Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Αισιοδοξία



Ποτέ μη σκύψεις κάτω το κεφάλι
Στις μπόρες της ζωής υποταγή ποτέ σου μη δηλώσεις
Μην απελπίζεσαι: η άνοιξη θάρθει ξανά και πάλι
γεμάτη υποσχέσεις. Πώς θα τις εκπληρώσεις
την πίκρα άμα αφήσεις να σε καταβάλει ;
Σήκω και με μέτωπο ψηλά προχώρα
τα εμπόδια πέρασε το ένα μετά το άλλο.
Μη μετανοιώνεις για ό,τι έζησες ως τώρα
Ήταν ωραίο και μεγάλο !
Θάρθει η στιγμή που απ’ τη ζωή θ’ανταμειφθείς

Τι θέλεις άλλο ;

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Η μπόρα



Η μπόρα ξέσπασε άγρια στα τζάμια
θαρρείς και πάει το σπίτι να γκρεμίσει.
Είπες, «θα φύγω, ποιός θα μ’ εμποδίσει ;
Πάω σε νέους κόσμους, σ’ άγνωστα λιμάνια»
Ο,τι έζησες δεν μπόρεσε να σε κρατήσει,
άφησες πίσω σου ερημιά κι’ ορφάνια.
Και πήρες μόνο αυτό που δεν θα σ’ ωφελήσει

Μια πληγωμένη περηφάνια......

Ξεχασμένες λέξεις …..



Ξεχασμένες λέξεις ανασύρονται,
Θροϊζουν τετριμμένες
Ως φύλλα φθινοπώρου
Σε απογευματινά μονοπάτια

Μοναχικών αναζητήσεων….

ΠΕΡΙ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΩΝ...



Είν΄η συζήτηση μας φιλοσοφική
τη ματαιότητα των εγκοσμίων πραγματεύεται
κι όλοι αποφαίνονται και συμφωνούν ρητορικά
για τη μακαριότητα και την ευδαιμονία της ψυχής
απαλλαγμένης από γήινες μικρότητες και απολαύσεις...
Μα σαν γυρνάς στην κάμαρά σου κατά μόνας
κάνεις μια κίνηση στις σκέψεις του μυαλού
σαν να τους λες... εντάξει!
σαν φρόνιμοι και υποτακτικοί
κάνατε το καθήκον σας.
Στήν άκρη κάντε τώρα..
αφήστε χώρο για να ζήσω....

ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΕΣ…ΤΩΝ ΗΧΩΝ…



Ακροβατώ στο πιο ψηλό σκαλί
 της κλίμακας του πενταγράμμου
 κι οι νότες από κάτω
 μεταμορφωμένες σειρήνες
 τραβάνε σαν μαγνήτες

Αλλά εγώ εκεί,
 ναι εκεί ψηλά θα μείνω!
 σταθερά στην ύψιστη οκτάβα
 των αισθήσεων και των παραισθήσεων...

Δεν προσμονώ τη λύτρωση
 παρά μόνο τον ήχο του άπιαστου «σι»

 απ’ τους κελαηδισμούς της Ύμα Σουμάκ…

..Περί ταλέντου… (..είπε κάποιος!!!!…)



..Έχω στερέψει!
ούτε σταγόνα έμπνευσης…
πάω να ζηλέψω αυτούς
που λέξεις ποιητικές ,με στόμφο
ορμάνε χειμαρρώδεις από την πέννα τους…

κι εγώ; το στύβω και το ξαναστύβω!
..ΤΙΠΟΤΑ… το απέραντο κενό στη σκέψη…
Πλην όμως, ΟΧΙ μέσα μου….
εκεί όλως παραδόξως νοιώθω αγαλλίαση!!!
Ρε σεις, μπας κι είμαι ατάλαντος
και δεν το αντιλήφθηκα εγκαίρως;…
..εντάξει τότε… αποσύρομαι….
..τι κι αν δεν είμαι ποιητής…

..εξάλλου εγώ αγάπησα την ποίηση!!!!

ΑΠΟΨΕ….



Απόψε θα ‘θελα να διαχτινιστώ
καταμεσής στην έρημο της Αραβίας
να βρεθώ όπως παλιά…
μόνος, κατάμονος
ανάσκελα πεσμένος
τυλιγμένος με νύχτα
πηχτή σα μαύρη πίσσα
τόσο ως να πιάνεται στις φούχτες
κι ο ουρανός τόσο κοντά χαμηλωμένος
ν’ αγγίζουνε θαρρείς τ’ αστέρια στο κορμί σου
κι εγώ να ουρλιάζω και να αλυχτώ
να διώξω από μέσα το κενό
που ρίζωσε σα γρανιτένιος βράχος

στη καρδιά μου…..

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

[ Πάλι...] / Λούης Περεντός

Πάλι σε πήρε ο ύπνος. 
Υπερασπίζεσαι τη ζωή σου γυρίζοντας
πλευρό σε κρεβάτια ιδρωμένα. 
Κρατάς σφικτά το κινητό μη χάσεις τη 
συνέχεια της μοναξιάς σου, απαντάς 
μυνήματα με κλειστά μάτια. Ελπίζεις 
ότι θα ξυπνήσεις με φουλ του άσου
και θα κτυπήσεις το χέρι στο τραπέζι 
κλείνοντας το στόμα των άλλων.Με 
κλεμμένο κλειδί προσπαθείς ν΄ ανοίξεις
νέους δρόμους. Ζεις μες στη μιζέρια
μιας ακαθόριστης ελπίδας. 

[πάντα υπάρχει καιρός να προφτάσεις] / Παναγή Ειρήνη

....Πάντα υπάρχει καιρός να προφτάσεις.
Το τραίνο που χάθη σφυρίζοντας μέσα στη νύχτα
μπορείς να προλάβεις στο πάρα κάτω σταθμό. 
Η σιωπή σου τα μπέρδευε.
Στο μεταξύ τα φώτα του τραίνου σβήσαν στο μέσο του δρόμου.
Το σφύριγμα μόνο ακουόταν σ΄ απόσταση δέκα μιλίων .
Θαρρούσα πως ήσουν εσύ και με φώναζες. 

