Ανώφελη Θυσία
«Δεν
βαρέθηκες
ν’ αναζητάς
την αγάπη
σε λάθος
μέρη;»
ψιθύρισε η
μαργαρίτα
λίγο προτού
σωριαστεί
ανάμεσα στα
σκόρπια της πέταλα…
γράφει
ο Δημήτριος Γκόγκας
Η κυρία
Μαρία Παχίτη, γεννήθηκε στην Λευκωσία το 1978. Ασχολείται με την συγγραφή
διηγημάτων, θεατρικών έργων και ποίησης. Πολυβραβευμένη για το έργο της σε
λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Ενδεικτικά
θα αναφέρουμε ότι το 2007 είχε αποσπάσει το Β’ Βραβείο στο διαγωνισμό του
Θ.Ο.Κ. για το θεατρικό της έργο «Παράταιροι Κόσμοι» και την επόμενη χρονιά, απέσπασε
το Πρώτο Βραβείο στους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης με το ποιήμα "Ιώ, άνθρωποι…" και 15 βραβεία και διακρίσεις σε πανελλήνιους
ποιητικούς και λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το σημαντικό συγγραφικό έργο της, έχει πάρει την ήδη θέση που του αρμόζει, στον χώρο της Κυπριακής Λογοτεχνίας. Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού
και Νεανικού βιβλίου (ΚΣΠΝΒ), μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου (ΕΛΚ), της
Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων Κύπρου, της Αμφικτιονίας Ελληνισμού, της
Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και του ΕΠΟΚ.
Βαθειά
πληγωμένη για την μέχρι σήμερα πορεία του Εθνικού μας Προβλήματος δεν διστάζει
να ονειρεύεται και να ευελπιστεί « ότι
έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για την επούλωση των πληγών της..» και εύχεται
«..σύντομα η Κύπρος μας να πάψει να είναι η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα με
μοιρασμένη πρωτεύουσα, μοιρασμένη καρδιά.»
1.
Ξεκινώντας θα
ήθελα να σας ευχαριστήσω για την παραχώρηση της συνέντευξης αυτής. Ως αφορμή θα
έλεγα, εκτός του γεγονότος ότι η
ενασχόλησή μου με την Κυπριακή Ποίηση έγινε μια καθημερινή συνήθεια, η ανάγνωση
του εξαιρετικού ποιήματός σας: Ιώ,
άνθρωποι… που το 2008 απέσπασε το Πρώτο
Βραβείο στους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης. Διαβάζω συγκεκριμένα:
………«Ιώ, άνθρωποι!» κραύγασες κι αχνά
χαμογελώντας
ύψωσες με απόγνωση την ξύλινη σου ράβδο,
το θαύμα σου, πασκίζοντας, εμπρός σου να
ορθώσεις,
ω, δύστυχε, αέναε μοναχικέ διαβάτη…
Θυμάστε
αλήθεια πως εμπνευστήκατε το ποίημα αυτό; Θεωρώ πως έχει μια υπέροχη
μουσικότητα. Σαν να είναι κομμάτι ενός αρχαίου δράματος.
--Κύριε
Γκόγκα, καταρχάς επιτρέψτε μου να σας εκφράσω τα θερμά μου συγχαρητήρια για το
ιστολόγιό σας και τον σκοπό που υπηρετεί, όπως επίσης και τις θερμές μου
ευχαριστίες για την φιλοξενία μου σε αυτό.
Το ποίημα
«Ιώ, άνθρωποι» αποτελεί απόρροια τού θαυμασμού που ανέκαθεν έτρεφα για τις
ένδοξες μορφές της αρχαιότητας και δη της ιδιαίτερης συμπάθειάς μου προς τον
κυνικό φιλόσοφο από τη Σινώπη, ο οποίος, αδιαφορώντας για τα πλούτη, κοιμόταν
μέσα σ’ ένα πιθάρι, τριγύριζε ρακένδυτος στους δρόμους υποβασταζόμενος από ένα
ραβδί, και κρατώντας, μέρα-μεσημέρι, ένα λύχνο στο χέρι αναζητούσε ανθρώπους.
Θεωρώ πως, η ψυχή επέλεξε να μου υπαγορεύσει τους συγκεκριμένους στίχους, στην πρώτη απόπειρα συμμετοχής μου σε
Πανελλήνιο Διαγωνισμό, υποκινούμενη από τη γνώση του ότι, οι ενδότερές μου
ανάγκες και επιθυμίες, συνέκλιναν με την φαινομενικά ευτράπελη μα ουσιαστικά
τραγική αναζήτηση του Διογένη.
2.
Παρ΄ όλο που η
ενασχόλησή σας με την ποίηση έχει επιφέρει σπουδαίους στίχους, η συγγραφική σας
πορεία τουλάχιστον μέχρι και το 2009, έχει να κάνει με το διήγημα, το παραμύθι
και το θέατρο. Είναι μια συνειδητή
επιλογή προφανώς. Αβίαστα προκύπτει το ερώτημα της απουσίας μιας ποιητικής
συλλογής.
--Η ενασχόληση με οιοδήποτε είδος γραφής σαφώς αποτελεί
συνειδητή επιλογή, υποκινούμενη, ωστόσο, από υποσυνείδητους κραδασμούς.
Η συγγραφή είναι το σεπτό παράγγελμα
της μοίρας, είναι αυτό που προκύπτει από την απροσδιόριστη, εσώτερη ανάγκη που
κατακλύζει και κατευθύνει τον δημιουργό τη στιγμή του συναπαντήματός του με την
έμπνευση. Στη δική μου πορεία, είχα την τύχη να συναντηθώ με μια
πολυσχιδή έμπνευση που ώθησε στην ενασχόλησή μου τόσο με τα διάφορα είδη τού
πεζού λόγου, όσο και με το κατ’ επίφαση
απλό μα εντούτοις ιδιόμορφο και
ιδιαίτερα απαιτητικό είδος γραφής που καλείται ποίηση.
Ως προς την
έκδοση μίας ποιητικής συλλογής, δεν προέκυψε κυρίως λόγω του ότι τη θεωρώ
αχρείαστη ενέργεια μιας και αρκετά από τα ποιήματά μου έχουν συμπεριληφθεί σε
ποιητικές ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά ή έχουν δημοσιευθεί σε διάφορες
ηλεκτρονικές σελίδες.
3.
Γεννηθήκατε
στην Λευκωσία, σε μια διαιρεμένη πόλη. Ίσως και μοναδική στον κόσμο. Αν κάνω λάθος
διορθώστε με. Έχετε πει μάλιστα: "Είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που έχει
μοιρασμένη πρωτεύουσα, μοιρασμένη καρδιά". Πόσο μεγάλη πηγή έμπνευσης
αποτελεί για εσάς το δράμα της Κύπρου, της Λευκωσίας και στην ποίησή σας αλλά
και στο υπόλοιπο συγγραφικό σας έργο.
--Γεννήθηκα
στη Λευκωσία σε μια εποχή που τα ίχνη τού δράματος που είχε βιώσει το νησί μας
ήταν ακόμη νωπά. Οι γονείς μου, πρόσφυγες από την Κερύνεια, πάλευαν να σταθούν
στα πόδια τους και να αφήσουν πίσω τους το μεγάλο κακό, μα οι ίσκιοι τού ολέθρου
πλάκωναν τις ψυχές τους, σκίαζαν τις ματιές τους και στοίχειωναν τα όνειρά
τους. Οι
δάσκαλοι στα σχολεία πάσκιζαν, μέσα από ασπρόμαυρες φωτογραφίες και φθόγγους
γραμμένους με αίμα και δάκρυ, να μας διδάξουν το «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ».
