Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Καλημέρα... / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα


Μια καλή μέρα
ποτίζεις την ψυχή σου 
... χρώματα 
το σκυλάκι
να παίζει με μια 
... πεταλούδα 
στον κήπο 
της ζωής σου 

Ζωγράφος ποιητής / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα

Zωγράφισε πάλι
ο ποιητής τη μούσα του
έμπλεξε γαλανά και πράσινα χρώματα
σαν να αντρίκρυζε
την αδήριτη πανδαισία
των ματιών της πρώτη φορά
Μα ακόμη συμμαζεύει την οπτασία της ...
να τη συναπαντήσει αληθινά στα όνειρα ... 

Ποια είσαι συ...; / • Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα (16)




η σύζυγος
η κόρη
η αδελφή
η νύμφη
η εργαζόμενη (με πάθος)
η οικοκυρά (η επί 24ώρου βάσεως)
η φοιτήτρια (η διά βίου)
η ποιήτρια (η ολίγον τι)
η ονειροπαρμένη (με τα χρώματα και τ΄αρώματα, με τις μελωδίες και τη μουσική)
η ξαγρυπνημένη (μην κρυώσετε, μην πονέσετε)
η αγχωμένη (για των αγαπημένων τις αγωνίες)
η αγωνιζόμενη (η ακατάπαυστα)
η ασθενούσα (για το χατήρι ολονών, γνωστών μα και απόμακρων)
η γονυπετής μπρος την εικόνα του Χριστού και της Παναγιάς 
(σαν μοχθείτε για την πνευματική υγεία και αριστεία)
Ποια να είμαι εγώ...;
Ποια άραγε στα αλήθεια να είμαι...;


Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Ο γραφιάς / Στέλιος Παπαντωνίου


Κάθεται λοιπόν ο γραφιάς σαν την Πηνελόπη και γνέθει και κλώθει και κεντά και υφαίνει τη ζωή τη δική του, βρίσκεις στα πλάνα, στις υποσημειώσεις, στο στερέωμα, εδώ στα κόμματα και στις τελείες τα ταξίδια του, ο Αλέξαντρος κι η Βακτριανή, ο Ηρώδης κι ο Ιωάννης, ένα γύρο περιτρέχουν την ατμόσφαιρα, ανάλογα με τις εποχές, τις τεχνοτροπίες, τις σχισμές του μυαλού ή του υπεδάφους, ακούονται βόγγοι, ήχοι, διαπεραστικοί, βαρείς, κάπου το φως ανατέλλει από τα βάθη, εκεί που κοιμούνται οι κουκουβάγιες, τα ψαλτήρια και τα σκονισμένα βιβλία, έρχεται καταστροφή, την προβλέπει, έρχεται άνοιξη την τραγουδά πριν την ώρα της, και τώρα το καλοκαίρι ξενυχτά στη φρεσκοβαμμένη πολιτεία του περιμένοντας τον εναέριο να τον ταξιδέψει και παραπέρα, μα ήδη γνωρίζει την πορεία και τη μέρα και την ώρα της επιστροφής.

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

Άτιτλο / Νεάρχου Νέαρχος

Νέαρχος Νεάρχου (μικρό βιογραφικό)

Ο Νέαρχος Νεάρχου κατάγεται από την Πάφο και γεννήθηκε το 1978. Το 1996 αποφοίτησε από το Λύκειο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ στην Πάφο. Το 2001 αποφοίτησε με υποτροφία από τη Νομική Σχολή του University of Leeds του Ηνωμένου Βασιλείου. 
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές 
  • φωνΗ βοΩντος... (Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2009), η οποία βραβεύτηκε από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων Ελλάδας, 
  • η ΈβΔοΜη ΕλΛάΔα (Λευκωσία, 1997) και 
  • Ηλί ηλί, λαμά σαβαχθανί (Λευκωσία, 1996). 

Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί στις συλλογές IN MEMORIAM (Λευκωσία, 2001) και Νέοι Κύπριοι Ποιητές (ΓΗ, Λευκωσία, 1998), ενώ άλλα έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε ελληνικά και κυπριακά λογοτεχνικά περιοδικά. 
και τα πεζογραφήματα 
  • ΤΕΡΙΡΕΜ..., 
  • ΕΝΩΠΙΟΣ ΕΝΩΠΙΩ και τη 
  • μελέτη Electronic Democracy: A study of the use of the internet to facilitate participation in central & local democracy in the UK (Armida, Lefkosia, 2007).


Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Περί χρόνου...

Κύριοι και κυρίες, Ποιητές και Ποιήτριες Θα ξεκινήσει να δημιουργείται μία ανάρτηση στα δύο(2) Ιστολόγια που επιμελούμαι:
α. Κυπρίων Ποίηση και
β. Οι Ποιητές που αγάπησα και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου (Ανθολόγιο ποίησης) και πιθανόν να εξελιχθεί σε ηλεκτρονικό βιβλίο, με επίσημη καταχώρηση ( λήψη: ISBN) με θέμα: Τον χρόνο σε όλες του τις μορφές.

Τον χρόνο, ως παρελθόν, παρόν και μέλλον. Τον χρόνο όπως τον κατανοεί ο άνθρωπος στις διάφορες ηλικίες. Ο χρόνος ως …έτος με τις τέσσερις εποχές του (Άνοιξη, Φθινόπωρο, Καλοκαίρι και Χειμώνας) αλλά και ως όλον. Ο χρόνος όπως καθαγιάζεται στην ανθρώπινη υπόσταση, στην φιλοσοφία, όπως τον ονειρευόμαστε, όπως τον οικειοποιούμαστε, όπως μας εξουσιάζει, όπως μας φθείρει και όπως δηλώνει συνεχώς την παντοδυναμία του. Ο χρόνος στη σκέψη του καθενός…


Όσοι λοιπόν επιθυμείτε μπορείτε να στέλνετε από τώρα και μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου 2018, Κείμενα, Ρήσεις, Αποφθέγματα, Ορισμούς, Ποιήματα, ( έμμετρα, ελεύθερο στίχο, χαϊ-κού κτλ) (Οι συμμετοχές μπορούν να είναι 2-3 σε κάθε κατηγορία) είτε στο e-mail: dimitriosgogas2991964@yahoo.com, είτε μέσω της σελίδας μου στο FB ως μήνυμα και σε κείμενο word. Η σκέψη μου είναι να δημιουργηθεί ένα βιβλίο παρόμοιο με εκείνο που δημιουργήσαμε το 2017 με θέμα την : Ποίηση.

Στη σελίδα μου στο ΦΒ και στη σελίδα : Οι ποιητές που αγάπησα στο ΦΒ αναρτώνται τα ονόματα των ήδη συμμετασχόντων.

Επίσης σας ζητώ να προτείνετε μέσα από τους παρακάτω 5 τίτλους, ποιο θα θεωρούσατε τον καταλληλότερο για την ανάρτηση ή το βιβλίο. Απλώς σχολιάστε κάτω από την ανάρτηση

α. Κραυγές και ψίθυροι (επί χρόνου κρεμάμενοι)
β. Ετεροθαλείς χρόνοι
γ. Οι εποχές και οι χρόνοι του λόγου
δ. Ο χρόνος των ανθρώπων (χρόνος των Ποιητών)
ε. Χρόνος και λόγοι
14 Ιουν 2018
Με εκτίμηση
Δημήτριος Γκόγκας

ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟ (1) / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα


Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο με βήματα βαριά,
σκέψεις στριφογυρίζουν και σφίγγουν την καρδιά!
Σαν ξένοι περιφερόμαστε σε γή αγαπημένη,
σαν ξένοι επισκεπτόμαστε το σπίτι που μας προσμένει!
Πόση δύναμη ψυχής χρειάζεται να έχεις,
να περιπλανιέσαι,να κοιτάς κι ακόμα ν´αντέχεις;
Δεν είναι λίγα δεν είναι ένα,δυό,τρία,τέσσερα,
τα χρόνια που μας έδιωξαν,είναι σχεδόν σαράντα τέσσερα!
Στα πιό όμορφα χρόνια μας,στην πιό όμορφη νιότη,
σαν δένδρα μας ξερίζωσαν,μας σκόρπισαν,
σ´άλλη γή,του νησιού μας γή,
μα όμως δεν είναι σαν την πρώτη!
Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο,γυρνώντας πίσω πάλι,
σκέψεις συνωστίζονται και πάλι στό κεφάλι!
Ακόμη μιά στάση,και πίσω να κοιτούμε,
το μάτι δεν χορταίνει,μας πλημμυρίζει το παράπονο,
τί είχαμε,τι χάσαμε και τι μας περιμένει.
Βουρκώνουνε τα μάτια μας,θαμπώνεται η θωριά μας,
βλέποντας τόσες ομορφιές που έχουν τα χωριά μας!
Κοιτάζοντας από ψηλά μιά θάλασσα γαλάζια,
με τ´άσπρα της τα κύματα,να κάνουν όλο νάζια!
Άκου!!!άκου!!!Αν αφουγκραστείς,βαθιά την σκέψη βάλεις,
είναι σαν κάτι θέλει να σου πεί και σιγομουρμουρίζει,
πώς την αφήσαμε έρμαιο,του Τούρκου ν´αλωνίζει!
Τα άσπρα της τα κύματα,να χοροπαιχνιδίζουν,
στις δαντελωτές ακρογιαλιές,να σβήνουν και ν´αφρίζουν!
Μόλις τελειώνει η θάλασσα,αρχίζει η πρασινάδα,
και σκέφτεσαι Δόξα νάχει ο Θεός πού δωσε τέτοια ομορφάδα!
Έριξε χρώματα πολλά,για να τα ζωγραφίσει,
κι έφτιαξε τόση ομορφιά,σ´ολόκληρη τη φύση!
Πεύκα ψηλά.καμαρωτά,στούς βράχους σκαρφαλωμένα,
στέκεις και βλέπεις ,χωρίς μιλιά,με μάτια καρφωμένα!
Βουρκώνουνε τα μάτια μας,δακρύζουνε ακόμα,
σαν βλέπεις τόσες ομορφιές,και η μιλιά χάνεται απ´το στόμα!
Κόμπος γίνεται στον λαιμό κι ανεβοκατεβαίνει,
λέξη να βγάλεις,δεν μπορείς,αυτό είναι που συμβαίνει!

ΑΝΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟ(2)/ Αντρουλλα Θεοκλη Νικηφόρου


Τελειώνει η περιδιάβαση,τελείωσε η ώρα
πρέπει να φύγουμε ξανά,δύσκολο πάλι τώρα!
Μαζεύουμε τα κομμάτια μας,που είναι σκορπισμένα,
γιατί και πάλι αποχαιρετούμε,χώματα αγαπημένα!

Τα βήματα είναι βαριά,δύσκολα προχωρούμε,
πάμε μπροστά και πάλιν πίσω μας κοιτούμε.
Τις ομορφιές του τόπου μας,δύσκολα συναντούμε,
γιατί ραγίζει η ψυχή πάλι να τις ποχωριστούμε.
Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο,κοιτάς ολόγυρα σου,
σκέφτεσαι ,συλλογίζεσαι,πού πήγαν τα όνειρα σου.
Χάσαμε τις ρίζες μας,τα όμορφα χωριά μας,
τον τόπο μας,στερούμαστε κι εμείς και τα παιδιά μας.
Τα πεύκα κυματίζουνε,σκύβουν μας χαιρετούνε,
μα έχουνε παράπονο,πώς μόνα τους πάντα ζούνε,
δεν την μπορούν την μοναξιά,ελληνικά μιλούνε,
πίσω μας θέλουνε ξανά,κάτω από το ίσκιο τους,
να τρώμε,να γλεντούμε κι όμορφα να ζούμε!
Πάνω στα πεύκα στα κλαδιά,κάθονται τα πουλάκια,
μας βλέπουν με παράπονο και χαμηλοπετούνε,
μα χάθηκε η φωνούλα τους και δεν κελαηδούνε.
Προστάτης τους ο αετός πάνω στου πεύκου τη κορφή,
μα τα φτερά του έσπασαν κι έχει βαθιά πληγή.
Ανηφορίζοντας στον δρόμο της επιστροφής,
φυτά και αγριολούλουδα,βρίσκεις λογής- λογής
χρωματική η πανδαισία,σαν πίνακας ζωγραφικής!
Χίλιες,μύριες αποχρώσεις,χίλιες μύριες ευωδιές,
ανασταίνουν τη ζωή μας και ευωδιάζουν τις ψυχές!
Ανηφορίζοντας στην στροφή του δρόμου,
μιά στάση,μιά στάση αποχαιρετισμού!
Ένα υπερθέαμα,μιά ζωγραφιά,
ο ήλιος τραβάει την τελευταία του πινελιά!
Ο ήλιος τραβάει στη μάνα του,πάει να ξαποστάσει,
σκόρπισε χρώματα πολλά,γέμισε όλη πλάση!
Ο ήλιος τραβάει στη μάνα του,ο ήλιος πάει να δύσει,
τον ουρανό χρυσόξανθες ανταύγειες πήγε να περιλούσει.
Η θάλασσα γαλήνεψε την γλυκό νανουρίζει,
μέστ´τα γαλάζια της νερά να γλυκό καθρεφτίζει!
Ανηφορίζοντας άρχισε να γλυκοσουρουπιάζει,
και τον ματωμένο Πενταδάκτυλο τον φώτισε ,
και σαν πίνακας μοιάζει!
Χρυσές,μαβιές και ροδαλί,ακτίνες ξαποστέλλει,
κρυφτούλι μέστ´τα σύννεφα,σιγά- σιγά πηγαίνει.
Βουτάει μές τη θάλασσα,γλυκά τη χρωματίζει,
κι η θάλασσα μας του Βορκά,να ροδοκοκκινίζει!
Φεύγει ο ήλιος χάνεται κι αρχίζει να βραδιάζει,
και μέσα η ψυχούλα μας,πάλι να σκοτεινιάζει.
Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο και πίσω σαν γυρνάμε
μιά υπόσχεση ξανά ,πώς πάντα θα θυμάμαι,
και νοερά στην σκέψη μας ,εκεί θα τριγυρνάμε,
σε τόπους όμορφους που πάντα αγαπάμε,
και ποτέ μας δεν ξεχνάμε!

ΝΕΚΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ / Μαρούλλα Πανάγου


Το μεγάλο ολόκληρο ,
τίποτα ήταν τελικά.
Ξεχώρισαν οι δρόμοι 
πριχού καν ανταμώσουν. 

Το απόμακρο όνειρο τρεμοσβύνει
στην μονόπλευρη προσπάθεια
Μειωτική στην δύναμή της,
να το κρατήσει ζωντανό.
Χρόνος νεκρός
στ’ ανύπαρκτο για μάς
Αύριο! 


ΤΖΙΕΡΥΝΙΑ / Μαρουλλα Πανάγου


Η θάλασσά σου πολλα πικράθθην τζι ένι γεύση της πικρή ζεχύριν
όπως την πίκραν μες την καρκιάμ μας που μας θωρούσιν σαν μουσαφίρην
Τρέσιει αρμυρόπικρόν το δάρκον τζι ένι τα μμάδκια μας πάντα θολά
στο μισοφέγγαρον πόνει καρτσιήμ μας τζιαι την καρκιά σσου γρόνια τρυπά
Αχ Πενταδάκτυλε μας τζιαι δεν ταράσσεις
Πε μας γιατί εν τους αποτάσσεις ;
‘Οσον εμεις τζι αν σ’ αρωτούμεν
την πολοήν σου την καρτερούμεν.
Αμμα εμούλλωσες εν συντηχάννεις
Την πομονήσ σου πως εν την χάννεις ;
Στέκει το κάστρο σου ποτζιει θωρεί μας, σαν στοισιωμένον νύχτα τζιαι μέρα
τζι Αροδαφνούσα μές στο τζιελλίν της, ν’ ακούει «μέρραπα» για καλημέρα.
Μα τζι αν πασκίζουν να σε τουρτζιέψουν την ιστορίαν σου εν το μπορούν
σπίδκια της Ρήαινας τζιαι βουβαφφέντο εν ριζωμένα!! την μαρτυρούν .
Μα Πενταδάκτυλε πως εν ταράσσεις
Πε μας γιατί εν τους ’ αποτάσσεις ;
‘Οσον εμεις τζι αν σ’ αρωτούμεν
την πολοήν σου την καρτερούμεν.
Αμμά εμούλλωσες, εν συντηχάννεις
Την πομονήσ σου πως εν την χάννεις ;

