Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Νοσταλγία / Κανάκης Άντης

Κορίτσι
             από το Βαρώσι
τη σιωπή σου
            απόψε
θα την πυρπολήσει
             έν΄ αστέρι.
Τη μοναξιά σου
             θα τη στραγγαλίσουν
τα βεγγαλικά
            της γιορτής
                  του νερού
στ΄ όνειρό σου.
Χρυσό πορτοκάλι
             θα γίνεις
                   στην αυλή σου.

Κρίνο
          στο παράθυρο
Γατάκι
           τα δειλινά
                    να παίζεις
με το σκύλο
               στο πεζούλι.

Μικρή βροχή 
             θα γίνεις
                   να κρυφομιλάς
                             με το γιασεμί. 
Κι ενώ τα καράβια
            θα σφυρίζουν 
                      στο λιμάνι.
Την αυγή 
            ξεκινώντας
                     για ταξίδια 
                                   μακρινά,
εσύ θα ξυπνήσεις 
              πάλι
στο κρύο
             συνοικισμό
με την ελπίδα 
              να φτερουγίζει
εγκλωβισμένο
              περιστέρι 
                     στο στήθος σου.

[Ο χρόνος φεύγει...] του Άντη Κανάκη

Ο χρόνος φεύγει
μα Σεις μένετε
δυο αστέρια
στο σκοτάδι αγκαλιασμένα.
Δυο δέντρα
που μεγάλωσαν
στην ίδια ρίζα μ’ αίμα.
Δυο φάροι λάμπατε
του καραβιού μας δείχνοντας
τη μακρινή πορεία
μέσα απ’ του πελάγου
την άγρια τρικυμία

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

ΜΗΤΡΟΚΤΟΝΙΑ / Λυκαύγης Άνθος

Με τα νεκρά κοχύλια της
μαζεύει το πρώιμο αίμα
η θάλασσα
βογκώντας. Κι ο ήλιος
καρφωμένος πισώπλατα
μέσα στη νύχτα του μεσημεριού
σιωπά κοιτώντας.
Ιούλιο μήνα
βγαίνουν τα μαχαίρια
στον κάμπο. Και το βουνό
πιστάγκωνα δεμένο
σαν το τραγί στα χέρια
του χασάπη.
Το φονικό
οργώνει πρώτα τη ματιά
πριν συναντήσει το κορμί
στο δίστρατο και στράφτει
σαν ατσάλι
στη χούφτα του καλοκαιριού.
Αυτούς που κάρφωσαν
πισώπλατα τον ήλιο
τους είδε μες στη νύχτα
το φεγγάρι. Κι έτσι μαθές
το γνώρισεν η γη
μες στην αγρύπνια της
κι η θάλασσα
καθώς βογγούσε
μαζεύοντας με τα νεκρά κοχύλια
το πρώιμο αίμα
του Ιουλίου.

Χαίρε Κύπρος / Λυκαύγης Άνθος

Χαίρε γη της μυρσίνης η μικρή.
Χαίρε πληγή των ονείρων η πικρή.

Χαίρε το φως νοητό της ελπίδας.
Χαίρε ο καημός της προδομένης πατρίδας.

Χαίρε η θάλασσα και το σπιλωμένο κύμα.
Χαίρε το κυπαρίσσι και το πρώτο μνήμα.

Χαίρε το πληγωμένο παραμύθι του παππούλη.
Χαίρε ο χαμένος γιος.
Χαίρε το γκρεμισμένο σπίτι.
Χαίρε ο σγουρός βασιλικός.

Χαίρε γης της ελιάς και του δυόσμου.
Χαίρε πηγή της αγάπης και φως μου.

Χαίρε πληγή ανεπούλωτη.

Ίνα κράζω Σοι·
Χαίρε Κύπρος Αδούλωτη.

Προσφυγιά / Λυκαύγης Άνθος

Διπλώνουν τ’ όνειρο πικρό στην πέτρα το σκεπάζουν
σηκώνουν και στενάζουν στα μπράτσα τον καιρό
στεγνά τα μάτια κι ο λυγμός ζωγραφιστό στο στόμα
στο σκλαβωμένο χώμα φωτιά και χαλασμός

Σταυρώνουν του ξεριζωμού τα πληγωμένα χέρια
στο στήθος τους μαχαίρια κι η μοίρα του χαμού

Σκυφτή κι η ανάσα μια κραυγή τα φυλλοκάρδια σπάζει
η νύχτα τους μαράζι τα φυλλοκάρδια σπάζει
κι η μέρα τους πληγή


Πικρά τα βράχια / Λυκαύγης Άνθος

Πικρά τα βράχια κι ο άνεμος
πικρά τα δάκρυα και το φως
κι ο ήλιος μες στα μάτια μου
ατέλειωτος καημός...

Καυτά τα βράχια κι ο άνεμος
καυτά τα δάκρυα και το φως
τα στήθια που ματώσανε
βαρύς πικρός καημός.

Σκληρά τα βράχια κι ο άνεμος
σκληρά τα δάκρυα και το φως
και η σιωπή στα χείλη σου
αβάστακτος καημός.

Η αρραβωνιαστικιά του Κ.χ / Λυκαύγης Άνθος

Κάτω από τον ίσκιο της ροδιάς
κοιμάται ο αγαπημένος μου.
Και μέσα στον κόρφο μου
μυρίζουν τα φιλιά του ακόμη.

Κάτω από τον ίσκιο της ροδιάς,
με το κεφάλι ανάποδα στο χώμα
σιωπά ο αγαπημένος μου.
Και μέσα στην καρδιά μου
φωνάζει ο θάνατος.

Κάτω από τον ίσκιο της ροδιάς
ένας άγνωστος στρατιώτης
ο αγαπημένος μου.
Και μέσα στη ματιά του
χλωμιάζει ο ήλιος σαν φεγγάρι.

Δε θέλω να φύγω / Λυκαύγης Άνθος

Να λοιπόν που έτσι ξαφνικά είσαι εδώ,
ψάχνω στα τυφλά να σε αγγίζω να σε δω,
να σε γνωρίσω να φανταστώ την κάθε σου μέρα,
να σκεφτώ τα μάτια σου όταν λες καλημέρα.

Μου γελάς,
κλέβεις την ανάσα μου κρυφά
και χάνεσαι για λίγο,
με ξυπνάς,
απ’ τη σιωπή στον κίνδυνο με πας
και δε θέλω να φύγω.

Να λοιπόν που έτσι ξαφνικά προσπαθώ,
στον άγνωστο σου κόσμο για να ζήσω θα χαθώ,
σε κάθε σκέψη υπάρχεις εσύ σε κάθε μου στιγμή,
κι έτσι ξαφνικά τα βλέπω όλα, βλέπω απ’ την αρχή.

Αντίσταση / Λυκαύγης Άνθος

Δεν έχει ο κάμπος μας νερό τις ρίζες να κρατήσει
κορμιά ζητάει και στεναγμούς σαν το δέντρο ν’ ανθίσει
τα παλληκάρια στο χορό και πίσω δε γυρίζουν
στου τραγουδιού τους την οργή χίλια σπαθιά τροχίζουν

Μάνα χτυπάει μέσα στο φως μάνα χτυπάει η οργή μας
μάνα ο λυγμός μας κεραυνός και μια βροντή η κραυγή μας
φωτιά που καίει μες την πληγή και να η ματιά αντρειώνει

Μ’ ένα σπαθί μετράει τη γη μετρά και δεν τελειώνει

Όλα τ’ αστέρια να χαθούν κι η γη να σκοτεινιάσει
τη μια η καρδιά στην Τηλλυριά την άλλη στο Καρπάσι

Μάνα χτυπάει μέσα στο φως μάνα χτυπάει η οργή μας
μάνα ο λυγμός μας κεραυνός και μια βροντή η κραυγή μας
φωτιά που καίει μες την πληγή και να η ματιά αντρειώνει

Μ’ ένα σπαθί μετράει τη γη μετρά και δεν τελειώνει

Άνθος Λυκαύγης (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Άνθος Λυκαύγης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ανδρέα Χαραλαμπίδη) γεννήθηκε στην  Τριμίκλινη το 1942. Σπούδασε  δημοσιογραφία και, για ένα διάστημα, φιλολογία στην Αθήνα. Άρχισε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία το 1962 σε κυπριακές εφημερίδες, ενώ συνεργάστηκε και με αθηναϊκά φύλλα, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση του Ρ.Ι.Κ. Ποιητικό του έργο ( Κραυγές, 1961 Σχεδίασμα για άνθρωπο 1962 Μετά τα φυσικά , 1966 Ουαί , 1971 κ.ά.), 