[...Τη θάλασσα ή το ποτάμι;..] / Παναγή Ειρήνη

[..]

Τη θάλασσα ή το ποτάμι;
Πες μου. Μπορείς να διαλέξεις;
Πάρε το ποτάμι και πήγαινε. Πήγαινε.
Ή τη θάλασσα να διαλέξεις και να μείνεις.
Μπορείς;

Άπλωσε μου το γέλιο σου, σκέπασέ με καλά, 
κρυώνω πολύ, ο αγέρας μπαίνει κι απ΄ τις τρύπες των δέκα
                                                                  δακτύλων μου. 

Μαρία Παχίτη: Η συγγραφή είναι το σεπτό παράγγελμα της μοίρας…………




Ανώφελη Θυσία

«Δεν βαρέθηκες
ν’ αναζητάς την αγάπη
σε λάθος μέρη;»
ψιθύρισε η μαργαρίτα
λίγο προτού σωριαστεί
ανάμεσα στα σκόρπια της πέταλα…


γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας


Η κυρία Μαρία Παχίτη, γεννήθηκε στην Λευκωσία το 1978. Ασχολείται με την συγγραφή διηγημάτων, θεατρικών έργων και ποίησης. Πολυβραβευμένη για το έργο της σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε ότι το 2007 είχε αποσπάσει το Β’ Βραβείο στο διαγωνισμό του Θ.Ο.Κ. για το θεατρικό της έργο «Παράταιροι Κόσμοι» και την επόμενη χρονιά, απέσπασε το Πρώτο Βραβείο στους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης με το ποιήμα  "Ιώ, άνθρωποι…" και  15 βραβεία και διακρίσεις σε πανελλήνιους ποιητικούς και λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το σημαντικό συγγραφικό έργο της,  έχει πάρει την ήδη θέση που του αρμόζει,  στον χώρο της Κυπριακής Λογοτεχνίας. Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού και Νεανικού βιβλίου (ΚΣΠΝΒ), μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου (ΕΛΚ), της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων Κύπρου, της Αμφικτιονίας Ελληνισμού, της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και του ΕΠΟΚ.
Βαθειά πληγωμένη για την μέχρι σήμερα πορεία του Εθνικού μας Προβλήματος δεν διστάζει να ονειρεύεται και να  ευελπιστεί « ότι έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για την επούλωση των πληγών της..» και εύχεται «..σύντομα η Κύπρος μας να πάψει να είναι η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα με μοιρασμένη πρωτεύουσα, μοιρασμένη καρδιά.»




1.    Ξεκινώντας θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την παραχώρηση της συνέντευξης αυτής. Ως αφορμή θα έλεγα,  εκτός του γεγονότος ότι η ενασχόλησή μου με την Κυπριακή Ποίηση έγινε μια καθημερινή συνήθεια, η ανάγνωση του εξαιρετικού ποιήματός σας:  Ιώ, άνθρωποι… που το 2008 απέσπασε  το Πρώτο Βραβείο στους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης. Διαβάζω συγκεκριμένα:

………«Ιώ, άνθρωποι!» κραύγασες κι αχνά χαμογελώντας
ύψωσες με απόγνωση την ξύλινη σου ράβδο,
το θαύμα σου, πασκίζοντας, εμπρός σου να ορθώσεις,
ω, δύστυχε, αέναε μοναχικέ διαβάτη…

Θυμάστε αλήθεια πως εμπνευστήκατε το ποίημα αυτό; Θεωρώ πως έχει μια υπέροχη μουσικότητα. Σαν να είναι κομμάτι ενός αρχαίου δράματος.
--Κύριε Γκόγκα, καταρχάς επιτρέψτε μου να σας εκφράσω τα θερμά μου συγχαρητήρια για το ιστολόγιό σας και τον σκοπό που υπηρετεί, όπως επίσης και τις θερμές μου ευχαριστίες για την φιλοξενία μου σε αυτό.
Το ποίημα «Ιώ, άνθρωποι» αποτελεί απόρροια τού θαυμασμού που ανέκαθεν έτρεφα για τις ένδοξες μορφές της αρχαιότητας και δη της ιδιαίτερης συμπάθειάς μου προς τον κυνικό φιλόσοφο από τη Σινώπη, ο οποίος, αδιαφορώντας για τα πλούτη, κοιμόταν μέσα σ’ ένα πιθάρι, τριγύριζε ρακένδυτος στους δρόμους υποβασταζόμενος από ένα ραβδί, και κρατώντας, μέρα-μεσημέρι, ένα λύχνο στο χέρι αναζητούσε ανθρώπους. Θεωρώ πως, η ψυχή επέλεξε να μου υπαγορεύσει τους συγκεκριμένους στίχους,  στην πρώτη απόπειρα συμμετοχής μου σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό, υποκινούμενη από τη γνώση του ότι, οι ενδότερές μου ανάγκες και επιθυμίες, συνέκλιναν με την φαινομενικά ευτράπελη μα ουσιαστικά τραγική αναζήτηση του Διογένη.


2.    Παρ΄ όλο που η ενασχόλησή σας με την ποίηση έχει επιφέρει σπουδαίους στίχους, η συγγραφική σας πορεία τουλάχιστον μέχρι και το 2009, έχει να κάνει με το διήγημα, το παραμύθι και το θέατρο.  Είναι μια συνειδητή επιλογή προφανώς. Αβίαστα προκύπτει το ερώτημα της απουσίας μιας ποιητικής συλλογής.
--Η ενασχόληση με οιοδήποτε είδος γραφής σαφώς αποτελεί συνειδητή επιλογή, υποκινούμενη, ωστόσο, από υποσυνείδητους κραδασμούς.
Η συγγραφή είναι το σεπτό παράγγελμα της μοίρας, είναι αυτό που προκύπτει από την απροσδιόριστη, εσώτερη ανάγκη που κατακλύζει και κατευθύνει τον δημιουργό τη στιγμή του συναπαντήματός του με την έμπνευση. Στη δική μου πορεία, είχα την τύχη να συναντηθώ με μια πολυσχιδή έμπνευση που ώθησε στην ενασχόλησή μου τόσο με τα διάφορα είδη τού πεζού λόγου, όσο και  με το κατ’ επίφαση απλό μα εντούτοις  ιδιόμορφο και ιδιαίτερα απαιτητικό είδος γραφής που καλείται ποίηση.
Ως προς την έκδοση μίας ποιητικής συλλογής, δεν προέκυψε κυρίως λόγω του ότι τη θεωρώ αχρείαστη ενέργεια μιας και αρκετά από τα ποιήματά μου έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά ή έχουν δημοσιευθεί σε διάφορες ηλεκτρονικές σελίδες.


3.    Γεννηθήκατε στην Λευκωσία, σε μια διαιρεμένη πόλη. Ίσως και μοναδική στον κόσμο. Αν κάνω λάθος διορθώστε με. Έχετε πει μάλιστα: "Είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που έχει μοιρασμένη πρωτεύουσα, μοιρασμένη καρδιά". Πόσο μεγάλη πηγή έμπνευσης αποτελεί για εσάς το δράμα της Κύπρου, της Λευκωσίας και στην ποίησή σας αλλά και στο υπόλοιπο συγγραφικό σας έργο.
--Γεννήθηκα στη Λευκωσία σε μια εποχή που τα ίχνη τού δράματος που είχε βιώσει το νησί μας ήταν ακόμη νωπά. Οι γονείς μου, πρόσφυγες από την Κερύνεια, πάλευαν να σταθούν στα πόδια τους και να αφήσουν πίσω τους το μεγάλο κακό, μα οι ίσκιοι τού ολέθρου πλάκωναν τις ψυχές τους, σκίαζαν τις ματιές τους και στοίχειωναν τα όνειρά τους. Οι δάσκαλοι στα σχολεία πάσκιζαν, μέσα από ασπρόμαυρες φωτογραφίες και φθόγγους γραμμένους με αίμα και δάκρυ, να μας διδάξουν το «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ». Έβλεπαν πως τα χρόνια περνούσαν και η γη μας παρέμενε διαμελισμένη κι ένιωθαν βαρύ το χρέος και την ανάγκη διαφύλαξης της μνήμης όσων είχαν χαθεί. Κι ας ήξεραν πως δεν είχαμε γνωρίσει εκείνα τα υπέροχα μέρη που μας περιέγραφαν, κι ας ήξεραν πως ήμασταν ανίκανα να καταλάβουμε τι πάει να πει «πόλεμος», «προσφυγιά», «αγνοούμενοι», «εγκλωβισμένοι», κι ας έβλεπαν πως το μόνο που μας ένοιαζε ήταν το παιχνίδι τού διαλείμματος, αυτοί επέμεναν πεισματικά να επαναλαμβάνουν, σε κάθε ευκαιρία που τους διδόταν, το «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ». Κι ετούτο το σύνθημα, χαράχτηκε βαθιά στις παιδικές μας ψυχές κι έγινε ευχή και κατάρα που κληροδοτείται από γενιά σε γενιά με την ελπίδα πως η μνήμη εκείνου τού μαύρου καλοκαιριού δεν θα διαγραφεί και πως «τούτη η δίψα δεν θα σβήσει τούτη η μάχη δεν θα παύσει» όσα χρόνια κι αν διαβούν.
Πώς θα μπορούσαν λοιπόν, τα κληροδοτήματα των δασκάλων που ξεπροβάλλουν ανόθευτα μέσα από τις ρωγμές τις μνήμης, το κάθε βαρύθυμο βλέμμα τού πατέρα που πολέμησε, αιχμαλωτίστηκε, βασανίστηκε για τούτη την πατρίδα, το κάθε φθαρμένο γέλιο της ταλαίπωρης μάνας, το κάθε αντίκρισμα του βέβηλου σημαδιού του κατακτητή στη λαβωμένη πλαγιά τού Πενταδακτύλου και η αμετάβλητη για την αιμορροούσα πατρίδα με την διαμελισμένη πρωτεύουσα κατάσταση, να μην αποτελούν πηγή έμπνευσης και να μην επενεργούν σε κάθε πτυχή του συγγραφικού μου έργου; Και πώς θα μπορούσα να μην αφιερώνω την κάθε διάκριση στην λατρεμένη μου Κύπρο, που επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, και παρά την δεκάχρονη ένταξή της στην «ενωμένη» Ευρώπη, εξακολουθεί να παραμένει η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα με μοιρασμένη πρωτεύουσα, μοιρασμένη καρδιά;


4.    Η Κύπρος έχει να επιδείξει μεγάλες ποιητικές μορφές που για κάποιο λόγο δεν βρήκαν την θέση που ίσως θα τους άρμοζε στον Ελληνικό χώρο. Η σύγχρονη Κυπριακή Ποίηση πιστεύετε ότι μπορεί να σταθεί επάξια και να αντικρίζει ισότιμα το ποιητικό έργο των παλαιοτέρων;
--Σαφώς και η Κύπρος έχει να επιδείξει μεγάλες ποιητικές μορφές που ωστόσο δεν βρήκαν τη θέση που ίσως να τους άρμοζε στον ελληνικό χώρο, μα θεωρώ πως αυτό προκύπτει ως αναπόδραστο επακόλουθο της εξοικείωσης με την στερεοτυπική πλέον μετά θάνατον αναγνώριση της αξίας τού κάθε καλλιτέχνη και κυρίως του ποιητή, ο οποίος είναι ταγμένος στην υπηρεσία ενός ιδιότυπου είδους γραφής που θεωρείται απρόσιτο, απροσπέλαστο και ακατάληπτο από τους πλείστους αναγνώστες.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε τους στίχους του Ελύτη: «Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί/ να λείψουν απ’ τη μέση τους δοξολογεί» με τους οποίους καταθέτει το παράπονό του απέναντι σε μια πατρίδα που γεννά σημαντικούς, σε όλους τους τομείς, ανθρώπους μα αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα του έργου τους και τους προσφέρει τιμές συνήθως μετά θάνατον.
Η κάθε εποχή έχει τους δικούς της παλμούς, τους δικούς της ρυθμούς, τις δικές της αποχρώσεις. Ο ποιητής έχει την ικανότητα να αισθάνεται τους κραδασμούς, να αφουγκράζεται τα ψιθυρίσματα, να συλλαμβάνει τα ονειροπολήματα και να επεξεργάζεται τα δεδομένα της δικής του εποχής. Ως εκ τούτου, θεωρώ πως θα ήταν αλυσιτελές το όποιο εγχείρημα εξίσωσης των ποιητικών έργων διαφορετικών εποχών. Αυτό που ωστόσο θα μπορούσε να λεχθεί είναι πως, η σύγχρονη Κυπριακή Ποίηση έχει να επιδείξει αξιόλογα ποιητικά συγγράμματα που μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν ως αντιπροσωπευτικά δείγματα της εποχής που διανύουμε και ποιητές που μπορούν να συνεχίσουν να κρατούν ψηλά τον πήχη της ποιότητας στην ποίηση.


