Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017

Τα 20 ομορφότερα Κυπριακά Δημοτικά Τραγούδια (Προσωπική εκτίμηση)


Η Κύπρος είναι ένα από εκείνα τα τμήματα του Ελληνισμού που ανέπτυξε πλούσια παράδοση. Η παράδοση αυτή αντιπροσωπεύεται κυρίως από την Δημοτική ποίηση, που εντυπωσιάζει με τον πλούτο των εικόνων, των στίχων, των τραγουδιών της μουσικής. Με απόλυτο σεβασμό σε αυτή την παράδοση τολμάμε, με προσωπική ευθύνη να αναρτήσουμε τα 12 πιο όμορφα, πιο δημοφιλή Δημοτικά τραγούδια της Μεγαλονήσου.



( σημείωση: Τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών των Βίντεο, που σας παραπέμπουμε για να τα ακούσετε,  ανήκουν όπως είναι απόλυτα φυσικό,  στους δημιουργούς τους)



Θέση Κατάταξης
Στίχοι
του Δημοτικού Τραγουδιού












20

ΛΟΥΛΛΑ ΜΟΥ ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΜΟΥ

Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
Εψές η νύκτα ’σιόνιζεν,
Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
τζαι τα πουλιά μαρκώσαν.
Τζ’ εγιώνι μεσ’ τ’ αγκάλια σου,
Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
κρυότην εν ένωσα.

Εψές η νύκτα μια ήτουν, Λούλλα μου...
τζαι πόψε δκυό γινήκαν.
Τζ’ εν οι καμοί σου μουζουρού, Λούλλα μου...
τζ’ εξηφανερωθήκαν.

Νωστά π’ αγαπηθήκαμεν, Λούλλα μου...
έππεφτα τζ’ εν εκάμμουν.
Τζ’ ελάλουν: Παναΐα μου! Λούλλα μου...
οι άλλοι πώς βαστάγνουν!

Εις τον γυρόν της θάλασσας, Λούλλα μου...
να πα’ να ορκιστούμεν.
Τζ’ ωσπόσ’ η θάλασσα νερόν, Λούλλα μου...
να μεν ποχωριστούμεν.











19
ΤΟ ΤΕΡΤΙΝ ΤΗΣ ΚΑΡΤΟΥΛΛΑΣ ΜΟΥ

Το τέρτιν της καρτούλλας μου
δκυο μύλοι εν τ’ αλέθουν
μήτε οι στράτες το χωρούν
μ’ οι ποταμοί που τρέχουν.

Καράβι στο λιμνιώνα
τυλίει τα πανιά
για το μελαχρινό
μου έβκην η αβανιά.

Σαράντα μέρες νηστικός
έκαμεν ο ζωγράφος
ζωγράφισεν την κόξαν της
τζιαι δεν έκαμεν λάθος.

Αντάν να δώσει ο ήλιος
επάνω στα τεισιά
χαρά μου να σε θώρουν
πάντα στην εκκλησιά.

Εφτά καντάρκα ζάχαρις
να ρίξω μες στη λίμνην
για να γλυκάνει το νερόν
η π’ αγαπώ να πίνει.

Καράβιν, καραβάκιν,
που πας γιαλό γιαλό
αν πας για τες Αθήνες
πε μου να πάω κι εγιώ.

Εδίκλησα στον ουρανό
με μμάθκια δακρυσμένα
τζαι πολοήθει τζ’ είπεν μου
έχ’ ο Θεός για σένα.

Εσού `σε ο καθρέφτης
το καθαρό γυαλίν
που φέγγει στην Ευρώπην
τζαι στην Ανατολήν.



18



ΤΑ ΡΙΑΛΙΑ


Αν είσαι κι αν δεν είσαι του δήμαρχου παιδί
του δήμαρχου παιδί, ω, ω
εγώ θα σε φιλήσω κι ας κάμω φυλακή

Τα ριάλια, ριάλια, ριάλια
τα σελίνια μονά και διπλά
τα μονόλιρα, πεντόλιρα και πού `ντα
ο πεζεβέγγης που τα `χει στη πούγγα, ω, ω

Εσύ `σαι ο καθρέφτης, το καθαρόν γιαλίν
το καθαρόν γιαλίν, ω, ω
που φέγγει στην Ευρώπην και στην Ανατολήν

Τα ριάλια...

Ίντα τραγούδιν να σου πω, μάνα μου να σ’ αρέσει
μάνα μου να σ’ αρέσει, ω, ω
που έχεις αγγελικόν κορμί και δαχτυλίδιν μέση

Τα ριάλια...

Στην σκάλα που ξεβαίνεις, να ξέβαινα κι εγιώ
να ξέβαινα κι εγιώ, ω, ω
και εις κάθε σκαλοπάτιν να σε γλυκοφιλώ
Τα ριάλια...


17


ΚΟΚΚΙΝΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ ΜΟΥ

Κόκκινη τριανταφυλλιά μου
και ψουμίν μου χάσικον
κι έλα κλούθα μου να πάμεν, φως μου
κι αν σε `φήσω εν’ άδικον

Κόκκινη τριανταφυλλιά μου
έβκα απ’ έξω στο στενόν
να μου δώσει η μυρωδκιά σου, φως μου
να μου γιάνει τον καμόν

Κρέμμασ’ τα μαλλιά σου κάτω
κι άφησ’ τα να κρεμμούνται
να σσεπάσουν τα βυζιά σου, φως μου
κι ίσια που να φαίνουνται

Κρέμμασ’ τα μαλλιά σου κάτω
κι άφησ’ τα έτσι κρεμμαστά
κι έλα κλούθα μου να πάμεν, φως μου
κι η καρκιά μου εν βαστά

Κόκκινη τριανταφυλλιά μου
πόψε να `χεις αννοιχτά
να `ρτώ κει να σε ποτίσω, φως μου
ίσια τα μεσάνυχτα


16

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Άγια Μαρίνα και κυρά
που ποκοιμίζεις τα μωρά
ποκοίμησ’ το κορούδιν μου
το πκιο γλυκύν τραούδιν μου

Κι ύπνε που παίρνεις τα μωρά
πάρε κι εμέναν τούτο
Μικρόν μικρόν σου το `δωκα
μεάλον φέρε μου το

Επάρ’ το πέρα, γύρισ’ το
και στράφου πίσω φέρ’ μου το
Να δει τα δέντρη πως αθθούν
και τα πουλιά πως κοιλαδούν

Πως χαίρουνται, πως πέτουνται
και πάσιν πέρα κι έρκουνται
Να δει του Μάη τραντάφυλλα
τ’ Αούστου μήλα κόκκινα

Κι α Παναγία Δέσποινα
που ποκοιμίζεις τα μωρά
νάννι ναννά ναννούδκια του
κι ύπνον εις τα μματούδκια του


15


Η ΛΙΕΡΗ ΤΖ Ο ΧΑΡΟΣ

Που δύσην ως ανατολήν τζ’ απού βορράν ως νότον
τζ’ απού τα πέρατα της γης τον κόσμον προσκαλώ τον.
Δώστε μου λλίην ακρόασιν για να σας τραουδήσω
τζ’ ούλλους σας μιάλους τζαι μιτσούς εννά σας κλαμουρίσω.
Μια λυερή μια όμορφη πάαιννεν στο περβόλιν
τζ’ εσύναεν τραντάφυλλα τζ’ έκαμνεν τα σερβόλιν.
Ο χάρος την αντάμωσεν στο δρόμον τζαι της λέει:
Ώρα καλή σου λυερή τζαι κόρη παινεμένη.
Καλώς τον τζαι τον χάρονταν στον μαύρον καβαλλάρην
που βρέθηκεν στην στράταν μου έννεν καλόν σημάιν.
Τράβα το κόρη λυερή τ’ αππάριν να ποδρώσει
στον λάκκον τράβα πότισ’ το τζαι πρίχου να νυκτώσει.
Εν μ’ έμαθεν η μάνα μου κτηνά να βαϊλίζω
την προίκαν μου μερόνυχτα έσει με τζαι πλουμίζω.
Έναν μαντήλιν κέντα μου στο στήθος μου ν’ απλώσω
τζαι πόσα κάμν’ ο κόπος σου εγιώ να σε πκιερώσω.
Εν έχω χάροντα τζαιρόν μαντήλιν να κεντήσω
η μάνα μου με καρτερά έσσω μου να γυρίσω.
Τον πάτσον της τον έδωκεν πονεί την τζεφαλήν της
τζ’ η μάνα μεσ’ στα κλάματα της κόρης της λαλεί της:
Κέντα του κόρη κέντα του πέρκιμον τζαι χορτάσει
βάρτου τη μαυροθάλασσαν με το καραβοστάσιν.
Κέντα την γην με τα δεντρά, τον ουρανόν με τ’ άστρη
τους κάμπους τζαι τους ποταμούς τα όρη τζαι τα δάση.
Τζαιρόν ο χάρος εν διά, στην μάναν του την παίρνει
λαλεί της: Μάνα μου καλή, μάνα μου παινεμένη,
στρώννε τραπέζιν να δειπνά κρεβάτιν να τζοιμάται,
η λυερή που σούφερα τζ’ εμέναν ν’ αττυμάται.
Γιέ μου, μεν παίρνεις όμορφες, γιέ μου τες νιές μεν παίρνεις
μεν παίρνεις τα μιτσιά μωρά τζαι μάνες φαρμακώννεις.
Να μεν παίρνω τες όμορφες, τες νιες να τες λυπούμαι,
να μεν παίρνω μιτσιά μωρά, χάροντας εν λοούμαι.