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

[Ο ήλιος κάθε πρωί με κοιτούσε κατάματα] / Αθως Χατζηματθαιου


Ο ήλιος κάθε πρωί με κοιτούσε κατάματα
καθώς ρουφούσα τον καφέ μου
ακουμπώντας στο πέτρινο περβάζι της μοναξιάς
Στη μουσκεμένη απ΄ τα δάκρια των άστρων πετρά
σκαρφάλωναν μια στρατία από μυρμήγκια
αποζητώντας ελάχιστη δροσιά κι ανάσα ξεκούρασης
απ΄ την ολονύκτια τους αγρυπνία
Το ραγισμένο τζάμι θρηνούσε στο βουητό του ανέμου που αναστάτωνε την ηρεμία της ροδαυγής
κι ένα μαύρο σύννεφο σκαρφαλωμένο στο σβέρκο του ουρανού πάσκισε να κλέψει απ΄ τον ήλιο το χαμόγελο
λες και δεν ήθελε αυτό να ξημερώσει
λες και δεν του άρεσε η εναλλαγή απ΄ το σκοτάδι στο φως
και το σπουργίτι φοβισμένο απ’ όλο αυτόν τον πανικό
δεν τολμούσε να πλησιάσει στο περβάζι μου
τα ψίχουλα της αγάπης μου ορφανά
περίμεναν όπως κάθε αυγή
για να του προσφέρουν την ελάχιστη ευτυχία.

Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ / Μαγγανή Χρυστάλλα


Όταν των Μήδων τους αλαλαγμούς ,
που φοβεροί κραδαίνουνε τα όπλα ακούσεις
κανένα μη ζητήσεις Εφιάλτη
ανάμεσα σ' αυτούς που φανερά
σε μίσησαν.
Πλάι σου κοίταξε και θα τον δεις
εκφράζοντας επαίνους
να υποκλίνεται
και μες της μάχης τη βουή
να σε φωνάζει "φίλε".

ΟΡΟΜΑΝ ΕΝ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ / Μαρούλλα Παναγου


Ομορφος σαν τον Αντζιελον. όμως που την θωρκά σσου 
πολείπει το χαμόγελο που μέσα στην μμαδκιά σσου
Μεν τον αφήννεις τον τζιαιρόν άσκοπα για να ρέξει
εν σύντομη τούτ’ η ζωή, ζήσε την κάθε φέξη 

Μεν αγαπάς τζιει πόν πρεπει δκιάλεξε στο ταιρκάζει
τζιει που σ’αξίζει να χαρείς να μεν έσιεις μαράζι .
Ξέρεις το τούτα που λαλώ ότι πως εν η αλήθκεια
Ζωή ποττέ εν μπόν ένι όπως τα παραμύθκια
Το ότι που ορπίζαμεν όρομαν εν να μείνει
μα φτάνει που το ζήσαμεν τζι ας μεν ποττ’ενε γίνειν
θα το κρατούμεν φυλακτόν με στην καρκιάν μας άστρον
Ητουν αγνόν μα πέτασεν σαν το πεζούνιν τ άσπρον.



Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

[Οταν γιναν σκιες οι αγαπημενοι] / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Οταν γιναν σκιες οι αγαπημενοι
και οσα ζησαμε μαυρα συννεφα
ηρθε ο ηλιος τη βροχη να ζεστανει
μονος κι απροσκλητος
Εγιναν πονος και δακρυ οι θυμησες
κι ακουμπησε η απελπισια
στο παραμυθι να ξαποστασει
και την αγκαλιασε τρυφερα ο Αισωπος
τη νανουρισε κι εγινε μωρο στην κουνια
Μανα η καρδια μου
που σκιστηκε στα δυο και χαθηκε
Φωλιασε μεσα στο μυαλο
δυο κομματια και με τρελλαινει
Σ αγαπαει το ενα μεχρι θανατου
πεφτει στα βραχια τσακιζεται και το φωναζει
Κρυβεται το αλλο και διχως φωνη σου μιλα
διχως ορια και πεθαινει
Σωπα και συ μην παρουν τα λογια
οι σκεψεις και τα μεταφερουνε
Σωπα και συ . Τωρα πια εμαθες
να φωναζεις βουβα την αγαπη σου
κι ειναι πιο δυνατη
Τωρα πια εμαθα να καλω
στα μουγκα τη ψυχη σου
και να πεθαινω μαζι της