5.    Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο ποιητής γεννιέται. Εγώ ανήκω στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων που θεωρούν ότι η ποίηση είναι χάρισμα αλλά συγχρόνως πρέπει να καλλιεργείται τόσο ώστε η σπορά να φέρει καλούς καρπούς. Η δική σας άποψη;
--Φαίνεται πως ανήκουμε στην ίδια κατηγορία καθότι η δική μου άποψη ταυτίζεται απολύτως με τη δική σας. Πιστεύω πως, πέραν των όποιων δυνατοτήτων και ικανοτήτων διαθέτει ο καθένας, η συναφής γνώση και η εντρύφηση γύρω από το είδος με το οποίο επιλέγει να καταπιαστεί αποτελεί βασική προϋπόθεση προκειμένου να επέλθουν γόνιμα αποτελέσματα και να προκύψουν ωφέλιμοι καρποί. Στην ποίηση βέβαια, εννοείται πως αυτό πρέπει να γίνεται με προσοχή και μόνο στο βαθμό εκείνο που δεν καταργεί την αυθεντικότητα και το προσωπικό ύφος τού κάθε δημιουργού, αλλά πρέπει να γίνεται. Άλλωστε, όπως  πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Ρώσος συγγραφέας  Οζέσκο Ε. «Το ταλέντο γεννά την έμπνευση, αλλά διευθύνει την έμπνευση η δεξιότητα» και η δεξιότητα, όπως όλοι γνωρίζουμε, αποκτάται μόνο με την επισταμένη καλλιέργεια.


6.    Τα τελευταία χρόνια μετά από τα έργα "Σενάρια Ζωής",  2006/ Το θεατρικό Έργο «Παράταιροι Κόσμοι» / Το παραμύθι «Το σκανδαλιάρικο Αστεράκι», Δεκέμβριος 2009, έχετε εκδώσει κάτι άλλο που διαφεύγει της προσοχής μας; Υπάρχει κάποιο συγγραφικό έργο ή ποιητική συλλογή στα σκαριά που θα μας φέρει και πάλι πιο κοντά στην συγγραφέα και ποιήτρια Μαρία Παχίτη;
--Πέραν των τριών έργων που έχετε αναφέρει δεν έχω εκδώσει κάτι καινούργιο. Τώρα, όσον αφορά το ενδεχόμενο μιας νέας έκδοσης δεν αποκλείεται αλλά αυτό θα προκύψει μόνο εφόσον αισθανθώ έτοιμη για κάτι τέτοιο.



7.    Θα θέλατε να αναφερθείτε στο θεατρικό σας έργο ΠΑΡΑΤΑΙΡΟΙ ΚΟΣΜΟΙ που μάλιστα βραβεύτηκε σε διαγωνισμό του ΘΟΚ;
--Το θεατρικό έργο Παράταιροι Κόσμοι, αποτελεί το πρώτο μου εγχείρημα γραφής θεατρικού κειμένου. Προέκυψε μετά από προκήρυξη του ΘΟΚ, η οποία ήρθε εις γνώσιν μου λίγες μόνο μέρες πριν από τη λήξη της και γράφτηκε μέσα σε διάστημα τριών ημερών. Απέσπασε το Β’ Βραβείο στον συγκεκριμένο διαγωνισμό του 2007, δύο Πανελλήνια Βραβεία το 2009 και Αριστείο από τον Ελληνικό Πνευματικό Όμιλο Κυπρίων Ελλάδος το 2010.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Βίνσεντ, ένας έφηβος με πολλές ψυχικές διαταραχές και προβλήματα, που είναι έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική. Μέσα από τις παραισθήσεις που βιώνει, αλλά και μέσα από τις επαφές του με το προσωπικό που τον φροντίζει, έρχεται αντιμέτωπος με όλα εκείνα που τον οδήγησαν σε εκείνη την κατάσταση, καθώς επίσης και με διάφορους προβληματισμούς, σκέψεις και συναισθήματα άρρηκτα συνυφασμένα με την κατάντια του δικού μας κόσμου.