Έβλεπαν πως τα χρόνια περνούσαν και η γη μας παρέμενε διαμελισμένη κι ένιωθαν
βαρύ το χρέος και την ανάγκη διαφύλαξης της μνήμης όσων είχαν χαθεί. Κι ας
ήξεραν πως δεν είχαμε γνωρίσει εκείνα τα υπέροχα μέρη που μας περιέγραφαν, κι
ας ήξεραν πως ήμασταν ανίκανα να καταλάβουμε τι πάει να πει «πόλεμος»,
«προσφυγιά», «αγνοούμενοι», «εγκλωβισμένοι», κι ας έβλεπαν πως το μόνο που μας
ένοιαζε ήταν το παιχνίδι τού διαλείμματος, αυτοί επέμεναν πεισματικά να
επαναλαμβάνουν, σε κάθε ευκαιρία που τους διδόταν, το «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ». Κι ετούτο το
σύνθημα, χαράχτηκε βαθιά στις παιδικές μας ψυχές κι έγινε ευχή και κατάρα που
κληροδοτείται από γενιά σε γενιά με την ελπίδα πως η μνήμη εκείνου τού μαύρου
καλοκαιριού δεν θα διαγραφεί και πως «τούτη η δίψα δεν θα σβήσει τούτη η μάχη
δεν θα παύσει» όσα χρόνια κι αν διαβούν.
Πώς θα μπορούσαν λοιπόν, τα κληροδοτήματα των δασκάλων που ξεπροβάλλουν
ανόθευτα μέσα από τις ρωγμές τις μνήμης, το κάθε βαρύθυμο βλέμμα τού πατέρα που
πολέμησε, αιχμαλωτίστηκε, βασανίστηκε για τούτη την πατρίδα, το κάθε φθαρμένο
γέλιο της ταλαίπωρης μάνας, το κάθε αντίκρισμα του βέβηλου σημαδιού του
κατακτητή στη λαβωμένη πλαγιά τού Πενταδακτύλου και η αμετάβλητη για την
αιμορροούσα πατρίδα με την διαμελισμένη πρωτεύουσα κατάσταση, να μην αποτελούν
πηγή έμπνευσης και να μην επενεργούν σε κάθε πτυχή του συγγραφικού μου έργου; Και πώς θα μπορούσα να μην
αφιερώνω την κάθε διάκριση στην λατρεμένη μου Κύπρο, που επί σαράντα ολόκληρα
χρόνια, και παρά την δεκάχρονη ένταξή της στην «ενωμένη» Ευρώπη, εξακολουθεί να
παραμένει η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα με μοιρασμένη πρωτεύουσα, μοιρασμένη
καρδιά;
4.
Η Κύπρος έχει
να επιδείξει μεγάλες ποιητικές μορφές που για κάποιο λόγο δεν βρήκαν την θέση
που ίσως θα τους άρμοζε στον Ελληνικό χώρο. Η σύγχρονη Κυπριακή Ποίηση
πιστεύετε ότι μπορεί να σταθεί επάξια και να αντικρίζει ισότιμα το ποιητικό
έργο των παλαιοτέρων;
--Σαφώς και
η Κύπρος έχει να επιδείξει μεγάλες ποιητικές μορφές που ωστόσο δεν βρήκαν τη
θέση που ίσως να τους άρμοζε στον ελληνικό χώρο, μα θεωρώ πως αυτό προκύπτει ως
αναπόδραστο επακόλουθο της εξοικείωσης με την στερεοτυπική πλέον μετά θάνατον
αναγνώριση της αξίας τού κάθε καλλιτέχνη και κυρίως του ποιητή, ο οποίος είναι
ταγμένος στην υπηρεσία ενός ιδιότυπου είδους γραφής που θεωρείται απρόσιτο,
απροσπέλαστο και ακατάληπτο από τους πλείστους αναγνώστες.
Ας μην
ξεχνάμε άλλωστε τους στίχους του Ελύτη: «Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί/
να λείψουν απ’ τη μέση τους δοξολογεί» με τους οποίους καταθέτει το παράπονό
του απέναντι σε μια πατρίδα που γεννά σημαντικούς, σε όλους τους τομείς,
ανθρώπους μα αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα του έργου τους και τους προσφέρει
τιμές συνήθως μετά θάνατον.
