Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΘΕΜΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ (αποσπασμα) της Τουμαζή Έλενας – Ρεμπελίνα

ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη, 
σκληρός ως άδης ήλος

ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ 


Νησός τις 


Το σώμα μας ένα θέατρο μαυσωλείο σημάτων 


Χρυσοθέμη 
από δω και πέρα χωρίς μάνα
μικρό κορίτσι κουλό απ΄ το δεξί 
μπορούσα χωρίς 
υπήρχε βέβαια η γιαγιά κι΄ ο τραβαδούρος
φτάνουν;


η επέμβαση 
έγινε τα πράγματα 
σκόρπισαν στο σταυροδρόμι το πλοίο 
μπήκε ονειρευόμουνα 

από περιστέρια συναμένα 
σε γλυκύν ύπνο το κορμί μου 
ν΄ απογειωθούν 

                                           στον άνεμο


μια μικρή κλόουν κι΄ ο αδελφός μου ά ο αδελφός μου

τον έσφαξαν δέκα χρονώ η μάνα μας
κατάπιε ύστερα τη ξερριζωμένη του 
δυο πανσέδες στη θέση των ματιών 

απέναντι 
στη χέρσα καθότανε 
το άδειο φλυτζάνι πλάι στο δικό του 
μόλις να δούμε τον εσταυρωμένο 
η μάνα μας

ο ατός 
κι΄ έτσι 
καταματωμένον και γυμνόν τον σήκωσε μακρυά αχ μακρυά 
αφήνοντάς με κατάμονη
μαζύ τους

Αδάμ Αδάμ δεν είμαι 
εκείνη που σου μάθαινε δεν είμαι
η άλλη είμαι η ζωή

θα φύγω

μόνος παλεύοντας
να φυτρώσω απ΄ το πλευρό του
μόνος πασχίζοντας 
να κερδίσει την αγάπη του κόσμου 
ο αποκεφαλισμένος αδελφός
ο δακρυσμένος χορευτής 
ο γιος μου


Που να΄ σαι τάχατες αητέ
που να΄ σαι αστερογέννητε
που ΄ χεις τον ήλιο αδελφό
και το φεγγάρι σύντροφο

πιάνω τους δρόμους παρπατώ
κι΄ έναν έναν αρωτώ
τα πετραδάκια του γιαλού
τα κύματα του πέλαγου

μην είδατε τον αητό
με το χρυσό το μέτωπο
είχε τα μάτια του υγρά
και δυο αυλάκια μάγουλα

ναι ναι τον είδαμε κυρά
ναι ναι πετούσε κει ψηλά
έλαμπε σαν αυγερινός
τζιαι θάμπωσεν ο ουρανός
κι’ έκατσα εκεί στην αμμουδιά
χωρίς μιλιά χωρίς λαλιά
που να΄ σαι τώρα αητέ
που νά ΄σαι αστερογέννητε

είν΄ η καρδούλα μου ξερή
ούτ΄ ένα δάκρυ δε  μπορεί
γύρισε πίσω να χαρείς
είναι νωρίς είναι νωρίς

σώπασε σώπασε κυρά
ψιθύρισαν τα κύμματα
σώπασε σώπασε κυρά
είπε η μικρούλα λεμονιά

στοχάσου πως η λευτεριά
έχει ολόμαυρα φτερά
που δεν χωράνε σύντροφο
παρά κοντάρι στο πλευρό


o Άης Γιώργης Διενής 



........

ενώ τα τραίνα                                                                                            πάνε


άσπρα και τρυφερά 
στον πρώτο ήχο της αυγής έτοιμα 
το κορμί μου 


Τι κρίμα να ξυπνάμε ένα πρωί 
με μια εικόνα σφαγής μέσα στο κεφάλι! 