8.    Θα γυρίσω και πάλι στις βραβεύσεις σας που είναι πάρα πολλές. Πώς διαχειρίζεστε αυτές τις επιτυχίες; Πόσο σημαντικές είναι για εσάς; Και πώς μετρούν στο έργο σας;
--«Ο άνθρωπος είναι λιγότερο ο εαυτός του όταν μιλάει ως εαυτός του. Δωσ ’ του μια μάσκα και θα σου πει την αλήθεια», υποδεικνύει ο Ουάιλντ. Η συγγραφή και η ποίηση είναι αυτή η μάσκα. Όταν γράφω, ο κάθε φθόγγος, η κάθε λέξη, η κάθε πρόταση είναι γέννημα πολυποίκιλων εσώτερων διεργασιών που μαρτυρούν τους πόθους, τις προσδοκίες, τις ανασφάλειες, τις ανάγκες, τις σκέψεις, τους προβληματισμούς μου. Το κάθε συγγραφικό αποτύπωμα κρύβει μέσα του θραύσματα της ψυχής μου που μοιραία ζητεί τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών/τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα τα Εύγε·/την Αγορά, το Θέατρο και τους Στεφάνους, αφενός μεν, για να με κάνει να αισθανθώ πως αγαπιέμαι γι’ αυτό που αληθινά είμαι, αφετέρου δε, για να μου αποδείξει πως υπηρετώ επάξια την τέχνη μου.  Κι εδώ ακριβώς έγκειται η σημασία των βραβεύσεων.
Πέραν τούτου, η αντικειμενική θεώρηση, κρίση και αξιολόγηση των συγγραμμάτων μου από επιτροπές αποτελούμενες από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις, που προηγείται μίας βράβευσης, θεωρώ πως με βοηθά να προσδιορίζω με σύνεση την αξία καθενός εξ αυτών και ως εκ τούτου με αποτρέπει από τη διάπραξη τού μεγάλου λάθους της ανεξέλεγκτης έκδοσης και δημοσίευσης, που προκύπτει ως επακόλουθο της υπερτίμησης που κάποια έργα τυγχάνουν από το δημιουργό τους.


9.    Όλο και περισσότεροι γράφουν. Θα υποστήριζα την άποψη ότι γράφουν τόσοι πολλοί που δεν μένει αναγνωστικό κοινό. Φυσικά και δεν είναι ακριβώς έτσι. Όμως αυτή την πληθώρα των συγγραφέων και κυρίως των ποιητών, την θεωρείτε απολύτως αναγκαία;
--Σε άλλο ένα συμπυκνωμένο απόφθεγμά του, ο οξυδερκής Ουάιλντ επισημαίνει πως: «Στους παλιούς καιρούς τα βιβλία τα έγραφαν οι συγγραφείς και τα διάβαζαν όλοι. Τώρα όμως βιβλία γράφουν όλοι αλλά δεν τα διαβάζει κανείς». Και παρότι αυτό είχε λεχθεί πριν από έναν και πλέον αιώνα, μπορεί κάλλιστα να ισχύσει και στην περίπτωση της δικής μας εποχής κατά την οποία όντως όλο και περισσότεροι γράφουν χωρίς ωστόσο αυτό να τους καθιστά συγγραφείς ή ποιητές. Γιατί ο τίτλος του «συγγραφέα» ή του «ποιητή» διεκδικείται και κερδίζεται δεν αποκτάται αυθαίρετα.
Όσο για την αναγκαιότητά τους, θα αρκεστώ να πω πως αυτή περιορίζεται στο ότι ανεβάζουν την αξία των πραγματικών συγγραφέων και ποιητών, όπως το σκοτάδι ανεβάζει την αξία του φωτός.

10.                       Ζείτε όπως όλοι μας σε μια δύσκολη εποχή με δεκάδες προβλήματα που άπτονται της οικονομικής κατάστασης που διέπει την χώρα μας. Πώς εισπράττετε εσείς ως άνθρωπος του πνεύματος αυτή την κρίση; Είναι τελικά μόνο κρίση οικονομική, ή είναι και κρίση αξιών;
--Είμαι της άποψης ότι, μεταξύ των δύο υπάρχει μια αναπόφευκτη αλληλεπίδραση καθότι η οικονομική κρίση αποτελεί επακόλουθο της κρίσης των αξιών και η κρίση των αξιών επιδεινώνεται εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.  Και εγκλωβισμένος μέσα σε αυτό το φαύλο κύκλο της ακμάζουσας οικονομικής και κοινωνικής αποσύνθεσης, της αλλοτρίωσης, της σήψης, της αναλγησίας, της ποταπότητας, του εκφυλισμού των ηθών, της ασυδοσίας, ο μεν σύγχρονος άνθρωπος καταβάλλει αγωνιώδεις και απελπισμένες προσπάθειες για να καταφέρει να επιζήσει, ο δε συγγραφέας ή ποιητής, πιο ευάλωτος και πιο δεκτικός στους κραδασμούς της ταραγμένης εποχής, συναισθάνεται τα υπαρξιακά αδιέξοδα και την αγωνία, αφουγκράζεται τα μηνύματα και τις αξιώσεις των καιρών και είτε καταπιάνεται με θεματικές που αντανακλούν τη ζώσα πραγματικότητα είτε καταπιάνεται με θεματικές που του επιτρέπουν να δραπετεύσει από αυτήν.

