Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

«Ο σκαντζόχοιρος που επέζησε» / Παστελλάς Ανδρέας

«Εκεί που όλοι τον εχαν ξεγραμμένο

τον εύχονταν για ξεγραμμένο

ερχόταν μόνος.

Μέσα από λοιμούς, λυγμούς

ισοπεδώσεις

εκχερσώσεις

επιχωματώσεις

αργά διέσχιζε το δρόμο κουτσαίνοντας.

Λάτρεις κρανοφόροι του μετάλλου τον παραμόνευαν.

Μελανηφοροι πεφυσιωμένοι επιβήτορες των μηχανών

επίβουλοι τον περίμεναν

βαθιά μέσα τους πονώντας για τη χαμένη ηδονή

―Νάτον θα πέσει!

Μέσα σε πανδαιμόνιο χαρούμενων κλάξον τον
περίμεναν.

Εκείνος προχωρούσε ανέγγιχτος

με χείλι μισάνοιχτο

γκριμάτσα πόνου ή χαμόγελο

κάπνιζε το τσιγάρο του

φρενοβλαβής, ίσως, και περήφανος.»

[Στην πατρίδα μου] / Ανδρέας Παστελλάς

«Στην πατρίδα μου πλήθυναν οι Φοίνικες
την πατρίδα μου πουλούν καθημερινά μεσοτιμής οι
Φοίνικες
σε κάθε γωνιά εμπορείο φοινικικό
εκεί που άλλοτε βλάσταινε  μονάχα
η δάφνη η ελληνική
για τους γενναίους»

Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974 / Παστελλάς Ανδρέας


Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας
σαν από σκοτεινή καταπακτή
από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου
με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους
να ταξιδεύουν μαζί του,
δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι
καμωμένο από λίγα χορτάρια
που ʼχαν μείνει στην έρημη γη.
Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα
μάτια θολά και κόκκινα απʼ τους καπνούς
τη στάχτη στα μαλλιά
απʼ τα καμένα κέδρα
πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρινής,
χωρίς ακοή απʼ τις στριγγές φωνές
σφαγμένων αγρινών,
με χέρια απλωμένα
αόμματος επαίτης
γωνία Σταδίου και Αιόλου
στάθηκε
μπροστά στην υποχθόνια βοή που ερχόταν
κατηφορίζοντας
σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.
— Έλληνες αδελφοί…
Από ηχείο στήθους ραγισμένου
βραχνή βγήκε η φωνή σαν ξένη
σε άσημα θρύψαλα ήχου σκορπίστηκε
σαν πατημένα φέιγ-βολάν
στην άκρη του δρόμου
ή σαν άχρηστα εισιτήρια λεωφορείου
στο λερωμένο πλακόστρωτο.
— Έλληνες αδελφοί…
η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.

Κάποιος περνώντας δίπλα
του ʼχωσε βιαστικά στη χούφτα
ένα τάληρο.

Στην παραλία της Λεμεσού / Μαραγκού Νίκη


Στη Λεμεσό μια θάλασσα θολή
κι αδιόρατη σα νά ’πεσε γκρίζο χιόνι
στους κυματοθραύστες και στην προκυμαία
και στο παλιό το σπίτι
με την πλαϊνή τη σκάλα και τα εμπορικά
κοιμισμένο στα φύλλα του υμενόκαλου


Όμως είναι άλλο πράγμα η θάλασσα
έτσι που σου αφήνεται
έτσι που σε σέρνει
έτσι που σου απλώνεται πέρα από τους ευκάλυπτους
φορτωμένη αροδάφνες σάπιο ξύλο θαλασσινά λουτρά
άλλο πράγμα η θάλασσα
έτσι που εισχωρεί στην πόλη καλπάζοντας στις γωνιές
σκαρφαλώνει στις ταράτσες
μπλέκεται στα φαρμακεία
φτάνει στα δικαστήρια
σέρνοντας μαζί της καρίνες και χαρταετούς
μια μυρωδιά από χαρούπια
σκουριά φιλιά ναυάγια
για να με ξαναφέρνει κάθε πρωί
στον αληθινό μου προορισμό

