Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Σε λίγο… / Αθως Χατζηματθαιου



Σε λίγο θα’ ρθεις
σαν κύμα αφρισμένο
να με τυλίξεις
στης ανάσας σου τη μαγεμένη αύρα,
η άδεια καρδιά μου να πλημμυρίσει
μελωδίες πόθων
που πάγωσαν
στης ψυχής τις χορδές με τη φυγή σου.
Σε λίγο θα’ ρθεις
κι παγωμένος άνεμος
που μαστιγώνει το σώμα
θα γίνει και πάλι
απαλό αεράκι
και στο χάδι του
θ΄ ανθίσουν οι αισθήσεις
που τις νάρκωσε
το τελευταίο σου φιλί.
Σε λίγο θα’ ρθεις
και της βροχής οι στεναγμοί
που λεηλατούν τα στήθη θα κοπάσουν
η βαριά πλάκα που φυλακίζει το χαμόγελο της ανάσας
θα γκρεμιστεί σ΄ ένα μόνο βλέμμα σου.

ΘΕΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ / Μαρούλλα Πανάγου


Ποτε στην καρδιά του δεν μπηκε
τουτ' η θετή πατριδα
που ρούφηξε τα νειάτα του μετανάστη .
Εικοσιενός χρονών τότε.
Τωρα στα πρώτα....ηντα
κι αυτος !!!!!!!!!
Ν'απομένει περαστικός
Να ονειροβατεί τον γυρισμό.
Ομως αγνώμων δεν πρεπει να 'ναι.
Η θετή πατρίδα πολλά τον έμαθε
Δυνατό τον έκανε
τόσα του έδωσε,
που η μάνα πατρίδα
η ζυμωμένη στο αίμα του
ποτέ δεν θα του δίδασκε.
Καθώς δεν θα μπορουσε
να του προσφέρει την εμπειρία
που πάντα καταφέρνει
την καλυτερη περιγραφή.

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

ΠΟΛΙΤΕΙΑ* / Δημήτριος Γκόγκας



Τον χρόνο που τρέχει, είχε βγει βόλτα η πρωινή υγρασία
απ΄ το ηλιόφωτο θόλο κάτω και πέρα, που κλείνει
την ανθρώπινη μοναξιά στις απέραντες παραλίες μας.
Κρέμονται χρυσόπλεκτα σκουλαρίκια οι ανάσες
στα καλλίγραμμα αυτιά της ακόμα κοιμώμενης πόλης.
Αμέριμνη, αμετανόητη για τις βραδινές ασελγείς πράξεις της.
Ουδέν ίχνος πόνου στην μέση της ραχοκοκαλιάς, στη κένωση της απληστίας.  
Ένα πέπλο μυστηρίου, αραχνοΰφαντο, τυλίγει αλόγιστα τους περαστικούς, σκουρόχρωμους επισκέπτες, της ξεπεσμένης εποχής σε μια ρατσιστική εξέδρα.  
Μα, η νομιμόφρονα παράνοια και εκείνων που έρχονται γονυπετείς 
με τα ναυλωμένα πλοιάρια εξ ανατολών,
παραδομένοι στο μαύρο πέπλο ενός γαληνεμένου προφήτη
και στον μονογενή δοξασμένο θεό.
Κι όμως χρηστή δεν κατέστη η αλλόφρονα ζωή τους.
Εικάζεται πως θα γραφεί με το στερητικό πρώτο γράμμα.

Η ώρα που περιεργάζεται τις πνιγηρές ώρες, προχωρά αργά και τρανώνεται.
Ο μαύρος ύπνος, πρόσκαιρος απαθής θάνατος, γλυκόπικρους καρπούς αφήνει, συνεχίζει μονάχος και γυμνός να βρει τραχείς ανθρώπινους θορύβους
που θα ορίσουν την μέρα, θα σκαλίσουν το ρολόι και θα πούνε:
Να οι βηματισμοί των ανθρώπων, να η ιλαρή ιστορία, να το μέλλον μας.

Και οι ύστεροι τυφλοί, κρατώντας στο χέρι μια φωνή ανήκουστη και άυλη, 
με ύφος απελπισμένων και ανέλπιδων κι άλλοι αμήχανοι κρατώντας κέρατα, 
δικράνια και φτυάρια, υψώνουν τη τσιμεντένια πολιτεία.
 Σ΄ ένα μονόδρομο που αλυχτά, κραυγάζει και πνίγεται, 
καθώς ανοίγει συθέμελα, μια πελώρια γούρνα με το άλικο νερό της να κοχλάζει.
Σ΄ ένα αδιέξοδο δρόμο που ουρλιάζει και χάνεται ,
ως λιγοστεύει ο αέρας των ανθρώπων.



* Γ βραβείο στον Πανελλήνιο διαγωνισμό Ποίησης ενηλίκων 2019 με θέμα: «Περιβάλλον: γη, νερό, αέρας» που διοργάνωσε η Εταιρία Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου (13ης  “ΛΥΡΙΚΗ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ”)

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Ο ΔΡΟΜΟΣ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα


Τον δρόμο αυτό θ´ακολουθώ,
ανηφοριά μεγάλη,
μα με τή πίστη στή καρδιά,
εκεί θε να με βγάλει.
Με γνώμονα μου τήν καρδιά,
καί την ψυχή μου βάζω,
μάτια τής φαντασίας μου,
κι ολοταχώς αράζω.
Τόν δρόμο θα ακολουθώ,
καί εκεί θε να με βγάλει,
στό τόπο πού γεννήθηκα,
καί τώρα τόν έχουν άλλοι.
Εμπόδια στό δρόμο μου,
αμέτρητα,σωρό,
μα θα περάσω καί θα βρώ,
τό σπίτι μου πού αγαπώ.
Εμπόδια στό δρόμο μου,
αμέτρητα θα συναντήσω,
συρματοπλέγματα,
μα θα τά περιφρονήσω.
Φτερά θα βάλω γρήγορα,
να μπόρω να πετήσω,
στον όμορφο παράδεισο,
σαν τό πουλί,γιά να κελαηδήσω.
Ο τόπος πού μεγάλωσα,
αξέχαστος θά μείνει,
ο πόνος μέσα στή ψυχή,
καίει σαν τό καμίνι.
Τό σπίτι πού γεννήθηκα,
κι ας τό πατούν οι ξένοι,
στοιχειό είναι καί με προσκαλεί,
ψυχή καί με προσμένει.
Ο τόπος μας αξέχαστος,
είναι μέσ´τή ψυχή μας,
να μας θυμίζει αιώνια,
ποιά η καταγωγή μας.
Η Κύπρος σπαράζει στό σταυρό,
κι εμείς ακολουθούμε,
σάν πρόβατα είς τή σφαγή ,
σαρανταπέντε χρόνια ζούμε.
Τόν δρόμο τού παράδεισου,
ποτέ να μην ξεχνούμε,
καί εύχομαι πώς κάποτε,
αυτόν θα τόν διαβούμε.

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Ανδριανή Θεοκλή Νικηφόρου (βιογραφικό σημείωμα)

Η Ανδριανή Θεοκλή Νικηφόρου,γεννήθηκε στό χωριό Χάρτζια τής επαρχίας Κερύνειας. Τό 1973 μετέβη γιά σπουδές στήν Ελλάδα.Σπούδασε στό Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο στήν Θεσσαλονίκη,ελληνική φιλολογία. Μέ τό πέρας τών σπουδών της ,επέστρεψε στήν Κύπρο.Δέν εργάστηκε ποτέ γιατί θέλησε να αφιερωθεί στήν οικογένεια της,στά τέσσερα παιδιά της. Αγαπημένη της ασχολία,είναι η μελέτη λογοτεχνίας κ ποίησης. Τα τελευταία χρόνια,έχει προχωρήσει στή συγγραφή ποιημάτων,με ειδική αναφορά στή τουρκική εισβολή κ στά σκλαβωμένα μέρη τής Κύπρου. Πηγή έμπνευσης ο Νόστος γιά τή χαμένη πατρίδα. Η ποιητική της συλλογή διατίθεται μόνο ηλεκτρονικά. Όραμα της είναι,μέσα από τά ποιήματα της νά αφυπνίσει τούς νέους τόν πόθο τής επιστροφής στά σκλαβωμένα μέρη τής Κύπρου.

ΜΑΚΑΡΙΑ ΓΗ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα


Μέσα σ´ένα παράδεισο,
στή γή τή μακαρία,
ο κόσμος ζούσε όμορφα,
κι είχε ευημερία!
Απέραντες οι ομορφιές,
πώς να τίς περιγράψω,
όταν μου έρχονται στό νού,
θέλω πολλά να κλάψω.
Ω! Θαύμα ,θαυμαστό,
τζιαί θαύμα τών θαυμάτων,
να βλέπεις πάνω τό βουνό,
τζιαί τό γιαλό πού κάτω.
Μέσα στή μέση τά χωρκά,
νάναι ζωγραφισμένα,
όμορφα σπίθκια,μιάλα τζιαί μιτσιά,
όμορφα καμωμένα.
Γαλάζια η θάλασσα τού Βορκά,
έχει μιά άλλη χάρη,
εχει μιά αύρα ξεχωριστή,
τήν είχαμε καμάρι.
Την ώρα ,πάσ´τό λιόγερμα,
ο ήλιος,στή αγκαλιά της πέσει,
δέν θα υπάρξει άνθρωπος,
από να μήν τ´αρέσει!
Εκεί πού σμίγει ο ουρανός,
τζι η θάλασσα αντάμα,
τό θέαμα γοητευτικό,
σαν νάναι ένα θαύμα!
Χρώματα καί πινελιές,
ο ήλιος ζωγραφίζει,
γλυκά- γλυκά τή θάλασσα,
τήν γλυκό νανουρίζει!
Τού Πενταδακτύλου η οροσειρά,
η όμορφη η πλάση,
πού στέκεται αγέρωχη ,
κι είναι γεμάτη δάση.
Λογιών- λογιών αγριολούλουδα,
ανθούν τζιαί πορουβούσιν,
πάνω σε τούντη άγια γή,
τζιαί μονομιάς βλαστούσιν.
Φκιόρα πολλά τζιαί όμορφα,
στή γή ευδοκιμούσιν,
έχουν άρωμα εξωτικό ,
τζι όλα μοσχοβολούσιν.
Πρίν το 74 χαρά Θεού η πλάση,
μα τώρα τά αρπάξανε,
τζιαί έκρουσαν τά δάση,
όμως κανένας εν εβρέθηκε,
τούτους να τούς δικάσει.
Τήν θάλασσα ,τήν μόλυναν,
κλαίει τζι αναστενάζει,
κάτω από τόν τούρκικο ζυγό,
αφρίζει τζιαί σπαράζει.
Έτσι παραπονιάρικα,
τά τζιήματα κτυπιούνται,
πάνω σε βράχους κέντημα,
σμιλέφκουν τζιαί θυμούνται.
Τά δάση μας τά έκαψαν,
μα οι ρίζες μέσ´τό χώμα,
απλώνουνε τζιαί φκαίνουνε,
τζιαί πού τες πέτρες ακόμα.
Σσιήζουν τούς βράχους,
γιά να φκούν,
τό φώς να αντικρύσουν,
χλωρές οι ρίζες τζιαί κρατούν,
δροσιά τού παραδείσου!
Οι πρόγονοι οί ρίζες μας,
τά δέντρα τά παιδκιά τους,
τά έκαψαν ,μα έμειναν,
οι ρίζες τους μιτά τους.
Όσο οι ρίζες σπάζουνε,
τίς πέτρες τζιαί περνούνε,
τζιαί αν τό θέλει τζι ο Θεός,
πάλιν θά ξαναφκούνε,
με νέους κλώνους τζιαί κλαθκιά,
πάλιν θ´αναστηθούνε.
Όσο οί ρίζες σπάζουνε,
τές πέτρες τζιαί περνούνε,
τόσο οί ελπίδες ζωντανές,
πώς θά λευτερωθούμε!
7 Αυγούστου 2019

