Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Παντελής Μηχανικός (βιογραφικό)

Ο Παντελής Μηχανικός(Λιμνιά Αμμοχώστου, 1926 - Λονδίνο, 1979) φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και στην Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας. Από το 1949 ώς τον θάνατό του εργάστηκε ως υπάλληλος στο Τμήμα Τελωνείων.
Την πρώτη του εμφάνιση στην ποίηση την έκανε το 1952 από το περιοδικό " Κυπριακά Γράμματα ". 


Τύπωσε τις παρακάτω συλλογές ποίησης: 



1) "Παρεκκλίσεις " ( Σημειώσεις ημερολογίου 1952- 54), Κύπρος 1957 (περιλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη τη "Δοκιμασία ονείρων ", βραβευμένη από το περιοδικό " Κυπριακά γράμματα " , το 1954. 



2) " Τα δύο βουνά " Λευκωσία 1963, εκδόσεις " Λυρική Κύπρος ", και 



3) " Κατάθεση ", η τελευταία συλλογή του, Κύπρος 1975. 



Επίσης υπάρχουν και 7 ανέκδοτα ποιήματα του στο περιοδικό " Κύκλος" της Λάρνακας, αφιέρωμα στον ποιητή. Οι χρονικές ενδείξεις των τριών ποιητικών συλλογών του  αντιστοιχούν σε καίριες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας του 


O Παντελής Μηχανικός πέθανε στο Λονδίνο στις 20 Ιανουαρίου 1979 από ασθένεια της καρδιάς. Κηδεύτηκε στην Κύπρο δημοσία δαπάνη.

Η σπηλιά του Κύκλωπα / Μηχανικός Παντελής


Ο Οδυσσέας δεμένος κάτω απ’ τον τράγο.
(Διόλου, βέβαια, ποιητική η εικόνα).
Βρισκόμαστε στο σπήλαιο
κι ο θάνατος στέκει στην πόρτα.
Το χτυποκάρδι θα περάσει
κάτω απ’ το ψηλαφητό
του Πολύφημου.
«Κριάρι μου,
θα σου φτιάξω χρυσά κέρατα
να βατεύεις
με την πρεπούμενη λαμπρότητα
τις προβατίνες του Πολύφημου.
Τώρα όμως
τέντωσε το στιβαρό κορμί σου
και βγάλε με έξω απ’ την πόρτα του θανάτου.
Θεόστραβος ο Πολύφημος δεν βλέπει φως
κι ο ήλιος λάμπει έξω απ’ τη σπηλιά.
Εκεί
θα σε φιλήσω στο κούτελο
και θα σου χαϊδέψω τ’ αχαμνά».
Είπε, και τραβώντας μια δυνατή τσιμπιά
στα πισινά του κριαριού
ο Οδυσσέας προχώρησε
για ζωή ή θάνατο.

ΑΓΝΑΝΤΕΜΑ / Μηχανικός Παντελής

Στο παλιό μου σπίτι 
απλώνουνταν μπροστά μου η θάλασσα,
πνοή ασυδοσίας στα στήθια μου
ξεφυλλίζοντας ονειροκρίτες.

Τώρα 
σκληρά βουνά
κόβουνε την όραση,
οπλή και φλόγα. 

Καβαλάρης
απάνω στις βουνοκορφές, 
αντηλιά την απαλάμη
γυρεύει την ίδια θάλασσα
-δεν μπορώ να ζήσω 
χωρίς πέντε καράβια στις ακτές μου
πανέτοιμα κι αστραφτερά. 

Μνήμη / Μηχανικός Παντελής




Ελα να πάμε στην άλλη περιοχή.
Αυτή την περιοχή τη βαρεθήκαμε.
Εδώ προσφέραμε όξος σ' εκείνους που μας ζήτησαν νερό
και σα ζητήσαμε να ξεδιπλώσουμε την ψυχή μας,
ένα λευκό σεντόνι βρεγμένο στα δάκρυα,
στον ήλιο, στον αέρα να στεγνώσει,
μας πρόσφεραν αγκαθωτό συρματόπλεγμα
που μας τρυπούσε.
Την απλώσαμε
και σεις κι εγώ.
Κι ήρθαν τότες και κάθησαν απάνω
και κλάψανε και ξαναβρέξανε την ψυχή μας
κάτι ξωτικά πουλιά
που 'χαν φωλιές μέσα στα όνειρά μας
-τα όνειρά μας, γυναίκες ντροπιασμένες, φοβισμένες
που 'κάναν εκτρώσεις όπου λάχαινε
στα κατσάβραχα, στους δρόμους, παντού.