14

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΕΝΗ ΜΟΥ


Τζι’ αν αρρωστήσω μάνα μου
θέλω να μηνύσω
να `ρτεις τριανταφυλλένη μου
να σε αποσιαιρετίσω

Μεν φοηθείς την μάνα σου
μήτε κανεναν αλλον,
μόνο τριανταφυλλένη μου
πρόφτασε δίχως άλλο.

Τζιαι ανταν να μπεις της πόρτας μου,
μεν κρύψεις τον καμό σου
Μα ρώτα τζιαι την μάνα μου
τζιαι πε της "πού εν ο γιος σου;"

Τζιαι ανταν σε δει η μάνα μου
που λόγια εννα σε πάρει
Μα εν είσαι αγάπη πειστιτζή
στο νου σου μεν τα βάλεις

Έμπα ζερβά στην κάμαρη
τζιαι έλα δεξιά στο στρώμα
Σιύψε τριανταφυλλενη μου
τζιαι φίλα με στο στόμα

Με τα γρουσά σιερούθκια σου
βάστα την τζεφαλη μου
Βάστα με στην αγκάλη σου
ώσπου να φκει η ψυσιή μου.

Τζιαι ανταν τζιαι δεις τζιαι ποσπαστουν
τζιαι πάσιν να με θάψουν,
τες πέτρες τες ασυντυσιες
κάμε τες να με κλάψουν.

Τζιαι ανταν να με περάσουσιν
από τη γειτονιά σου,
εύκα κρυφά της μάνας σου
τζιαι τράβα τα μαλλιά σου.

Τζιαι αν αρρωστήσω μάνα μου
θέλω να σου μηνύσω


13
ΨΗΝΤΡΗ ΒΑΣΙΛΙΚΙΑ ΜΟΥ

 Ψηντρή βασιλικιά μου και μαντζουράνα μου
εσύ θα με χωρίσεις από τη μάνα μου

Έβκα στο παραθύρι κόρη το γυάλλενον
να δω το πρόσωπό σου το σιμιγδάλενον

Στην σκάλα που ξεββαίννεις να ξέββαιννα κι εγιώ
σκαλίν και σκαλοπάτιν να σε γλυκοφιλώ


12
Τ΄ ΑΗ ΓΙΩΡΚΟΥ

Δευτέρα ήτουν της Καθαράς που κάμνουν την νομάδαν
Μες το καράβιν έμπηκεν την πρώτην εβτομάδαν
Τζαι τρεις ημέρες έκαμεν να ρέξει το Βερούτιν
Ψουμίν, νερόν εν εβρέθηκεν μεσά στην χώραν τούτην

Ψουμίν νερόν είχεν πολλύν κατω μακρά στο πλάτος
Τζειμέσα εκατώκησεν ένας μεάλος δράκος
Τζαι δεν τα’ αφήνει το νερόν στην χώραν τους να πάει
Ταΐνιν του εκάμνασιν ποναν παιδίν να φάει
Να ξαπολύσει το νερό, στην χώραν για να πάει

Άλλοι είχαν έξι και οκτώ τζι επέμπαν του τον έναν
τζι ήρτεν γυριν τ’ αφέντη μας, τ’ αφέντη βασιλέα
Είχεν μιαν κόρην μονασιήν τζι είχεν να την παντρέψει
Θέλοντας τζαι μη θέλοντας του δράκου να την πέψει.

