Κάθε πρωί
σηκώνω αυτή την πλάκα…
Ψάχνω τις
ρόδινες φλέβες της,
αγγίζω τον
απαλό κυματισμό της…
«Χαιρεκράτης
Αντιφώντος Σαλαμίνιος».
Πιο κάτω,
λίγα σπασμένα
βάζα,
υδρίες και
αμφορίσκοι*
κι ασήμαντα
ίχνη οστών…
Ύστερα, ο
υγρός νότιος άνεμος
να σβουρίζει*
τα χώματα
και να
σφυρίζει στα κοιλώματα της πέτρας…
Ένα
συνηθισμένο φθινοπωρινό πρωινό
στη βυθισμένη
μες στην άμμο Σαλαμίνα…
Πέρα, ο ήλιος
ανεβαίνει ατάραχος,
κι οι λιγοστοί
διαβάτες
πορεύονται
ανύποπτοι
στο ερειπωμένο αρχαίο κοιμητήριο,
σηκώνοντας τη
μοίρα εκατόν αιώνων…
* υδρίες και
αμφορίσκοι: αρχαία πήλινα δοχεία, στάμνες
* σβουρίζω:
περιστρέφω σα σβούρα