Ποίημα από την έκδοση δίσκου ακτίνας & έντυπου ενθέτου «Ποιήματα 1957-1975»

επιμέλεια-ανάγνωση: Κυριάκος Ευθυμίου, χ.ε., Λευκωσία 2008

Το βάθος του κόσμου / Μηχανικός Παντελής

Αυτή με τραβούσε απ’ τα μαλλιά.
Εσείς δεθήκατε
πέτρες στο λαιμό μου.
Μα πού θα με πάτε
πού θα με βυθίσετε. – Ο βυθός
του πόνου
ο βυθός της δικής μου θάλασσας
είναι γιομάτος μαργαριτάρια
και πολύτιμες πέτρες

Ένα τραγούδι για τον Ριμαχό / Μηχανικός Παντελής


Και ποιος ήτανε τόσο λεβέντης
όπως τον Ριμαχό
που έσκυψε και φίλησε το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγαπημένη του
κι αυτή προχωρούσε υπερήφανη κι ακατάδεχτη
κι οι άλλοι τον είπανε βλάκα
κι αυτός ξανάσκυψε και ξαναφίλησε το χώμα
ξέροντας καλά πως οι άλλοι τον λέγανε βλάκα.
Και τα στήθια του ήταν γεμάτα χαρά
Γεμάτα χαρά.
Ποιος ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμαχό.
Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν
για να υπερασπίσει το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγάπη του.
Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμαχό
ποιος έχει αγάπη σαν τον Ριμαχό
να υπερασπίσει τούτα τα χώματα

Θα ξεκινήσουμε επιτέλους; / Μηχανικός Παντελής




Ταξιδέψαμε τόσο πολύ μες στην ακινησία.
Τα πανιά τυλιγμένα, ολόσκονα.
Οι ιστοί είναι ολόρθοι ακόμα
μα η ψυχή τους - μαρασμένη καμπούρα.
Ενας μαρμαρωμένος ναύτης - άγαλμα
αιγυπτιακό μ' αρχαία γένια.
Η θάλασσα αφρίζει
γλύφει το καράβι
γυναίκα ηδονόπαθη μ' όλα τα κόλπα
σειρήνα -
Είναι δεμένος ακόμα ο Οδυσσέας,
που δεν ταξίδεψε.
Ο μικρός Οδυσσέας σπουδάζει ακόμα, σπουδάζει.
Ακόμα δεν είναι καιρός, λέει,
θέλει να σπουδάσει στην εντέλεια καπετάνιος,
να εξετάσει πολύ καλά το σκαρί.
Η σιγουράδα του να 'ναι σκαρί τέλειο.
Ετσι που ν' αγωνιστεί χωρίς σχισμές,
χωρίς πληγές,
να 'ναι ολοκληρωμένος, ίσος με τον εαυτό του.
Χωρίς ταξίδια όμως, πώς μπορεί να ολοκληρωθεί;
Δεν θα 'ναι ο θάνατος η τελευταία γνώση της ολοκλήρωσής του;
-Σήμερα σκέφτεται να ξεκινήσει ο μικρός Οδυσσέας.

