Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αχνιώτης Χαμπής (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αχνιώτης Χαμπής (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΦΑΡΙΣΣΑΙΟΙ


Ακούεις κάτι πλάσματα, νομίζεις εν ν’αγιάσουν,
τζιαι όμως ούλους στο χωρκόν, στο στόμαν τους θα πιάσουν,
να τους κατηορίσουσιν, τζιαι να τους σχολιάσουν.
Πάλε πολλοί στον τόπον μας, πουν Χρισκιανοί λαλούσιν,
που εν αισθάνουνται καλά, π’αρκέψαν τζιαι γερνούσιν,
φέρνουσιν ξένες έσσω τους, για να τους βοηθούσιν.
Εις την αρκήν τες έχουσιν, βοήθειαν των σπιδκιών τους,
αν τύχει τζι’αρωστήσουσιν, να είναι παναδκιών τους,
μα νάκκον υστερόττερα, τζιαι σκλάβες των παιδκιών τους.
Έσιει που προσλαμβάννουσιν, αρκάτες κάποιαν φάσιν,
που θα δουλέψουν τίμια, χωρίς να πνάσουν πλάσιν,
τζιαι τουν τον κόπον των φτωχών, θέλουσιν να τον φάσιν.
Λαλούν πως εν Χριστιανοί, μα όμως ώσπου ζιούσιν,
εις τον σκοπόν τους έχουσιν, τζιαι πάντα προσπαθούσιν,
άπονα τον συνάθρωπον, να εκμεταλλευτούσιν.
Τζι’ άμα θα παν στην Εκκλησιάν, τον πλάστην εν φοούνται,
μέσα στον οίκον του Θεού, εν ιστενοχωρκούνται,
τζι’αρκέφκουν να προσεύχουνται, τζιαι να σταυροκοπιούνται.
Σαν Φαρισσαίοι φέρνουνται, εις στα παλιά που ζιούσαν,
π’ούλους τους νόμους του Θεού, τους εδιαλαλούσαν,
τζι’ανάθεμαν οι ίδιοι, πως εν τους ετηρούσαν.
Ακόμα μέχρι σήμμερα, τζιαι γέροντες τζιαι νέοι,
ανάμεσα τους τζιαι φτωσιοί, πλουσίοι τζιαι μεσαίοι,
πολλοί συμπεριφέρουντε, όπως οι Φαρισσαίοι.
Χαμπής Αχνιώτης

Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ


Από τον γέρο Κακουλλήν, τον γείτον τον καλόν μου,
που κάποτε στα νιάτα του, είχα τον δάσκαλον μου,
μιαν ιστορίαν άκουσα πούμεινεν στο μυαλόν μου.
Ένας λεβέντης είπεν μου, κάπου εις την Ασίαν,
ποια χώρα ήταν ακριβώς, εν έσιει σημασίαν,
παντρεύτηκεν μα δεν είσιεν, καμιάν περιουσίαν.
Τζιαι στην απελπισίαν του, στην τύχην του την μαύρη,
μέραν τζιαι νύχταν έτρων τον, της φτώσιας του το κάγρι,
τζι’ έτσι εξενιτεύτηκεν, την τύχην του για νάβρει.
Επήεν χώρες μακρινές, δουλειάν για να γυρέψει,
τζιαι η καλή του σύντροφος, μοναδική του σκέψη,
μα τότες πόσταν εν είσιεν, γράμματα να της πέψει,
Είκοσι χρόνια δούλευκεν, μακρά σε ξένους τόπους,
τζι΄έκαμεν λίρες κάμποσες, με τους πολλούς του κόπους.
τζιαι ούλοι αγαπούσαν τον, για τους καλούς του τρόπους.
Τρεις λίρες εθυσίασεν, άλογον να γοράσει,
τζιαι πέντε όπλον για τζιυνίν, στον νόμον να κρεμμάσει,
τζι’ έπιαν τα τζιαι ξεκίνησεν, στο σπίτιν του να φτάσει.
Μα στο στραφίν του έμελλεν, τα μμάδκια του να δούσιν,
τον πάνσοφον τον γέρονταν, π’άκουεν να λαλούσιν,
τζιαι πλάσματα που έρκουνταν, να τον συμβουλευτούσιν.
Έμπειν τζιαι τούτος στην σειράν, χωρίς τζιαιρόν να χάσει,
να κάτσει με τον γέρονταν, τζιαι να τον κουβεντιάσει,
μιαν συμβουλήν που νάξιζεν, πέρκι τζιαι τούτος πιάσει.
Τζιαι με τον γέρον έκατσεν, σε τζιείν την ξένην Χώραν,
τζιαι κουβεντιάζασιν μαζίν, τζι’ οι δκυο καμπόσην ώραν,
τζιαι τη ζωήν του που αρκής, του γέρου την ιστόραν.
Τζι’ άμα του είπεν γλήορα, θα πάει στην καλήν του,
ο γέρος εσηκώστηκεν, σούζει την τζιεφαλήν του,
τζιαι πολοήθην τζι’ είπεν του, τότες την συμβουλήν του.
Λαλεί του άμαν θυμοθείς, να μεν κάμεις φοέραν,
πάρε βαθκειάν αναπνοήν, ποφύσα στον αέραν,
τζιαι τον θυμόν σου φύλαξε, την δεύτερην ημέραν.
Λαλεί του τούν την συμβουλήν, καλά να την σπιάσεις,
τζιαν θυμωθείς τζιαι τ’όπλον σου, κάποιαν στιγμήν το πιάσεις,
να θυμηθείς την συμβουλήν, τζιαι να το κατεβάσεις.
Τζι’ αν πάρεις την απόφασην, πλάσμαν να θανατώσεις,
να δώκεις τόπον στον θυμόν, εφτείς να μετανώσεις,
τζιαι μείνε την επαύριον, για να τον ισκοτώσεις.
Έπιασεν τουν την συμβουλήν, πάλε καβαλλητζιέφκει,
ποσιαιρετά τον γέρονταν, τζιαι που κοντά του φεύκει,
τζιαι στης καλής του την θωρκάν, συνέχειαν κοντεύκει.
Μέρες τζιαι νύχτες προχωρά, πολλά ταλεποράται,
με πέτραν για προσιέφαλον, πολλές φορές τζιοιμάται,
ώσπου μιαν νύχταν έφτασεν, έσσω του ώσπολλάτε.
Στα σκοτεινά ξεπέζεψεν, μέσα εις την αυλήν του,
έδυσε τζιαι το άλογον, τζι’ άπλωσεν το χαλίν του,
τζιαι θα εφανερόννετουν, αύριον στην καλήν του.
Τζι’η νύχτα σαν εντύθηκεν, τα μαύρα της τα κάλλη,
νάσου τζιαι έναν άδρωπον, να μπαίννει το προσαύλι,
τζιαι η καλή του να αννεί, τζιαι έσσω να τον βάλλει.
Την άτιμην εν φίλος της, φωνάζει τζιαι θυμώννει,
τζι’εφτείς ορμά στο όπλον του, με βόλια το γεμώννει,
μ’άρτεν στον νουν η συμβουλή, τζι’αμέσως μετανώννει.
Άφηκεν την γεναίκαν του, την πόρταν να βαόσει,
τζιαι πήρεν την απόφασην, το όπλον να γεμώσει,
τζιαι να τους παίξει τζιαι τους δκυό, μόλις θα ξημερώσει.
Μ’ άμα ο ήλιος έφκεικεν, τον κόσμον να φωτήσει,
έφκειν της πόρτας του σπιδκιού, τζιαι πάει προς την βρύση,
για να νυφτεί ο άδρωπος, πού ‘θελεν να κουτσιήσει.
Τζιαι είδεν τον που έβαλεν, νερόν μες έναν κάο,
τζιαι λάλεν βάλε άμανα, μπούκκομαν για να φάω,
τζι’ ύστερα βάρμου μιαν ευτζιήν, εις την δουλειάν να πάω.
Τζι’ όπως τον εσημάδκιαζεν, εθόλωσεν το δειν του,
τζιαι σκέφτην πως ο γέροντας, με τζιν την συμβουλήν,
εγλήτωσεν τον που φονιάν, να παίξει το παιδίν του.
Αγαπητοί ακροατές, τζιαι σεις να το σκεφτείτε,
τζιαι αν σας τύχει κάποτε, πολλά να θυμοθείτε,
την συμβουλήν του γέροντα, να την αθυμηθείτε.
Χαμπής Αχνιώτης