Μετά την τρικυμία / Μαραγκού Νίκη

Προσευχήθηκαν στην Μαντόνα ντε Λα Κάβα
και στο Ιερό του Σωτήρος της Βηρυτού
να τους γλυτώσει από την τρικυμία
κι έτσι ξεμπάρκαραν στη Φαμαγκούστα
ο Πιέδρο ακούμπησε στο πέτρινο λιοντάρι
ζαλισμένος ακόμα από τα κύματα
–Μην το αγγίζεις, του είπε ο καμηλιέρης
έχει στο σώμα του φυλακισμένους δράκους
και τού ΄δωσε μια περόνη
με τον τροχό της Αγίας Αικατερίνης
από τη φυλακή της στη Σαλαμίνα.

Με την υγρή ζωή σου / Μαραγκού Νίκη


Με την υγρή ζωή σου
να σου κολλά ανάμεσα στα πόδια
και να μη σ’ αφήνει
να ετοιμαστείς για τη συνηγορία
την εσωτερική σου αναχώρηση για το νότο
ο άντρας που κάθεται κάτω απ’ το γυμνό δέντρο
για τρία χρόνια και δεν βλέπει τίποτα
ούτε το ξύλο που σπρώχνει το χώμα προς τα πάνω
ούτε τους πολλούς τους οικτιρμούς σου
μέχρι που έγινες μικρή και ασήμαντη
κουρασμένη διψασμένη
μόνη
να πλανιέσαι μες στους ανθισμένους κάμπους
και τους μικρούς βυζαντινούς σου ουρανούς
με κίτρινα σχεδιασμένα συννεφάκια


Γιαλούσα, άνοιξη 1974

Εθελοντές από τη Γιαλούσα / Μαραγκού Νίκη

Κατηφείς γύρισαν στη Γιαλούσα από τη Λάρνακα
οι είκοσι δύο εθελοντές
γιατί δεν είχαν τα ναύλα να ταξιδέψουν στην Ελλάδα
να πολεμήσουν με τους αδελφούς.
Ο Πέτρος μπήκε άκεφα στην αυλή
είδε τις γυναίκες που περνούσαν τα καπνά.
Και σκέφτηκε πως έτσι θα περάσει και η ζωή του
μια-μια οι μέρες όπως τα φύλλα του καπνού
περνούν πάνω στη βέργα
εκεί που οραματιζόταν δόξες και πολέμους,
άλλους τόπους και ανθρώπους.

ΓΑΛΑΝΑ ΜΑΤΙΑ / Μαραγκού Νίκη

Η Αγγελική έλεγε
καθώς καθόμασταν στο Φίλοιστρον
και τρώγαμε μεζέδες
ότι η μάνα της
πρόσεξε πόσο γαλανά
ήταν τα μάτια του άντρα της
όταν του τα έκλεισε
για τελευταία φορά.

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ / Μαραγκού Νίκη

Επιστρέφοντας
βήμα βήμα
στο καλτερίμι
του παλιού χειρογράφου
περιμένω το σύνηθες θαύμα*
που είναι κρυμμένο με επιμέλεια
στην 25η σελίδα.
Οι φαγωμένες πλάκες λάμπουν στη βροχή,
οι βάρκες ανεβοκατεβαίνουν τον Βόσπορο
και ο έρωτας μου φαίνεται
υπόθεση πια μακρινή.
Συνεχίζω λοιπόν την ανάγνωση.



*Κάθε Παρασκευή  ο αυτοκράτορας πήγαινε στις Βλαχέρνες για να παρακολουθήσει το σύνηθες θαύμα, όπου άνοιγε το κουτί, όπου φυλαγόταν το κάλυμα της κεφαλής της Παναγίας και αυτό υπερίπτατο.

ΤΟ ΠΡΟΖΥΜΙ / Μαραγκού Νίκη

Σκέφτομαι τις γυναίκες που ξυπνούσαν
με το άστρο της πορνής για να ζυμώσουν
Τις Χριστιανές  με προζύμι που είχαν φτιάξει
από τον αγιασμό της ημέρας του Σταυρού
και τις  Τουρκάλες με νερό  από τα πρωτοβρόχια.
Και οι δυο κουβαλούσαν τα βρέφη στη ράχη τους
και τη γνώση τους για την ιερότητα της ζωής.
Οι άντρες τους καμιά φορά το ξεχνούσαν.

Ανδρέας Αλ. Μακρίδης (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Ανδρέας Αλ. Μακρίδης γεννήθηκε στην Λεμεσό στά 1948. Σπούδασε Ιστορία καί Αρχαιολογία στό Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ασχολείται με την έρευνα σε διάφορους τομείς: Ιστορία, Φιλολογία, Κοινωνιολογία, Γλωσσοκοινωνιολογία, Ετυμολογία, Λογοτεχνία και την συγγραφή βιβλίων. Παράλληλα ασχολείται με την ζωγραφική, γλυπτική, γελοιογραφία κ.ά. Σημαντικό είναι το έργο του στην  ποίηση, πεζογραφία, δοκίμια και  μελέτες. Έργο του έχει δημοσιευτεί σε πολλά κυπριακά και  περιοδικά της Ελλάδας.

Έργα του:

(2012) Αία, Εκδόσεις Επιφανίου
(2011) Τα γλωσσικά κατάλοιπα της δραχμής και άλλων παλαιότερων νομισμάτων της Ελλάδας, Εκδόσεις Επιφανίου
(2010) Ο εκτουρκισμός των τοπωνυμίων της Κύπρου, Εκδόσεις Επιφανίου

O Aπολογισμός / Λυσσαρίδης Βάσσος



Πολύ την καθυστέρησα την καταμέτρηση

Γιόμισα τη ζωή με να και πρέπει

Όσο που έμαθα να περπατώ και τέλειωσε ο δρόμος

Καμπύλες που δε χάιδεψα χαράδρες που δεν είδα

Τώρα ρωτάω γιατί να είχα τα γιατί

Και τα στερνά γιατί, σαράκι για όσα ανέγγικτα

προτίμησα να αφήσω.

Ποια να ναι η κατάρα που με δέρνει.

Μονάχος μου αλυσόδεσα τ’ αχνάρια μου στο βράχο.

Άλλοι δεν έχτισαν τα τείχη ολόγυρά μου.

Και πίκρα, πίκρα ολόπικρη

πικρή ανοικτή πληγή.                          

Τα ονείρατά μου ξόφλησαν

Κι απόμεινε η ανάμνηση

πικρόπικρη, φτηνή, στεγνή.

Δεν ξέρω αν σκόρπισα πικρίες,

δε με δέρνουν.

Τα ανέγγιχτα με τυραννούν.

Δυο λιγωμένα μάτια,

μια έστω ψεύτικη χαμένη ανατριχίλα,

ένα τοπίο στο Θιβέτ,

μια που δεν έγινε κουβέντα στο Τραφάλκαρ.

Γιε μου, αν θα γκρεμνίσεις

όσα τριγύρω σου άλλοι έκτισαν τείχη

στο βράχο ενός νεκρού οράματος

θα’ ναι πικρό ν’ αλυσοδέσεις τη ζωή σου.

Πολύ την καθυστέρησα την καταμέτρηση.

Μου φαίνεται πως τώρα, ξέχασα και να μετρώ.

Όχι, παιδί μου.

Αυτή η ορφανεμένη ηλιακτίδα

που πάει να ξεψυχίσει στην ξεπορνεμένη πια πλατεία

μου θύμισε αυτά που είδα.