Γράμμα / Μηχανικός Παντελής


Αγαπητή μου μητέρα,
H Αγάπη σου,
σε πληροφορώ
μου δυσκολεύει τη ζωή.
Εδώ πέρα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος.
Περπατώ στους δρόμους
με την ύπαρξή μου γραμμένη κάτω απ’ τα παπούτσια μου,
που τη ζουλεί το κάθε μου πάτημα.
Καμιά φορά βγάζουμε το παπούτσι μας
και το πετάμε στον αέρα,
γιατί είναι ανάγκη να παίξουμε.
Κάποια μέρα μπορεί να το χάσω μέσα σ’ αυτή την οχλοβοή
μαζί με ό,τι έχει γραμμένο από κάτω.
Εσύ μου είπες να μην τα κάνω όλ’ αυτά.
Μα ακριβώς σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως δεν γίνεται
διαφορετικά.
Δεν μπορώ να σ’ ευχαριστήσω.
Η αγάπη σου με τραβά από τα μαλλιά, όταν εγώ
μάχομαι ολάκερος,
μ’ αποσπά δυνάμεις,
αυτή την κρίσιμη στιγμή,
που μόνο με μαντήλια βρεμένα στο αίμα
προσπαθούμε να δροσίσουμε το μέτωπο των ζαλισμένων μας
πεποιθήσεων.

Ωδή για ένα σκοτωμένο τουρκάκι / Μηχανικός Παντελής



Stetson!
You who were with me in the ships at Mylae!
That corpse you planted last year in your garden,
Has it begun to sprout? Will it bloom this year?
T. S. ELΙOT,
H Έρημη Χώρα

Αυτός ο κάμπος π’ απλώνεται μπροστά μου καταπράσινος
στολισμένος με το κίτρινο της μαργαρίτας
με το κόκκινο της παπαρούνας
με το χαμόγελο της βιολέτας
αυτός ο κάμπος
ανοιχτός κάτω απ’ τις θερμές
αχτίνες του ήλιου φωτεινές
αυτός ο κάμπος
που μ’ ένα χάδι απαλό
δείχνει στην ψυχή μας το δρόμο της άνοιξης
σ’ αυτό τον κάμπο
που δοξάζει τον Κύριο και την ψυχή του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο που δοξάζει το σώμα
και μουρμουρίζει το τραγούδι του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο
κείτεται
σκοτωμένο
ένα Τουρκάκι.
Ένα συσπασμένο πρόσωπο
κομμένο απάνω στον πόνο,
ανάγλυφη
ανήλικη μάσκα
κομμένη στην αιωνιότητα για να ρωτά
αν ο τόπος ήταν πράγματι πολύ στενός
μέσα στο πανηγύρι της άνοιξης
για να ρωτά
αν υπάρχουν εθνότητες ανάμεσα στους λαούς της μαργαρίτας
για να ρωτά
ποιας εθνικότητας είναι το πράσινο χορτάρι





Ζεσταίνει ο ήλιος τις ρίζες και το χώμα.
Ξεχειλίζει η αγάπη σα δροσούλα
μέσ’ απ’ τα φύλλα και τους ανθούς της ψυχής του ανθρώπου
μέσα στην ανοιχτή ειλικρίνεια του κάμπου
και μια ανάγλυφη τρομερή μάσκα ενός παιδιού
κάτω απ’ το πολύ του ήλιου το φως
κινάει τα χείλη
και μιλεί: – «Ευχαριστώ.
Με φέρατε σ’ αυτό τον δρόμο.
Με φέρατε σ’ αυτό το τέλος. Ευχαριστώ σας
δικούς και ξένους.»
Γη μου! Κοίμησέ τον γλυκά,
νανούρισέ τον. Για σένα
η φωνή του ποιητή
ρωτάει και πάλι εφέτος
τους εμπόρους των πετρελαίων
και τους αποικιστές των πτωμάτων,
ρωτάει τον Στέτσον:
«Το κουφάρι που εφύτεψες πέρσι μέσα στον κήπο σου
άρχισε να βλαστάει; θ’ ανθίσει εφέτος;»

Αφροδίτη / Μηχανικός Παντελής



Γυμνή
με τα μαλλιά σου καψαλισμένα
σε βλέπω να ρίχνεσαι στη θάλασσα
και πάεις.

Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας για πολύν καιρό. 
Δεν είμαστε εμείς για ομορφιές
δεν είμαστε για όνειρα.
Είμαστε οι ταπεινοί άνθρωποι
με τον βούρκο στη μύτη
με τη σάπια ψυχή. 
– Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.

Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας πολύν καιρό
στα ερείπια και στα χαλάσματα
στα καμένα χορτάρια
δεν μπορούσες να μείνεις 
εκεί όπου ο Άρης φτύνοντας αφρούς και αίμα εφώναζε
Εφιάλτη, Εφιάλτη, πού είσαι Εφιάλτη
και
(ποιος να το φανταστεί)
ήτανε φίλος του Εφιάλτη. Φίλος του. 
– Τότες η γη μας εξέρασε τα σπλάχνα της.

Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.
Απελπισμένη
ερίχτηκες από την Πέτρα του Ρωμιού πίσω στη θάλασσα
και χάθηκες – ποια ψάρια 
ποια κήτη
ποια τέρατα σμίγοντας
ω, κόρη μου, σε ποιους γιαλούς
σε ποιους βυθούς,
θεά μου.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ / Κωνσταντίνου Μαρία

Θα μαζέψω τα χελιδόνια απ΄  όλα τα σύρματα 
να συνθέσω τραγούδι στο πεντάγραμμο της ελπίδος μου. 
Είναι τόσο ζεστός ο ήλιος- στοργικός
κι εσύ κρυώνεις. 
Η γη τόσο ανοιχτοχέρα κι εσύ πεινάς.
Που πήγες και κρύφτηκες;
Ψάχνω να βρω τη φωνή και το δρόμο μου. 

Συνάντησα τη χαρά λαβωμένη. 
Θα της φτιάξω ένα επίδεσμο
απ΄ τα αμόλυντα της γλάστρας μου.
Σ΄ τη στέλλω αδελφέ μου, έτσι πληγωμένη. 
Νανούρισε τη στα ζεστά σου μπράτσα.
Κι όταν κλείσει η πληγή της 
χάρισέ την στον κόσμο. 

Τ’ αθθύμιος σας / Λιπέρτης Δημήτρης

Αν έτυσιεν ο τόπος μας `πο Σας να ξωμακρίζει
τζι εν εν’ καθόλου βολετόν `νους τ’ άλλου να θωρούμεν,
το γαίμαν μας πον’ γαίμαν σας εν μας αποχωρίζει,
είμαστιν ούλλοι μιαν ψυσιή τζιαι τούτον δκιαλαλούμεν.

Να `ταν να συντυχάννασιν οι πέτρες τζιαι το χώμαν,
έθεν να το φωνάζουσιν τζιαι τούτες μ’ έναν στόμαν.

Να `ταν να συντυχάννασιν οι πέτρες τζιαι το χώμαν,
έθεν να το φωνάζουσιν τζιαι τούτες μ’ έναν στόμαν.

Καρτερούμεν / Λιπέρτης Δημήτρης

Καρτερούμεν μέραν νύχταν
να φυσήσει ένας αέρας
στουν τον τόπον πο `ν καμένος
τζι’ εν θωρεί ποτέ δροσιάν

Για να φέξει καρτερούμεν
το φως τζιήνης της μέρας
πο `ν να φέρει στον καθ’ έναν
τζιαι δροσιάν τζαι ποσπασιάν



το ακούτε: https://www.youtube.com/watch?v=_0wgBHDv3UQ

H φτώχεια / Δημήτρης Λιπέρτης


Φτώχεια, που κάμνεις τόσους λας να πκιάννουσιν καλάθιν,
να καρτερούν ‘πο ‘κει ‘πο δα έναν βούκκον ψουμίν,
φτώχ̌εια, που η χαρά ποττέ κοντά σου εν εστάθην
κ̌ι όσοι σε δούσιν, κλώθουσιν κ̌αι βρίσκουν αφορμήν
να μεν σε χ̌αιρετίσουσιν, με να σου κοντοφτάσουν,
φτώχ̌εια, πον έχουσιν καρτκιάν να σου χαμογελάσουν.


Φτώχ̌εια, που νιάτια κοκκαλιείς κ̌αι που τα μαρανκιάζεις
κ̌αι πον τ’ αφήνεις να χαρούν μήτε μιαν σταλαμήν,
που φευκατίζεις κ̌αι πολλούς κ̌αι που καταρημάζεις
κ̌αι ‘που την πείναν καταλυείς τ’ άχαρόν τους κορμίν,
που τους βωβώννεις κ̌ι εν μπορούν τα θέλουσιν να πούσιν,
πον τους αφήνεις να καμμούν, μήτε να κ̌οιμηθούσιν.