Η κάθε
εποχή έχει τους δικούς της παλμούς, τους δικούς της ρυθμούς, τις δικές της
αποχρώσεις. Ο ποιητής έχει την ικανότητα να αισθάνεται τους κραδασμούς, να
αφουγκράζεται τα ψιθυρίσματα, να συλλαμβάνει τα ονειροπολήματα και να
επεξεργάζεται τα δεδομένα της δικής του εποχής. Ως εκ τούτου, θεωρώ πως θα ήταν
αλυσιτελές το όποιο εγχείρημα εξίσωσης των ποιητικών έργων διαφορετικών εποχών.
Αυτό που ωστόσο θα μπορούσε να λεχθεί είναι πως, η σύγχρονη Κυπριακή Ποίηση έχει να επιδείξει αξιόλογα ποιητικά
συγγράμματα που μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν ως αντιπροσωπευτικά δείγματα της
εποχής που διανύουμε και ποιητές που μπορούν να συνεχίσουν να κρατούν ψηλά τον
πήχη της ποιότητας στην ποίηση.
5.
Πολλοί
υποστηρίζουν ότι ο ποιητής γεννιέται. Εγώ ανήκω στην κατηγορία εκείνη των
ανθρώπων που θεωρούν ότι η ποίηση είναι χάρισμα αλλά συγχρόνως πρέπει να
καλλιεργείται τόσο ώστε η σπορά να φέρει καλούς καρπούς. Η δική σας άποψη;
--Φαίνεται πως ανήκουμε στην ίδια κατηγορία καθότι η δική
μου άποψη ταυτίζεται απολύτως με τη δική σας. Πιστεύω πως, πέραν των όποιων
δυνατοτήτων και ικανοτήτων διαθέτει ο καθένας, η συναφής γνώση και η εντρύφηση
γύρω από το είδος με το οποίο επιλέγει να καταπιαστεί αποτελεί βασική
προϋπόθεση προκειμένου να επέλθουν γόνιμα αποτελέσματα και να προκύψουν
ωφέλιμοι καρποί. Στην ποίηση βέβαια, εννοείται πως αυτό πρέπει να γίνεται με
προσοχή και μόνο στο βαθμό εκείνο που δεν καταργεί την αυθεντικότητα και το
προσωπικό ύφος τού κάθε δημιουργού, αλλά πρέπει να γίνεται. Άλλωστε, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Ρώσος
συγγραφέας Οζέσκο Ε. «Το ταλέντο γεννά
την έμπνευση, αλλά διευθύνει την έμπνευση η δεξιότητα» και η δεξιότητα, όπως
όλοι γνωρίζουμε, αποκτάται μόνο με την επισταμένη καλλιέργεια.
6.
Τα τελευταία
χρόνια μετά από τα έργα "Σενάρια Ζωής", 2006/ Το θεατρικό Έργο «Παράταιροι Κόσμοι» /
Το παραμύθι «Το σκανδαλιάρικο Αστεράκι», Δεκέμβριος 2009, έχετε εκδώσει κάτι
άλλο που διαφεύγει της προσοχής μας; Υπάρχει κάποιο συγγραφικό έργο ή ποιητική
συλλογή στα σκαριά που θα μας φέρει και πάλι πιο κοντά στην συγγραφέα και
ποιήτρια Μαρία Παχίτη;
--Πέραν των
τριών έργων που έχετε αναφέρει δεν έχω εκδώσει κάτι καινούργιο. Τώρα, όσον
αφορά το ενδεχόμενο μιας νέας έκδοσης δεν αποκλείεται αλλά αυτό θα προκύψει
μόνο εφόσον αισθανθώ έτοιμη για κάτι τέτοιο.
7.
Θα θέλατε να
αναφερθείτε στο θεατρικό σας έργο ΠΑΡΑΤΑΙΡΟΙ ΚΟΣΜΟΙ που μάλιστα βραβεύτηκε σε
διαγωνισμό του ΘΟΚ;
--Το
θεατρικό έργο Παράταιροι Κόσμοι, αποτελεί το πρώτο μου εγχείρημα γραφής
θεατρικού κειμένου. Προέκυψε μετά από προκήρυξη του ΘΟΚ, η οποία ήρθε εις
γνώσιν μου λίγες μόνο μέρες πριν από τη λήξη της και γράφτηκε μέσα σε διάστημα
τριών ημερών. Απέσπασε το Β’ Βραβείο στον συγκεκριμένο διαγωνισμό του 2007, δύο
Πανελλήνια Βραβεία το 2009 και Αριστείο από τον Ελληνικό Πνευματικό Όμιλο
Κυπρίων Ελλάδος το 2010.