Ερπύστριες / Λυκαύγης Άνθος


Και ξαφνικά η καλημέρα κρεμάστηκε
στα χείλη μας σαν πέτρα.
Και ξαφνικά η καλημέρα σφηνώθηκε
στα δόντια του πρωινού.
Ένα αχ σα στεναγμός
ένα αχ οργή και σίδερο
στα φυλλοκάρδια του καλοκαιριού
Τι να σου πρωτοπώ καλή μου!
Με τόσες μνήμες άδικες
στα δάχτυλα μιας μέρας
που τη φοβόμασταν πριν έλθει
με τόσες μνήμες άδικες
που τις προσμέναμε να ’ρθουν.
Τι να σου πρωτογράψω!
Σήμερα 15 Ιουλίου 1974. 
Καταγράφω απλώς τις στιγμές.
Αντιπαρατάσσομαι με τις στιγμές.
Οι στιγμές που δεν φεύγουν
που δεν λένε να φύγουν
που δεν θα φύγουν ποτέ.
Σήμερα 15 Ιουλίου 1974.
Βράδι
και δεν καταμετρήθηκαν ακόμη οι νεκροί
και δεν καταμετρήθηκε ακόμη το μίσος
και δεν καταμετρήθηκε ακόμη ο παραλογισμός


Βράδι
και βρέχει δάκρυα στις γειτονιές
της Λευκωσίας
και απλώνεται ένας εφιάλτης στο ξαγρυπνισμένο
πρόσωπο της Λευκωσίας.
Τι να σου πρωτοπώ καλή μου;

Προσφυγιά / Λυκαύγης Άνθος

Διπλώνουν τ' όνειρο πικρό στην πέτρα το σκεπάζουν
σηκώνουν και στενάζουν στα μπράτσα τον καιρό
στεγνά τα μάτια κι ο λυγμός ζωγραφιστός στο στόμα
στο σκλαβωμένο χώμα φωτιά και χαλασμός

Σταυρώνουν του ξεριζωμού τα πληγωμένα χέρια
στο στήθος τους μαχαίρια κι η μοίρα του χαμού

Σκυφτή κι η ανάσα μια κραυγή τα φυλλοκάρδια σπάζει
η νύχτα τους μαράζι τα φυλλοκάρδια σπάζει
κι η μέρα τους πληγή

Στα στήθη πάνω τα φαρδιά μετράνε την οργή τους
στην πικραμένη γή τους ξεχάσαν την καρδιά..

Ξεριζωμένη μου γενιά καθώς σε συλλογιέμαι
πονώ και καταριέμαι τον άδικο φονιά.

ΣΧΗΜΑΤΑ / Λυκαύγης Άνθος

[..] Πέρα σπό τις χλωρές εχτάσεις, 
φυτρώνει το όπιο του παραδείσου
που στυλώνει το σπλάχνο μου, 
που γκρεμίζει το μέτωπο. 

[..] Χέρια μου, 
τούτη η αφή που σας ξεγλιστρά, 
χέρια μου, 
τούτα τα ριπίδια που δραπετεύουν 
γύρω σας 
σάμπως έχουν κέλυφος να κρυφτούν;

σωΜα το Ποίηση : Ποιητική Συλλογή του Μιχάλη Κ. Παπαδόπουλου εκδοθείσα το 2012 / Νήσος

ΠΟΙΗΣΗ


Ποίηση είναι
Το ηδονικό παιγνίδι των λέξεων
Που συνευρίσκονται στις ακρογιαλιές του ονείρου
Ποίηση είναι
Η αντίσταση του Λόγου
Στην τάξη της Λογικής
Το πήδημα του Αλόγου
Η εκσφενδόνιση του σπέρματος
Στο σώμα του φεγγαριού
Ποίηση είναι
Η έκρηξη μολότοφ
Στα μούτρα του Ορθολογισμού
Ποίηση είναι
Η εμπειρίκειος στύση των λέξεων
Η συνουσία των Κυκλάδων
Στο κρεβάτι του Ελύτη
Ποίηση είναι
Η νικηφόρος ρομφαία της Επιθυμίας
*
 Η γραφή
Ως απόπειρα χειραγώγησης
Του πονοχρόνου
Και κάθε ποίημα
Ως κατεξοχήν πονοχρονογράφημα
Και άθυρμα εγκλωβισμένο
Στον ιστό του πονοχρόνου

ΤΙ ΕΠΙΘΥΜΕΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Τι επιθυμεί η Γυναίκα
Ιδού το μέγα ερώτημα
Που ο Μέγας Φρόυντ
Παρέπεμψε στους ποιητές
Οι ποιητές βρήκαν τη λύση
Και αναφωνώντας με παράπονο
Απάντησαν
«Μα είναι απλό, πρόκειται περί
Ανορθογραφίας
Το πήδημα το γράφουν ως π οίδημα
Τη σχέση ως κατά-σχεση
Το πέταγμα ως πέταμα
Το χάδι ως χΆδη
Τα χρώματα ως χώματα
Το χέρι ως μαχαίρι
Το όνειρο ως όμηρο
Τα ρήματα ως βλήματα»


ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΠΟΝΟΥ


Η ετυμηγορία της ιατρικής
Ήτο σαφής και αμετάκλητος:
«Η κατηγορουμένη κρίνεται
Ένοχη καρκινικών κυττάρων»
Απόδειξη: οι μοβ κηλίδες
Ορατές διά του μικροσκοπίου
Απόφαση: θάνατος με αναστολή
Τώρα η αναστολή τελείωσε
Η εκτέλεση άρχισε και συνεχίζεται
Εσύ δεν καταλαβαίνεις
Και μας ρωτάς με αγωνία
Εμείς ανήμποροι πιότερο από σε
Δεν σου απαντούμε
Φόβος, φόβος, φόβος, φόβος
Και οδύνη, οδύνη, οδύνη


Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑΘΕΤΕΙ ΤΑ ΟΠΛΑ


Ο ποιητής κουράστηκε
Ετοιμάζεται να καταθέσει
Τις λέξεις του
Τα μόνα όπλα που διαθέτει
Και ν’ αποχωρήσει
Αφού ακόμη μια φορά
Έγινε μάρτυρας
Πως οι μετοχές της ποίησης
Στο χρηματιστήριο του Έρωτα
Δεν πουλάνε τελικά
Παρά τα αρχικά ενθουσιώδη σχόλια


Ο ποιητής
Παρακολουθώντας
Την εξόδιον ακολουθίαν
Του έρωτός του
Αναφώνησε σφαδάζοντας
«Γιατί άραγε πάντα
Να σκοτώνουν τα πουλιά;»

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Ανατολή ηλίου, αναστολή θανάτου: Ποιητική Συλλογή του Μιχάλη Κ. Παπαδόπουλου από τις εκδόσεις Μανδραγόρας το έτος 2014



Ο ΠΝΙΓΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ


Ο έρωτας εθεάθη
Να επιπλέει
Αιμόφυρτος
Μέσα σε μια μπανιέρα
Που τη γέμισες ψ αίματα



ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΜΑ ΧΑΙΡΙΑ

Και η αποψινή πανσέληνος
Πάει χαμένη
Μαχαιρωμένη
Όπως και οι προηγούμενες
Από τα μα χαίρια
Των εν οχιών σου

ΑΦΩΝΟΣ ΣΧΕΣΙΣ

Όταν ο ένα συμφωνεί
Κι ο άλλος συν φονεί
Τα φωνήεντα γίνονται φονοι εντα
Φωνή εντός
Και η σχέση μένει άφωνη

ΤΑ ΜΑΤΙΑ


Άμα φορέσω τα Μάτια σου
Θα μπορέσω να δω τον Θεό


ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ

Άμα μου δώσεις το βλέμμα σου
Θα μπορώ να μιλήσω με τον Ήλιο

ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ 'ΓΙΝΕΣ ΔΙΚΟΠΟ ΜΑΧΑΙΡΙ...
Η ποίηση 
Μια μαχαιριά του έρωτα 
Η ποίηση μια μαχαιριά στον έρωτα 
Το ποίημα βγαίνει πάντα μαχαι ερωμένο