Ορέστη φονιά Αδάμ
πλανεμένε
πως αγαπήσαμε και οι δυό το φίδι πέ μου


το σώμα μας ένα θέατρο
μαυσωλείο σημάτων 
της γυναίκας δεύτερο τύπωμα 
Παναγιά ή πόρνη το ίδιο 



η πόλη καιγόταν 
άδειασαν 
τα ξενοδοχεία οι πολυκατοικίες τίποτα 
άγρια αγκάθια και τσουκνίδες φυτρώνουν από τις ρωγμές 
                                                                                         τ΄ αυλάκια
φτάνουν κάποτε ίσαμε το δεύτερο πάτωμα τα φίδια 
πλήθυναν πάλι ας τους να φύγουν 
καλύτερα η πόλη έτσι άδεια
νεκρή σε ανύποπτο χρόνο του καρκινώματος

Θα σκάβουμε τότες δίπλα δίπλα μέχρι να καθαρίσουμε τους 
                                                                                               δρόμους
Θα σταθούμε τότες στ΄ αντικρυνά παράθυρα 
Θα χαμογελάσουμε 
                        πως είμαστε γείτονες για πρώτη φορά
                        πως αγαπιόμαστε ύστερα από τόσα χρόνια 


να πρέπει να ξυπνάμε ένα 
πρωί με μια εικόνα σφαγής μέσα στο κεφάλι! 

....................

μεγάλη πέτρινη Μέδουσα και γύρω γύρω θάλασσα ο πόλεμος
ξάφνου ο πόλεμος
στη θέση της καρδιάς μια τρύπα
μάνες μοιρολογήστρες
δίχως δάκρυ το πρώτο αίμα στη θέση 
θυμάσαι

που ξέσπασες σε λυγμούς συγνώμης 
αδελφέ μου 
γιέ μου

και ξανά και ξανά
γλίστρησες πίσω 


σήμερα λάμπει ο ουρανός
σήμερα λάμπει η μέρα 
σήμερα στεφανώνεται 
ατός την περιστέρα




την Ώρα της Εξόδου ξεκοκκάλιζε το πρόσωπό σου
έπαιζε το κρανίο σου η Μάγισσα
δεν μπορούσα την έβλεπα δε μπορούσα ούτε τον εαυτό μου τότε
και  σ΄ άφησα στο έλεό της

ένας ανεβοκατεβαίνει τη γραμμή των κυμμάτων
φεύγει πίσω
από το πρόσωπο λυγμός

Ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, Βαβυλών η πόλις η ισχυρά, ότι
                                                                                                μια ώρα

ήλθεν η κρίσις σου



Χρυσοθέμη
πόσα σου μέλλεται
να δεις
                     αλλά

το όραμα από νωρίς

να περπατάς ντυμένη στα λευκά
να καίγεσαι στη βάρκα που τραβάει στ΄ ανοιχτά
μόνη
μόνη
μόνη μπαούλο ανοιχτό το σπασμένο πρόσωπο
της γιαγιάς από μέσα ανέφανεν

η Quelle Bell;ina


[..] γύρισε πίσω ο ατός κόκκινος από το γαίμα σου:
έλα πάμε τώρα 
κοιμήσου στα φτερά μου
κοιμήσου 
ομορφιά μου 



Για να μπορούν αυτοί που έρχονται να πουν
σιωπή
σιωπή
σιωπή
για να μπορούν αυτοί που έρχονται να πουν
σιωπή
σιωπή
σιωπή
για να μπορούν αυτοί που έρχονται να πουν
σιωπή
σιωπή
σιωπή
έλα πάμε τώρα ομορφιά μου
κοιμήσου
είσαι όμορφη
όμορφη
όμορφη
είσαι όμορφη
όμορφη
όμορφη
όμορφη
έλα πάμε τώρα
για να μπορούν αυτοί που έρχονται
ν΄ ακούσουν
τουλάχιστον ν΄ ακούσουν
άρχοντά μου
το τραγούδι μας
έλα πάμε τώρα
ομορφιά μου
πάμε
περήφανο
μοναχικό μου άτι
έλα πάμε τώρα 
για να μπορούν
πικρέ μου
να μπορούν αυτοί που έρχονται να πουν
σιωπή





η QUELLE BELLINA  και ο κόκκινος αητός 

πάνω στη δοξασμένη
πρώτα βραβεία μασκαράτας
ούτε γιαγιά ούτε καρδιά 
το πέτρινο καράβι ατενίζοντας
από αιώνες 
φόβου 



η γιαγιά μου έχασε το γιο της δέκα χρονώ λάθος διάγνωση λάθος
εγχείρηση ο πόλεμος 
ήρθεν ο χαλαστής φέρνοντας την αλήθεια


"Ποια είναι αυτή η γυναίκα που με διώκει αυτός ο άνδρας..."
την αρπάζουν την κόβουν κομμάτια
την πετάνε στο νερό στο νερό 
στη θάλασσα
κι΄ απλώνεται το κομμένο χέρι πιο κει πιο δίπλα κοντά στη βουλιαγμένη τριήρη
το βυθισμένο σώμα της Άνοιξης
τα δάκτυλα χαλαρώνουν στις άκρες το αγγίζουν 

Το μόνο που διέσωσα από το παλιό σπίτι της γιαγιάς αίναι αυτή η λάμπα πετρελαίου

μια μέρα όλοι μαζί και κοιταχτήκαμε στον καθρέφτη 
Ανεπανόρθωτα

με τρόμο ύστερα ήρθεν 
πριν ή ύστερα δε θυμάμαι καλά
ανεβήκαμε στο σχοινί του ακροβάτη οι τρεις μας οι δυο μας 
φύγαμε ο πόλεμος

Μαυσωλείο σημάτων 

κράτησα το κεφάλι του σφιχτά το έσωσα
από τις Βάκχες τη Μήδεια
ήμουν μόνη
φύγαμε μαζί μου ξέφυγε

κατρακύλησε στους δρόμους χόρευε
τρομάζοντας και διασκεδάζοντας τον κόσμο 
Χριστέ μου τι ομορφιά τι λαγνεία...

νά ΄ξερα αδελφέ μου πως ο θάνατος ήταν Μέγας
νά ΄ξερα γιε μου 
πως θα γινόσουν 
πάλι και 
πάλι και 
πάλι 
Δήμιός μου 

κι όμως τότε 
προτού σε τεμαχίσουν 
στο παλιό σπίτι της γιαγιάς
το σπίτι της μάνας μας 
ήμασταν ευτυχισμένοι
δεν ήμαστε;

Η ξεριζωμένη σου καρδιά ο ψεύτικος όρκος στην Παναγιά η 
νεκρή κόρη που κρέμμεται από το λαιμό σου όλα όλα έμελλε να 
γραφτούν ανάμεσα στη κόψη του τσεκουριού και τον τρυφερό μου 
λαιμό το λαιμό ζαρκαδιού που αγαπά και τρέχει δε ξεχνάς

Υπό μήλον εξηγειρά σε 
εκεί ωδίνησεν σε η μήτηρ σου, 
εκεί ωδίνησέν σε η τεκούσα σου. 

Διέσωσα την ταπεινή λάμπα

τα παιδιά μου πέθαναν και τα δύο και συ 
πέθανες και η μεγάλη δοξασμένη βούλιαξε 
στη γη 
γιαγιά 

πετώ τα παιδιά στο νερό 
φορώ τη ριγέ μου στολή 
και φεύγω όπως μπορώ 

- έλα πάμε τώρα




Κάποια μέρα άνοιξα την πόρτα 
ο δρόμος ήταν γεμάτος άνδρες 
Από τότε περπατώ με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω 
(ας μη ξέρουν τι χρώμα έχουν τα μάτια μου) 
μ΄ αυτό μου ξεφεύγει συνέχεια τρέχει στην άσφαλτο  στα 
                                        μονοπάτια τρομάζοντας τον κόσμο 
Από την πολλή του πίκρα κάποτε σκαρφάλωσε με δυο σκοινένιες 
                                                    σκάλες κι΄ έγινε φεγγάρι 
«Ξέρεις θεία πως αυτό τον ήλιο εγώ τον  έφτιαξα;
Τον ζωγράφισα σ΄ ένα χαρτί κι΄ ύστερα αυτός βγήκε
κι΄  ανέβηκε στον ουρανό»
«Ναι αγάπη μου eterno dolore καλή σου μέρα»





Όταν επέστρεψε από τη ξενητειά εκδικήθηκε το φόνο του πατέρα
σκοτώνοντας την μάνα
με τη βοήθεια της Ηλέκτρας
για ο Ορέστης δε θυμάται
η προφητεία εκπληρώθηκε
Δήμιος το επάγγελμα
σχεδόν
Θεατρίνος


Τι να πρωτοθυμηθείς Χρυσοθέμη
την παράσταση επί του φερέτρου
τον πόλεμο
την προσφυγιά

'Α όχι όχι
Η Quelle Bellina  έρκεται

                                                                                                                                                                                           

δίπλα στον Διενήν



Ο Αι Γιώργης Διενής     
η Quelle Bellina  και ο κόκκινος αητός

κι΄ εγώ μες τους αιώνες
ούτε μάνα ούτε κόρη αγωνιώ
πλέοντας στον αστερισμό του ερμαφρόδιτου
τα μάτια μου στραμμένα στην Ανατολή
Αυτή τη φορά δε θά΄ ρθω πίσω σου Περσέα
θα σεβαστώ τη βιαιότητά μου
-ακέφαλο το  άλογο ακέφαλος κι΄ ο καβαλλάρης-

Ιώ Ιώ
μάναμου με τα πορτοκαλιά σου αδάκρυτα
κερατοφόρος κόρη θαμμένη μες την άμμο
μια μέρα το ταξίδι σου θα λήξει με το γαίμα


η Quelle Bellina έρκεται δίπα στον Διγενήν

ήρθε το τέλος εκείνου του μύθου που σας έλεγα
βομβάρδισαν τις πολυκατοικίες
εισήλθε ένα στοιχείο κόκκινο και άμορφο στο χώρο των γκρίζων κουτιών
η Αμμόχωστος δεν είναι πια η ίδια.



Νάτους ¨ οι εξουδετερωμένοι
παρέα με τους μεγάλους μοναχικούς ποιητές
πορεύονται
έξω από τα τείχη και της δικής μας πόλης
ο Αττίλας ήρθε να «αποκαταστήσει την ανατραπείσα τάξη»

μονολογώντας ο γελωτοποιός
ο Τάκης ο Τρελλός
στην ταράτσα μιας κενής πολυκατοικίας
"Δεν με φτάνουν τ΄ αλαφροπέτρινα φεγγάρια
η σκόνη τους γι΄ αυτοκτονία
Άς τους να φύγουν
Καλύτερα η πόλη έτσι άδεια
νεκρή
τα σπίτια μόνα ολομόναχα
σε ανύποπτο χρόνο του καρκινώματος

Άς τους
Αυτοί οι βάρβαροι έτσι κι΄  αλλιώς είναι ξένοι
προς τις πολυκατοικίες και τα αντικείμενα
Σχεδόν ανώδυνοι

Και οι ποιητές πορεύονται
οι παλιοί μεγάλοι ποιητές πορεύονται
και οι προφήτες και οι αρχηγοί
και το εξουδετερωμένο πλήθος
τα δάση και τα όρη γέμισαν γυμνούς και πεινασμένους ώ θεατές  μας

«ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, Βαβυλών η πόλις η ισχυρά, ότι μια ώρα
ήλθεν η κρίσις σου»

Τώρα μόλις αγάπησα τους ανθρώπους σου και περιμένω

να ξυπνάμε ένα πρωί...
............

Το ταξίδι της Χρυσοθέμης
έψαχνε το πάθος της το πρόσωπό της

-είσαι τρελλή; τον λατρεύω αλλά μπορεί κανείς να κάνει έρωτα με το θεό;




όλο και συχνώτερα τα φανερώματα της Quelle Bellina της γιαγιάς μου της μαμμούς
της καβαλλάρισσας που ξεγέννησε τη σκαλαπουντάρα στα 1800
                                                                                                      τόσα

που και που συναπαντήματα Μάγων συναπαντήματα Χριστών
                                                                                                    σα μοίρα
σύντομα κατάλαβε πως οι πληγές μας μας ανήκουν απόλυτα
είναι απλά κι΄ απόλυτα δικές μας

Αυτή τη φορά δε θά΄ ρθω πίσω σου Περσέα
θα σεβαστώ τη βιαιότητά μου
μάνα μου με τα πορτοκαλιά σου αδάκρυτα
κερατοφόρος κόρη θαμμένη μες την άμμο
μια μέρα το ταξίδι σου θα λήξει με το γαίμα
η Quelle Bellina έρκεται δίπλα στον Διενήν


έχω ένα λόγο να σου πω
εκεί που πίνεις το νερό
και με το χτένι τ΄ αργυρό
και το μαντήλι το φαντό
Περήφανέ μου αητέ μου
΄γω θα ΄ρθω να καθήσω
Την αρχοντιά σου θα λυγίσω



Τον χαίδεψα τον γέννησα τον Άδωνη
Εγώ η Πιετά
Εγώ η Κύπριδα

Γυναίκες θα πάμε πίσω κάποτε



«Τζ΄ αναστήθηκεν ο κόσμος γιέ μου» 



ΔΙΑΒΟΛΗ / Τουμαζή Έλενα – Ρεμπελίνα

ΤΗς Έλενας Τουμαζή 
Ζήτησα ένα σώμα
λαχτάρησα ένα σώμα
Άφησα τον μαγνήτη της πείνας
να με ριξει απάνω του

Βούλιαξα ηδονικά
μέσα στις πρώτες
άγριες φτέρες
του Θεού.
Εκεί
με βρήκε
ο συριγμός
του απόκρημνου.
Έτσι, πέφτει ο κόσμος
Με μια σπαθιά στο βλέμμα
που τυφλώνει
σα ράχη φιδιού στον ήλιο
ρουφώντας στην τρικυμισμένη ίριδα
τα καράβια
μαζι με τις ακτές του παράδεισου.

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Γράμμα από την Κύπρο , στους αδελφούς μας στην Ελλάδα !!!! της Ειρήνης Ανδρέου


Γράμμα μου ζήτησαν να γράψω από την Κύπρο
να ακουστεί στους αδελφούς μας στην Ελλάδα
μα δεν τολμώ ούτε τα πλήκτρα να αγγίξω
μην πιάσουνε φωτιά στην πρώτη αράδα....
Κι αρχίσουν φλόγες να πηδούν, νεκροί να βρίζουν,
ξίφη , μαχαίρια οι λέξεις να γενούν,
να με πονούν, να με ματώνουν να με σκίζουν,
σταυροί χιλιάδες από μπρος μου να περνούν.
Η Κύπρος να δακρύζει απ' τον σταυρό της
που οι Αττίλες την καρφώσαν χρόοονια τώρα
κι αίμα, νερό , ζητούν να δουν απ' το πλευρό της
καραδοκούνε με την λόγχη απ' ώρα σ' ώρα...
Νύχτες ατέλειωτες ξαγρύπνησα να γράφω
ίσως μερέψω τα θεριά και τα φαντάσματα.
Δεν έμαθα αυτόγραφα ΕΓΩ να υπογράφω
μα υπογράφανε οι Μάνες στα οδοφράγματα..............
Ανάξια νιώθω μπρός τους, ότι κι αν γράψω
συγγνώμη απ 'όλους μας, μ' ενός λεπτού σιγή ...
Στην αγκαλιά σας μοναχά θέλω να κλάψω...
στον ίδιο Γολγοθά αδέλφια μου βαδίζουμε μαζί....

«Τζιίρος» / Κυριάκος (Ανδρέα) Κατσιαντώνης




.

Τζιίρος
-----
Έναν πρωίν, η Μαρουλλού,
λαλεί του Ττοουλή της,
με ύφος που θ’ αζουλευκεν
ακόμα τζι’ ο Ελύτης:
-----
Μ: «Αγάπη μου, θθυμάσαι χτές
που πήα στον γιατρόν μου
για να τσιεκκάρει τες τζιενγκιές
που τα στομάσια τρών’ μου;
-----
» Που μού ’φκαλεν τζιαι πόρισμαν,
ήσυχα αναπνέω,
άννοιξε τα αφτούθκια σου
τζι’ έχω σου έναν νέο!»
-----
Τα λόγια της αντίκοψεν,
ο Ττοουλής, με λύπην
τζι’ επολοήθην φωναχτά,
που τό ’σιει τούν’ τ’ αΐπιν:
-----
Τ: «Τζι’ εγιώ επήα σε γιατρόν,
που ’πόνουν, Μαρουλλού μου,
έχω τζι’ εγιώνι πόρισμαν
που ειδικόν, λαλούν μου.
-----
» Νέον πως έσιεις, είπες μου
τζι’ έχω τζι’ εγιώνι έναν,
μα πρώτα πολοήθου ’σού,
θάν’ ΠΙΟ καλόν που μέναν.»
-----
Μ: «Θα έσιεις, άντρα μου γλυτζιέ,
τζιίρον μέσ’ στην ζωήν σου:
Είπεν μου, είμαι έγκυος!
Γεννάω το παιδίν σου!»
-----
Τ: «Για τούν’ τον τζιίρον που λαλείς,
έχω αμφιβολίες,
αφού τα δκυό πορίσματα
έχουσιν δυσκολίες.
-----
» Π’ ανάθθεμάν τα, Μαρουλλού,
τζιέρρατον εν ο τζιίρος:
Εσούνι είσαι έγκυος,
μα ’γιώνι είμαι ... στείρος!»
-----
-----

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

TOY BOYNOY: Ποιητική Συλλογή του Στέλιου Παπαντωνίου που εκδόθηκε το 2002

Κάθομαι κι αναπνέω τη θάλασσα
Ακούω τις σειρήνες των βαποριών 
Που ταξιδεύουν για τη Κερύνεια και το Ξερό 
Δεν έχουν σημαίες
Δεν έχουν όνειρα
Παρά μια πίκρα αβάσταχτη κι ανέγγιχτη 
Της νύχτας

...

Ακούει την καρδιά του
Ο ήλιος μεσ΄ από τα φύλλα της ελιάς
Παίζει στο πρόσωπό του 
Ο παππούς με το μαύρο σκούφο 
Σκυμμένος στη γη τσαπίζει τα δένδρα του 
Όσο είναι βολετό 
Σταγόνα τη σταγόνα να γεμίσει και πάλι 
Μια μικρή λίμνη
Ύδωρ το ζων.

Έτσι και ο λόγος του
Λόγος Κυρίου. 

...

Στις σήκωσες 
Βάζαμε τον παππού να τραγουδήσει 
Το λυγερό και κοφτερό σπαθί μου
Εσείς τον Τούρκο σφάξατε
Τον τύραννο σπαράξατε
Να ζήσει το σπαθί μου
Ν΄ αναστηθεί η πατρίς μου

Οι Τούρκοι χίμηξαν πάνω στα παιδιά 
Έλεγε ο παππούς
Τα σχολιαρούδια πάγαιναν εκδρομή
Και τραγουδούσαν

Κι έφτασαν τρέχοντας 
Στο σπίτι του παππού παπά
Να βρουν σωτηρία

Σήκωσες κι Ιεροτελεστία

σχεδόν: Ποιητική Συλλογή του Πάμπου Κουζάλη εκδοθείσα το έτος 2015

Ιούλιος


Πρωτοχρονιά πρώτη φορά χωρίς εκείνον
Μέρες καλές σου έλεγα
μου 'λεγες πως σου λείπει
Φίλησα δάκρυ μάγουλο
δάκρυσες λόγια χώρια
Κάθε που θ' αλλάζει ο χρόνος
με τον Ιούλιο ποτήρια θα τσουγκρίζεις
Μόνη θα πίνεις το κρασί, μόνος θα φεύγει εκείνος

***

Χρέος


Το πατημένο χώμα πάτωμα σαρώνω με φρουκάλι
Θα έρθουνε σε λίγο οι δανειστές να μου πάρουν το σπίτι
Χτυπώ τα πόδια καταγής
να φύγει η σκόνη απ' τα παπούτσια
Ξυπνάνε κι εξεγείρονται μια δράκα εγγυητές
κεκοιμημένοι από καιρό
άγνωροι πρόγονοι γνώριμοι κληροδότες
Χτυπούν τα χέρια καταγής
κλαίνε κι ανασηκώνονται και χαιρετούν και λένε
Εμείς είναι το πρέπον να πληρώσουμε
Πέρδικες χαμηλοπετούν φωνάζουν τη βροχή
Τα νέφη ανοίγουν την αγκάλη τους
Τρεις αστραπές μαλώνουνε
και κεραυνός περήφανος και πρωτοχορευτής
κόβει στα τέσσερα
δοκάρια και καρφιά
Το πλιθάρι επιστρέφει στην αρχή του
Χώμα μου κι άγιο μου νερό
κι εσύ βελόνι στ' άχυρα και στάχυ ραγισμένο
Είδα σε που πρασίνισες
κι έριξες άγκυρες καινούργιες να ριζώσεις
Καλή αντάμωση

***
Λάσπη 

Σπίτι από λάσπη
Ναι
Να το λειώνει η βροχή η καλή μου
Να το πλάθω ξανά
Να ντύνομαι πηλό μέχρι τα μάτια
Να γίνομαι το σπίτι μου
Να με λειώνει η βροχή η καλή μου
Να επιστρέφω στη γη
Να ’ρχονται μυρμήγκια μετανάστες
Μαζί τους σε λαβύρινθους πνιγμένος ναυαγός
Ώσπου να ’ρθει άλλη βροχή
καλή μου
να πνίξει όσα δεν είπαμε
στο φως να βγούνε άγουρες
σταγόνες
να ζυμώσω