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ / Ζυμπουλάκης Στέφανος

Θα ξανάρθω 
σαν το καράβι αλλαγμένο απ΄τις θάλασσες
μ΄ ένα μάτσο φως 
που μάζεψα απ΄ τον πόλεμο
(το ξέρω, 
πως στην καρδιά σου μέσα 
ακούγεται η φωνή μου
με λίγους στίχους 
που χτενίσανε το θάνατο
και βάφτηκαν με αίμα) 
χωρίς πατρίδα πια
χωρίς ταξίδια
και θα σου πω στη γλώσσα των δακρύων.
Ιδού ο δρόμος μας.
Ιδού η φυγή μας. 
Θ ακλάψεις.
Η εξορία σκληρή μας περιμένει 
να γιορτάσει με το δάκρυ μας
Και τα παιδιά 
σε ποιά ελιά ή αντίσκοινο 
θα καταχωρηθούνε;
Απόψε ανάμεσά μας τριγυρνά 
λίγος Θεός ακόμη
καθώς η επίρροια του φωτός 
ζεσταίνει τα μάτια μας
και την καρδιά μας. 

Τώρα που κράτησε ψηλά 
τ΄ αμαξηλάτη το κεφάλι 
η ζωή θα πάρει το νερό της βρύσης. 
Θα βρει τη μνήμη λιπαρή 
σε δωρική αλυσίδα
και μέσ΄ απ΄ τους διάφανους
ερωτισμούς του "LIEBERSTRAUM"
μεδούλι ο έρωτας, κι ολοταχώς
οι μέλισσες μαδάνε τους βλαστούς.
Θα ξανάρθω 
σαν το καράβι αλλαγμένο απ΄ τις θάλασσες
μ΄ ένα μάτσο φως 
που μάζεψα απ΄ τον πόλεμο 
κι απ΄  την αρχή 
θα βάλεις με τα χέρια σου πηλό 
να ξανακτίσεις τη φωλιά σου 
καθώς αλλιώτικο το φως 
θα χώνεται για βλάστηση στη γη 
καθώς στο χώμα 
θα φυτρώνουν οι καρδιές μας.

ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (Απόσπασμα)

ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 

1

Του πολέμου ανήμερα η προσφυγιά, 
το χάδι εξέλειπε
κατά τον ίδιο δρόμο η χαρά. 
Πλάτυνε η γη φθινοπωριάτικα
το βλέμμα αγκάλιασε τους θόλους
και μες απ΄ τις χαράδρες το νερό
μια στεγνωμένη γλώσσα

2

Κοίταξε τη θάλασσα
καθώς την ώρα που πλεούμενο καράβι
άγκυρες έσερνε στο πέλαγος. 
Στη ξαστεριά ο ήλιος γαλανός
μετράει τον πόνο. 
Μαύρη γραμμή ο κόσμος των ματιών
το τέλος που χαράζει. 

3. 

Εδώ η αρχή, εδώ το τέλος.
Δάκρυο από ταξίδι η μοίρα μας
κι΄ η γη  βρεγμένη. 

4

Πρόσωπο μέσα  σου αράζει τις αυγές 
και σου μιλάει για περιβόλια, 
για την εσπέρα, τα πουλιά 
και τους ανθρώπους. 
Μα η μνήμη έρχεται μουγγή μες την επέλαση
καθώς και μες την γύμνια. 
Στη θύμηση του έρωτα
τρυγούνε τα πουλιά
απ΄ τα κατάλοιπά μας 
τρυγούν κι οι μαργαρίτες. 
Μα τι; Σ΄ ηλιοκαμένη άνοιξη
εσύ, το φως που δεν εβρέθη.

5. 

Απ΄ την κορφή κατρακυλούν
απελπισμένοι γύπες
και η σπορά που δεν γεννά
ακόμα σε προσμένει. 
Στην άπλα ολημερίς της γης 
μια πυρκαγιά
τα δάκρυα και τα ορφανά μαντήλια.
Τόπος χλωρός, και τα μικρά καράβια η ζωή σου.
Εσύ που πέρασες το φως
φλόγα λειψή η μορφή
η τωρινή που σβήνει. 

6.

Λέξεις, συναγωγές, συμπόσια
σ΄ αητοφωλιές δακρύων
κι΄ από γυναίκες τρεις μαζί
μες την αλμύρα η Κύπρος.
Ο Ρασοφόρος που πενθεί 
οι φοινικές, τα άνθη
κρατούνε το μικρό παιδί
σε νεκρική ταβέρνα.
Κι΄  ο κάπελας που δεν γερνά
δίνει κρασί, κι΄ αυτός μαζί τους πίνει. 


ΕΝ ΑΠΟΣΤΡΑΤΕΙΑ 

1

Άθλια ερημιά 
σε νύχτα περισυλλογής 
η ζωή που πέρασε απόψε 
στάλα τη στάλα.

2. 

Πέρα στα ποτάμια 
μια παρθένα κλαίει. 
Την ψυχή της πήρανε αετοί
και το σώμα της;
Σε προσφυγικούς καταυλισμούς
κλαίει από τον πόνο. 

3

Κύκλος ακαθόριστος ο αιώνας 
κι΄ οι ψυχές αγκαλιασμένες 
κάνουν ανταρσία.

4

Σίγησε το πιάνο 
κι΄ η βροχή διέγραψε το φως.
Κόπηκε ο δρόμος
μα ψηλώσανε τα δένδρα.
Θεέ μου, στη μητέρα
ξανά το στέμμα δώσε
για ν΄ ανθέξη ενάλια
δάκρυα επερχόμενα.

5

Θόρυβος στο δρόμο
και το πλήθος τρέχει 
τρέχει να προλάβη
φως κεκαλυμμένο.

6

Δρόμοι αναρίθμητοι
και πουλιά που φεύγουν.
Η πατρίδα έδωσε άνυδρο το χώμα
και στον τάφο η ποίηση
ανασαίνει προδοσία.

ΤΑΦΗ

Σε κάθε σπίθα αναζήτησις
κι΄ ο ρυθμός του ιλίγγου.
Έτσι καθώς τον πόλεμο κηρύσσοντας
μονάχα τα πουλιά
θα θάψουνε τους ήρωες.

ΧΟΡΙΚΟ Ι

Αλυσοδέσαμε την ποίηση
καταμεσίς της γης.
Η συνείδηση κι ΄  η μορφή ομοίδια
στην προσάραξη μας κλάσμα.



ΘΡΗΝΟΣ

Αίμα και αίμα από τα περιστέρια των παιδιών
κι΄ υγραίνονται οι υάκινθοι.
Μα τι απομένει;
Χαράζει η αυγή, η μέρα
στάζει από δάκρυο και πόνο.
Ο Νόμος (ποιος νόμος σε τέτοια συστολή 
                 σε τέτοια διαμάχη).

Κόσμος παράταιρος
κόσμος που έρχεται σε γνώριμες στιγμές
και φεύγει το ίδιο πάλι
καθώς η περιπλάνηση στα χείλη του
                                                   τραγούδι
γίνεται τ΄ όραμα, γίνεται ζωή. 
Κι όμως στα σίγουρα, το πέρασμα
κανείς δεν το γνωρίζει.
Το κύμα υποτάσσει το χορό
κι΄  έτσι καθώς αγκαλιασμένο μες το θέαμα
καθώς το θρήνο πλημμυρίζουν οι ψυχές
θρηνάει κι΄  αυτό μαζί τους. 

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ 1

1
2
3
4
Αριθμητικό σύνολο
μιας οικογένειας λευκής
που πρόταξε η μοίρα της
σε πλατιά προσφυγικά ποτάμια.

ΔΙΧΑΣΜΟΣ

Στην αποτίναξη η αυγή και το κάνιστρο.
Στο τέλος
η υποστολή της σημαίας
κι΄ ο θάνατος των φύλλων.

ΜΝΗΜΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΟΥ

Μνήμες ακάλυπτες
στο θόλο της ψυχής και πάρα πέρα.
Ένα όνειρο πούρθε κι΄ έφυγε
στο ρυθμό της μέθης.
Μια ζωή που πέρασε τον αμαξωτό
διαγράφει κύκλους αναμέτρησης
                            και προδιαγράφει.

ΚΥΠΡΟΣ

Ψυχή τη ψυχή
το περιστέρι έδωσε το αίμα του.
Ψυχή τη ψυχή
οι άνθρωποι
στη μοίρα αντιμέτωποι.

Οι Εναρμονισμένοι Κραδασμοί του Στέφανου Ζυμπουλάκη. Αφιέρωμα στον Ποιητή από τον Δημήτριο Γκόγκα


Διαβάστε την Ανθολόγηση των Ποιημάτων του Στέφανου Ζυμπουλάκη πατώντας επί του συνδέσμου 


ΕΠΙΣΚΕΨΗ / Καϊμακλιώτη Αγγέλα


Πήγανε
Κι όταν επέστρεψαν αρρώστησε
Και δεν τον άφηνε ο Πενταδάκτυλος να κλείσει μάτι 
Κάθε που βράδιαζε δυο μαύρα κυπαρίσσια
στέκονταν μες στο φως του
Και δεν τον άφηναν τα βράχια να μιλήσει
καθώς είχαν σφηνώσει στο λαιμό
όλα τα κάστρα του βουνού
Κι ούτε να ακούσει πια μπορούσε
αφού οι σκιές του τόπου
πυροβολούσαν ανελέητα
το μυαλό του
Ήθελε να μην είχεν επιστρέψει

Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

ΑΣ ΧΑΘΕΙΣ... / Γεωργίου Εύα


Καταδικασμένος είσαι Ιούλη
Πόνο παντού να σπέρνεις
και ζωές να θερίζεις
Μακάρι μια μέρα
από τα ημερολόγια μας
να πάψεις να είσαι ορατός
Μας είσαι εντελώς ανεπιθύμητος
Αλλιώς φανταστήκαμε τα καλοκαίρια μας
Ανέμελα και χαρούμενα
Κι εσύ Ιουλη είσαι η παραφωνία
της εποχής μα και του χρόνου
Εφιάλτης της ζωής μας
Πάρε τις μέρες που σου απέμειναν,
και φύγε μακριά
Και μην ξανάρθεις ποτέ πια
με αυτό το όνομα
Χορτάσαμε βλέπεις μαύρο...

ΡΩ / Ιωσηφίδης Ιωσήφ



‘Ρω της Κύπρου’, ρητορεύει ο Πατρίκιος,
‘μελανέρυθρο η τραγωδία, θρήνος
δένδρων και ελεύθερων γαϊδουριών 
βράχος, στέρεη ρίζα των γερόντων,
ουράνια γέφυρα και κρίνο Αειπάρθενου.
Κύπριο κράμα: πέτρα, πυρ, δρόσος, αήρ. 

Δρέπω το ρόδι της φύτρας και κρατώ: 
όρθια ράχη ο Όμηρος, ο Ηρακλής, 
κραταιά ο Ευαγόρας, ο Κινύρας,
χάρις η Αφροδίτη, χρίσμα ο Λάζαρος, 
ο Ανδρέας, ο Βαρνάβας, ο Σπυρίδων,
δρυς ο Γρηγόρης, χρέος η Κανακαριά.
.
‘Ρερητόρευκα το ρερητορευμένο ρω’, (1)
τεκμαίρει ο Πατρίκιος εύχαρις, ‘άρα, 
τα πάντα ρεί, με μαρτυρούσα εξαίρεση 
το ρω του Χριστού και της Ιστορίας μας.’ 
.
(1) ‘Ρερητόρευκα το ρερητορευμένο ρω’, το είπε ο Δημοσθένης όταν θεράπευσε τον ρωτακισμό του (τη μη ικανότητα προφοράς του ρω) εναποθέτοντας στη γλώσσα του βότσαλα για ενδυνάμωση των μυών της γλώσσας.
.
Από την Ποιητική Συλλογή ‘ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ’, Εκδόσεις ΠΑΡΓΑ, Λευκωσία, Αθήνα, 2010.

Κράτησα κονσερβοκούτι / Ανδρέου Ειρήνη


Μη δίνεσαι ολόψυχα
κι απ' την αρχή μην κρίνεις...
μην βγάζεις τα εσώψυχα
στο έλεος θα μείνεις.
Του πάθους λάθη τραγικά
πληρώνονται με αίμα ..
κι αν η καρδιά τον νου νικά
τυφλός είσαι σε ρέμα.
Αδέσποτα σκυλιά πολλά...
φίδια , οχιές παραμονεύουν...
μην ξοδευτείς ποτέ σ' αυτά.
Για να φάνε σε θωπεύουν.
Αν το χέρι τους απλώσεις
χωρίς αυτό ίσως βρεθείς..
φίδια κι αν εξημερώσεις
απ' την φύση τους θα προδοθείς.
Δεν αλλάζουν οι ανθρώποι...
προσποιούνται από συμφέρον.
Θα σου μείνουνε οι κόποι..
βαρύ στα στήθια στίγμα φέρω:
Κράτησα κονσερβοκούτι
ενώ είχα περιβόλι..
χόρτασαν Ιούδες, Βρούτοι
κι άφαντοι γίνανε όλοι.
Την κονσέρβα θα φυλάξω..
κράτησα σπόρους και βολβούς
τον μπαξέ να ξαναφτιάξω
μ' ανεμοθραύστες και φραγμούς...
από το βιβλίο "Της ψυχής μου τα κομμάτια"

Αγάπη / Αθως Χατζήματθαίου


Κάθε πρώι
Που ανοίγω τα μάτια
Και κοιτάω τον ήλιο
Που ανατέλλει
Σκορπίζοντας γύρω
Το φως της ζωής,
Διερωτούμαι
Πόσο όμορφος θα ήταν ο κόσμος
Εάν και ό ήλιος της ψυχής μας
άνθιζε γλυκά
και η λάμψη του
φώτιζε με τα χρυσά χρώματα του
τ΄ανήλιαγα δρομάκια της καρδιάς μας
αναστένωτας με ένα φιλί
την αγάπη
που βυθισμένη σε χειμεριά νάρκη
το αρνείται επίμονα.

Σ'ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΝΗΣΙ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΚΥΠΡΟΣ. / Μαρούλλα Παναγου


Σαράκι η νοσταλγία
μαζί σου κάθεται παρέα,
σαν ένα παραμύθι του χθές
και σου κρατάει το χέρι ,
σ'εκείνο το νησι
π'άφησες πισω.
Η προσμονή τραβάει τον δρόμο της
και το σκυμένο κεφάλι
της ανήμπορης θέλησης
Βάζει όρκο ,για άλλη μια φορά.
Κάποτε θα διαβεί τούτο τον δρόμο .
Ολους τους δρόμους
όλα τα στενά .
Να προσπεράσει τις μαντηλοφορούσες μάνες
στο κοσκίνισμα του σταριού .
Τα παιδια σκορπιστά κρυφτούλι
και τον απογευματινό περίπατο
παρέα στο χαμόγελο
ν'απαντά στην πλατιά “καλησπέρα.”
Τι θέλουν Θεέ μου απόψε
όλες τούτες οι θύμισες ;
Τι γυρεύουν να τυραγνούν τον ύπνο
που δεν υπάρχει περίπτωση
να ξαναγίνει λευκός.
Πολύ διαπεράστικές οι κραυγές της απόγνωσης
Πολύ ανατριχίιλα στα κόκκαλα
κι αναπαμός δεν υπάρχει από τότες
που ο ήλιος έγινε γκρίζος,
μπροστά στην κραυγή
του πληγωμένου δάσους
Οι ακτίδες έσμιξαν στο δάκρυ της μάνας
με τ'απλωμένα χέρια ,
που άδεια τριγυρίζουν και ψάχνουν
ενω τα βαθουλωμένα μάτια
γαντζωνονται στην φούστα της ελπίδας.
-Μην φύγεις ! Εσύ απόμεινες
παρακαλούν καρφωμένα
στην νάρκη του σήμερα που θέλει να ξεχάσει.
Κι άλλο τόσο θέλει να θυμάται τότες.
Τις ανθισμένες λεμονιές που συντροφιά τον αγέρα
τραγουδούσαν τον ποταμό του Καραβά.
Την κοπελιά με τους πορτοκαλανθούς στα στήθια
που πρόσμενε τον έρωτα
κι η ευτυχία ονειροπόλα την καλημέριζε.
Μα 'ήταν άραγες χθές ;
η πέρσυ; ή στον περασμένο αιώνα;
ρωτά η κουρασμένη προσμονή
μοιρολογώντας τα νεκρά όνειρα
και δακρύζει το φεγγάρι .
Τ' αστέρια ψάχνουν για την χαμένη τους λάμψη
μέσα στα βουρκωμένα μάτια του παιδιού
που γυρεύουν τον χαμένο πατέρα.
Κι ο μαρμαρωμένος Διγενής
νιώθει βαρειά στα χερια του
την πέτρα του Ρωμιού ,
σαν περιμένει διαταγή
για να την ρίξει απέναντη
Εκει! Στην ανοικτη απαλάμη του Πενταδάκτυλου
Οπου τα σπίτια της καλής του
(Σπιτια της ρήγαινας τα λένε )
προσμένουν τ'αθάνατο νερό
μαζί και τους εγκλωβισμένους ,κι οι δρόμοι κλειστοί
Δεν ξεχνώ ! Δεν θα ξεχάσω!
υπόσχονται τα λευκα περιστέρια
με διπλωμένες φτερούγες
εκεί στην στράτα της υπομονής.
Που αιώνια προσμένει την απούσα δικαιοσύνη.
Που και που λκάποιο τρελλό πιτσούνι
επαναστατεί πνιγμένο στην αδικία
και πετάει απέναντι .
Να ξεσκίσει την μισητή ημισέληνο
Προλαβαίνει το πολυβόλο
μα ξεψυχά κελαϊδώντας .
Σαν έστω για λίγο οι δυνατοί
Να θυμηθούν εκείνο το νησί
που λέγεται Κύπρος .
Η αγανάκτηση ξωπίσω του κρυφοβράζει
στις άδειες υποσχέσεις.
Και πώς πέρασαν θεέ μου
όλα τούτα τα χρόνια,
γεμάτα προσμονή
Οτι μια μέρα θα διαβούμε ξανά
Κείνο το δρόμο ,κείνο το στενό .
Και θ ακαλωσορίσουν τον ερχομό μας οι αυλές
Σαν ο καμπάνες, απ 'άκρη σ' άκρη στο νησί
Θα σημάνουν ανάσταση .