εν Λεμεσώ, κατά το 1821
100
Κ`είν την ημέραν κ`αι κ`είν την ώραν
που γίνην πάλε τούν το κακόν
αρφός μου ήτουν έξω στην Χώραν
κ`ι ο κ`ύρης μούτουν εις το χωρκόν
κ` οι Τούρκ`οι έξω αρματωμένοι
εκαρτερούσαν τριβικ`ιασμένοι·
Εγιώ κ` η μάνα μου οι πικραμμένες
είχαμεν πάντα παραγ`γ`ελιάν
κ` ήμαστον έσσω ρωμανισμένες
προσκολισμένες εις την δουλειάν.
110
Εγιώνη επότιζα τα καβάκ`ια
κ` ήτουν το χώμαν πολλά σκλερόν
κ` είχαν κ`αι σύρπην πολλήν ταυλάκ`ια
κ`ι ούλλον κ` εσταλωνεν το νερόν·
κ` ήμουν βκιαστή κ`αι δισπιρκασμένη
κ` ήμουν δρωμένη κ`αι ποσταμένη·
η μάνα μώθεν να ξηντιλήση
του πιθαρκού τον καταστατόν
κ` επεριπκοιέτουν ν ανανακ`ινήση
νάκκον προζύμιν για ζυμωτόν.
120
Θεέ μου, μεν δώκης έτσι σόρταν!
κάλλιον το πλάσμαν να μέν πλαστή:
Ακούω μιάν πουμπουρκάν στην πόρταω
κ`αι ππέφτ η πόρτα χαμαί σωστή
κ`αι μέναν βρύχος κ` έναν χωχώιν
εδωκεν έσσω το Τουρκολόιν.
Εγιώ τιτσίρα, μεσοντυμένη,
που την πολλήν μου την αντροπήν
έμεινα μεσ στα δέντρα χωσμένη
κ` είχα τα μμάδκια μου σαν στραπήν.
130
Επεριπκοιούνταν να μπούν να σφάξουν
να μπούν ν αρπάξουσιν, κ`αι πριχού
που την αυλήν κόμα να δκιαλλάξουν
έμπην της πόρτας κατά λαχού
αρματωμένος ευτύς ο αρφός μου
κ`ι ούλλα που νάμπηκεν ο Θεός μου.
Λαλεί τους-Τούρκ`οι, σταθήτε πίσω·
αν ηδκιαλλάξετε ας`κ`ελλιάν
εν να βουττήσω να σας μελίσω·
κ`αι κ`είν επαίξαν μιάν πιστολιάν.
140
Ότι κ`ι ακούστην η πιστολιά τους
ευτύς σκουλλίζει τον ο θυμός
κ` επλατυδκιάστηκ`εν ομπροστά τους
κ` εγίνην κόκ`κ`ινος κ`αι χλωμός
κ`αι θαμπωμένος απού το γαίμαν
άρκ`εψεν πόλεμον κ` επολέμαν·
τάρματα πκιόν εστραφτοκοπούσαν,
επουμπουρίζαν οι πιστολιές
κ`αι τα κορμιά εκουτρουμπελλούσαν
κατακομμένα που τες ππαλιές.
.....................................
230
Κάμνω να κλάψουν ευτύς μανάες,
τον κόσμον κάμνω τον γερημιάν·
στήννω σου πύρκους με κ`εφαλάες,
στήννω σου κάστρα με τα κορμιά·
κάμνω σου θάλασσαν με το γαίμαν
ευτύς σ`αι βρίσκω πκοιός εν το θέμαν.
Κ`ι΄αν θέλης, σφάξε τον μανιχ`ή σου,
αν θέλης, κάψε τον ζωντανόν,
αν θέλης, μέλισ τον απατή σου,
ναύρης σιούρκασην κ`αι παμόν.
240
-Μούλλωσε, μεν μου πής παραπάνω·
δεν θέλω φόνους κ`αι μακ`ελλειά·
ακούω κ` έν μπορώ νανασάνω·
βρίξε πκιόν πε μου για τα παλιά.
Εμέναν άλλος εν ο καμός μου:
ζ`ούν οι γονιοί μου κ`αι ζ`ή κ`ι ο αρφός μου;
-Ο ένας, έν-ι-ξέρς, ο γονιός σου·
να πώ το ψέμαν είντα φελά;
όμως η μάνα σου κ`ι ο αρφός σου
ζ`ούσιν κ`ι οι δκυό τους κ` έν κ`αι καλά.
250
Τούτ η χανούμισσα η νιώτατη
ήτουν κλαμένη μεσ στα στενά,
που τον αγάν της ήτουν φευκάτη
κ`αι για να μεν μείνη να πεινά,
άησ την έσσω να ζ`ή μιτά μας,
νάν με τες άλλες σκλάβες κοντά μας.
Τότες ο Μπέης δειπνά κ`αι φεύκει
κ`αι πάει έσσω του Χατζ`αλά
κ`αι η χαρά του κ`εί περισσεύκει,
γιατ ήτουν φίλοι κ` οι δκυό πολλά.
260
-Τότες ρωτά η κ`υρά την ξένην
μισοκλαμένη κ`αι σιανά
πως την λαλούσιν κ`αι πόθθεν ένι
κ`αι πως ευρέθην μεσ στα στενα.
-Μεν μ αρωτάς, κ`υρά μου, κ` η καμένη
είμαι πολλές πίκρες ποτισμένη.
Είμαι νωστάρμαστη με τρείς άλλες
μ έναν κ` οι τέσσερεις ασκερλήν
κ` ελοοφέραμεν τες προάλλες
κ`αι το κακόν εγίνην πολλύν.
270
Εχ`ει που τότες καστιορούν με
κ`αι μέραν νύχταν ξητιμασιές·
ό,τι κ`αν τύχ`η κακολοούν με·
η φάκκα πάνω της Αϊς`ές.
Αννοιξα κ` εβκήκα γιάλι γιάλι
κ` έπκιασα στράταν κ`ι όπου με βκάλη.
Είμαι, χανούμγκατη, που την Χώραν
κ`αι που γενιάν κ`αι σόρταν καλήν·
που νείεν κάψ ο Θεός την ώραν
που εγεννιούμουν εις το σελλίν.
280
Ήρτεν η Πέφτη κ`αι, πρίν σιγράση,
τριβικ`ιασμέν η Τουρκού σ`κ`υφτή
θωρεί π αππέσω που το καφάσιν
κ` η ρκά χαρούμενη κ`αι βκιαστή
έρκετουν έσσω της σκομαχώντα.
Πέμπει τες κλάβες ευτύς βουρώντα
κ`αι πάν κι εφέραν της την κοντά της.
Κ` είδαν πως ένεψεν την κ`υράν
κ` ευτύς εφύασιν π ομπροστά της
κ` αρκέφκ η ρκά γεμάτη χαράν: