Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καϊμακλιώτη Αγγέλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καϊμακλιώτη Αγγέλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

ΤΡΟΟΔΟΣ / Καϊμακλιώτη Αγγέλα


Καθώς γλιστράς
προς τη θάλασσα
Φωτογράφισε τα φαράγγια
που πέρασες
Σημάδεψε τις κορφές
που ανέβηκες
Αρίθμησε τα πεύκα
που ακούμπησες
Και μην ξεχνάς
Αυτός είναι ο τόπος σου

Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

«Αειθαλής θάλασσα» : Ποιητική Συλλογή της Αγγέλα Καϊμακλιώτη / εκδ. Μελάνι, 2017

Χάρη στην κεντητή της ζώνη
θάμπωνε τους θνητούς
και τους αθάνατους
η Κύπριδα
Το Θέλγητρον
την καθιστούσε ποθητή
Η θελκτική της ικανότητα
το σώμα το αειθαλές
το θηλυκό της θάμπος
Θαλασσογέννητη
Θαλασσοκράτειρα
Θαλασσοπούλι
Όχι Θεά
Μια θαλπωρή για τους θνητούς
στο θολοσκέπαστο θαλάμι
Μια θαρραλέα θεατρίνα
Θήλυ και θήκη και θηλή
Θνητή που νίκησε το θάνατο
την κάθειρξη και τη θλιβή
θάλλοντας την αθανασία
***
Κράτησα μια απόσταση ασφάλειας
από το Φόβο και τον Ίμερο
Τους έστελνα την άλλη μου ψυχή
με την ανεστραμμένη γέφυρα
Μήτρα και όαση εκείνη
αίμα και χτυποκάρδι
Αφουγκραζόμουν στις σκιές
το ξόδεμα και την ανάγκη

Καθήμενη σε δείπνα μυστικά
τους έβλεπα με Βούδα και Χριστό
με τους προδότες μαθητές
και με τις πόρνες αλήθειες
να συναγελάζονται
Τα βράδια μάζευα ρωγμές
θρύψαλα και φαρμάκι
έβαφα κόκκινα φτερά
και τους νανούριζα
μια ψυχή μαριονέτα
ένας δούρειος ήχος
στην οικτρή ενοχή τους

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΕΣ / Καϊμακλιώτη Αγγέλα


Πήγα στο σπίτι στο συνοικισμό
για να τον δω
Τον βρήκα στην αυλή ξυπόλητο
να κόβει φρούτα
Άκουσες τις ειδήσεις; Ρώτησα
Όχι. Απάντησε κοφτά
Για την πατρίδα λέω, άκουσες;
Όχι. Δεν ξέρω τίποτα
Και σβέλτα ανέβηκε
στην ανεμόσκαλα
έκοψε ασπρόσυκο
και μου το πρότεινε
Πάρε. Είναι αζιμούθιο
σπόρος και γάλα μητρικό
αν ξέρεις να διαβάζεις τα σημάδια
εντός βρισκόταν πάντα ο εχθρός
Είπε και πικρογέλασε



από την ανέκδοτη Ποιητική Συλλογή : Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Αιώνες τώρα


Περιμέναμε την άνοιξη
και την ανάσταση
Λησμονήσαμε 
ότι προηγούνται
αιώνες τώρα
η προδοσία
και η σταύρωση
Αιώνες τώρα
Πόντιοι Πιλάτοι
και Ιούδες
Αιώνες τώρα
μας φιλούν

Αγγέλα Καϊμακλιώτη "Εκ του σύνεγγυς"

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Αγγέλα Καϊμακλιώτη (βιογραφικό σημείωμα)


Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη γεννήθηκε την Αμμόχωστο το 1967 ενώ μετά το 1974 ζει και δημιουργεί στη Λάρνακα.  Σπούδασε Παιδαγωγικά στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και είναι κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου Master of Arts στην Εκπαιδευτική Ηγεσία και Πολιτική. Είναι διευθύντρια σε δημόσια σχολεία της δημοτικής εκπαίδευσης.
Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων. Έργα της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Κάποια από αυτά έχουν μεταφραστεί στα Ιταλικά και στα Αγγλικά και άλλα έχουν μελοποιηθεί.

Ποίηση:

Ξεκλειδώνοντας την Αλφαβήτα, Εκδόσεις Πήλιο, 2011
Στιγμές Αλκυονίδες, Εκδόσεις Πήλιο 2012
Εκ του Σύνεγγυς, Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2014

Διηγήματα: 

Οι ψυχές βαδίζουν μόνες, Εκδόσεις Πήλιο, 2011

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

ΤΡΟΟΔΟΣ / Καϊμακλιώτη Αγγέλα


Καθώς γλιστράς προς τη θάλασσα
Φωτογράφισε τα φαράγγια που πέρασες
Σημάδεψε τις κορφές που ανέβηκες
Αρίθμησε τα πεύκα που ακούμπησες
Και μην ξεχνάς
Αυτός είναι ο τόπος σου

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Ψ (π-σ) / Καϊμακλιώτη Αγγέλα


Ο δόκτωρ Ψ
με στηθοσκόπιο
εντόπισε δονήσεις
στα αρχαία μάρμαρα
της Σαλαμίνας
Έριξε νόμισμα
σε κάθετο άξονα
συντεταγμένων πόνων
και αποφάνθηκε
"Συστήνεται ανάπαυσις
σε πέτρινα εδώλια
καθώς το σχήμα
και η διάταξη τους
είναι ιδανικά
για το φιλτράρισμα
θορύβων πάσας
ιστορικής οδύνης"
Ύστερα άναψε
λευκό Winston
σε φόντο πέτρινο
και αναχώρησε
 ανέκδοτη ποιητική συλλογή, "Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα")

Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΚΕΝΤΗΜΑΤΑ / Καϊμακλιώτη Αγγέλα


Τα βράδια πλέκει στο ημίφως
διάτρητο υφαντό με βελονάκι
Ισορροπία λεπτή στα δάχτυλα της
νήμα τυλίγεται το παρελθόν
Μετρά τους πόντους ρυθμικά
Πόσοι γεννήθηκαν και πόσοι φύγαν
στους τοίχους φωταψίες ασπρόμαυρες
σεντούκια με ξυλόγλυπτες γυναίκες
Στα τραπεζάκια βελονόκομπος
κέντημα πρωτινό η γηθοσύνη
προικιά αιχμηρά τρυπούν το δέρμα
-Αχ πότε πέρασαν οι χρόνοι;
Η Καλλιρρόη σιγοτραγουδώντας
αραχνοφέγγει πλάι στο γιασεμί

Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΝΕΓΓΥΣ (απόσπασμα)






Ανάδρομα πορεύεται το σώμα σου
Εμπορεύεται αναπόδραστα
Αν σου δώσω ένα μήλο θα μου δώσεις πίσω το φίδι;






Παιδί στο προσφυγόσημο

Παιδί στο προσφυγόσημο
ξυπόλυτο σαράντα χρόνους 
ρακένδυτο και δακρυσμένο
πλάι στο συρματόπλεγμα
θέλει ελεύθερο να περπατήσει 
να ζήσει θέλει
να ξεκολλήσει επιτέλους
την παιδική ψυχή από το έρεβος 
Εκατομμύρια γράμματα συνόδεψε
σε φάκελους σημαδεμένους
Δεν ωφελεί

Αλήθεια 

Απερίσκεπτα 
Απενεργοποίησες τη μνήμη 
Αδρανοποίησες τη φωνή 
Ακύρωσες τη ζωή σου 
Αρνήθηκες 
το Α το στερητικό 
στη λήθη να προσάψεις
Φοβήθηκες μη γίνεις αλάτι 
σαν τη γυναίκα του Λωτ



πρόσφυγες


Διανύεις αποστάσεις επί τόπου 
κρατώντας πυξίδα ένα μισοφέγγαρο ήλιο 
που ανατέλει και δύει μαζί σου 
Φαύλη ανακύκλωση ευχών 
Του χρόνου στα σπίτια μας
Του χρόνου στα σπίτια μας
Του χρόνου
Ποιου χρόνου;
Πορεύεσαι
Εναποθέτεις ελπίδες
Μνήμες ανακαλείς
Πορεύομαι πλάι σου καιρό
Δεν ξεχνώ αλλά ούτε και θυμάμαι 

Λήδρας

Πέραν του οδοφράγματος 
χρόνος ανάδρομος
χώρος αλαλάζων
ουρανός πλατύτερος
μνήμη αιχμηρή 
Η χώρα ενδότερη 
στρώματα ιστορίας
σώματα μυθολογίας
χώματα και ονόματα
Εκεί 
η πατρίδα ψυχή
πτώμα σε Προκρούστειο κλίνη

Τραγική ειρωνία

Όσο κι αν το προσπάθησα 
να ξεχωρίσω δεν κατάφερα
αν ήταν αλλοθρήσκων 
ή ομοθρήσκων οι καρδιές
που κάποια χέρια σκάλισαν 
σε τοίχο στη μοιραία πόλη 
Επέζησαν εντούτοις
του πολέμου


Το ιερό ψωμί

Εγώ θα επιμένω 
να ζυμώνω τις μνήμες μου 
με τις γροθιές
Μεσαορία
κι εσύ 
αλώνιζε τα ματωμένα στάχυα
και κράτα σπόρο καθαρό 
αντίδωρο και πρόσφορο 
για τους επόμενους


Αμμόχωστος

Για να σε λησμονήσω 
ξαπλώνω στην άμμο σου 
και μαεύω φωτόνια 
Ύστερα τα αλείβω
με ευλάβεια στο δέρμα μου 
Μικροσκοπικά αστέρια 
φυτρώνουν εντός μου
και τότε ανατέλλω
μηδενικά φορτισμένη 
πανδέκτης και πανσέληνος αλλού 
Μα δε σε λησμονώ


Ελευθερία

Τώρα εξηγείται 
η απουσία της
εδώ και χρόνια 
από τις παρελάσεις
Είναι νεκρή 
και όχι λιποτάκτης 
όπως νομίζαμε 
Δεν είδαμε ποτέ
ή αγνοήσαμε 
τη σφαίρα 
στο στήθος της 
Εφονεύθη 
Ας μην την περιμένουμε 
Ας περιοριστούμε μόνο 
στην κατάθεση στεφάνων 

Αιώνες τώρα 

Περιμέναμε την Άνοιξη 
και την Ανάσταση
Λησμονήσαμε 
ότι προηγούνται 
αιώνες τώρα 
η προδοσία 
και η σταύρωση
Αιώνες τώρα 
Πόντιοι Πιλάτοι 
και Ιούδες
Αιώνες τώρα 
μας φιλούν



Ζητείται Πατρίς 

Πυκνή κίτρινη
αφρικάνικη σκόνη
κρύβει τον ήλιο
σε μια πατρίδα
χωρίς ουρανό
Κι εμείς 
ενδοτικοί σπουργίτες
αναμεταδίδουμε 
φλυαρίες χελιδονιών 
και λοιπών αποδημητικών 
για δήθεν ερχομό
της άνοιξης

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Αγγέλα Καϊμακλιώτη
Άλογες μνήμες σε καλούν
κίτρινες μαργαρίτες
πλέκουν γιρλάντα 
Οι παπαρούνες στο τιμόνι σου
μικρή μου ποδηλάτισσα
πυξίδα στεφανώνουν
Και πώς να μη γυρίσεις;
Τα καστανόχρυσα μαλλάκια σου
χαίτη των πιο λευκών ονείρων
καλπάζουν μες την αγκαλιά μου

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Ελευθερία


Τώρα εξηγείται
η απουσία της
εδώ και χρόνια
από τις παρελάσεις
Είναι νεκρή
και όχι λιποτάκτης
όπως νομίζαμε
Δεν είδαμε ποτέ
ή αγνοήσαμε
τη σφαίρα
στο στήθος της
Εφονεύθη
Ας μην την περιμένουμε
Ας περιοριστούμε μόνο
στην κατάθεση στεφάνων

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Ζητείται Πατρίς


Πυκνή κίτρινη
αφρικανική σκόνη
σκεπάζει τον ήλιο
σε μια πατρίδα
χωρίς ουρανό
Κι εμείς
ενδοτικοί σπουργίτες
αναμεταδίδουμε
φλυαρίες χελιδονιών
και λοιπών αποδημητικών
για δήθεν ερχομό
της άνοιξης

ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΙΜΑΚΛΙΩΤΗ
ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΝΕΓΓΥΣ, ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ 2014

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

ΒΑΡΩΣΙΩΤΕΣ


Ήτανε μια παρέα γέροντες
σώματα γκρεμισμένα
μιλούσανε για την Ανόρθωση
και για τις παραστάσεις
στο θέατρο της Σαλαμίνας
γελούσαν τραγουδούσαν
και διασκέδαζαν
Ήτανε μια παρέα γέροντες
φαντάσματα προγόνων σε ψυχές εφήβων
Δεν ήθελαν να λένε ιστορίες του πολέμου
στα εγγόνια τους
γι αυτό τις ξέχασαν
Τις Κυριακές περνούν σκυφτοί
τα οδοφράγματα
βυθίζονται στη θάλασσα
και κρυφοκλαίνε


Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Εκ του Σύνεγγυς

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Βρέχει


Σχεδόν με θράσος
Άρα η ανατροπή
δεν είναι πλέον
απλή πιθανότητα
Να μπαίνει το καλοκαίρι
με κλαυσίγελο
κι εσύ να ξοδεύεις
αντηλιακά με δείχτες


"Ανάδρομα", Ιούνης, 5/6/15

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Αμμόχωστα Όνειρα, της Αγγέλας Καϊμακλιώτη


Υπάρχω. Πριν από τον πόλεμο και μετά, υπάρχω. Ένα παιδί που είδε πολλά, βίωσε περισσότερα, ένα παιδί μεσήλικο. Απλώνομαι, κρύβομαι, μαζεύομαι σ’ ένα όστρακο που μεταφέρω συνέχεια. Κουβαλώ καλύτερα. Είναι η ταυτότητά μου. Είμαι και δεν είμαι: Ελληνίδα, Κυπραία, Ελληνοκύπρια, Ευρωπαία, γυναίκα. Τι είμαι; Η συνείδησή μου κακοποιήθηκε, την εγκλώβισαν εμπνευσμένοι ή και ανίδεοι δάσκαλοι σε σκοτεινά δωμάτια με άχρωμα συνθήματα που μεταμφίεζαν με το χρώμα του ουρανού ή και του ήλιου ανάλογα με τις τάσεις, τις εγκυκλίους, τα ψηφίσματα. Τόση πλάνη...

Τα τελευταία γεγονότα με τις απάτες των τραπεζικών, των πολιτικών και των πολιτικάντηδων με πνίγουν.  Κι άλλη τόση πλάνη. Θέλαμε εδώ και χρόνια να γίνουμε Ευρωπαίοι. Το προσπαθούσαμε και δυσκολευόμαστε. Το μεσογειακό ταμπεραμέντο δύσκολα ρίχνει τις θερμοκρασίες του. Κι όμως να που μάθαμε μέσα σε μια νύχτα, να στεκόμαστε στην ουρά για την ανάληψη μετρητών, για λίγα τρόφιμα στο κοινωνικό παντοπωλείο, να στεκόμαστε για ώρες χωρίς να σπρώχνουμε, χωρίς να χαμογελάμε, χωρίς να φωνάζουμε. Και η μνήμη, πουλί αποδημητικό, τραβάει όπου θέλει, με πάει πίσω σε κάποια άλλα συσσίτια, σε άλλες ουρές, εκεί στους προσφυγικούς καταυλισμούς του 1974, στα αντίσκηνα, εκεί που έζησα ξανά παρόμοια και χειρότερα.

Θέλω να ξετυλίξω το κουβάρι, να ξαναδιαβάσω την ιστορία από την αρχή μου. Να δω ποια είμαι, πού ζω, ποια είναι η χώρα μου και ποιοι οι άνθρωποί της, ποιο είναι το μέλλον μας εδώ σ' αυτό το Φάρο που αναβοσβήνει αιώνες τώρα, στο ακρωτήρι της Δύσης ή μήπως είναι στο ακρωτήρι της Ανατολής; Θα επιστρέψω στην πατρώα γη, στα κατεχόμενα. Το αποφασίζω αμέσως, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Δεν ξέρω γιατί αναδύθηκε αυτή τη στιγμή η ανάγκη τούτη. Θέλω να  επιστρέψω έστω ως επισκέπτης, ως τουρίστας για την ακρίβεια. Να τραβήξω ενδεχομένως και μερικές φωτογραφίες για να τακτοποιήσω ξανά τις μνήμες και να έρθω σε επαφή με την αλήθεια. Να διαγράψω το παραμύθι. Όχι την ιστορία. Η ιστορία δεν διαγράφεται. Ούτε και ξαναγράφεται. Να γιατρέψω τις πληγές και να πιω ζωή από τις πηγές. Σάββατο πρωί θα είμαι εκεί. Χαίρομαι. Όχι, δεν χαίρομαι. Μπορεί και να χαίρομαι. Δεν ξέρω. Νομίζω περισσότερο λυπάμαι.

Επιστρέφω λοιπόν ως πρόσφυγας που λαμβάνει άδεια να μπει για λίγες ώρες σπίτι του για να το δει, να θρηνήσει, να συνειδητοποιήσει κι όμως να φύγει πάλι.  Πορεύομαι προς το παρελθόν μου για να ξεκαθαρίσω το παρόν μου και να ονειρευτώ ελεύθερα το μέλλον μου. Επιστρέφω προσωρινά. Ταπεινά και πένθιμα πορεύομαι, όπως κάθε Μεγάλη Παρασκευή, όταν ακολουθώ την πομπή του Επιταφίου. Έτσι νιώθω. Ακολουθώ ένα άγιο σώμα που υπάρχει επειδή το πιστεύω, ένα σεπτό σώμα βασανισμένο, που όμως κάποτε θα αναστηθεί. Είμαι ήδη στο οδόφραγμα. Στην πράσινη γραμμή. Εκείνη που χωρίζει το νησί μου στα δύο. Στο Νότο και στο Βορρά. Ζω στο Νότο. Τα όνειρα και οι εφιάλτες μου όμως, πολλές φορές έρχονται από το Βορρά. Εκεί γεννήθηκα. Είναι όνειρα σκονισμένα, καπνισμένα, αμμόχωστα. Ίσως έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου, για  να τα ερμηνεύσω, να ξεσκεπάσω το θαμμένο παρελθόν. Να το ξεσκονίσω σαν ξεχασμένο ιερό βιβλίο και να το ξαναδιαβάσω ή να το ξαναγράψω ή έστω να το χρωματίσω. Γιατί πρέπει να ομολογήσω πως τα αμμόχωστα όνειρά μου είναι μαυρόασπρα.

Ο ένστολος στέκεται απέναντι μου. Με κοιτάζει κατάματα, το ίδιο κι εγώ. Του δίνω την ταυτότητά μου, συνεννοούμαστε αμέσως. Ξέρει ποια είμαι, ξέρει τι θέλω, ίσως και να με κατανοεί ή να με συμπονά, ή απλώς κάνει τη δουλειά του.  Μπορεί και να με μισεί. Είναι πάνω κάτω στην ηλικία μου. Θέλω να τον ρωτήσω από πού είναι μα δεν το κάνω. Δεν είναι ένας συμπατριώτης μου αυτή τη στιγμή, είναι ένας ένστολος και στέκεται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν μου. Αν συμπεριφερθώ ψύχραιμα, θα με αφήσει να περάσω. Με ξανακοιτάζει, μου επιστρέφει τα έγγραφα και μου επιτρέπει να περάσω απέναντι. Στο Βορρά. Περνώ. Κι αμέσως ξεκινά μια ταινία μαυρόασπρη, με ήχο και μυρωδιές. Από το ίδιο σημείο πέρασα στο Νότο πολλά χρόνια πριν με άλλους ανθρώπους, άλλα συναισθήματα, άλλες ελπίδες, άλλους φόβους.  Στις 14 Αυγούστου, το 1974, κυνηγημένη από τις ερινύες που καταριούνται τη χώρα μου αιώνες τώρα. Οι ήχοι και οι μυρωδιές επιστρέφουν. Κι εγώ επιστρέφω στο σπίτι μου. Ανοίγω τα μάτια μου, τα μάτια της ψυχής μου, να μη χαθώ.