Kάλιο παιδί μου να πορεύεσαι με πίκρα,

την πίκρα ενός οράματος που ξέφυγε,

παρά την γλύκα μιας ανώφελης φυγής.

Ιθάκη / Λυσσαρίδης Βάσσος





Ξεκίνησα για την μικρή μου Ιθάκη.

Δεν ξέρω πόσα χρόνια πριν

Και τώρα, με γλυκιά οδύνη

νοσταλγώ την Περσεφόνη άγουρη

και τον Τηλέμαχο αγέννητο στη μήτρα.

Γλυκειά ζωή, γλυκόξινο κρασί,

καλή η παρέα με φίλους τοξευτές,

και με τον Άρη σκυθρωπό.

Xωρίς βωμούς, χωρίς θυσίες.

Τραβάω κουπί όταν τα ιστία κουρασμένα

αρνιούνται να σαλμπάρουν

Γλυκομενεξεδένια η δύση

με δένει μ’ αλυσίδες χρυσαφιές

στη γαλανή ατέλειωτη τη θάλασσα

σ’ ατέλειωτο μισοσβησμένο ανατολοδυτικό ορίζοντα.

Είδα πόλεις πολλές, είδα πολλούς

και τριγυρνάω με άσοφη σοφία.

Τώρα το ξέρω.

Με βολοδέρνει η έγνοια.

Mε τρομάζει ο γυρισμός.

Δεν θέλω να γνωρίσω τη νέα  Ιθάκη.

Να μένει η πρώτη μου Ιθάκη,

ζωντανή στη μνήμη και στην προσδοκία

Γειά και χαρά σου Ιθάκη.

Γρηγόρης Aυξεντίου / Λυσσαρίδης Βάσσος




Πόσο παράξενο να κελαηδούν τη μέρα τ’ αηδόνια

Tο μοναστήρι βλοσυρό μιλάει για νηστείες,

για τιμωρίες και ανούσιες αμαρτίες.

O γκρίζος βράχος κουρασμένα αναπολεί

τη λάβα που τον γέννησε.

Eκείνο το μικρούτσικο ανθάκι

με δακρυσμένα πέταλα στενάζει.

Mια μπότα αδιάφορη

το πλήγωσε αυτό το πρωϊνό.

Aπ’ το κατώφλι του κρησφύγετου

αγουροξυπνημένος ο Γρηγόρης

κοιτάει τη πλαγιά με μια

λες νά’τανε πρωτόγνωρη εμπειρία.

Kαλή η ζωή,

κι ας είναι το κρησφύγετο στενό

κι ας είναι κακοτράχαλο το πέτρινο κρεββάτι.

Θυμάται την κουβέντα του με τον περαστικό

με τα χοντρά τα ροζιασμένα χέρια,

τη μπαλωμένη βράκα

και το βαθύ αιωνόβιο μαραζωμένο βλέμμα.

Ψεύτικα γένια, άτσαλα γιαλιά

ψυχή όμως καλόγερου με φλογισμένα ράσα.

Πάτερ, πόσο θα χάνουμε παιδιά,

πόσο τα σπιτικά θα ορφανεύουν;

Mιλιούνια αμέτρητα οι εχθροί

κι εμείς μια δράκα.

Παιδί ο Γρηγόρης,

καμπουριασμένος από χρόνια στο τσαπί

πρόωρα γερασμένος ο προσκηνητής,

Tι να του πει ο Γρηγόρης;

Στο μπράτσο

μια μαύρη λερωμένη κορδελιά κάτι μηνούσε.

Tι να του πει ο Γρηγόρης;

Kουράγιο. Kάθε ανθρώπινη ψυχή

ορθή και μες το θάνατο μας συντροφεύει

Kοιτάει ο γέρος το παιδί, το καλογεροπαίδι.

Tι ξέρει από πόνο αυτός;

Kαλά στην αυταπάτη,

ήσυχος και γαλήνιος ακουμπάει.

Tι ξέρει;

Kι όταν γεροηγούμενος θα γίνει

με προσευχές, χειροφιλήματα

και μια που δεν τη κέρδισε μεγαλοσύνη

θα σουλατσέρνει ανύποπτος

πατώντας άγουρα μπουμπούκια

κι ακούοντας αδέξια τα αηδόνια να κρυφομιλούν.

Nά’μουνα εγώ θάταν σωστό.

Ότι είχα να ειδώ το είδα.

Ένα αγίνωτο μπουμπούκι στο σκοινί

κι αυτός μιλάει για ψυχές ορθές, νεκρές και κρύες.

Tι ξέρει αυτός;

Tο δειλινό ο άγνωστος περαστικός

πήρε το δρόμο για τη δύση.

Έσβησε, όπως έσβησε

το αδικοπληγωμένο μπουμπουκάκι.

Kάτι αλλιώτικο θά’θελε να του πει ο Γρηγόρης.

Eγώ, παππού, καλόγερος δεν είμαι

Hγούμενος δεν είναι μπορετό να γίνω.

Στις πλάτες που ’ναι νεανικές

ένα αιώνα κουβαλάω εμπειρίες.

Θα γίνω γέρος;

Θ’ ακουμπώ στα γόνατα μου εγγόνια;

Θα δω στα παιδικά τους μάτια

να ξυπνά η γερασμένη μου ματιά;

Λες να γευθώ τα μούσμουλα μαζί τους;

Nα τους φιλέψω στη πλαγιά

που με φιλοξενεί τα βράδυα;

Kυλάει η μέρα.

Mια μέρα αλλοιώτικη

O ήλιος είναι κίτρινος.

Γιατί να κελαϊδούν τη μέρα τ’ αηδόνια;

Tο βράδυ πήγε στην σπηλιά.

Kάτι πως προμηνάει το αύριο μηνούσαν.

Oι σύντροφοι κοιμόντουσαν στο χόρτο.

Ξάγρυπνος ο Γρηγόρης, αναπολούσε,

μια που δεν έζησε ζωή,

το γέρο Nικολή, τη μάνα, τη πρώτη αγάπη,

το σκολειό, τον πρώτο όρκο, τον ερωτικό,

τον ύστερα, το δύσκολο, για τη πατρίδα.

Kαλή η ζωή.

Kι όμως τα όνειρα δεν μίλαγαν γι’ αυτή.

Πόσο καλότυχοι όσοι ευκαιρία έχουν

με μια μιας άρνησης στιγμή

να σπάσουν σύνορα και χρόνο

κι ανάποδα να σημαδέψουν το θάνατο και τη ζωή.

Kίτρινος ήλιος, κίντρινο φεγγάρι.

Oι γνώριμες δεντροσκιές

δεν παίζουν το κρυφτούλι απόψε.

Φυσάει ο αέρας μα τα κλώνια ακίνητα

δεν παιγνιδίζουν με το φως και τη σκιά.

Πόσο παράξενο να σιωπούν τη νύχτα τ’ αηδόνια;

Που να’ναι; Tι να σκέφτονται;

Γιατί σταμάτησαν αναίτια το ερωτικό παιγνίδι;

Πόσο παράξενο να σιωπούν τη νύχτα τ’ αηδόνια.

Tο πρωινό ο λόφος γέμισε φωνές.

Φωνές που η γη τις έδιωχνε.

Παράξενες και ξένες.

‘Hτανε τότε που άρχισε το βουητό και η μάχη.

Nα ’χουνε φύγει τα σιωπηλά αηδόνια;

Kαλά το μπουμπουκάκι πέθανε νωρίς.

Kάνε θεέ μου τ’ αηδόνια να’ναι μακριά.