11.                       Τελειώνοντας αυτή την μικρή μας συνέντευξη κυρία Παχίτη θέλω να σας ρωτήσω για τις σκέψεις σας πάνω στο Εθνικό μας πρόβλημα. Πολλοί άνθρωποι του πνεύματος αποφεύγουν να εκφράσουν τις απόψεις τους. Η δική μου πλευρά μου λέει πως οι άνθρωποι που γράφουν πρέπει να ηγούνται και να προτείνουν σε όλους για όλα. Πείτε μου λοιπόν τι ευελπιστείτε; Τι περιμένετε στο μέλλον; Θα γυρίσουμε στα πάτρια εδάφη;
--Η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο και αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου, θωρακισμένο με τα εχέγγυα του διεθνούς δικαίου. Η πολύπλευρη και σημαίνουσα προσφορά των πνευματικών ανθρώπων και η συμβολή τους στην πνευματική χειραφέτηση των ανθρώπων είναι αδιαμφισβήτητη και επισημαίνεται σε διάφορα κομβικά σημεία της ιστορίας, τόσο της δικής μας όσο και της παγκόσμιας. Ως προς την θέση σας, βάσει της οποίας «οι άνθρωποι που γράφουν πρέπει να ηγούνται και να προτείνουν σε όλους για όλα», επιτρέψτε μου να πω πως, εάν όσοι γράφουν αναλώνονταν σε συζητήσεις και τοποθετήσεις  επί παντός επιστητού, δεν θα υπήρχαν πλέον λογοτέχνες ή ποιητές αλλά μόνο δημοσιογράφοι και πολιτικοί. 
Το Εθνικό μας πρόβλημα αποτελεί ένα μακρόχρονο, ιδιαζούσης σοβαρότητας ζήτημα που χρήζει ευρείας και επισταμένης συζήτησης. Το ότι κάποιοι άνθρωποι του πνεύματος αποφεύγουν να εκφράσουν τις απόψεις τους επί τούτου, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν απόψεις ή ότι δεν αγαπούν και δεν νοιάζονται για την πατρίδα τους. Ας μην ξεχνάμε πως, αυτοί οι άνθρωποι διαθέτουν ιδιόρρυθμη ιδιοσυγκρασία, διακρίνονται από έντονη εσωστρέφεια και προτιμούν να στέλνουν τα μηνύματά τους μέσα από τα έργα τους.
 «Θα πάρω μιαν ανηφοριά/ θα πάρω μονοπάτια/ να βρω τα σκαλοπάτια/ που παν στην Λευτεριά» γράφει ο δεκαεφτάχρονος Παλλικαρίδης (Δεκέμβριος 1955)
«Ανασήκωσέ την πλάτη/ κι απόσεισέ τους Πενταδάχτυλέ μου» γράφει ο Μόντης («Στιγμές της Εισβολής», Πικραινόμενος εν εαυτώ, 1975)
«Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος/ κι όλες ψοφήσανε επάνω στο παχύ μας δέρμα/χωρίς τίποτα να νιώσουμε» γράφει ο Παντελής Μηχανικός («Ονήσιλος», Κατάθεση, 1975)
Για σκεφτείτε: Ποια εκτενής τοποθέτηση, ποιος συρφετός λέξεων θα μπορούσε να ξεπεράσει τα μηνύματα τούτων, των γραμμένων με το αιμάτινο δάκρυ της καρδιάς ποιημάτων που, σπάζοντας κάθε φράγμα τού χρόνου, πασκίζουν μέχρι σήμερα να αφυπνίσουν τις ναρκωμένες συνειδήσεις, να συγκλονίσουν την ύπαρξη και να καταργήσουν τον εφησυχασμό;
Η πατρίδα μας επί σαράντα ολόκληρα χρόνια αιμορροεί ασταμάτητα. Ευελπιστώ ότι έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για την επούλωση των πληγών της και εύχομαι σύντομα η Κύπρος μας να πάψει να είναι η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα με μοιρασμένη πρωτεύουσα, μοιρασμένη καρδιά.


Οι άνθρωποι του πνεύματος, τόσο στην εποχή τους όσο και διαχρονικά,  αποτελούν τους θεματοφύλακες των ηθικοπνευματικών αξιών. «Τα μεγάλα ιδανικά, όταν ξεπέφτουν κι ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει», καταθέτει ο Παλαμάς.
Σήμερα, λοιπόν, καθώς διανύουμε την εποχή των ξεθωριασμένων ιδανικών, των καταργημένων θέσμιων, των συγκεχυμένων σκοπών, της ιδιοτέλειας, της αυτοαπομόνωσης, της νωχελικής αυταρέσκειας, της ματαιοπονίας, της υποκρισίας και της επιτήδευσης, ο άνθρωπος έχει, πιότερο από ποτέ, ανάγκη την ποίηση. Γι’ αυτό, κάθε εγχείρημα που επιδιώκει την επίτευξη επαφής του κοινού με την ποίηση, αλλά και με τη λογοτεχνία, πρέπει να τυγχάνει επικρότησης.



Συνεπώς, οφείλω να σας εκφράσω και πάλι τα θερμά μου συγχαρητήρια για το ιστολόγιό σας και να σας ευχηθώ καλή συνέχεια στο αξιόλογο έργο που επιτελείτε.

Καταραμένη προσφυγιά / Παχίτη Μαρία



Χρόνια ολόκληρα ύφαινες τ’ ασβολερό μαγνάδι·
το σάβανο που θ’ άπλωνες στ’ ολέθρου την αλάνα
καθώς –πανούργο ίσκιωμα! τo σκεβρωμένο σώμα
θα έσερνες διαβαίνοντας, σαν Άρπυια λιμασμένη,
ανάμεσα απ’ της νιότης μας τις ξεσκισμένες σάρκες
και τ’ αλγεινά υπολείμματα όμορφων ονειράτων.
Σαρακιασμένος ο μποξάς με τις αναθυμήσεις
στις κούτρας μου τα γόνατα διάπλατα ανεχθη
σκορπώντας ανυπόφερτες κραυγές και θρηνωδίες
που τη ψυχή μού αντάριασαν την ταλαιπωρημένη
και τη ματιά μού έκαψαν μ’ ανάβρυσμα οδύνης.
Ευθύς, της μάνας η μορφή ολόδροση εστάθη
μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στα πορφυρένια χείλη
και μ’ ένα χάδι γιατρειά πάσκισε να μου δώσει
καθώς ολούθε ευωδιές σκορπούσε θυμιατήρι
-το μόνο βιός που πρόλαβε φεύγοντας να αρπάξει-
για να ξορκίσει το κακό που –επάρατη! διαχέεις
καθώς σαν φίδι σούρνεσαι στης μοίρας μας τα μέρη
το αίμα μας βυζαίνοντας μ’ ακόρεστη μανία
για να μπορέσεις -σίχαμα! αιώνια να ζήσεις…



Το ποίημα απέσπασε το πρώτο βραβείο στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης με θέμα «Η Προσφυγιά» που είχε προκηρυχθεί το 2012 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο διατήρησης και προβολής της παράδοσης της Ανατολικής Ρωμυλίας.


Πέντε ποιήματα........... / Παχίτη Μαρία

 I.      Όνειρα Ξεθωριασμένα

 Αποφάσισα
να βάψω
τα όνειρά μου
πολύχρωμα
μα
τα χρωματοπωλεία
του κόσμου
διαθέτουν μόνο
αποχρώσεις
του γκρίζου.


                                                                                      II. Cafeteria

Θέλω να παραγγείλω
ένα
όνειρο γλυκό,
ένα
όνειρο μέτριο,
ή
έστω,
ένα
 όνειρο σκέτο,
μα εν τέλει
παραγγέλνω
ένα
Cappuccino


ΙΙΙ. Αποχώρηση

Σιχάθηκα
το κυνήγι της ευμάρειας.
Επιστρέφω
στο κυνήγι των πεταλούδων.
Αντίο!



