Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Κυπριακά Τραγούδια (στίχοι) που ακούγονται σε γάμους: 4 (Μετά τη πρώτη νύχτα του ζευγαριού)



Η πέρτικα έχτισεν φουλιάν
που κάτω στην τρανταφυλλιάν
μπαίννει  και βγαίνει και γεννά
πασαλοήτικα αυκά
κάμνει τ' αυκά κοστέσσερα
και βράζει* τ' αυκούδκια της,
και βγάλλει τα πουλλούδκια της 
και σούζει* τα φτερούδκια της
και τα γαλατερούδκια της
και ρίφκει τα τραντάψυλλα,
πότε λλία, πότε πολλά
κ' οι κορασιές τα πκιάννουσιν 
στον κόρφον τους τα βάλλουσιν,
ροδόστεμμαν τα φκάλλουσιν
στην εκκλησιάν τα πέρνουσιν.
Ραντίζουν πρώτα τους αγιούς
κι ύστερον τους πνευματικούς 
ύστερον νήφφην και γαμπρόν
παθθεράν με πεθερρόν
κι ύστερας ούλους που γυρόν. 


Επεξηγήσεις: βράζει = ζεσταίνει, σούζει = κουνά,

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Τέσσερις Θρήνοι για την Κύπρο από την Ποιητική Συλλογή: Προσκυνώ τα πάθη σου νησί μου του Ανδρέα Κωνσταντινίδη εκδοθείσα το έτος 1993









Κυπριακά Τραγούδια (στίχοι) που ακούγονται σε γάμους: 3 (Το γλέντι του γάμου, Οι χοροί)

ΤΟ ΓΛΕΝΤΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ




Κάμετε τόπον, άρκοντες, και κύκλον οι παπά(δ)ες
να πα' να δω τ' ανρόϋνον 'που τες αναρκωμάες.*
Την πέτραν την πελεκητήν βάλλουν την στα καντούνια,
τώρα εσμίξασιν τα δκυό σαν τα φιλικουτούνια.
Θα βκω πάνω στην αθασιάν* να κόψω ΄ναν αθάσιν,*
τ' αντρόϋνον π' αρμάσαμεν να ζήση να γεράση.
Όσ' άστρα έχει ο ουρανός κι άθθη τα στέφανά σας,
τόσα χρονιά να ζήσετε και τόσα τα καλά σας.
Να βκώ πάνω στην τριμυθκιάν* να κόψω 'ναν τριμύθιν,
να πούμεν και του νιόγαμπρου να χαίρεται την νύφφην.
Ώρα καλή σου, νιόγαμπρε, ώρα καλή σου, γεια σου,
να χαίρεσαι την νιόνυφφην, που στέκεται κοντά σου.
Ώρα καλή σου, νιόγαμπρε, ώρα καλή σου, γειά σου,
να σου χαρίση ο Θεός τούτα τα στέφανά σου.
Νιόγαμπρε, που να χαίρεσαι, νιόγαμπρε που να ζήσης,
στον άην τάφον του Χριστού να πα' να προσκυνήσης.
Ποχαιρετώ σε, γιόγαμπρε, και φεύκω που τα 'σεναν,
και πάω εις την νιόνυφφην, τ' αμμάθκια τα μελένα.
Ώρα καλή σου, νιόνυφφη, κ' η Παναγιά μιτά σου,*
να χαίρεσαι τον άγγελον που στέκεται κοντά σου.
Εζύμωσεν ο πλάστης μου κι έκαμεν ζυμάριν,
κι εδκιάρτισέν* σου το κορμίν με το μαρκαριτάριν.
Όταν σ' εγέννα η μάνα σου, έτρεμεν, σαν το φύλλον,
κι' έκαμεν κόρην όμορφην, που 'θάμπωσεν τον ήλιο.
Ο νιόγαμπρος εν άγγελος κι η νύφφη περιστέριν,
και ήταν θέλημαν θεού για να γινούσιν ταίριν.
Έννα τσακκίσω δκυο χρυσά να κάμω μιαν πλατάνα,
νιόνυφφη, που να χαίρεσαι την ακριβήν σου μάναν.
Καράβιν εν και περπατεί, δίχως καραβοκύρην,
να σου χαρύνη ο Θεός τον ακριβόν σου κύριν.
Έτραύησα την ξισταρκάν* κι εξέβην η μητέρα,
να' ζήσ' η νύφφη κι ο γαμπρός, κουμπάρος και κουμέρα.


