, μέν ρωτάς.

Κρύψε τζιαι απόλαυσέ το, κάμε το να σου αρέσει!
Το χωράφιν εν γρουσάφιν, πιο πολύτιμον δεν έσιει!

Τζι’ αν την ώραν που γυρίζω μέσ’ τα δέντρα, στο χωράφι,
δώκει τον γυρόν του ο Χάρος τζι’ αντακώσει να με γράφει …

… στο δευτέριν του το μαύρον, πως για μέναν εν η ώρα
που το σιέριν να με πιάσει, να με πά’ στην Κάτω Χώρα, …

… φτάννει πού ’μουν στο χωράφιν, στα δεντρά τζιαι στους βραμούς[2] μου!
Θάνατον τέθκοιον ωραίον, αλλον δεν χωρεί ο νους μου!


Κυριάκος Κατσιαντώνης
24 Νοέμβρη,  2011
(Από τη συλλογή: «Κουβέντες Χωρκάτικες»)




[1] να κόψω ’ναν κουρί  = να πάρω έναν υπνάκο
[2] βραμός  = φραγμός, δόμη

ΣΤΗΝ 25η ΜΑΡΤΙΟΥ

 Γεώργιος Κασάπης 
Ο ήλιος της ελευθεριάς βασιλεμένα χρόνια
ανέτειλ’ αβασίλευτα μέσ’ την ημέρ’ αυτή.
Γι’ αυτό απέμειν’ αγία και θ’ απομείνει αιώνια
μέσ’ την ελληνική ψυχή η πιο τρανή γιορτή.
Ευλογημένη κι άγια απ’ του Θεού το χέρι
κι απ’ των ηρώων τα αίματα χρυσόστολη τρανή.
Η μέρα που στειλ’ ο Θεός τον άγγελο να φέρει
τον κρίνο της ελευθεριάς εις την Παρθένα, Αγνή,
Ηλιακτιδοφωτόλουστη απ’ την τρανή θυσία
απ’ τα κορμιά που κάησαν στον εθνικό βωμό.
Η μέρα που ‘δωσε ο Θεός στον κόσμο αθανασία
κι’ από το σκότος της σκλαβιάς της λευτεριάς το φως.
Είσαι η εθνική θεά και μέσα στο ναό σου
κάτ’ απ’ τον τίμιο σταυρό το λάβαρο υψώθη,
κι’ αντί κεριά κορμιά άναψαν στον Ιερό βωμό σου
και προσευχής θυμίαμα από τον Διάκο εδόθη.

Μη γοργοφεύγεις ένδοξη και τιμημένη μέρα,
ημέρα που βαλσάμωσες κάθ’ εθνική πληγή
κι’ έστησες εις τον Όλυμπο τη γαλανή παντιέρα
σύμβολα της λατρείας σου στην Ελληνίδα γη.
Κτυπά η καρδιά κάθ’ Έλληνα από το πέρασμά σου
κι’ είν’ ο παλμός ακράτητος κι΄ο κτύπος της Ιερός.
Μονάχα οι ξένοι δεν θέλουν να δουν την ομορφιά σου
εσύ πού τους εχάρισες το άγιο σου φως.
Ήλιε μου μη γοργοπετάς στο φωτοβόλο σου άρμα.
Σταμάτησ’ εκεί που πατάς, μη βασιλέψεις πια,
πριν τη σημαία που έστησαν μέσα στην Άγια Λαύρα
δεν την ειδούμε να στηθεί και στην Αγιά Σοφιά.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

ΕΛΕΙΠΕΝ Ο ΧΑΝΟΥΤΑΡΗΣ

Που την ώραμ που γεννήθης,
πούσουμ μιαν οντζιάμ μωρόν,
που σ΄ αγάπησα τζαι στέκω
ως τωρά τζαί καρτερώ,
να μιαλύνης, να μυρίσεις,
τα γινής νόμου σειράν. 

Τζ΄ όπως κάμν΄ ο κόσμος ούλλος,
με αγάπην, με χαράν, 
να σου πέψη τους γονιούςς σου, 
νάρτουν, τζ΄ άσ΄ σε δώσουσιν 
οι γονιοί σου, να σαστούμεν
τζαί να μας χαρτώσουσιν. 

Μάλειπεν ο χανουτάρης
πώβκαλλα λοαρκασμόν
τζαί γυρίσαν οι ορπίες 
τζ΄ οι χαρές ούλλον καμόν. 

Καραφωδιάς Λεωνίδας (λίγα βιογραφικά στοιχεία)

Ο Καραφωδιάς Λεωνίδας υπήρξε λαικός Ποιητής της Κύπρου από το χωριό Κελοκέδαρα της Πάφου.  Γεννήθηκε το 1901 και απεβίωσε το 1974. 

ΑΝ ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΕΙΣ!

Άνθρωπε...τι κι αν κατοικείς σε πάγχρυσα παλάτια
μέσα σε κήπους κρεμαστούς ωσάν της Βαβυλώνος
δεν σου προσφέρουν τίποτα πλην στάχτην εις τα μάτια
τόσο που να σε αποσπούν του μέλλοντος αιώνος!...

Τι και αν έχεις πάνλευκα και μαλακά στρωσίδια
που προξενούν το θαυμασμό στον κάθε επισκέπτη!...
Τι κι αν κοσμείς το σώμα σου με αθέμιτα στολίδια
που είναι ριψοκίνδυνα από τον κάθε κλέφτη!...

Τι κι αν σου πουν πως πέτυχες, πλούτισες στη ζωή σου
κι ακόμα τι με πονηριά...πως δήθεν εξυπνάδα...
απέκτησες. Τόσα πολλά...πόσα θα πας μαζί σου;
Που φεύγεις τόσον άμεσα που σβήνεις σαν λαμπάδα;

Αν δεν προλάβεις για να πεις δυο λόγια μετανοίας
διά τα τόσα άρπαξες άδικα παρανόμως
με τόσο δόλο και ψευτιά κι επίμονου μανίας,
καλά, πες ότι πρόλαβες, αν δεν προλάβεις όμως;

Μην είσαι αδιάφορος το σήμα του κινδύνου
χτυπά για να αφυπνιστείς, θάνατος, τρόμος, φρίκη
και τα λιμνάζοντα νερά…μόνο βρωμιά σου δίνουν,
κάμε το παν επί της γης,
βρες τρόπους να απαλλαγείς…
τη Θεία καταδίκη.



Καλοκαίρης Νικόλαος (πρωτοπρεσβύτερος) 

Καραπώργη Εύα Γ. (μικρή αναφορά)

Η Καραπώργη Εύα Γ. υπήρξε λαική ποιήτρια της Κύπρου καταγόμενη από τη Κατωκοπιά. Το όνομά της αναφέρεται στο βιβλίο: Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ στην Ελληνική λογοτεχνία της Κύπρου