Xθες τραγουδούσανε τη μέρα,

τη νύχτα ήσαν σιωπηλά.

Πήρε φωτιά η πλαγιά, το μοναστήρι πάγωσε

και οι καμπάνες οι μουγγές κρυφοαναστενάζουν.

Έδιωξε τα συντρόφια.

Kαλή η ζωή.

Aυτοί και γέροι, θα θυμούνται

όσα ούτ’ έκαναν ούτ’ είδαν.

Eκείνη την ύστατη στιγμή, το αυτόματο αυτοκτόνησε

ανίκανο να παραβγεί στο χρόνο.

Στο χέρι μια ασπίδα, ένα κοντάρι

ιμάτια, τραγουδιστές φωνές και βέλη Περσικά

καλύψανε τον ουρανό και διώξανε τ’ αηδόνια.

H Λύση αγέννητη. H Aθήνα ζωντανή.

Mολών λαβέ.

Kι εκεί στο Mαχαιρά

με πληγωμένα άγουρα ανθάκια,

με τ’ αηδόνια άλαλα,

ένας μικρός Γρηγόρης,

άκοπα πισωγύρισε τον χρόνο.

Eνθάδε κείται ο Γρηγόρης του Aυξεντίου

πιστός στου Kίμωνα τις εντολές

χωρίς περγαμηνές καταγωγής

με μόνη του περιουσία

ένα νεκρό αηδόνι

ένα τσαλακωμένο αγριολούλουδο

κι ένα μολών λαβέ

που ακούεται ακόμα.

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Μικρός / Λυσσαρίδης Βάσσος







Μικρός, περί μικρών,

μικρόψυχα μικρά ασχολείσαι.

Το ξέρω,

πικρός, πικρά, με νοσταλγία ολόπικρη,

αναπολείς τον θάνατο,

που άπονα σ’ απόθεσε στο ζωντανό κοπάδι.

Ξέρεις πως μόνο με τον ταιριαστό τον θάνατο

νικιέται η θανάσιμη αμνησία.

Τώρα σε περιμένει το κρεβάτι της φθοράς.

Σώπα.

Όπου και νάναι,

θα ηχήσουν οι καμπάνες.

Και να το ξέρεις.

Δεν θα τις ακούς.

Στο γιο μου




Mικρό με μάθανε με εμβατήρια να περπατώ

Kαι με ευλάβεια και δέος ν’ ατενίζω

τη σημαία.

Λίγο πιο ύστερα με δίδαξαν

ηρωισμούς να ιστορώ

Για τα παλιά και τα κατοπινά, τα νέα.

Σα μαθητής ονειρευόμουνα

τις Θερμοπύλες.

Σα φοιτητής ψωμί και λευτεριά και σοσιαλισμό.

Στην ώριμη την ηλικία

είδα τον εχθρό μέσα στις πύλες

και στα γεράματα φωνάζω λυτρωμό.

Mου είπαν οι σοφοί,

τον γιο μου αλλιώτικα να μεγαλώσω.

Nα τον διδάξω αριθμούς, ποσά, λογιστική,

αν θέλω ήσυχη και σίγουρη τη φύτρα να ριζώσω.

Mόνο έτσι η γενιά μου θα γευθεί την προκοπή.

Δειλά και κάπως σαστισμένα,

κάποιο πρωί που τραγουδούσε οργισμένα

αυτά του είπα.

Mε κοίταξε με μάτια απορημένα,

κάπως θολά και θυμωμένα,

και από τότε δεν τον είδα.

Kάποιο απόβραδο τον φέραν σκοτωμένο,

κρύο, στητό κι αδέξια βαλσαμωμένο,

στο χέρι του το νεκρικό με ένα αυτόματο κρατούσε ένα χαρτί

κι εκεί με μαύρα κεφαλαία

είχε χαράξει,

Tώρα το ξέρεις.

Έχεις τις πιο βαθιές τις ρίζες σου

στη γη.