Κουβαλώ αυτά τα μάτια από τότε που θυμάμαι.  Δεν είναι πίνακες, ούτε καθρέφτες.  Είναι πηγάδια. Πηγάδια δίχως πυθμένα. Άβυσσος η ματιά και κάπου ένα αντιφέγγισμα. Αυτά τα μάτια με οδηγούν ετούτο το πρωινό,  ετούτο τ’ ανοιξιάτικο πρωινό τ’ Απρίλη.  Ω! Πόσα χρόνια τ’ ονειρευόμουνα,  πόσα βράδια το λαχταρούσα. Τα χέρια μου καρφωμένα στο τιμόνι. Η ψυχή μου καρφωμένη στη μνήμη. Το σώμα μου καρφωμένο στην ιστορία.  Έχω μαζί μου συνεπιβάτες, συνοδοιπόρους τ’ αδέλφια μου και τα παιδιά μου. Είναι μαζί μου και δεν είναι.  Δεν είμαι η μάνα τους τώρα, είμαι απλώς ένα κορίτσι που πάει σπίτι του, που έχει να πει τόσα πολλά κι όμως δε λέει τίποτα. Στόμα κλειστό, ερμητικά κλειστό να μην πληγώσει τη σιωπή, να μην πει κάτι λάθος, επιτρέπονται μόνο μικρές κραυγές χαράς, αυθόρμητες, άναρχες, άλογες. Είμαστε πέντε μικρά παιδιά που γυρίζουμε στο σπίτι μας. Γιατί ετούτο το πρωινό γίνομαι πάλι εφτά χρονών.  Και τρέχω και πετώ και γελώ και φωνάζω και σιωπώ. Είμαι εφτά χρονών και δεν λογαριάζω κανέναν.  Και σιωπώντας ουρλιάζω την αλήθεια μου.  Κάνω βουτιές στη μνήμη,  μακροβούτια στο τότε, μακροβούτια στο πριν.  Κατάδυση στο παραμύθι μου; Είμαι ήδη στην Αμμόχωστο. Όχι στα όνειρα πια, τα αμμόχωστα. Στην Αμμόχωστο.

Ευτυχώς τα μάτια μου είναι πηγάδια  χωρίς πυθμένα, επειδή είναι απύθμενη η χαρά μου. Δεν ακολουθώ πια τον επιτάφιο. Κρατώ λευκή αναμμένη λαμπάδα κι αφού είμαι εδώ, αφού υπάρχω εδώ έστω και στιγμιαία, είναι Ανάσταση. Ανοίγω το τζάμι του αυτοκινήτου μου  να καταπιώ το γλυκόθερμο αέρα του τόπου μου. Να καταπιώ το γλυκόπικρο νόστο. Κι αφήνω την ψυχή μου να εξατμιστεί, να αναβλύσει,   να γίνει δάκρυα ζεστά και να κυλήσει. Να κυλήσει και να κυλιστεί στο χώμα της πατρίδας μου. Δάκρυα φυλαγμένα τόσα χρόνια  στο χρονοντούλαπο των ονείρων μου και της οργής μου.

Ο τόπος μου! Ο τόπος μου! Ο τόπος μου! Ο κάμπος της Μεσαορίας. Ο τόπος μου! Ναι, έτσι είναι, όπως τον έβλεπα τα βράδια στα όνειρά μου – κάθε βράδυ- από τα μικράτα μου. Όπως τον περιέγραφε ο παππούς, όπως τον έντυνε με παραμύθια η γιαγιά,  όπως τον θρήνησε η μάνα μου. Ο τόπος μου!  Αρχαίος τόπος, του Ομήρου. Ο κάμπος μας κατάσπαρτος,  απλωμένος, ευλογημένος, ευάλωτος, ταπεινός όπως αυτούς που τον καλλιεργούσαν.  Η θάλασσα. Η θάλασσα της Σαλαμίνας  γαλανή, μυστήρια, απέραντη.  Γνώριμη, αγαπημένη σαν μητέρα, πανίσχυρη, αρχαία θεότητα.  «Θυμάσαι που μ’ αγκάλιαζες με τη δροσιά σου,  θάλασσα των παιδικών μου ονείρων;» Ρουφώ με λαιμαργία τις αρχαίες εικόνες  και μόνο αυτές είναι ο καημός κι ο θαυμασμός μου.  Ο κάμπος, τα κυπαρίσσια,  οι αμμουδιές, τα χωράφια, τα περβόλια,  η θάλασσα, τα χαλίκια, ο ουρανός, τα βουνά.  Όλα τ’ άλλα είναι μικροσκοπικά, ασήμαντα, προσωρινά, ψεύτικα,  θνητά κι αυτά που βλέπουν  τα απύθμενα μάτια μου  είναι γιγάντια, αειθαλή, αληθινά.  Είναι ο τόπος μου! Σταματώ τ’ αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Ρίχνομαι στο κατάσπαρτο μ’ αγριολούλουδα χωράφι κι αφήνω τη φύση να με χαϊδέψει. Τον ήλιο  των προγόνων μου να μου ζεστάνει το πρόσωπο και τους ώμους. Τον  αγέρα να με  καλωσορίσει με χαστούκια στ’ αναψοκοκκινισμένα μάγουλα. Το χώμα, το χώμα. Το χώμα που πατούν τα πόδια μου. Το  άγιο χώμα της Μεσαορίας, το ποτισμένο με αίμα και ιδρώτα χώμα, του τόπου μου!

 «Τότε ο Οδυσσέας ξυπνά από τον ύπνο που κοιμόταν, στα χώματά του. Κι ωστόσο δεν  την αναγνώρισε  την πατρική του γη, τόσον καιρό που έλειψε στα ξένα. »
Μα εγώ την αναγνώρισα, την ξέρω την πατρική μου γη. Αιώνες κι αν έλειπα γνωρίζω  κάθε μια της σπιθαμή. Τα χέρια και τα μάτια με οδηγούν σωστά. Είμαι μπροστά στο πατρικό μου κι είμαι εφτά χρονών και σχολνώ απ’ το σχολείο και με περιμένει η  μάνα κι η γιαγιά με φαγητό αχνιστό κι αγκάλες. Είμαι στο σπίτι μου. Στους ίσκιους της βεράντας. Προχωρώ.  Το γιασεμί είναι εδώ κι ας γέρασε. Τα είδε όλα. Τα βλέπει όλα.  Βλέπει κι εμένα. Με αναγνωρίζει.. Τ’ αγριόχορτα, στον κήπο και στην αυλή. Το νούμερο του σπιτιού στον τοίχο.  Από το λερωμένο τζάμι η ζωή μας, ταινία μαυρόασπρη. Κρυφοκοιτάζω. Είναι η μάνα μου εκεί; Είναι η ψυχή της ή δεν είναι τίποτα; Περπατώ στην αυλή.  Ακουμπώ στον τοίχο του σπιτιού της γιαγιάς. Στο στάβλο, στο σσώσπιτο, στο φούρνο, στο σιμιντίρι. Ακουμπώ την ψυχή μου στο παρελθόν. Δεν ακούω τίποτα. Μόνο μυρωδιές. Όχι χρώματα, ούτε ήχους.