Κεντρικός
ήρωας είναι ο Βίνσεντ, ένας έφηβος με πολλές ψυχικές διαταραχές και προβλήματα,
που είναι έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική. Μέσα από τις παραισθήσεις που
βιώνει, αλλά και μέσα από τις επαφές του με το προσωπικό που τον φροντίζει,
έρχεται αντιμέτωπος με όλα εκείνα που τον οδήγησαν σε εκείνη την κατάσταση,
καθώς επίσης και με διάφορους προβληματισμούς, σκέψεις και συναισθήματα άρρηκτα
συνυφασμένα με την κατάντια του δικού μας κόσμου.
8.
Θα γυρίσω και
πάλι στις βραβεύσεις σας που είναι πάρα πολλές. Πώς διαχειρίζεστε αυτές τις
επιτυχίες; Πόσο σημαντικές είναι για εσάς; Και πώς μετρούν στο έργο σας;
--«Ο
άνθρωπος είναι λιγότερο ο εαυτός του όταν μιλάει ως εαυτός του. Δωσ ’ του μια
μάσκα και θα σου πει την αλήθεια», υποδεικνύει ο Ουάιλντ. Η συγγραφή και η
ποίηση είναι αυτή η μάσκα. Όταν γράφω, ο κάθε φθόγγος, η κάθε λέξη, η κάθε
πρόταση είναι γέννημα πολυποίκιλων εσώτερων διεργασιών που μαρτυρούν τους
πόθους, τις προσδοκίες, τις ανασφάλειες, τις ανάγκες, τις σκέψεις, τους
προβληματισμούς μου. Το κάθε συγγραφικό αποτύπωμα κρύβει μέσα του θραύσματα της
ψυχής μου που μοιραία ζητεί τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών/τα δύσκολα
και τ’ ανεκτίμητα τα Εύγε·/την Αγορά, το Θέατρο και τους Στεφάνους, αφενός μεν,
για να με κάνει να αισθανθώ πως αγαπιέμαι γι’ αυτό που αληθινά είμαι, αφετέρου
δε, για να μου αποδείξει πως υπηρετώ επάξια την τέχνη μου. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η σημασία των
βραβεύσεων.
Πέραν
τούτου, η αντικειμενική θεώρηση, κρίση και αξιολόγηση των συγγραμμάτων μου από
επιτροπές αποτελούμενες από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις, που προηγείται
μίας βράβευσης, θεωρώ πως με βοηθά να προσδιορίζω με σύνεση την αξία καθενός εξ
αυτών και ως εκ τούτου με αποτρέπει από τη διάπραξη τού μεγάλου λάθους της
ανεξέλεγκτης έκδοσης και δημοσίευσης, που προκύπτει ως επακόλουθο της
υπερτίμησης που κάποια έργα τυγχάνουν από το δημιουργό τους.
9.
Όλο και
περισσότεροι γράφουν. Θα υποστήριζα την άποψη ότι γράφουν τόσοι πολλοί που δεν
μένει αναγνωστικό κοινό. Φυσικά και δεν είναι ακριβώς έτσι. Όμως αυτή την
πληθώρα των συγγραφέων και κυρίως των ποιητών, την θεωρείτε απολύτως αναγκαία;
--Σε άλλο
ένα συμπυκνωμένο απόφθεγμά του, ο οξυδερκής Ουάιλντ επισημαίνει πως: «Στους
παλιούς καιρούς τα βιβλία τα έγραφαν οι συγγραφείς και τα διάβαζαν όλοι. Τώρα
όμως βιβλία γράφουν όλοι αλλά δεν τα διαβάζει κανείς». Και παρότι αυτό είχε
λεχθεί πριν από έναν και πλέον αιώνα, μπορεί κάλλιστα να ισχύσει και στην
περίπτωση της δικής μας εποχής κατά την οποία όντως όλο και περισσότεροι
γράφουν χωρίς ωστόσο αυτό να τους καθιστά συγγραφείς ή ποιητές. Γιατί ο τίτλος
του «συγγραφέα» ή του «ποιητή» διεκδικείται και κερδίζεται δεν αποκτάται
αυθαίρετα.