ΟΙ ΧΟΡΟΙ

1. Το μήλον

Έκοψα 'ναν μήλον ΄που πάνω στην μηλιάν
κ' έδωκα το της κάλης μου και αλλάξαμεν φιλιά.
Έσυρα το μήλον πα στα δώματά της,
εψές δεν εκεοιμήθηκα 'που τα καμώματά της.
Έσυρα το μήλον πα' στην συκαμιάν,*
κι είπεν μου εν νάρτη κείνη κι άλλη μια.
Έσυρα το μήλον πα στην τερακιάν*
κι' ένεψα της μιάλης* κι' ήρτεν η μιτσιά.*
Έσυρα το μήλον, λασμαρίν* μου φίνο, πάνω στη μηλιάν,
κι εππέσασιν τα μήλα τζι' εμείναν τα κλωνιά.
Έσυρα το μήλον κι ΄εν εκύλισε,
κι' είπουν να τη φιλήσω κι εν εκαΐλησεν.*
Έσυρα το μήλον πα στην αθασιάν*,
κ' ηύρα μιαν κοπέλλαν άσπρην και παχειάν.
Κι  έστειλα προξένια, παν με τα κρασιά,
πάω στον Δεσπότην, βκάλλω αρμασιάν.*
Βρίσκω κι έναν γέρο που την Μεσαρκάν,*
κρατά έναν καλάθιν κι έχει μέσα αυκά.*
Φακκώ* του μιαν του γέρου, σπάζω του τ' αυκά.
Εκράτεν και μιαν βέρκαν*, πούτουν περναρκά,*
φακκά μου μιαν ΄πο πίσω και μιαν πα' στα μερκά.*
Κάμνω μιαν έτο ΄κει*, κι ίσια μέσ' στην λυμπουρκάν,*
τρυπώνω που 'κει μέσα, βκήκα μέσ' την Τηλλυρκάν.*
Κι ηύρα μιαν κοτζιάκαριν* κι έψηννεν τυρκά*
πα να την φιλήσω, φακκά μου πατσαρκάν.


2.  «Συρτός», ο «Πολίτικος» και ο «Σκαλιώτικος»* με τους παρακάτω  στίχους:

Αγαπά με κι' αγαπώ την,
σαν τα μάδκια μου τα δκυο,
κι αν 'εν δεκτής, μανούλλα,
φέρε μου ψακήν* να πκιω.
Αγάπω την κι' αγαπά με,
ξέρει τ' ούλος ο ντουνιάς,
συνερείστε να παρτούμεν,
για να μεν γινώ φονιάς.
Αγαπώ την κι' αγαπά με,
κι' έχομεν το στο κρυφόν,
κι' αν δεκτούσιν οι γονιοί μας,
εννά κάμουμεν χωρκόν.



3. Μπάλλος

Τ' αμπέλι θέλει κλάδεμαν,
να κάμη το σταφύλιν,
κι' η κορασιά κολάκιεμαν,
και φίλημα στα χείλη.
Κι' αντάν να της αθθυμηθώ,
στην γέρημήν μου στρώσην
κλαίω και ανακαλιούμε την,
ώστι να ξημερώση.
Όσ' άστρα έχει ο ουρανός,
κι' ο ποταμός βυζάκια*
τόσες βολές σε φίλησα,
που κάτω στα κανάκια.
Αγρίκουν* της π' ορκόμωννεν,*
κι έβαλλα φτιν κι' αγροίκουν,
κι' ατός μου στο κορμάκιν μου,
λαμπρόν εσυνερίκκουν.*


4. Ζειμπέκικος

Κει πάνω στον Αμίαντον*
αγάπουν μιαν Μαρίαν
κι' έμαθεν το ο Κούκουλας*
κ' έκαμεν μ' εξορίαν.
Μαννάκιν μου και μπρε και μπρε,
εν θα 'βρης άλλον σαν κ' εμέ.
Αν θέλεις λίρες και φλουριά,
έλα μαζί μου μιαν βραδιά.