ΙV. Ασκαρδαμυκτί

Κάθε φορά που στήνομαι
εμπρός στον καθρέφτη,
το παίρνω απόφαση πως
πρέπει να ξεφορτωθώ
την αποκρουστική μάσκα
που με κοιτάει κατάματα μ’ αυθάδεια
γιατί γνωρίζει πως
μου είναι απαραίτητη.


V. Ανώφελη Θυσία

«Δεν βαρέθηκες
ν’ αναζητάς την αγάπη
σε λάθος μέρη;»
ψιθύρισε η μαργαρίτα
λίγο προτού σωριαστεί
ανάμεσα στα σκόρπια της πέταλα…



Σημειώσεις: Τα πέντε  ποιήματα αποτελούν μέρος βραβευμένης ανέκδοτης ποιητικής συλλογής τού 2011 και έχουν συμπεριληφθεί στην Ανθολογία Βραβευμένων Ποιητών (1995-2011) που είχε εκδοθεί το 2012 από την Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρία «Τέχνη» Κιλκίς. Το ποίημα «Ανώφελη θυσία», το 2014 συμπεριελήφθη και σε ειδική έκδοση αφιερωμένη στα 10 χρόνια ένταξης της Τσεχίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβακίας και της Σλοβενίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία περιελάμβανε 15 πίνακες τού Λιθουανού καλλιτέχνη Vaidotas Gegevičius εμπνευσμένους από 10 ποιήματα δημιουργών προερχόμενων από τις αντίστοιχες χώρες

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Θυμάμαι Ακόμα / Παχίτη Μαρία



***

Θυμάμαι ακόμα
τα κελαηδίσματα των παιδιών
που έτρεχαν, ξυπόλυτα χελιδόνια,
στις αλάνες.
Θυμάμαι ακόμα
τα καλοσυνάτα βλέμματα
των γνωστικών γερόντων
π’ αγκάλιαζαν τις καρδιές μας.
Θυμάμαι ακόμα
τις μοσκοβολιές που κούρνιαζαν
στις ποδιές των μανάδων
με τ’ αλευρωμένα πρόσωπα.
 Θυμάμαι ακόμα
τους ρόζους στα χέρια του πατέρα
την ώρα που μ’ έπαιρνε στα γόνατά του
και με χάιδευε μ’ αγάπη.
Θυμάμαι ακόμα
το χρώμα που έπαιρνε ο ήλιος
καθώς, στημένος στην άκρη του ορίζοντα,
γλυκοφιλούσε το χοϊκό σου σώμα.
Θυμάμαι ακόμα
τ’ αβρά ψιθυρίσματα τ’ αγέρα
σαν τρύπωνε στις αθρόες φυλλωσιές
των περβολιών σου.
Θυμάμαι ακόμα
- στ’ ορκίζομαι! -
τ’ όνομά σου και το ψιθυρίζω
κάθε που ξυπνώ και κάθε που κοιμάμαι
για να μην ξεθωριάσει η μνήμη σου:
Αργάκι…



Το ποίημα απέσπασε 2ο Βραβείο στο διαγωνισμό ποίησης που είχε προκηρυχθεί από τον Πολιτιστικό Όμιλο Αργακίου το 2011.




ΓΚΟΥΕΡΝΙΚΑ ... της Μαρίας Παχίτη


                                                                                           