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΖΙΑΙ ΑΓΙΟΝ ΚΟΛΑΖΕΙ


Ούλες τες χάρες στο κορμίν, έδωκεν της η φύση,
μα όμως το εδήλωσεν,
κανέναν εν αγάπησεν,
τζι’ούτε θα αγαπήσει,

Στα καλλιστεία σίουρα, πιάννει την πρώτην θέση!
Εν θα πεις κάπου υστερεί,
γιατ’εν ψηλή τζιαι λιερή,
με δαχτυλίδιν μέση!

Έσιει δκυο μμάδκια μελισσιά, δκυο φρύδκια σαν καμάρες,
τζιαι έναν διν τόσον γλυτζιήν,
που πράγματι με το σατσιήν,
εν πάνω της οι χάρες.

Πράγματι μέλιν ζάχαρις, το διν της εγιώ βρίσκω!
Άμα μου ρίξει μιαν μαδκιάν,
πιον εν διώ ούτε παδκιάν,
ακίνητος μεινίσκω.

Αδύναμος γινήσκουμαι, στην φλόγαν της μμαδκιάς της!
Να φύω πιον εν δύνουμαι,
τζιαι ώσπου πάω γίνουμαι,
σκλάβος της ομορκιάς της.

Άμαν δικλείσω να την δω, τζιαι του αγγέλου μοιάζει,
πραγματικά μαγεύκουμαι,
τζι’αρκέφκω πιον τζιαι σκέφκουμαι,
τζιαι άγιον κολάζει.

Με έτσι διν, τζι’έτσι κορμίν, ούλον φωδκιάν τζιαι λάβα,
από τον νου μο’ πέρασεν,
μια τέθκοια εν να κόλασεν,

τότες τον άϊ Σάββα.

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΚΟΡΜΙΟΥ


Έπεψεν με ο Πλάστης μου, πας τουν την γην να ζήσω,
να ζυμωθώ με τη ζωήν, τον κόσμον να γνωρίσω,
τζι’άμαν εν νάρτει ώρα μου, να πάω πάλε πίσω.

Τζιαι για να μπόρα προχωρώ, στον κόσμον τζιαι στην φύση,
να κάμνω έργα όμορφα, τζι’ ότι δουλειάν γιουτήσει,
εχάρησεν μου το κορμίν, να με υπηρετήσει.
Να είναι πάντα δίπλα μου, όσον τζιαιρόν θα ζήσω,
να μεν μ’αρνιέται ότι πω, τζιαι ότι του ζητήσω,
τζι’αυτόματα να εκτελά, ότι επιθυμήσω.
Τζι’ εξήντα χρόνια πράγματι, έχω τα μετρημένα,
ότι εζήτουν του κορμιού, υπάκουεν σε μένα,
τζιαι δεν είχα παράπονον, που λλόου του κανένα.
Μ’άσιει τωρά λλίον τζιαιρόν, είμαι σε μίαν θέση,
της τρέλλας της απόγνωσης, κάπου τζιαμέ στην μέση,
γιατί αρνιέται το κορμίν, τωρά να εχτελέσει.
Τζιαι αρωτώ το να μου πει, κάποτε με το ζόρι,
τι έπαθεν τζιαι προχωρά, σαν το παλιόν παμπόρι,
τζιαι μου λαλεί εγέρασεν, για τούτον τζιεν η-μπόρει!
Τζιαι μαραζώννω τζιαι πονώ, άρκεψα σιουπποβάλλω,
στα χρόνια τα επόμενα, με το μυαλόν μου βάλλω,
τι θ’απογίνω το κορμίν, άμα γεράσει τζι’άλλο;
Ποιος μου το λάλεν το κορμίν, έτσι πως εν ν’αλλάξει,
στο καταλιάϊν γέρικον, να πα να την αράξει,
τζι’ότι ζητώ να μου λαλεί, πως δεν μπόρα ταράξει;
Σε λλίον έτσι θα λαλεί, τουν του κορμιού το στόμα,
τζιαι γιω θα σπάζω θα τσακρώ, γιατ’είμαι νέος κόμα,
τζιαι όμως εγκλωβίστηκα, σε γερασμένον σώμα!

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ



Από τον γέρο Κακουλλήν, τον γείτον τον καλόν μου,
που κάποτε στα νιάτα του, είχα τον δάσκαλον μου,
μιαν ιστορίαν άκουσα πούμεινεν στο μυαλόν μου.

Ένας λεβέντης είπεν μου, κάπου εις την Ασίαν,
ποια χώρα ήταν ακριβώς, εν έσιει σημασίαν,
παντρεύτηκεν μα δεν είσιεν, καμιάν περιουσίαν.

Τζιαι στην απελπισίαν του, στην τύχην του την μαύρη,
μέραν τζιαι νύχταν έτρων τον, της φτώσιας του το κάγρι,
τζι’ έτσι εξενιτεύτηκεν, την τύχην του για νάβρει.

Επήεν χώρες μακρινές, δουλειάν για να γυρέψει,
τζιαι η καλή του σύντροφος, μοναδική του σκέψη,
μα τότες πόσταν εν είσιεν, γράμματα να της πέψει,

Είκοσι χρόνια δούλευκεν, μακρά σε ξένους τόπους,
τζι΄έκαμεν λίρες κάμποσες, με τους πολλούς του κόπους.
τζιαι ούλοι αγαπούσαν τον, για τους καλούς του τρόπους.

Τρεις λίρες εθυσίασεν, άλογον να γοράσει,
τζιαι πέντε όπλον για τζιυνίν, στον νόμον να κρεμμάσει,
τζι’ έπιαν τα τζιαι ξεκίνησεν, στο σπίτιν του να φτάσει.

Μα στο στραφίν του έμελλεν, τα μμάδκια του να δούσιν,
τον πάνσοφον τον γέρονταν, π’άκουεν να λαλούσιν,
τζιαι πλάσματα που έρκουνταν, να τον συμβουλευτούσιν.

Έμπειν τζιαι τούτος στην σειράν, χωρίς τζιαιρόν να χάσει,
να κάτσει με τον γέρονταν, τζιαι να τον κουβεντιάσει,
μιαν συμβουλήν που νάξιζεν, πέρκι τζιαι τούτος πιάσει.

Τζιαι με τον γέρον έκατσεν, σε τζιείν την ξένην Χώραν,
τζιαι κουβεντιάζασιν μαζίν, τζι’ οι δκυο καμπόσην ώραν,
τζιαι τη ζωήν του που αρκής, του γέρου την ιστόραν.

Τζι’ άμα του είπεν γλήορα, θα πάει στην καλήν του,
ο γέρος εσηκώθηκεν, σούζει την τζιεφαλήν του,
τζιαι πολοήθην τζι’ είπεν του, τότες την συμβουλήν του.

Λαλεί του άμαν θυμοθείς, να μεν κάμεις φοέραν,
πάρε βαθκειάν αναπνοήν, ποφύσα στον αέραν,
τζιαι τον θυμόν σου φύλαξε, την δεύτερην ημέραν.

Λαλεί του τούν την συμβουλήν, καλά να την σπιάσεις,
τζιαν θυμωθείς τζιαι τ’όπλον σου, κάποιαν στιγμήν το πιάσεις,
να θυμηθείς την συμβουλήν, τζιαι να το κατεβάσεις.

Τζι’ αν πάρεις την απόφασην, πλάσμαν να θανατώσεις,
να δώκεις τόπον στον θυμόν, εφτείς να μετανώσεις,
τζιαι μείνε την επαύριον, για να τον ισκοτώσεις.

Έπιασεν τουν την συμβουλήν, πάλε καβαλλητζιέφκει,
ποσιαιρετά τον γέρονταν, τζιαι που κοντά του φεύκει,
τζιαι στης καλής του την θωρκάν, συνέχειαν κοντεύκει.

Μέρες τζιαι νύχτες προχωρά, πολλά ταλεποράται,
με πέτραν για προσιέφαλον, πολλές φορές τζιοιμάται,
ώσπου μιαν νύχταν έφτασεν, έσσω του ώσπολλάτε.

Στα σκοτεινά ξεπέζεψεν, μέσα εις την αυλήν του,
έδυσε τζιαι το άλογον, τζι’ άπλωσεν το χαλίν του,
τζιαι θα εφανερόννετουν, αύριον στην καλήν του.

Τζι’η νύχτα σαν εντύθηκεν, τα μαύρα της τα κάλλη,
νάσου τζιαι έναν άδρωπον, να μπαίννει το προσαύλι,
τζιαι η καλή του να αννεί, τζιαι έσσω να τον βάλλει.

Την άτιμην εν φίλος της, φωνάζει τζιαι θυμώννει,
τζι’εφτείς ορμά στο όπλον του, με βόλια το γεμώννει,
μ’άρτεν στον νουν η συμβουλή, τζι’αμέσως μετανώννει.

Άφηκεν την γεναίκαν του, την πόρταν να βαόσει,
τζιαι πήρεν την απόφασην, το όπλον να γεμώσει,
τζιαι να τους παίξει τζιαι τους δκυό, μόλις θα ξημερώσει.

Μ’ άμα ο ήλιος έφκεικεν, τον κόσμον να φωτήσει,
έφκειν της πόρτας του σπιδκιού, τζιαι πάει προς την βρύση,
για να νυφτεί ο άδρωπος, πού ‘θελεν να κουτσιήσει.

Τζιαι είδεν τον που έβαλεν, νερόν μες έναν κάο,
τζιαι λάλεν βάλε άμανα, μπούκκομαν για να φάω,
τζι’ ύστερα βάρμου μιαν ευτζιήν, εις την δουλειάν να πάω.

Τζι’ όπως τον εσημάδκιαζεν, εθόλωσεν το δειν του,
τζιαι σκέφτην πως ο γέροντας, με τζιν την συμβουλήν,
εγλήτωσεν τον που φονιάν, να παίξει το παιδίν του.

Αγαπητοί ακροατές, τζιαι σεις να το σκεφτείτε,
τζιαι αν σας τύχει κάποτε, πολλά να θυμοθείτε,
την συμβουλήν του γέροντα, να την αθυμηθείτε.

ΚΥΠΡΟΣ ΜΟΥ



Τους σκλαβομένους τόπους σου,ποττέ μόν τους ξιχάννω.
Το μόνον πράμαν που ποθώ,
κοντά τους πάλε να βρεθώ,
θέλω προτού πεθάνω.

Στα σκλαβομένα μέρη σου,θέλω να πάω πίσω.
Στες στράτες π΄αναγιώθηκα,
Θεέ μου ν΄αξιώθηκα,
να ξαναπαρπατήσω.

Παιδκιά μου στούντα χώματα,πουν πάντ΄αγαπημένα,
που βρίσκουντε εις τον βορκά,
εχουμεν κάμποσα χωρκά,
τωρά πουν σκλαβομένα.

Είπα σας το πολλές φορές,να σας ξαναθυμήσω.
Λεύτερα θ΄άναι γλήορα,
τζιαι τότες ούλοι σίουρα,
θέλω να πάτε πίσω.

Εγιώ παιδκιά μου γέρασα. Τα πόδκια μόν κρατούσιν.
Μπορεί να είμαι τζιαι νεκρός,
άμα θα έρτει ο τζιαιρός,
για να λευτερωθούσιν.

Για τούτον φήννω σας ριτζιάν,αν τύχει τζιαι πεθάνω,
έθ θελω να με θάψετε.
Ξύλα παιδκιά μου ν΄άψετε,
τζιαι βάρτε με που πάνω.

Τζι΄άμα θα κρούσω να γινώ,σταχτός χαμέ ππεμένος,
σωρέψετε μ΄ως το κουτσιή,
τζιαι γιώ να πάω που ποτζιεί,
ασσέν τζιαι πεθαμμένος.

Βάρτε με σ΄έναν μαστραππίν,παιδκιά μ΄αγαπημένα,
τζι΄άμα θα έρτει ο τζιαιρός,τα Τουρκοπατημένα,
πίσω για να τα πιάσετε,
όϊ να με ξιάσετε,
επάρτε με τζιαι μένα.

Τζιαι φκάρτε λούκκον ξέβαθον, στο σιος μιας αροδάφνας,
τζιαι βάρτε μέσα τον σταχτό,
για πάντα πιον να νεπαφτώ,
στα χώματα της Άχνας.

Αχνιώτης Χαμπής (μικρή αναφορά)


Ο Αχνιώτης Χαμπής γεννήθηκε   στις 6 Νοεμβρίου του 1948. Κατάγεται από την Κοινότητα της Άχνας. Γράφει στην Κυπριακή διάλεκτο. Είναι από τους ποιητές εκείνους για τους οποίους μπορουμε να πούμε ότι   που η αγάπη τους για την Κυπριακή Παράδοση καθρεφτίζεται μέσα στα ποιήματά τους. 

Έργα του:

Κυπριακές Ρίμες
Με τον καμόν του γυρισμού
της πέννας μου οι ρίμες
 Με την πένναν της καρκιάς
Με το γαιμαν της καρκιάς μου

ΣΑΝ ΕΤΣΙ ΜΕΡΕΣ


 Όποτε 'ν ναν Χριστούγεννα, που πάω να ψουμνίσω,
τζιαι πιάννω δώρα των μωρών,
κάθε χρονιάν έτσι τζιαιρόν,
ο νους μου πάει πίσω....

Μες το μυαλόν μου έρκουνται, σιηλιάες αναμνήσεις,
πού 'μουν μωρόν τζιαι γέρασα,
τζιαι την ζωήν που πέρασα,
με σιήλιες δκυο στερήσεις.

Τζιαι προπαντός πού' μουν μιτσής, τζιαι πήαιννα σκολείον,
που δεν ένωσα την χαράν,
νάχω 'ναν δώρον μιαν φοράν,
τζιαι γιω να παίξω λλίον.

Π'άμαν εθώρουν γείτονες, να παίζουν με τα δώρα,
στην στράταν που εφκαίννασιν,
τα μμάδκια μου γεμώννασιν,
τζι' έκρουζα τζιειν την ώρα.

Τζιαι τους γονιούς μου έξερα, έρκετουν τους να σκάσουν,
μα μου λαλούσασιν κοφτά,
πως δεν είχασιν τα λεφτά,
να πα να μου γοράσουν.

Τζι' αφόξερα 'ν της μοίρας μου, αφού εν το γραφτόν μου,
να ζήσω με τη στέρησην,
με δίχως καθυστέρησην,
είπα στον εαυτόν μου.

Εσούνι πουν να παντρευτείς, τους γιούες τζιαι των κόρων,
να κάμεις όρκον ιερόν,
κάθε χρονιάν έτσι τζιαιρόν,
εν να τους κάμνεις δώρον.

Εμιάλινα παντρεύτηκα, τζιαι γόραζα στ' αλήθκεια,
για τα δικά μου τα μωρά,
έτσι γιορτές όπως τωρά,
έναν σωρόν παιχνίδκια.

Ελάλουν γόρασ' των μωρών, τζι' έδκιουν καμπόσιν λίραν,
προτού να μαραζώσουσιν,
γιατ' έξερα πως νιώθουσιν,
από δίκην μου πείραν.

ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ ΦΙΛΙΑΣ



Έτσι όπως εγύριζα, προχτές μες τα χωράφκια,
εία την ώραν πούφευκα,
κάτι που δεν επίστευκα,
ούτε στα δκυό μ΄αμμάδκια.

Εία τζιαμέ ΄ναν τζιυνηόν, που είπεν να σηκώσει,
το όπλον πας τον σιύλλον του, για να τον ησκοτώσει.

Ο σιύλλος το κατάλαβεν, έσιυψεν τον λαιμόν του,
ρίχνει τ΄αθρώπου έναν δεί,
που σαν να ρώταν δηλαδή,
ποιόν εν το φταίσιμον του.

Κοντεύκω γιώ του τζιυνηού, πάω τζιαμέ κοντά του,
τέλεια τζιαμέ που στέκετουν, τζι΄ακούω τζι΄απαντά του.

Να δείξεις κατανόησην, φίλε πιστέ μου Ράμο.
Κοντά μου καλοπέρασες,
όμως τωρά που γέρασες,
είνταν πουν να σε καμω!

Το δείν του σιύλλου του λαλεί, τζιαι παραπονημένα.
Μαζίν όσα περάσαμεν,ξεχνιούνται ως το ένα;

Τούτες εν οι αγάπες σου, που μούσιες τόσα χρόνια;
Ψεύτιτζιες ούλες ως τη μιά;
Ποιός σούβρισκεν τα χασιμιά,
περτίτζια στα λαόνια;

Εν τα ξηχάννω φίλε μου, τζιαι προκαλούν μου πόνον,
μάν μπόρα σέχω έσσω μου,να σε ταΐζω μόνον.
Εν το νομίζω να πονείς, άμα λαλεί καρκιά σου,
εμ μπόρα με ταΐζετε,
τζιαι ότι προορίζεται,
για μεν η σιεπεθκιά σου.

Που μιάν ζωήν είμουν πιστός, τούτ΄έν η πιερωμή μου;
Να μου γεμώσεις με καυτόν, μολύβιν το κορμί μου;

Εγιώνη ήμουν έτοιμος,αν ήταν να σε σώσω,
με την καλήν μου την καρκιάν,
να δώκω μέσα στην φωθκιάν,
όϊ να σε σκοτώσω!

Ο τζιυνηός εδίστασεν, το όπλον κατεβάζει,
πάει να φεί τζιαι κάμνει τζιεί, μα πίσω του φωνάζει.

Έθ θα σε παίξω μάθθελω, να με ακολουθήσεις.
Θα σεβαστώ τον πόνο σου,
τζι΄εύρε τον τρόπον μόνος σου,
ποδά τζιαι δά να ζήσεις.

Νομίζεις πως εν εύκολον, μάστρε μου να σ΄αλλάξω;
Θα με κλοτσούν ποτζιεί ποδά, όπου τζιαι να δκιαλλάξω.

Παρά να ζιώ αδέσποτος, τζι΄αφόν σου κάμνει κόπον,
σύκωσε τον σιεπέττον σου,
στερέωστον στο πέττον σου,
τζι΄άφησμε εις τον τόπον.

Το πλάσμαν ασυγκίνητον, χωρίς να φκάλει λέξη,
εσήκωσεν το όπλον του, πάλε για να τον παίξει.

Προτού προκάμει τη ζωήν, όμως να του την πάρει,
τζι’ ας είσιεν πας την ράσιην του, των γυραδκιών τα βάρη,
τζι’ ας έδυσεν το άστρον του,
έσιησεν πας τον μάστρον του,
πραγματικόν λιοντάρι.

Ενόμισα τον μάστρον του, πως εν να τον ισιήσει,
τζιαι το τομάριν τ’ακριβά, πως εν να το πουλήσει.

Ο μάστρος του φοήθηκεν, τζιαι πιον επαραπάταν!
Προτού προκάμ’ όμως να φει,
είεν τον σιύλλον του κουφή,
στα δόνκια του που κράταν.

Ο άθρωπος εκπλαγηκεν, σαν είεν τούντο πράμαν,
τζι’αννοίξασιν τα μμάδκια του, τζιαι λούθηκεν το κλάμαν.

Πάω να φύω που τζιαμέ, τζιαι που κοντά του ρέσσω,
τζι’εία που τον εφίλησεν,
τζι’ ‘υστερα του ψυθήρισεν.
έλα να πάμεν έσσω.