ένα : Ποιητική Συλλογή του Πάμπου Κουζάλη εκδοθείσα το 2011



Αν


Γνωρίζω πως το «αν»
ουδέποτε ευδοκίμησε
στης ιστορίας τους καρπερούς αγρούς
Μα πάλι λέω
αν
αφού είχαν όλα προαποφασιστεί
κι ήταν η προδοσία
προδιαγεγραμμένη
Αν, λέω, είχα αποσκιρτήσει
κι είχα επιστρέψει
στου λαιμού σου την απάνεμη καμπύλη
Αν τους άλλους τριάντα επτά
είχα κλειδώσει άκλαυτους
στο ομαδικό τους πένθος
Θα μ' αγαπούσες;

***

Τελωνείο


-Τι έχετε να δηλώσετε;

-Λίγο αλάτι
να ξυπνάει τις πληγές
Μια σημαδούρα
για να βρίσκουν το βυθό τους
οι αναμνήσεις
Ένα χαρτοκόπτη
ν' ανοίγει δρόμο
στις άγραφες μέρες
Κι ένα ψαλίδι
για τα εγκαίνια
των νέων συνόρων

***

Παύσεις


Παρακαλώ τον υποβολέα
να μην ψιθυρίζει συνεχώς τα λόγια
τα επόμενα
Αυτά τα γνωρίζουν οι υποκριτές
Τις παύσεις να τους θυμίζει
Τις παύσεις


***

Αναμονή


Ιστιοφόρες
οι ώρες της αναμονής
οι αβάσταχτες
Δεν θα τους κάνω το χατίρι
Θα κρύψω επιμελώς
τους μικρούς στεναγμούς μου
για στιγμές ηδονής
Κι ας μείνουν τα πανιά τους
ζαρωμένα

***

Χαμόγελο


Καλά είμαι
Πότε μου έρχεται το σπίτι ως τη μέση
Πότε ξυπνάω στο ημίφως του βυθού
Παράπονο δεν έχω
Στο τραπέζι ένα πιάτο με προζύμι
φουσκωμένο
Στη ραγισμένη κρουστά του
διαβάζω ένα χαμόγελο
που πάει να γίνει στάχυ


***

Νυχτερινό


Είναι πολύ αργά
Αργά κυλά η νύχτα
Οι εργαζόμενες αγκαλιές
έχουνε σχολάσει από τις έξι
Πρέπει επειγόντως να βρω
διανυκτερεύον σώμα

***

Χρόνος


Τι θλίβεσαι;
Φέρεις ακεραία την ευθΰνη
του γήρατος
Λησμονείς
που κάθε Δεκέμβρη τραγουδούσες
«γέρο χρόνε, φΰγε τώρα»
Έφυγε ο χρόνος και το τώρα
Κι έμεινες γέρος

ραπτός λόγος: Ποιητική Συλλογή του Πάμπου Κουζάλη εκδοθείσα το 2003

Δελτίο καιρού


Δελτίο καιρού
Πολύ παλαιού καιρού
Έβρεχε ασταμάτητα
σταγόνες αδρές
Πόσες ν’ αδράξει
μια παλάμη παιδική;
Και πώς να σβηστεί
πρωθύστερα
δίψα μελλοντική;

Είδα την πρώτη αστραπή
Με μάτια σφαλιστά
έπιασα να μετρώ
τα βήματα του χρόνου
πέντε, δέκα-δεκαπέντε
«Βγαίνω»
ψιθυρίζει κάθε βράδυ
η βροντή
η αναπόδραστη
Ακόμα να φανεί

Σήμερα
ενδέχεται να σημειωθούν
πέντε, δέκα-δεκαπέντε
λησμονημένες φωνές
σε όλα τα προσήνεμα
ακρωτήρια
σώματα

***

Οδός βροχής


Οδός βροχής
Οι ζυγές σταγόνες απ’ τη μια
Αντίκρυ μόνες οι αστραπές
Μη δουν μοναξιά
χωρίς φόβο στα μάτια
Μεμιάς την κεραυνώνουν