     Στάθηκε μπροστά από τον μεγάλο, λευκό καμβά που περίμενε το άγγιγμα που θα τον μεταμόρφωνε. Τα χρώματα, άτακτα διασκορπισμένα πάνω στην ξύλινη παλέτα, αδημονούσαν να επιλεγούν από το πινέλο, που για αρκετές μέρες παρέμενε ακίνητο στη θέση του. Το μυαλό του είχε κολλήσει. Η έμπνευση ήταν ανύπαρκτη.
     Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ένα μουντό, άχαρο χρώμα απλωνόταν παντού. Γκρίζες φιγούρες με καχύποπτα βλέμματα διέσχιζαν με επιφύλαξη τους δρόμους. Μαυροφορημένες γυναίκες περπατούσαν αργά, καθώς ο πόνος που έσερναν πίσω τους ήταν αβάσταχτος. Κάποια στιγμή, φάνηκε μια μάνα που κρατούσε το βρέφος στην αγκαλιά της. Εκείνο, έκανε να  κλάψει μα δεν πρόλαβε. Η λεπτοκαμωμένη παλάμη της μάνας του έκλεισε το στόμα. Το εναγώνιο βλέμμα της πλανήθηκε στον δρόμο καθώς το βήμα της επιταχυνόταν. Ο εμφύλιος είχε κάνει θεαματικά αισθητή την παρουσία του σε κάθε σημείο της σακατεμένης κοινωνίας. Κι ας είχε μπει για τα καλά η Άνοιξη. Κι ας προσπαθούσε η φύση να ξεπετάξει που και που έγχρωμες πινελιές. Κανείς δεν νοιαζόταν. Το μόνο που έβλεπαν μπροστά τους ήταν το μαύρο και το γκρίζο…
      Το θέαμα τον γέμισε μελαγχολία. Η στειρότητα που ενέπνεε η όλη ατμόσφαιρα τον έκανε να  ασφυκτιεί. Η παραγγελία είχε γίνει πριν από τέσσερις ολόκληρους μήνες. Η παγκόσμια έκθεση πλησίαζε και το μεγάλο πανί εξακολουθούσε να στέκει μπροστά του κενό. Μελαγχόλησε. Ο δείκτης του ρολογιού συνέχιζε την κυκλική του πορεία.
    Σκέφτηκε τους εφιάλτες που έβλεπε τα τελευταία βράδια. Οι φρικιαστικές σκηνές του πιο πρόσφατου αποτρόπαιου εγκλήματος, που είχε διαπραχθεί εις βάρος του άμαχου και ανυπεράσπιστου πληθυσμού της μικρής πόλης, στοίχειωναν τα όνειρά του. Σκηνές βίας, απελπισμένες σιωπές, εκτρωματικά όντα, αποκυήματα μιας αρρωστημένης  φαντασίας, συνέθεταν τους μακάβριους εφιάλτες που συντρόφευαν τα βράδια του. 
     Η αναπόληση τού εφιάλτη τον συγκλόνισε. Ένιωσε το κεφάλι του να βαραίνει, να γίνεται ασήκωτο. Προσπάθησε να διώξει την απαίσια εικόνα που είχε σφηνωθεί πεισματικά στο μυαλό του. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στον στόχο του. Στον στόχο, που για τέσσερις ολόκληρους μήνες παρέμενε ανεκπλήρωτος…
     Κοίταξε με απελπισία τον άδειο καμβά που τον κοιτούσε κατάφατσα. Διάφορες περίεργες μορφές είχαν αρχίσει να διαγράφονται πάνω του. Το μολύβι, που για αρκετή ώρα συνόδευε παθητικά την παλάμη που το φιλοξενούσε, άρχισε να ακολουθεί τις περίεργες γραμμές που άφηναν οι αλλοπρόσαλλες μορφές στο πέρασμα τους. Οι κινήσεις βιαστικές αλλά επιδέξιες.  Κινητήρια δύναμή τους το πάθος, που έμοιαζε με αρρωστημένη μανία.
     Πήρε να βραδιάζει αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου. Η σιωπηλή παρουσία τού χλωμού φεγγαριού του αρκούσε. Ο ύπνος ήταν μία έννοια που δεν πέρασε καθόλου από το μυαλό του. Εξάλλου, τις τελευταίες μέρες είχε καταστεί ένα ανώφελο και εξαντλητικό μαρτύριο.
     Οι πρώτες αχτίδες, που εισέβαλαν απρόσκλητες στο στενόχωρο δωμάτιο, τον έφεραν αντιμέτωπο με το δημιούργημά του. Το απομεινάρι τού μολυβιού κειτόταν σαν σβησμένο αποτσίγαρο στο πάτωμα. Δεν μπορούσε να πιστέψει εκείνο που αντίκριζε. Ο εφιάλτης στεκόταν εκεί, μπροστά του, ολοζώντανος!
     Άφησε την ματιά του να περιπλανηθεί πάνω στο δημιούργημά του. Στο κέντρο, ένα αλλόκοτο, αφηνιασμένο άλογο κάλπαζε εγκάθειρκτο επιτόπου, σφαδάζοντας από τον πόνο που έμοιαζε  ατέρμονος. Ο λαός, ο βασανισμένος λαός, σε ένα εναγώνιο, μάταιο εγχείρημα. Διαμελισμένα σώματα, άτακτα σκορπισμένα. Δύσμορφα πρόσωπα, με την τρομαχτική έκφραση του πόνου και της απόγνωσης να διαγράφεται έντονα σε αυτά. Ο τραγικός απολογισμός του ολέθρου. Η βαρβαρότητα, ένα τερατοειδές ον που κοιτούσε με απάθεια τα θύματα του. Στην αριστερή πλευρά του πίνακα μια μάνα, με γερμένο το κεφάλι προς τα πίσω ούρλιαζε σιωπηλά για την απώλεια του παιδιού της, που κειτόταν  ανατριχιαστικά άψυχο μέσα στην αγκαλιά της.
     Οι οξείες γωνίες έκοβαν απότομα τις επίπεδες επιφάνειες και οι αντίθετες γραμμές τρέπονταν σε φυγή. Η απουσία χρώματος προσέδιδε στο σκίτσο μια ακαθόριστη τελειότητα. Για μια απροσδιόριστη, εντελώς παράλογη αιτία, είχε αρχίσει να του αρέσει εκείνο που έβλεπε. Είχε αρχίσει να εξοικειώνεται με τη συγκεχυμένη, εκκεντρική διάσταση που είχε πάρει ο εφιάλτης του. Η συνειδητοποίηση τον συγκλόνισε. Αδρές σταγόνες  άρχισαν να ακροβατούν στα βλέφαρά του.
     Έξω, η φύση είχε αρχίσει να ντύνεται με τα φωτεινά χρώματα της Άνοιξης. Τα ίδια χρώματα, που ξάπλωναν νωχελικά πάνω στην ξύλινη παλέτα και που έρχονταν σε μια κραυγαλέα αντίφαση με το αισθησιακά αποκρουστικό δημιούργημα του. Μόνο οι σκυθρωπές ανθρώπινες φιγούρες, που έμοιαζαν με  άτονες πινελιές στον πίνακα της φύσης, μπορούσαν να ταιριάξουν μαζί του. Η ζωή τους χαρακτηριζόταν από την ίδια αχρωμία που προσέδιδε την ακαθόριστη τελειότητα στο δικό του  έργο.
     Σε λίγο, η βρύση απολάμβανε τις χρωματιστές πορείες που σχημάτιζε το νερό στην προσπάθειά του να διαγράψει την πολυχρωμία που έντυνε την ξύλινη παλέτα. Ο καλλιτέχνης, την πήρε γυμνή στα χέρια του και την έντυσε με τα άχαρα χρώματα της δεδομένης ζωής.
     Πλησιάζοντας στο τερατούργημα, που αγκάλιαζε το μεγαλύτερο μέρος του δωματίου, σκεφτόταν τους μήνες που είχε αφήσει πίσω του ψάχνοντας μάταια την έμπνευση για το έργο που του είχε ανατεθεί. Μια έμπνευση, που τελικά του προσφέρθηκε από τους εφιάλτες που τάραζαν τον ύπνο του τα τελευταία βράδια.
     Με αποφασιστικές κινήσεις άρχισε να ντύνει το τερατούργημά του έχοντας μοναδική συντροφιά μία τραγική έπαρση…









Το χρονογράφημα, που αποτελεί μέρος της συλλογής διηγημάτων-χρονογραφημάτων «Σενάρια Ζωής», έχει διακριθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, έχει μεταφραστεί στα αγγλικά και έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδες και σε λογοτεχνικά περιοδικά.