Όσο για την
αναγκαιότητά τους, θα αρκεστώ να πω πως αυτή περιορίζεται στο ότι ανεβάζουν την
αξία των πραγματικών συγγραφέων και ποιητών, όπως το σκοτάδι ανεβάζει την αξία
του φωτός.
10.
Ζείτε όπως όλοι
μας σε μια δύσκολη εποχή με δεκάδες προβλήματα που άπτονται της οικονομικής
κατάστασης που διέπει την χώρα μας. Πώς εισπράττετε εσείς ως άνθρωπος του
πνεύματος αυτή την κρίση; Είναι τελικά μόνο κρίση οικονομική, ή είναι και κρίση
αξιών;
--Είμαι της
άποψης ότι, μεταξύ των δύο υπάρχει μια αναπόφευκτη αλληλεπίδραση καθότι η
οικονομική κρίση αποτελεί επακόλουθο της κρίσης των αξιών και η κρίση των αξιών
επιδεινώνεται εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Και εγκλωβισμένος μέσα σε αυτό το φαύλο κύκλο της ακμάζουσας οικονομικής
και κοινωνικής αποσύνθεσης, της αλλοτρίωσης, της σήψης, της αναλγησίας, της ποταπότητας,
του εκφυλισμού των ηθών, της ασυδοσίας, ο μεν σύγχρονος άνθρωπος καταβάλλει
αγωνιώδεις και απελπισμένες προσπάθειες για να καταφέρει να επιζήσει, ο δε
συγγραφέας ή ποιητής, πιο ευάλωτος και πιο δεκτικός στους κραδασμούς της
ταραγμένης εποχής, συναισθάνεται τα υπαρξιακά αδιέξοδα και την αγωνία,
αφουγκράζεται τα μηνύματα και τις αξιώσεις των καιρών και είτε καταπιάνεται με
θεματικές που αντανακλούν τη ζώσα πραγματικότητα είτε καταπιάνεται με θεματικές
που του επιτρέπουν να δραπετεύσει από αυτήν.
11.
Τελειώνοντας
αυτή την μικρή μας συνέντευξη κυρία Παχίτη θέλω να σας ρωτήσω για τις σκέψεις
σας πάνω στο Εθνικό μας πρόβλημα. Πολλοί άνθρωποι του πνεύματος αποφεύγουν να
εκφράσουν τις απόψεις τους. Η δική μου πλευρά μου λέει πως οι άνθρωποι που
γράφουν πρέπει να ηγούνται και να προτείνουν σε όλους για όλα. Πείτε μου λοιπόν
τι ευελπιστείτε; Τι περιμένετε στο μέλλον; Θα γυρίσουμε στα πάτρια εδάφη;
--Η
ελευθερία του λόγου και της έκφρασης αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο και
αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου, θωρακισμένο με τα εχέγγυα του διεθνούς
δικαίου. Η πολύπλευρη και σημαίνουσα προσφορά των πνευματικών ανθρώπων και η
συμβολή τους στην πνευματική χειραφέτηση των ανθρώπων είναι αδιαμφισβήτητη και
επισημαίνεται σε διάφορα κομβικά σημεία της ιστορίας, τόσο της δικής μας όσο
και της παγκόσμιας. Ως προς την θέση σας, βάσει της οποίας «οι άνθρωποι
που γράφουν πρέπει να ηγούνται και να προτείνουν σε όλους για όλα», επιτρέψτε
μου να πω πως, εάν όσοι γράφουν αναλώνονταν σε συζητήσεις και τοποθετήσεις επί παντός επιστητού, δεν θα υπήρχαν πλέον
λογοτέχνες ή ποιητές αλλά μόνο δημοσιογράφοι και πολιτικοί.
Το Εθνικό
μας πρόβλημα αποτελεί ένα μακρόχρονο, ιδιαζούσης σοβαρότητας ζήτημα που χρήζει
ευρείας και επισταμένης συζήτησης. Το ότι κάποιοι άνθρωποι του πνεύματος
αποφεύγουν να εκφράσουν τις απόψεις τους επί τούτου, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν
απόψεις ή ότι δεν αγαπούν και δεν νοιάζονται για την πατρίδα τους. Ας μην
ξεχνάμε πως, αυτοί οι άνθρωποι διαθέτουν ιδιόρρυθμη ιδιοσυγκρασία, διακρίνονται
από έντονη εσωστρέφεια και προτιμούν να στέλνουν τα μηνύματά τους μέσα από τα
έργα τους.
«Θα πάρω μιαν ανηφοριά/ θα πάρω μονοπάτια/ να
βρω τα σκαλοπάτια/ που παν στην Λευτεριά» γράφει ο δεκαεφτάχρονος Παλλικαρίδης
(Δεκέμβριος 1955)
«Ανασήκωσέ
την πλάτη/ κι απόσεισέ τους Πενταδάχτυλέ μου» γράφει ο Μόντης («Στιγμές της
Εισβολής», Πικραινόμενος εν εαυτώ, 1975)
«Δέκα
χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος/ κι όλες ψοφήσανε επάνω στο παχύ μας
δέρμα/χωρίς τίποτα να νιώσουμε» γράφει ο Παντελής Μηχανικός («Ονήσιλος»,
Κατάθεση, 1975)
Για
σκεφτείτε: Ποια εκτενής τοποθέτηση, ποιος συρφετός λέξεων θα μπορούσε να
ξεπεράσει τα μηνύματα τούτων, των γραμμένων με το αιμάτινο δάκρυ της καρδιάς
ποιημάτων που, σπάζοντας κάθε φράγμα τού χρόνου, πασκίζουν μέχρι σήμερα να
αφυπνίσουν τις ναρκωμένες συνειδήσεις, να συγκλονίσουν την ύπαρξη και να
καταργήσουν τον εφησυχασμό;
Η πατρίδα
μας επί σαράντα ολόκληρα χρόνια αιμορροεί ασταμάτητα. Ευελπιστώ ότι έχει φτάσει
το πλήρωμα του χρόνου για την επούλωση των πληγών της και εύχομαι σύντομα η
Κύπρος μας να πάψει να είναι η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα με μοιρασμένη
πρωτεύουσα, μοιρασμένη καρδιά.
Οι άνθρωποι του πνεύματος, τόσο στην
εποχή τους όσο και διαχρονικά, αποτελούν
τους θεματοφύλακες των ηθικοπνευματικών αξιών. «Τα μεγάλα ιδανικά, όταν
ξεπέφτουν κι ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο
καλύβι του και άσυλο τους δίνει», καταθέτει ο Παλαμάς.
Σήμερα, λοιπόν, καθώς διανύουμε την
εποχή των ξεθωριασμένων ιδανικών, των καταργημένων θέσμιων, των συγκεχυμένων
σκοπών, της ιδιοτέλειας, της αυτοαπομόνωσης, της νωχελικής αυταρέσκειας, της
ματαιοπονίας, της υποκρισίας και της επιτήδευσης, ο άνθρωπος έχει, πιότερο από
ποτέ, ανάγκη την ποίηση. Γι’ αυτό, κάθε εγχείρημα που επιδιώκει την επίτευξη
επαφής του κοινού με την ποίηση, αλλά και με τη λογοτεχνία, πρέπει να τυγχάνει
επικρότησης.
Συνεπώς,
οφείλω να σας εκφράσω και πάλι τα θερμά μου συγχαρητήρια για το ιστολόγιό σας
και να σας ευχηθώ καλή συνέχεια στο αξιόλογο έργο που επιτελείτε.