Ελπίδα είναι το γλυκοχάραμα της νιότης, του φευγαλέου ταξιδιώτη ο σταθμός και της γυναίκας η ζωή η ντόμπρα. Ελπίδα είναι το ξανθό προσάναμμα ανθρώπου και τα γλυκά αναγγέλματα τα βράδια του Σεπτέμβρη. Είναι βελούδινο άγγιγμα στα πρώτα τα σκιρτήματα. Είναι η δύναμη ψυχής τα χρόνια της ζωής μας.
Είσαι η φλόγα μιας στιγμής. Αυτή η φλόγα που ταξιδεύει τη σκέψη, καίει τη θλίψη. Αυτή που ζεσταίνει τα σύννεφα στο γαλάζιο ουρανό, να γεννήσει βροχή, να δροσίσει τη γη, να ομορφύνει τη θάλασσα.
Είσαι κρυμμένος στην τελευταία γωνιά του δρόμου. Ο φόβος κυρίαρχοςσε πνίγει. Χαιρέτα τον άνεμο, σε προσπερνά. Χαιρέτα την κυρία με το ψηλό καπέλο. Σε ακολουθά κυρίως τις νύχτες, σου θυμίζει τη γέννησή σου.
Ένα φύλλο πρωί πρωί με χαιρέτησε. Ήταν το σώμα μου ισχνό μα αγέρωχο. Η αγάπη ακόμα μου ' δειξε το δρόμο. Ο άνεμος με βαρύφερνε ΄δω και ΄κει. Χρυσές στιγμές του Ντεπουσσί, πρωί πρωί οι νότες...
[..] Μόνη η φτωχή πεταλούδα της θύμησης να ξεσκίζει τα πολύχρωμα φτερά της στ΄ αγκαθερά κλωνάρια της ροδονιάς αναζητώντας τα χαμένα της όνειρα στα πέταλα του ρόδου πουφυλλορόησε χωρίς να το μυρίσει.
[..] Ν΄ ανάψουμε πυρσούς για να φωτίσουμε το δρόμο, πέρα απ΄ τον ορίζοντα σ΄ αυτούς που έρχονται , σ΄ αυτούς που θά ΄ ρθουν πασπατεύοντας μην πέσουν στις κρυμμένες παγίδες και τα δόκανα.
ΙΧ Παραμύθι ολόκοσμο που στάθη και δικό μου και με τυράνναε στ΄ όνειρο και στο ξυπνητό μου, που ρθε με το ξέφωτο σαν κάποιο ουράνιο χάδι κι ύστερα με πλήγωσε και χάθη στο σκοτάδι. ΧΙ Βαρέθης το μονότονο σιγανό φλοίσβισμά σου κι άπλωσες και ξετίναξες την άσπρη την ποδιά σου και μ΄ αυτή να σκέπασες ακρογιαλιές και βράχους. Να κλαίμε δε μας άφησες την τύχη μας μονάχους.
Ο αέρας σφύριζε στα σπασμένα της στέγης κεραμίδια.... Το νερό της βροχής τρύπωνε απ΄ τις ρωγμές των τοίχων. Μα τα ρούχα ήταν ζεστά απ΄ την αγάπη σου Μητέρα.