Οδός μοναχικής βροχής
Σήμερα δεν φοράω τα μάτια μου
μα βρίσκω εύκολα το δρόμο
Ξέρω
δεξιά εσύ
αριστερά εσύ
Πώς να μη σε χάσω;

***

Ηρωικό


Υπόσχομαι
ύμνους άλλων ηρώων
να μη σιγοτραγουδήσω
Υποσχεθείτε όμως κι εσείς
πως δεν θ’ αφήσετε
άλλο πετροχελίδονο
ν’ ανέβει στον ιστό

***

Ανάμνηση


Ξύνω με τα νύχια το απόγευμα
μοσχοβολάει τ’ άρωμά σου

Στύβω το βραδινό αεράκι
μεθώ με το κελαρυστό σου γέλιο

Βάζω την παλάμη στη φωτιά
ακούω να σβήνουν στην αυλή τα βήματά σου

***

Καθρέφτης


«Χορεύετε;»
Πώς να πεις όχι
σε καθρέφτη με ξυλόγλυπτο χαμόγελο
Χορέψαμε ώρα πολλή
Το κεφάλι γερμένο στον ώμο του
αναζήτησε την αθέατη κόψη

Έβλεπα από ώρα
το είδωλό του
να κατοπτρίζεται
στις φοβισμένες κόρες
«Τι ομορφάντρας,
Θεέ μου, ο θάνατος!»
Πώς να πεις όχι
σε καθρέφτη
που σε κοιτάει κατάματα


***

Σιωπή Ι


Γέφυρα η σιωπή
Οι λέξεις δεν τολμούν
να την πατήσουν
Μόνο τα βλέμματα
ξεχειλίζουν
νερό καθαρό
πολύλογο


Σιωπή ΙΙ


Ποτάμι η σιωπή
κυλάει πάνω στην άσφαλτο
ωδή πλανόδια
κυριακάτικη
Ψυχή δεν έμεινε
να ρίξει νόμισμα αργυρό

**

Στιγμή


«Μια στιγμή επιστρέφω»
Ψέμα δεν είπες
Μου επέστρεψες
τη στιγμή
και την κάρφωσες
τελεία
στη μέση
της ανυπεράσπιστης
αγκαλιάς

Πάμπος Κουζάλης (μικρό βιογραφικό)




Ο Πάμπος Κουζάλης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1964. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί για τηλεοπτικές παραγωγές και για θεατρικές παραστάσεις. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες στην Κύπρο και στο εξωτερικό. 

Ποιητικές συλλογές: 
  • «ραπτός λόγος» (2003)
  • «ένα» (2011) και 
  • «σχεδόν» (2015)
Έχει εκπροσωπήσει την Κύπρο σε λογοτεχνικά φεστιβάλ στη Γαλλία, Γερμανία, Σουηδία, Λιθουανία και Ελλάδα.

περισσότερα: http://www.parakentro.com/kouzalis

Έλεγχος διαβατηρίων / Κουζάλης Πάμπος


Εάν πρέπει να τεθεί σφραγίδα
παρακαλώ
όχι στο χέρι
Μ΄αυτό σβήνω τις μέρες
Θα μου φαίνεται
Εάν πρέπει
θα κλείσω τα μάτια
και σφραγίστε τα

Μνήμες / Κουζάλης Πάμπος


Επικαλύπτονται οι μνήμες
Αμφιπρόσωπες εικόνες
από χέρια πολλά ζωγραφισμένες
Έχω στους ώμους τη βαριά σχολική τσάντα
Παίζω κρυφτό με τη γιαγιά μου
Τρέχει ξοπίσω μου
κρατώντας μια φέτα ψωμί με ζάχαρη
Συνομήλικες οι απορίες μας
Στον εφηβικό καθρέφτη μπροστά
μαζί με τον παππού
στρίβουμε περήφανα τα χνουδωτά μουστάκια
Φοράω παπούτσια αθλητικά
Κάνω άλμα εις μήκος χρόνου
και ντύνομαι γαμπρός
Σκύβω το κεφάλι
τα στέφανα γλυκά να μου φιλήσουν
Σηκώνω το βλέμμα και μου χάνονται
Γίνονται παρανυφάκια με συστολή εφτάχρονη
Με τη λαμπάδα τους φωτίζουνε τα βήματα
να βλέπω να γεράσω