Επεξηγήσεις:

τσαερκές = καρεκλιές, 
συκαμιά = μουριά, 
τερακιά = χαρουπιά,
 μιάλης = μεγάλης, 
μιτσιά = μικρή, 
λασμαρίν = δενδρολίβανο, 
εκαΐλησεν = δέχθηκε, 
αθασιά = αμυγδαλιά, 
αρμασιάν = παντρειά, 
Μεσαρκά = Μεσαορία, η μεγαλύτερη πεδιάδα της Κύπρου, 
αυκά = αυγά, 
φακκώ = κτυπώ, 
βέρκα = βέργα, 
περναρκά = από ξύλο του πουρναριού, 
μερκά = μπούτια, 
κάμνω μιαν έτο 'κει = κατρακυλάω μέχρι κάτω, 
λυμπουρκά = μυρμηγκοφωλιά, 
Τηλλυρκά = Τηλλυρία, ορεινή χερσόνησος της Κύπρου στο βορειοδυτικό μέρος του νησιού, κοτζιάκαρι = γριά, 
τυρκά = τυριά, 
πατασρκά = χαστούκι, 
σκαλιώτικος = χορός από την περιοχή της Σκάλας, δηλ. της Λάρνακας, 
ψακή = δηλητήριο, 
βυζάκια = βότσαλα, 
ορκόμωννεν = έβαζε όρκους, 
λαμπρόν εσινερίκουν = μάλλωνε με την φωτιά, 
Αμίαντος = το ορυχείο του Αμιάντου στο Τροόδος, 
Κούκουλας = διευθυντής της Εταιρίας του Αμιάντου, 
κούζα = μικρή στάμνα, κκελλέ = κεφάλι.


Κυπριακά Τραγούδια (στίχοι) που ακούγονται σε γάμους: 2 (Στολισμός Νύφης και γαμπρού)


Ο ΣΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ


1.

Άγια* στολίστε την καλά την μαρκαριταρένην,
απού την έχ' η μάνα της κάθε οκτώ λου(σ)μένην
κι απού την έχει ο κύρης της μέσ' στα γρουσά χωσμένην.
Φωνάξετε της μάνας της να ΄ρτη να την ιζώση
και να της βάλη την ευκήν και να την παραδώση.
Α ΄δε* καμούς που έχουσιν οι κάμποι και τα όρη
όταν αποχωρίζεται η μάνα 'που την κόρη.


2.

Φωνάξετε της μάνας μου ευκήν να μου χαρίση,
το γάλαν που με βύζαξεν να μου το χαλαλίση.
Αφέντη μου και μάνα μου, μεγάλον τ' όνομάν σας,
χαλάλιν να μου κάμετε το βυζανάγιωμά σας.

3.

Μεν* κλαίεις νύφφη, μεν κλαίεις και δεν θα ρέξεις* πέρα,
η μάνα σου εν' δαχαμαί, θωρείς την κάθε μέρα.
Σήμμερ' αλλάσσει ο ουρανός, σήμμερ' αλλάσσ' η μέρα,
σήμμερα στεφανώνουμε ατόν και περιστέραν.
Μεν καμαρώνεις, νιόνυφφη, και χάνεις την ωχράν* σου,
να πάης με το ταίριν σου να χτίσης την φουλιάν σου.
Σήμερα πέντε ποταμοί στέκουν σταματημένοι,
κ' η μονοκόρη του σπιδκιού στέκει καμαρωμένη.
Η Παναγία κι ο Χριστός νά ΄ρτουν να βοηθήσουν,
το φόρεμα της νιόνυφφης να της το ευλοήσουν.
Χτενίστε τα μαλλάκια της να βκάλουν 'ποχτενίδκια,
και πέρτε τα του χρυσοχού να κάμη δαχτυλίδκια.

3.

Ελάτε δα και δέτε την, κι αν έχη άλλην πέτε,
εν σαν τον ήλιον τον γρουσόν την ώραν που γεννιέται.


άγια = άντε εμπρός, α 'δε = για δες, μεν = μην, ρέξεις = περάσεις, ωχράν = χρώμα, γιαλλίν = καθρέφτης





*****



Ο ΣΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΑΜΠΡΟΥ

1.


Σήμμερα εν Κυριακή ευλοημένη μέρα,
ξυρίζουν και τον νιόγαμπρον με την πολλήν μανιέραν.
Παρπέρη, τα ξουράφκια σου καλά να τ' ακονίσης
και ξύρισε τον νιόγαμπρον, να μην τον τυρανήσης.
Παρπέρη, τα ξουράφκια σου να τα μαλαματώσης,
για να ξουρίσεις τον γαμπρόν, να μεν τον αιματώσης.
Παρπέρη, ξύριζε καλά, σύρνε κομμάτιν χέριν,
κι εν ώρα πόννα σμίξουσιν με τ' ακριβόν του ταίριν.
Ελάτε ούλοι γύρω του τώρα που θα τον ντύσουν
και φέρετε κολώνιες να τον μοσκομυρίσουν.

2.


Άγια στολίστε τον γαμπρόν και σάστε τα μαλιά του
γιατ' εννά τον παντρέψουμε ένι με την χαράν του.
Στολίστε το, στολίστε το τ' όμορφον παλληκάριν,
που βρίσκεται στην μέσην μας, σαν ήλιος, σαν φεγγάριν.
Σ' εσέναν πρέπει νιόγαμπρε, ρολόιν με καδέναν,
γιατ' είσαι 'που ψηλήν γενιάν και που μεγάλον γαίμαν.
Κι εσέναν πρέπει, νιόγαμπρε, ρεπούπλικον καππέλλον,
που δκιάλεξες κι αγάπησες το άθθος των κοπέλλων.
Αλλάξετέ τον με χαρές τον νιόγαμπρον, κοπέλλια,
και δώστε του 'που μιαν ευκήν νά ΄χη χαρές και γέλια.
Αλλάξετέ τον γλήορα, σύρνετε νάκκον* χέριν
κ' εν' ώρα που θ' ανταμωθή με το γλυκόν του ταίριν.
Φωνάξετε της μάνας του νά 'ρθη να τον ιζώση
και να του δώση την ευκήν, να μεν το μετανοιώση.
Πάνω στο κεφαλάγκαθθον κάθεται το σγαρτίλιν*
να του χαρίση ο Θεός την μάνα και τον κύριν.
Στολίστε τον τον νιόγαμπρον με την πολλήν την βιάσιν,
κι η νιόνυφφη τον καρτερά στην εκκλησιάν να πάσιν.
Απόστολε Αντρέα μου, που ΄σαι στο περιγιάλιν,
βοήθα και του νιόγαμπρου να βάλη το στεφάνιν.



επεξηγήσεις: προσιαστή = σουρωτή, βάκλα = φουφούλα, κόξα = μέση, κάτσες = κάλτσες, ποδίνες = μπότες, νάκκον = λίγο, σγαρτίλιν = καρδερίνα, άππαρος = άλογο, ιχράμια = χράμια υφαντά.

Κωνσταντινίδης Ανδρέας (βιογραφικό


Ο ποιητής και το Φεγγάρι: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Αντωνίου (απόσπασμα) εκδοθείσα το 2012


Στον Ουρανό ανέτειλες. Χωρίς σταματημό 
Σ’ ακολουθώ σε μαγικά και σε παρθένα μέρη 
Στην Κόκκινη Πόλη έκανα τον πρώτο μου σταθμό 
Το Γιβραλτάρ διέσχισα κι έφτασα στην Ταγγέρη



Εκεί πανάρχαιο γέροντα εγνώρισα σοφό 
Ανθρώπων διάβαζε ψυχές κι ότι ο νους χωράει 
Μου ‘πε, αφού με διάβασε ένα καημό κρυφό 
«Αυτό που ψάχνεις βρίσκεται στο Καραβάνσαράι»



Πήδησα στην καμήλα μου, που ‘χα απ’ τη Δαμασκό 
Και μια μαντήλα φόρεσα, που ‘χα για τυχερή μου 
Με κανταρέλλα και νερό γέμισα τον ασκό 
Και μες στη νύχτα κίνησα στα χάη της ερήμου



Μια αμμοθύελλα με πέτυχε στο Αχαγκάρ σφοδρή 
Κι εγώ θαμμένος βρέθηκα κάτω από αμμολόφους 
Το φως των αστεριών και μια Σελήνη αμυδρή 
Μόνη είχα παρηγοριά, πιστούς πολύ συντρόφους



Θαμμένος έμεινα κι αναίσθητος καιρό πάρα πολύ 
Με βρήκαν και μ’ ανέσυραν έμποροι Βεδουίνοι 
Σ’ ένα Σουλτάνου βρέθηκα σαν δούλος την αυλή 
Μου λέει: «Δεν πιάνεις και πολλά, αλλά κομμάτια ας γίνει»



Εκεί μυστήρια έμαθα και κόλπα μαγικά 
Από τον Χουσεΐν Εφέντ πίνοντας ναργιλέδες 
Και πως φεγγάρια κρύβονται τα πιο μελαγχολικά 
Πίσω από βελούδινους και μαύρους φερετζέδες



Ελεύθερο με άφησε απ’ την καλή του την ψυχή 
Και για το ταξίδι μου ‘δωσε τα πιο καλά γαϊδούρια 
Κάπου στο δρόμο πιάστηκε στ’ αυτί μου ν’ αντηχεί 
Ήχος σαγηνευτικός από ούτια και σαντούρια



Στου Αλ-Φαγιούμ του φεγγαριού έπεσα τη γιορτή 
Που εμπορεύματα είχανε απ’ τις Ανδαλουσίες 
Μα δεν μπορώ τις σκέψεις μου να βάλω σε χαρτί 
Σε έκσταση ως έπεφτα από παράξενες ουσίες



Την Badra γνώρισα εκεί, που μ’ αρεσε πολύ 
Μα είν’ η εικόνα της θολή απ’ τις αναθυμιάσεις 
Θυμάμαι που μ’ αποχαιρέτησε μ’ ενα γλυκό φιλί 
«Στο Καραβανσαράι ο στόχος σου να φτάσεις»



Συνέχισα το ψάξιμο στο όρος του Σινά 
Και πέρασα τα ορμητικά νερά του Ιορδάνη 
Χάθηκα στη Βηρυτό, μα βρέθηκα ξανά 
Μέχρι που βγήκα στο Ταρτούς, της Σύριας το λιμάνι



Μια νύχτα με πανσέληνο γνώρισα αυτή 
Ήταν αριστοκράτισσα, κόρη ενός μονάρχη 
Και με παιχνιδιάρικη φωνή μου είπε στο αυτί 
«Φίλε μου το Καραβάνσαράι δεν υπάρχει»



Το πρώτο πλοίο ναύλωσα που έκανε πανιά 
Κι όλη την νύχτα έκλαιγα κλεισμένος στο αμπάρι 
Τ’ αστέρια όλα σβήστηκαν μέσα στη σκοτεινιά 
Μαζί και η Σελήνη μου, το αλαργινό φεγγάρι



Χρόνια οι ώρες φάνηκαν μέσα από τους καημούς 
Που η καρδιά μου τόλμησε να σε λαχταρήσει 
Με αμανέ σου μίλαγα κι μ’ αναστεναγμούς 
Πόσο σε πόθησα πολύ μα τώρα έχεις δύσει.



Μετά από αιώνες κάθομαι σε κάμαρα κλειστή 
Δεν με ταράζει τίποτα, τίποτα δεν μετράει 
Κι αν δεν το βρήκα πουθενά, δεν έχω γελαστεί 
Τόσα φεγγάρια μου ‘δωσε το Καραβάνσαράι.