Μας  ανοίγουν. Μπαίνω  μέσα. Η κουζίνα. Η μάνα μου, νεαρή κοπελίτσα μαγειρεύει και μου χαμογελά. Είμαι εφτά χρονών και κάθομαι εκεί στο τραπέζι και τρώω με τ’ αδέλφια μου. Ανοίγω τα ντουλάπια. Μέσα είναι η προίκα της μάνας μου. Τα θυμάμαι πολύ καλά εκείνα τα φλιτζάνια  με τις κοπέλες πάνω στις κούνιες,  με τα ωραία φορέματα και τα ξανθά μαλλιά.  Η μάνα μου δε μας άφηνε να τ’ ακουμπήσουμε.  Ήταν το καλό της σερβίτσιο.  Μα εγώ τις γνωρίζω πολύ καλά  αυτές τις κοπέλες γιατί παίζω μαζί τους  και τραγουδώ  όταν κρυφά τρυπώνω στο σαλόνι και χαζεύω τα γυαλικά και τα σερβίτσια και τις φωτογραφίες. Φώτο Βασιλείου, Αμμόχωστος 1972. Γεννήθηκε ο αδερφός μου. Στη φωτογραφία χαμογελάμε. Από εκείνο το χαμόγελο μένει πια μόνο ο χαμός. Προχωρώ στο σαλόνι. Οι κουρτίνες κρέμονται από τα παράθυρα, θλιβερές, σκονισμένες, ξεχαρβαλωμένες μνήμες. Κόκκινο, βασιλικό βελούδο. Έτσι τις παράγγειλε η μάνα μου. «Μα δε βρέθηκε ένα χέρι να τις κατεβάσει και να τις πλύνει; Όπως τις έπλενε πάντα η μάνα μου με κρύο νερό και σαπούνι και  μετά τις σιδέρωνε κι ύστερα ξυπόλυτη  τις κρεμούσε  πάλι με αργές κινήσεις σαν σε ιεροτελεστία.» Όλα με αργές κινήσεις να τα ζήσω θέλω, να μην τελειώσουν, να τα χορτάσω ακόμα λίγο.

Ξυπόλυτη  πάνω σε κρύα μάρμαρα. Έτσι μου άρεσε να γυρίζω μέσα στα δωμάτια.  Το πάτωμα.  Τα μάτια μου ψάχνουν στο πάτωμα.  Εκεί γκρέμισα το δίχρονο αδελφό μου και μάτωσαν τα χείλια του την ημέρα της εισβολής. Ήμασταν εκεί όταν ακούσαμε τους βομβαρδισμούς και τ’ αεροπλάνα. Σκούπισα με το φουστάνι μου το αίμα από το παρκέ, μην το δει η μάνα μου και στεναχωρηθεί. Στο υπνοδωμάτιό της. Δεν μ’ αφήνουν να μπω. Είναι κλειδωμένο. Το σέντε. Το σέντε ήθελα να το δω. Να το εξερευνήσω. Εκεί κρύβονταν τα φαντάσματα, το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα στολίδια του, η αμαξού και οι κούκλες μου. Τώρα πια μπορώ να πάρω  μια καρέκλα και ν’ ανέβω να δω. Δεν είναι εδώ η μάνα μου, και τ’ αδέλφια μου δε θα με μαρτυρήσουν. Αρπάζω μια καρέκλα. Ανεβαίνω, μου φαίνεται πως ανεβαίνουν μαζί μου κι άλλοι, ψυχές που πλανιούνται στο χώρο.  «Δεν γίνεται», είπε αυτός που μένει στο σπίτι μου.  «Δεν μπορείς  ν’ ανέβεις εκεί πάνω. Δεν το επιτρέπω».  Κατεβαίνω από την καρέκλα, κάτω, χαμηλά στο πάτωμα. Κατεβαίνουν και οι άλλοι μαζί μου, πένθιμα.

Γιατί; Γιατί; Δεν υπάρχει απάντηση. Κι ούτε μ’ ενδιαφέρει αυτή την  στιγμή. Τόσα ερωτήματα, τόσα χρόνια, έμειναν μετέωρα, αναπάντητα. Αυτό, γιατί ν’ απαντηθεί; Τι σημασία έχει άλλωστε τώρα πια; «Δεν επιτρέπεται.» Τελεία  και παύλα. Κι είχα μια κρυφή ελπίδα πως θα ‘βρισκα εκεί πάνω τη τσάντα μου τη σχολική με τα βιβλία μου της Πρώτης Δημοτικού και τα τετράδια με τα στρογγυλά γράμματα. Νομίζω, πως γι’ αυτήν ήρθα και αυτήν αναζητούσα τόσα χρόνια. Μα δεν είναι εδώ. Το σπίτι είναι εδώ μα η ζωή μας, όχι. Τα έπιπλα είναι εδώ, μα τα κορμιά μας όχι. Η ψυχή μου είναι εδώ εγκλωβισμένη και ήρθα να την ελευθερώσω. Ήρθα  να ανοίξω τα παράθυρα, να φύγει επιτέλους, να πετάξει ελεύθερη όπου θέλει. Να βλέπει κι άλλα όνειρα, όχι  μονάχα όνειρα προσφυγικά.

Βγαίνω έξω. Πνίγομαι. Στην αυλή πίσω απ’ τα αγριόχορτα ήταν το ανάχωμα. Το είχα  ξεχάσει εντελώς. Και  τώρα να το.  Ζωντανεύει και τούτη η μνήμη, μαζί του ζωντανεύει κι ο παππούς μου. Τρεις μέρες και  τρεις νύκτες έσκαβε με τον δεκαεξάχρονο εγγονό του. «Εκεί μέσα θα κρυφτούμε όταν αρχινήσουν οι βομβαρδισμοί», είπε. Και ο λόγος του ήταν προσταγή.  Κατεβαίνω με δέος τα έξι χωματένια σκαλοπάτια και ακουμπώ το δροσερό χώμα. Εκεί  στα σκοτεινά, αφουγκράζομαι τις συζητήσεις των μεγάλων για το κακό που μας βρήκε. Για  τους φόνους, τους βιασμούς, τα ορφανά, τους ανθρώπους που τους έδιωξαν από τα σπίτια τους. Αισθανόμουν  ασφαλής εκεί, στο πρόχειρο καταφύγιο και ήξερα πως ο παππούς θα μας έσωζε. Τις κόρες του,  τη γιαγιά και τα εγγόνια του.  Οι γαμπροί του έλειπαν στον πόλεμο. Ποιον πόλεμο αλήθεια; Και με τι όπλα; Τους είδα τους θείους μου και τον πατέρα μου, να φεύγουν. Δεν γνώριζα πού πήγαιναν μα φοβήθηκα να ρωτήσω. Στο ανάχωμα έχουν φυτρώσει κίτρινες μαργαρίτες. Μια μυρμηγκοφωλιά στο βάθος και σαλιγκάρια στα τοιχώματα. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρθηκαν να κλείσουν το μικρό λαξευτό τάφο. Ποιος ξέρει γιατί. Ίσως κάποια παιδιά να παίζουν ακόμα κρυφτό εδώ μέσα, ίσως και να φτιάχνουν γιρλάντες με τις μαργαρίτες.

Βγαίνω έξω, φεύγω. Κλείνω αργά την καγκελόπορτα πίσω μου. Τότε, την έκλεισε η γιαγιά μου. Πήρε μαζί της τα κλειδιά. «Γιαγιά μου, δεν κατάφερες να επιστρέψεις. Έφυγες. Κι ο παππούς.  Κι η μάνα μου. Μα αν ερχόσουν τώρα μαζί μας θα ‘ταν χειρότερα γιατί το σπίτι σου, τα κλήματά σου, το νοικοκυριό σου δεν είναι πια εδώ. Ή μήπως έχετε έρθει ήδη πριν από μένα;»

Ο άνθρωπος, μας φέρνει δυο τρεις φωτογραφίες και μας τις δίνει. Οικογενειακές φωτογραφίες.  Η θεία Νιόβη με το θείο Λούκα, τη μέρα του γάμου τους.  «Σου μοιάζει η γυναίκα», λέει. «Μόλις  σε είδα θυμήθηκα τη φωτογραφία». Ο  ξάδελφός μου, ο Μιχάλης με κοντό παντελόνι και τιράντες. Στηρίζεται πάνω σε μια κολόνα. «Φώτο Βασιλείου, Αμμόχωστος, 1970».  Τις αρπάζω. Να τις πάρω μαζί μου θέλω. Οι φωτογραφίες είναι η μνήμη, είναι οι άνθρωποι. Δεν ταιριάζουν εδώ. Πρέπει να τις πάρω μαζί μου. Τι να τις κάνει ο ξένος; Γιατί τις φύλαξε άραγε; Ο  άνθρωπος σκύβει να μου κόψει ένα κλαδί γιασεμί. Να το φυτέψω λέει.  Θα πιάσει. Δεν το παίρνω. Δεν το θέλω.  Να μείνει εκεί που είναι. Εγώ έφυγα πριν τόσα χρόνια. Μεγάλωσα. Τώρα πια δεν είμαι εφτά χρονών.

Η εκκλησία του Αη-Γιώρκη είναι μπροστά μου. Το σπίτι μου είναι χτισμένο απέναντι από το καμπαναριό. Πηδώ πάνω από την καγκελόπορτα της εκκλησιάς αφού την έχουν δεμένη με χοντρές σκουριασμένες αλυσίδες. «Σαράντα χρόνια αλυσοδεμένη η καγκελόπορτά σου Αη-Γιώρκη μου, γιατί δεν πήρες τ’ άλογο και το σπαθί σου; Γιατί δεν έγινες κοφίνι γεμάτο φωτιά να σε δουν και να σε προσκυνήσουν; Πώς άντεξες όλα τούτα τα χρόνια μόνος σου γεράκο μου; Πού κρύφτηκες; Γιατί εσύ δεν ήρθες μαζί μας.  Ήσουν εδώ. Έμεινες  να προσέχεις το χωριό είπε η γιαγιά».  «Και δε θα πειράξουν τα σπίτια μας κόρη μου. Φοβούνται τον Άγιο».  Αυτά έλεγε η γιαγιά μου, η Αγγελού, που τον ήξερε τον Άγιο μας γιατί μιλούσε μαζί του κάθε δειλινό και μας κάπνιζε με φύλλα ελιάς λέγοντας ξόρκια κι ευχές αρχαίες, που σίγουρα τα ‘χε μάθει από τον Άγιό μας. «Σαν τρέχει ο νήλιος, σαν τρέχουν τ’ άστρα, σαν τρέχει το φεγγάρι...» Μια μισοσπασμένη καρέκλα. Αυτή έμεινε στην εκκλησιά μας. Ούτε εικόνες, ούτε ξυλόγλυπτοι σκάμνοι, ούτε παγκάρι, ούτε τέμπλο, ούτε πολυέλαιοι. Τίποτα. Χώρος ασφυκτικά κενός, γεμάτος παρούσες απουσίες. Ο σταυρός στο καμπαναριό; Οι τοιχογραφίες; « Άη-Γιώρκη μου, πού πήγες;  Έφυγες κι εσύ τελικά; Και τώρα ποιος θα προσέχει τα σπίτια και τα χωράφια μας;»

Στο δρόμο  της επιστροφής δεν είμαι πια εφτά χρονών. Τα μάτια μου δεν είναι πια  απύθμενα. Δεν ονειρεύομαι πια. Ξέρω!  Είδα!  Φεύγω από το σπίτι μου και δεν είμαι εφτά χρονών. Δε φοβάμαι και ξέρω πού  θα πάω  αυτή τη φορά. Περνώντας  στο Νότο αισθάνομαι πως τέλειωσε ακόμα μια κηδεία. Έθαψα τις αναμνήσεις μου. Έκλαψα τους νεκρούς μου. Ξεχρέωσα με τις  Ερινύες. Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού που έκτισα με το σύντροφό μου. Τώρα είμαι σίγουρη. «Ξέχνα τα, ξέχασέ τα επιτέλους! Ή ξαναθυμήσου τα αλλιώς. Πρόσφυγας, δεν είσαι πρόσφυγας πια. Πρέπει να ξεκολλήσεις, να το ξεπεράσεις, να προχωρήσεις! Έκτισες μια καινούρια ζωή, ανήκεις εδώ, ανήκεις παντού, δεν ανήκεις πουθενά, είσαι ελεύθερη.»

«Μητέρα, τώρα ξέρω τι θα απαντώ όταν με ρωτούν από πού είμαι!» Ο γιος μου;  Είναι ο γιος μου αυτός που μου μιλά;  Είχα πάρει μαζί μου και τα παιδιά σ’ αυτό το ταξίδι; Μα πώς τα ξέχασα τόσες ώρες; Σε ποια ντουλάπια της μνήμης και της λήθης τα κλείδωσα; Τι λέει Θεέ μου; Και γιατί αυτά του τα λόγια με πληγώνουν; Γιατί αυτές του οι λέξεις, μου προκαλούν ρίγος και φόβο; Στ’ αυτιά μου αντηχούν από τα βάθη των αιώνων τα λόγια του Τηλέμαχου. «Αλλά του λόγου σου, τράβα στην κάμαρη σου και κοίτα τις δουλειές σου. Το τόξο όμως είναι των ανδρών υπόθεση, όλων και προπαντός δική μου, αφού σε μένα ανήκει το κουμάντο του σπιτιού».

«Γιε μου, γιε μου και πώς θα καταφέρεις να διώξεις εσύ και η γενιά σου τους μνηστήρες και τα μνημόνια από τον τόπο μας; Και δεν είναι πια απλά τα πράγματα. Ποτέ δεν ήταν άλλωστε. Δεν είναι καλύτερα να εργαστούμε όλοι μας για την ειρήνη, για την αλληλεγγύη; Έχουμε κουράγιο να θάψουμε κι άλλους νεκρούς; Έχουμε την πολυτέλεια να ορίζουμε τη μοίρα μας ακόμη;  Και είναι το δίκιο με το μέρος μας ολότελα;»

Δεν ξέρω τι να πω. Ποιος την γνωρίζει την αλήθεια; Αυτό που βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου πια, είναι ένας ήλιος που συνεχίζει ν’ ανατέλλει στον αρχαίο κάμπο της Μεσαορίας κάθε μέρα ολόχρυσος. Είναι τα χρυσαφένια σπαρτά που αιώνες τώρα φυτρώνουν και ωριμάζουν στα χωράφια. Ακούω τη θάλασσα, στοργική μητέρα, που συνεχίζει να τραγουδά το υπέροχο τραγούδι των κυμάτων σ’ όλες τις γλώσσες. Αφουγκράζομαι τον άνεμο να πολιορκεί τα διψασμένα δέντρα της πατρίδας μου. Τη βροχή, λυτρωτικά να πέφτει και να ξεπλένει τα σκονισμένα σπίτια της πατρίδας μου. Βλέπω παιδιά να περπατάνε σαν από πάντα, ξυπόλυτα στα χώματα. Να στέκονται στην άκρη κάποιου χωματόδρομου, να μας χαμογελούν και να κρατάνε κυκλάμινα και μιτσικόριδα. Αυτά τα μιτσικόριδα εναποθέτω με ευλάβεια κι ελπίδα στα χέρια των δικών μου των παιδιών. Δεν έχω κάτι άλλο.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Σκαλοπάτια: επίλογος, στάσιμο, πρόλογος και κύκλος φαύλος

το Δ΄ μέρος της Ποιητικής Συλλογής : Στιγμές Αλκυονίδες 

της Αγγέλας Καιμακλιώτη 


Εγώ: Πορεύομαι από χθες δίχως στάση. Τις παύσεις αποφεύγω, τα διάκενα, τα ενδιάμεσα. Υπάρχω εν πορεία, διατελώ εν ενεργεία, εν οδώ. Αν τολμήσω μιαν ανάσα, αν σταματήσω, τα σκαλοπάτια θα με κατεβάσουν ή θα με ανεβάσουν σε παράδεισο ή κόλαση. Θα  μ' οδηγήσουν σε πορείες κυλιόμενες, σκάλες πτυσσόμενες, σε λαβυρίνθους ηδυπάθειας. Ζητώ επιλογή: Σ' έναν παράδεισο αν θέλω να κατέβω -ποιος αποκάλεσε την κάθοδο αμαρτία;

Εσύ: Υπάρχεις και άρχεις και αργείς και καταργείς και καταργείσαι. Είναι μια μικρή πλαγιά χιονισμένη. Εσύ την επινόησες. Απ' το τσιμέντο ξεπροβάλλουν γιασεμιά και γαρδένιες. Με περιμένεις εκεί στη μέση της σκάλας. Η σιωπή προσθέτει σκαλοπάτια στον αέρα που δονείται εκκωφαντικά. Η κάθοδος μεγαλώνει, η άνοδος μεγαλώνει. Η είσοδος, η έξοδος, η οδός. Όλα μαζί συνονθύλευμα. Αφετηρία και τέρμα και διαδρομή. Απλώνεις το χέρι με οδηγείς. Πού; Αγνοείς. Αγνοείς κι αγνοείσαι.

Εμείς: Κρατάμε σφικτά ο ένας τον άλλο στη μέση της σκάλας . Χαμένοι δεσμώτες. Ηλεκτροφόρα καλώδια γαρδένιας και γιασεμιών μας τυλίγουν. Ηλεκτρικές εκκενώσεις ανθοφορούν στις καρδιές μας. Ανεβαίνουμε. Ανεβαίνουν μαζί μας οι μικρές κόκκινες ανάσες. Κατεβαίνουμε. Οι γαρδένιες κατεβαίνουν μαζί μας. Δίπλα το ασανσέρ χρονοβαγόνι χωρίς χάρτη πορείας. Ένα - Μηδέν - Υπό το μηδέν – Στάση.

Είναι μια μικρή χιονισμένη πλαγιά. Εσύ την επινόησες.
Εκεί παγώσαμε το χρόνο στα σκαλοπάτια.




Ελεύθερη πτήση


Το φιλί
χέρια φτερά
ελεύθερη πτήση
Η αγάπη
αγγέλων οδός
ψυχών χορός
Τα σώματα ανάδυση
στον ουρανό
κατάδυση στο γαλανό
Ελεύθερη πτώση
Κράτα με
Σε κρατώ
Σήκωσέ με ψηλά
Πιο ψηλά
Μαζί σου
Πετώ

 ***

Έκπτωτος Άγγελος


Εκεί στην άκρη τ' ουρανού
αραιωμένη ύπαρξη
μέσα στο σύννεφο
γκρίζος
μετέωρος
βρόχινος
διψασμένος
Το χέρι γαντζωμένο στον Ήλιο
Η  ψυχή βυθισμένη στη θάλασσα
Εκεί  κι εδώ
Έκπτωτος Άγγελος
Ούτ' εκεί ούτ' εδώ
Έκπτωτος  Ξένος
Υποψία φτερών ελαφραίνει
τους ώμους σου
Υποψία καρδιάς βαραίνει
το στήθος σου
Έκπτωτος   Άγγελος
Εσύ
Εσύ μου

Έχω φυλάξει τα φτερά μας

 **8

Εποχές


Κι ύστερα οι εποχές εναλλάσσονταν τυχαία
Άνοιξη φθινόπωρο χειμώνας
φθινόπωρο,  φθινόπωρο
Το καλοκαίρι θνησιγενές και αγνοούμενο
στο περιθώριο της ζωής μας πεταμένο
με στρώματα δειλίας σκεπασμένο
περίμενε της κρίσεως  την ώρα

Κι εσύ κρατούσες στο χέρι τα βιβλία και μου ' λεγες
για τη δροσιά του νοτισμένου χώματος
τη ζεστασιά του διχασμένου σώματος

Έπειτα η αγάπη ακατάσχετα φυλλορροούσε
Ο έρως ο αειθαλής κιτρίνιζε κι αιμορραγούσε
κι ενώ συνέβαινε  η άνοιξη για αιώνες
μας βρήκε το φθινόπωρο μοναχικούς θαμώνες

Φόρεσε η καρδιά διπλό πουκάμισο
χάλασαν οι καιροί στο ενδιάμεσο
Μια ελπίδα φόνισσα, λευκό μαχαίρι
με χιόνι σκότωσε το καλοκαίρι

 ***

Μελαγχολία


Άχρωμη  και πικρή
πολύχρωμες αλήθειες συνοδεύει
βουβή κι ανέκφραστη ερινύα
η μελαγχολία

Μουντζούρες επιτήδειες
Ακρωτηριασμοί των αισθήσεων
Άχρωμη αύρα ουδέτερη
Μνήμη αιχμηρή

Κι εσύ στο μαύρο και στο κόκκινο ανάμεσα
κάτω από κείνη την τεράστια πανσέληνο
μετέωρος στον ίλιγγο
μιας  μονόχρωμης πολυχρωμίας

Έπειτα υποχωρούν τα χρώματα
εξαφανίζονται τα ονόματα
Άχρωμη νηνεμία
Ουσίας  απουσία
Μελαγχολία

***

Ανάκριση


Μιαν αύρα
μια γαλήνη αναπολώ
ίσως ανάμνηση ή όνειρο
Σίγουρα για να πω δεν ξέρω
Μα ρίγος νιώθω
όταν τα μάτια σου
το σώμα μου ανακρίνουν
δίχως οίκτο

Φαντάσου να φαινόταν κι η ψυχή μου

 ***

Ζήτημα προτεραιοτήτων


Να μου το 'λεγες
έστω μία φορά καθαρά
Δίχως εκείνο
το ληξιπρόθεσμο
το ατελέσφορο
το ανέξοδο άλλοθι
του "θέλω, αλλά δεν μπορώ"

Να μου το 'λεγες
έστω μία φορά καθαρά
Δίχως εκείνο
το μίζερο
το αψυχολόγητο
το απροσδιόριστο κάτεργο
του "θέλω, αλλά δεν μπορώ"

Να μου το 'λεγες
έστω μία φορά καθαρά
Να σου πω κι εγώ
πως "μπορώ, όμως δε θέλω πια"

 ***

Ονειροπληξία


Να αποφεύγεται καλύτερα
η γείωση ονείρων
εν μέσω βροχής
και καταιγίδων
Εξαιρετικά επικίνδυνο
εγχείρημα
Αλεξικέραυνα είναι τα όνειρα
μόνο των καλοκαιρινών διαδρομών


***

Πιθανότητες


Ανάμεσα στο πιθανό
και το απίθανο
πιθανολογείται ο έρωτας
άπειρες
οι πιθανότητες λάθους
καθώς στη θεωρία
των παιγνίων
οι ενδιάμεσες αποδράσεις
εκμηδενίζονται ως
απλά ενδεχόμενα
στατιστικώς ασήμαντα

 ***

Το δέντρο της ζωής


Χορεύει το δέντρο της ζωής κι εσύ μαζί του
Τη μελωδία άκουσε μάθε το βηματισμό
Ξύπνα και φύτρωσε
Γίνε φύλλο κλαδί
γύρη στα πόδια της μέλισσας
Γίνε καρπός προς βρώσιν και τέρψιν
Γίνε δέντρο

Άσε τον άνεμο να σε μαστιγώσει
να σε λυγίσει
Τη βροχή να σε ξεπλύνει
να σε ξεδιψάσει
Το χιόνι να σε παγώσει
να σε λευκάνει
Τον ήλιο να σε ζεστάνει
να σε μεγαλώσει

Άκουσε επιτέλους τη μελωδία
Μάθε τα βήματα
και χόρεψε μαζί του
Κοίτα στην ομορφότερη σκηνή
το δέντρο της ζωής χορεύει
Σε περιμένει

***


Το κάδρο


Φως σκοτεινό
ο μαύρος πάνθηρας
βλέμμα βαθύ
σε κάδρο βελούδινο
πάνω στον άσπρο τοίχο
στο εφηβικό του στρώμα απέναντι
Τα βράδια στ’ όνειρό του
ζωντανεύει το αγρίμι
αίμα και σάρκα
μάταια γυρεύει
Πεινασμένο
επιστρέφει κάθε πρωί
πίσω στο κάδρο
Κι εκείνος μόνος πια συνεχίζει
να υφίσταται
ως πάνθηρας σε κάδρο
Ένα  μαύρο, βελούδινο αιλουροειδές
περήφανο μα λαβωμένο
Κάποια βράδια βέβαια
ο πάνθηρας επιστρέφει
κι αυτός
τον αφήνει  να κατασπαράξει
την καρδιά του
όχι από φόβο ούτε απ’  αγάπη
Από οίκτο


 ***

Καλοκαιρινό φθινόπωρο



Στο Φάρο είναι ακόμα καλοκαίρι
στην άμμο περπατούν
χωρίς προορισμό ζευγάρια
χέρι με χέρι
Παιδιά χτίζουν παλάτια, κάστρα
δίχως πόρτες και παράθυρα
με γέφυρες όμως
και διαδρόμους
ημερολόγια ονείρων
καρδιές ονόματα
γραμμένα κι άγραφα
Το γαλανό είναι ακόμα γαλανό
το άσπρο, άσπρο
η θάλασσα, θάλασσα
Το γκρίζο αφορά
μόνο τα σύννεφα
και κείνους
που δηλώσαν γέροι.


 ***

Τέλος


Θα κρατήσω για πάντα στο κέντρο μου
το ουράνιο τόξο που μου χάρισες
να βάφω τις αναμνήσεις και τα όνειρα
Ήλιε μου
Και θα φαντάζομαι πως ταξιδεύεις μαζί μου
μέχρι το τέλος της διαδρομής
εκεί που τελειώνουν τα ψέματα

Θα ονειρεύομαι πως φτάνεις μαζί μου
στη χώρα του "κάποτε" εκεί που διαγράφονται
όλες οι προηγούμενες διαδρομές
Στα σταυροδρόμια και στα ξέφωτα της ουτοπίας
εκεί που όλες ελπίδες γίνονται βροχή και χιόνι
στα χέρια σου
Ήλιε μου