Φτώχ̌εια, που ‘σαι πάντα χ̌χ̌υφτή κ̌αι παραπονημένη
κ̌αι που σε τρώ’ η μισταρκά κι η βαρετή δουλειά,
που παρπατείς με το κονκ̌ιόν κ̌αι βαρυκαρτισμένη,
γιατί εν εδοκ̌ίμασες με χάδιν, με φιλιά,
φτώχ̌εια, κ̌ι αν τρων το δίκ̌ιον σου οι λας οι παραπάνω,
ποττέ μεν απορπίζεσαι κ̌ι έχ̌ει Θεόν ‘που πάνω.


Εσούνι κάμνεις την τιμήν περίτου τιμημένην,
την αθρωπκιάν ψηλόττερα ακόμα να σταθεί,
κ̌ι αν σ’ έχουσιν ποριψιμιάν κ̌αι τσαλαπατημένην
κ̌ι εν πλάσκεται μήτε ψυχ̌η για να σε λυπηθεί,
τούτα ούλλα τα κάστια, πον το μαρτύριόν σου,
σηκώννουν σε κ̌αι βκάλλουν σε ψηλά πον ο Θεός σου
.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΠΕΡΤΗΣ (1866 - 1937) (βιογραφικό σημείωμα)

Ο Δημήτρης Λιπέρτης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Μιχαηλίδη) γεννήθηκε στη Λάρνακα, γιος του Θεοφάνη Μιχαηλίδη και της Κοκονούς Μοδινού, που καταγόταν από τη Λεμεσό. Στη Λάρνακα έμαθε τα πρώτα γράμματα κοντά στο θείο του εφημέριο Χαρίτωνα και τέλειωσε το αλληλοδιδακτικό σχολείο και το σχολαρχείο, ενώ μαθήτευσε και πλάι στον Ανδρέα Θεμιστοκλέους στη Λάρνακα. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση της αγγλικής και της γαλλικής γλώσσας και από το 1880 ως το 1884 έζησε στη Βηρυτό, όπου σπούδασε στην Αδελφότητα των Ιησουιτών και στο Αμερικανικό Κολλέγιο. Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο εργάστηκε ως γραμματέας των δικαστηρίων Λάρνακας και σε άλλες κρατικές υπηρεσίες στη Λάρνακα και στην κυπριακή ύπαιθρο (1885-1899). Το 1899 έφυγε για την Αίγυπτο και στη συνέχεια για τη Νάπολη της Ιταλίας, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας για ένα εξάμηνο και την Ελλάδα, όπου παρακολούθησε ως ακροατής μαθήματα θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1901 επέστρεψε στην Κύπρο και εργάστηκε σε έκτακτες κυβερνητικές υπηρεσίες, στον οίκο Turner και ως καθηγητής στην αγγλική σχολή Newham στη Λευκωσία (1904-1936), στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και Παρθεναγωγείο Φανερωμένης (1910-1912) και για μικρό χρονικό διάστημα (10/1912 - 2/1913) στη σχολή Μιτσή της Λεμύθου, στην οποία διετέλεσε και διαχειριστής (1913-1916). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε με την έκδοση της ποιητικής συλλογής Χαλαρωμένη Λύρα το 1891, γνωστός έγινε ωστόσο με την τετράτομη συλλογή Τζυπριώτικα τραγούδια (1923) που αγαπήθηκε από το αναγνωστικό κοινό. Η ποίηση του Λιπέρτη είναι γραμμένη κυρίως στην κυπριακή διάλεκτο και εντάσσεται στο χώρο της ηθογραφικής παραγωγής με έμφαση στην εξιδανίκευση της αγροτικής επαρχιακής ζωής. Τιμήθηκε με το γαλλικό τίτλο Officier d’ Academie. 


  •   Χαλαρωμένη Λύρα. Λευκωσία, 1891. 
  • • Στόνοι. Λάρνακα, 1899.
  • • Τζιυπριώτικα τραούδκια1-4. Λευκωσία, 1923, 1930, 1934, 1937.
ΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις