Το χέρι μου ίδρωσε γύρω στο πιστόλι. Η κυκλική αφή της σκαντάλης μού ’σκαβε το δάχτυλο.
Αντίκρυ
ο Γκρηγκόρυ έτρεμε. Ολάκερος παρακαλούσε: «Μη!» Μόνο το στόμα του δεν
μίλαγε. Τα χείλια του κλειστά. Στη θέση του θα τα ’νοιγα, θα
βλαστημούσα, θα ’βριζα. Οι άντρες γύρω παρακολουθούσαν...
Ψες,
στη λιγόλεπτή μας σύναξη, είχανε πει τη γνώμη τους: «Ναι, είναι λυπηρό,
αλλά...» Η διαταγή ήταν ρητή: «Ευθύς ώς αγγελθεί ο απαγχονισμός
του ημετέρου Αντωνίου, ο όμηρος Γκρηγκόρυ θα εκτελεσθεί, ο δε
νεκρός
του, εν στολή, θα κρεμασθεί επί πασσάλου...» και λοιπά. Δεν ήτανε η
πρώτη μου φορά, σ’ αυτό τον κλεφτοπόλεμο, που θα εκτελούσα έναν όμηρο.
Είχα αποκτήσει πείρα και ο τομεάρχης μού ανέθετε συχνά αυτές τις
υποθέσεις. Η περίπτωση «Γκρηγκόρυ» ήτανε η πέμπτη. Μετά την πρώτη
εκτέλεση, θυμάμαι, έκανα εμετό. Τη δεύτερη, μ’ έπιασε αναγούλα κι
ένας πονοκέφαλος που κράτησε ώρες. Την τρίτη ήπια μια μπουκάλα
ρούμι. Την τέταρτη δυο ποτηράκια μπύρα. Το ’ριξα στο καλαμπούρι: «Κακό
ξόδι θα ’χει ετούτος με τα γουρλωμένα μάτια...» Σήμερα, που να πάρει,
ήταν ν’ ανακαλύψω πως δεν είχα ολότελα
αγριέψει; Κι αυτό στην πιο ακατάλληλη στιγμή, μου χάλαγε το κέφι να κάνω το καθήκον μου.
Γιατί αυτός εδώ ο Γκρηγκόρυ είναι τόσο μίζερος κι ασήμαντος,
μια
στάλα πράμα, πανάθεμά τον. Αφού και σήμερα ακόμα, το πρωί, μόλο
που τ’ άκουσε στο ραδιοφωνάκι πως ο Αντωνίου εκτελέστηκε, ήτανε
βέβαιος πως θα του χαρίζαμε, λέει, τη ζωή γιατί για μήνες τρωγοπίναμε
αντάμα..
«Όσοι
τρώνε», λέει, «απ’ την ίδια καραβάνα και πίνουν απ’ το ίδιο παγούρι, ο
κόσμος να χαλάσει μένουν φίλοι». Κι άλλα παρόμοια... Πως ήταν αγαθούλης
το ’χαμε μυριστεί από την πρώτη κιόλας μέρα που μας τόνε πακέταρε το
αρχηγείο σαν όμηρο. Ο φιλαράκος που τον φύλαγε ήτανε σουρωμένος για
καλά κι αποκοιμήθηκε. Εμείς οι άλλοι είμασταν σ’ αποστολή. Όταν
γυρίσαμε, ο Γκρηγκόρυ κάθονταν αντίκρυ στον κοιμισμένο αντάρτη και
ξεφύλλιζε ένα περιοδικό. «Γιατί βρε Γρηγόρη δεν το ’σκασες;» ρωτήξαμε
καλαμπουρίζοντας αργότερα. «Πού να πας μ’ αυτή την παγωνιά; Καλά είμαι
δω».
Άρχισε
η καζούρα «Πράγματι! Το περιβάλλον μας εδώ είναι μαγεία...» «Δεν ειν’
άσκημα. Οι δικοί μας οι στρατώνες είναι κόσκινο. Βάζουν από
παντού...» Ρωτούσαμε συχνά για το κορίτσι του. Χαμογελούσε.
«Η
Μαρία είναι φίνος άνθρωπος» μας έλεγε. «Πριν τήνε πάρω ήταν
αρρεβωνιασμένη μ’ ένα παλιοτόμαρο. Την είχε παρατήσει για μιαν άλλη.
Ύστερα απ’ αυτό κανένας στο χωριό δεν έλεγε να τη
ζητήσει.
Δεν χάνω ευκαιρία. Πως ήτανε δεύτερο χέρι; Κουταμάρες! Χωριάτικες ιδέες
φίλε μου... Ήταν όμορφη, καλόψυχη. Τι άλλο να ’θελα; Κάθε φορά που
πέρναγα απ’ το μποστάνι της δεν με φόρτωνε
πεπόνια,
αγγούρια; Κλέβω το λοιπόν κάμποσα ζαρζαβατικά και τα λοιπά, της τα
πηγαίνω. «Μαρία, από τώρα θα σε φροντίζω εγώ!»Την πήρανε τα κλάματα. Και
μένα. Άσε που έκτοτε με τάραξε στη
ζήλεια...
Δεν μ’ άφηνε ούτε στης μάνας μου να πάω. Ώς τη μέρα που
επιστρατεύτηκα δεν μ’ άφησε να ξεκολλήσω απ’ τα φουστάνια της. Άλλο που
δεν ήθελα εννοείται...» Τις ιστορίες του τις διηγόταν με τα ίδια
λόγια πάντα, πάντα με τις ίδιες στερεότυπες χειρονομίες.
Τελειώνοντας γελούσε κι έχωνε τον λαιμό του παγουριού στο στόμα. Είχε
δε μια γλώσσα!... Αμ’ αρχινούσε τελειωμό δεν είχε. Ακούγαμε,
χαζογελούσαμε,
καλαμπουρίζαμε.
Μόνο καμιά φορά, καθώς μας έλεγε τα οικογενειακά του,
σοβαρεύαμε: «Ώστε κι ελόγου τους, στον τόπο τους, τις ίδιες σκοτούρες;!
Δες μωρέ!»
Ο Γκρηγκόρυ, εκτός από τη φλυαρία, είχε κι άλλα προσόντα.
Ήταν θαυμάσιος μάγερας. Μια φορά μας έφτιαξε κάτι μηλόπιτες,
γλείφαμε τα δάχτυλα. Τα κατάφερνε και στο βελόνι. Όλα μας τα
κουμπιά αυτός μας τα ’ραβε. Μπάλωνε τα ρούχα, μάνταρε τις
κάλτσες, μας σιδέρωνε, μας έπλενε... Το κάνει, διάολε, η ψυχή σου να σκοτώσεις τέτοιο φίλο;
Μπορεί
να λεγόταν Γκρηγκόρυ, μπορεί οι δικοί του να κρεμάσαν τον δικό μας,
μπορεί ν’ αφήσαμε γυναίκα και κουτσούβελα για να τους πολεμήσουμε, μα
πώς να το κάνουμε; Ήτανε φίλος μας, μας
αγαπούσε!
Τις προάλλες δεν είχε σκοτώσει με το χέρι ένα σκορπιό που ανέβηκε στο
σβέρκο μου; Μπορούσε κάλλιστα να τον αφήσει να με ’ξαποστείλει.
«Ευχαριστώ, Γρηγόρη!»
«Τον Θεό που μ’ έπλασε...»
Ψες
η διαταγή μάς ήρθε κεραμίδα. Να εκτελεστεί, λέει, ο Γκρηγκόρυ
και να κρεμαστεί, εν στολή, σε τηλεγραφόξυλο για
παραδειγματισμό.
Κατεβήκαμε όλοι στο κρησφύγετο. Εκείνον τόνε στείλαμε απάνω να μας πλύνει κάτι εσώρουχα.
«Δεν είναι δίκιο...»
«Τι ’ναι δίκιο;»
«Το καθήκον!»
«Σκατά!»
«Σαν τολμάς μην το κάνεις. Θα σε δικάσουν ερήμην και μετά...,
ωρεβουάρ!»
Αυτό
να μου πείτε! Δίκιο είναι να σώζεις το πετσί σου. Αυτό
μάλιστα, πιάνει! Ή το μάτι σου ή το μάτι του. Το δικό του βέβαια κι ας
είναι ο Γκρηγκόρυ που τρώγατε απ’ το ίδιο πιάτο και σου
ξεβρομίζει
τώρα τα λερωμένα σου. Τι να γίνει; Αυτά έχουν οι «αγώνες». Είδαμε και
χειρότερα. Ορίσαμε την ώρα. Για τώρα. Δεν του ’παμε τίποτα σα
γύρισε απ’ τη μπουγάδα. Κοιμήθηκε ήσυχα. Ροχάλισε για τελευταία
φορά. Το πρωί, άκουσε τα νέα στο
ραδιόφωνο, μας είδε σκεφτικούς και σώπασε.
Στάθηκε και μας κοίταγε κι ακόμα μας κοιτά, αποβλακωμένος.
Τώρα θα πατήσω τη σκαντάλη, μια μικρούλα σφαίρα θα σκίσει
τη ρώγα του βυζιού του, τη νύχτα μπορεί να μην κοιμηθώ, μα το
πρωί θα ξυπνήσω...
Ο Γκρηγκόρυ ψιλιάζεται τι σκέφτομαι. Απλώνει το χέρι, ρωτά:
«Αστειεύεις, φίλε! Δεν αστειεύεις;»
Τον
γάιδαρο! Του αξίζει ή δεν του αξίζει να τον ξεκοιλιάσεις; Αυτό διάλεξες
μωρέ να ρωτήξεις τέτοια ώρα; Αυτό απ’ όλα; Εδώ η καρδιά είναι μπαρούτι
κι αυτός ρωτάει αν κάνουμε αστεία! Κάνει κανείς αστεία με τέτοια
πράγματα βρε ζώον; Και του λόγου σου, σα φίλος, γιατί δεν βοηθάς,
να μας διευκολύνεις, έτσι λιγουλάκι;
Να σε ξεφορτωθούμε με πιο λίγες τύψεις; Αν αγρίευες, αν έβριζες
Χριστούς και Παναγίες, αν προσπαθούσες να το σκάσεις, θα ’ταν
ευκολότερο για όλους. Και για σένα!
Ενώ
τώρα; Τώρα, κύριε Γκρηγκόρυ, θα πληρώσεις μαζεμένες τις βλακείες σου:
γιατί δεν έφυγες τη μέρα που κοιμήθηκε ο φρουρός· γιατί δεν το
’σκασες χτες βράδι που σε στείλαμε ολομόναχο για πλύση
απάνω, επί σκοπού το κάναμε βρε χάννο γιατί δεν μ’ άφησες να πάω απ’ το κεντρί.
Λοιπόν, μην έχουμε παράπονα. Το κρίμα στο λαιμό σου...
Ε! ε!... Τι τρέχει τώρα;
Ο
Γκρηγκόρυ κλαίει... Τα δάκρυα ξεχειλίζουν, τρεχολογούν οι μύτες,
κατεβαίνουν στα φρεσκοξουρισμένα μάγουλα. Γυρνάει το πρόσωπο, το
μέτωπο στον τοίχο. Η ράχη του χοροπηδάει απ’ τους λυγμούς. Τώρα ’ναι η
ώρα, η ευκαιρία. Τώρα που ξέρει πια πως δεν υπάρχει λύση άλλη
και μας γυρνά την πλάτη.
Πιέζω
τη σκαντάλη. Ένα τράνταγμα. Και δεύτερο. Αμέσως ύστερα η
ράχη σταματάει το χοροπήδημα. Θαρρώ τον έχω αποτελειώσει... Ήταν εύκολο!
Μα ξαφνικά ξεσπάει, τα χέρια του χτυπούν τον τοίχο, να
τον ρίξουν, λέει:
«Όχι, όχι, όχι...»
Γυρνώ στους άλλους. Περιμένω να μου γνέψουν: «Φτάνει!»
Νεύουνε: «Τι κάθεσαι μωρέ;»
Ξαναπατάω τον δράκο
Η
σφαίρα τόνε βρίσκει στο σβέρκο. Το αίμα τινάζεται. Ο Γκρηγκόρυ
γυρνάει, τα μάτια του κόκκινα. Ορμάει κατά πάνω μου, βαράει
παντού, όπου βρει, στα τυφλά.
«Σας μισώ, σας μισώ...»
Άδειασα
το πιστόλι. Έπεσε κι άρπαξε τις κνήμες μου. Σα να’θελε να
κρατηθεί. Ξεψύχησε μ’ ένα σπασμό, το στόμα, τα ρουθούνια του γιομάτα
αίμα. Ίδια κι οι αρβύλες μου κι οι κάλτσες μου.
Μείναμε ασάλευτοι να τον κοιτάμε. Όταν συνήλθαμε σκύψαμε απάνω του, να τον σηκώσουμε. Τα
χέρια
του είχανε ξυλιάσει, δεν ξεκολλούσανε απ’ τα ποδάρια μου. Τα ’χω
ακόμα τα σημάδια... Κόκκινα και βαθιά, σάμπως να τα ’σκαψε
μαχαίρι.
«Να τόνε ντύσουμε; Κι άντε μετά να βρίσκεις στύλο», γκρίνιασαν οι άντρες.
Γύρισα και τους κοίταξα.
«Κιοτήδες!» Χαμηλώσανε τα μάτια. Σώπασαν.
«Λοιπόν;»
«........»
«Σκάφτε τον τάφο».
Ούτε
την άλλη μέρα, ούτε την παράλλη, ούτε καμιά φορά το αρχηγείο
δεν μας ζήτησε αναφορά. Ήτανε σίγουροι οι κύριοι πως είχαμε συμμορφωθεί
και τον κρεμάσαμε στον πάσσαλο, εν στολή...
Ούτε και γνοιάστηκαν να μάθουν τι ’χε απογίνει τέλος πάντωνο όμηρος Γκρηγκόρυ: Πέθανε ή ζει;