Παντές τζι η κόρη εν άγιος, Χριστός τζι απάκουσεν την
Τον Άη Γιώρκην να σου τον ‘που πάνω κατεβαίνει
τζαι με την σέλλαν την γρουσήν τζαι το γρουσόν αππάριν

Στέκεται συλλοΐζεται πώς να την σιαιρετήσει
Για να την πω μουσκοκαρκιάν, μουσκοκαρκιά έσιει κλώνους
Για να την πω τρανταφυλλιάν, τρανταφυλλιά έχει αγκάθια
Άτε ας τη σιαιρετήσουμε σαν σιαιρετούμεν πάντα

Ώρα καλή σου λυερή, ώρα καλή τζαι γεια σου
Μουσκούς τζαι ροδοστέμματα στα καμαρόβρυα σου
τζι είντα γυρεύκεις Λυερή στου δράκου το πηγάδιν
Του δράκοντα του πονηρού, να βκεί τζαι να σε φάει

Αφέντη μου τα πάθη μας να σου τα πω δε φτάνω
Άνθρωποι που την πείναν τους τρώσιν ένας τον άλλον
Έτσι έθελεν η τύχη μου, έτσι ήτουν το γραφτό μου
Μες στην τζοιλιάν του δράκοντα να κάμω το θαφκειόν μου

Να σου ποτζεί τον δράκοντα που κάτω τζι ανεβαίνει
τζι όταν τους είδε τζι ήταν τρεις κρυφές χαρές παθαίνει
Μπουκκωμαν τρώω τον άδρωπον, το γιώμαν την κοπέλλαν
τζαι ως τα λιωβουττήματα άππαρον με την σέλλαν

Μιαν χατζιαρκάν του χάρισεν τζι η πόλις ούλλη εσείστην
τζαι το σκαμνίν του βασιλιά έππεσεν τζι ετσακκίστην
Βκάλλει που το δισσάτζιν του μεάλον αλυσίδιν
τζι έπκιασεν τζι εχαλίνωσεν τζειν’ το μεάλον φίδιν

Τράβα το κόρη λυερή στην χώραν να το πάρεις
Για να το δουν αβάφτιστοι να παν να βαφτιστούσιν
Για να το δουν απίστευτοι να παν να πιστευτούσιν

Άνταν τους βλέπει ο βασιλιάς κρυφές χαρές παθθαίνει
Ποιος ειν’ αυτός που μου ‘καμεν τούτην την καλοσύνην
Να δώκω το βασίλειον μου τζι ούλλον τον θησαυρόν μου
Να δώκω τζαι την κόρην μου τζαι να γενεί γαμπρός μου

Τζι επολοήθην Άγιος τζαι λέει τζαι λαλεί του
Έν θέλω το βασίλειον σου μήτε τον θησαυρόν σου
Μιαν εκκλησιάν να χτίσετε, μνήμην τ’ Άη Γιωργίου
Που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλλίου
Που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλλίου.



11
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ


Θεέ μου παντοδύναμε, δοξάζω το όνομά σου,
πάλε ζητώ τη χάρη σου τζε τη βοήθειά σου.
Πρόκειται περί θαύματος, του Αποστόλου Ανδρέα
να το φωνάζω να ‘ακουστεί στη γενεά τη νέα.

Για μια γυναίκαν πο’χασεν, το ακριβών παιδί της
που το’χε για παρηορκάν τζε μέλλον στην ζωήν της.
Είχε δεκατριών γρονών, παιδίν τζι ανάγιωνέντον
τζε Παντελή στο όνομα αυτή ονόμαζέντον.

Μίαν ημέραν έξαφνα, ο Παντελής εχάθει
τζι έβαλεν τη στα βάσανα τζε σε μεγάλα πάθη
Επιάσασειν τον Παντελή, χωρίς κανείς να ξέρει
επήραντον μέσα βαθκιά, στα τουρτζικα τα μέρη.

Ει στα σχολεία στέλνουντον, καλά τον εσπουδάσαν
Κατόπιν Χότζα κάμνουν τον, τζ’υστερα ησυχάσαν.
Τώρα ας τον αφήκουμεν εκεί να τους θκιαβάζει,
τζι ας έρτουμε στην μάναν του που είχε το μαράζει.

Είκοσι γρόνια έκλαιε για τουντην ιστορία
τζι Ανδρέας ο Απόστολος, λυπήθειν τη Μαρία.
«Όμως στην Κύπρον» είπεν της «πρέπει να ξεκινήσεις,
για να ‘ρτεις εις τη χάρη μου, διά να προσκυνήσεις».

Ο Άγιος δοξάζω τον, πως ε’ να τα γιουτίσει
πιάνει τζ’ο Χότζας προς τα ‘κει, στην Κύπρο να γυρίσει.
Αφού εν θέλημα Θεού τζε θαύμαν των Αγίων
φέρνουν τους ράστην τζε τους θκιο, να μπούσι σε ένα πλοίο.

Ο Χότζας άμα τζ’είδεν την, γνώρισε τη Μαρία,
πως ήταν η μητέρα του, βεβαίως η ιδία.
Άψασειν πάνω του φωθκιές, λαμπρά τζε δε βαστάνει,
πάει κοντά της τζε ‘κατσε ευθείς, τζαιρό δε χάνει.

Λαλεί της «Πες μου να χαρείς, ποιον είναι το όνομά σου
τζε ποιον είναι το μέρο σου, σωστό με την καρκιάν σου.»
«Τό όνομά μου» λέγει του, «Με λέγουσιν Μαρία,
τζε η πατρίδα μου σωστά, που την Μικράν Ασία.»

Λαλεί της «Που τα λόγια σου τζε που την ιστορία,
θα ‘χεις παιδί στον πόλεμο, εσύ τζυρά Μαρία»
Αμέσως αναστέναξε τζε έκλαψεν η Μαρία
«Ας ήταν εις τον πόλεμον, Χότζα τζε να τον είδα»

«Πες μου», λαλεί της, «να χαρείς, τα μάδκια τζε το φως σου,
ίσως τζε ξέρω τίποτε τζε πω σου για το γιό σου»
«έχει στο πρόσωπον ελιά τζε εις το στήθος άλλη,
τζε εις τη βούκκαν την δεξιά, δευτερήν πιο μεγάλη»

Λαλεί της «Είναι ζωντανός, ο γιός σου που γυρεύκεις
τζε Παντελής στο όνομα τζυρά αν δεν πιστεύκεις»
Λέει του, «Πες μου να χαρείς αν είδες το παιδί μου
τζε γίνου Αγι’Αρχάγγελος τζε πάρε την ψυχήν μου».

Λαλεί της, «Φερ ‘το χέρι σου, μάνα να το φιλήσω
τζε γλυκοφίλαμε τζε ‘συ, να σου ομολοήσω.»
Αφού εφάνερώθηκεν το θαύμαν του Αγίου
έγινηκεν ανάστατον το πλήρωμα του πλοίου.

Πως ήταν μάνα τζε παιδί, άμα βεβαιωθήκαν,
ούλοι που την συγκίνηση, τα κλάματα λουθήκαν.
Παρασκευήν ή Σάββατο νομίζω του Λαζάρου,
Έφτασαν εις τη Λάρνακα, που ‘χει να ξεμπαρκάρουν.

Μέσα στον ‘Αι Λάζαρο ευτείς τους οδηγήσαν,
τη γρέα τζε τον Παντελή, τζούλοι επροσκυνήσαν.
Μέσα στη Σκάλαν έγινε τότε γιορτή μεγάλην,
που στράφηκεν ο Πάντελης στην πίστην που’τουν πάλι.

Είκοσι γρόνια χασιμιός, σαν να’ταν πεθαμένος
που’ταν από την μάναν του, μακρά αποχωρισμένος.
Είναι πολλά τα θαύματα, στον κόσμο που γινήκαν
είχε τυφλούς που βλέψασειν τζε το διηγηθήκαν.

Απόστολε Ανδρέα μου, η χάρη σου μεγάλη
που ‘χεις την έκκλησία σου κοντά στο Παραγιάλι.
Απόστολο σ’ανάδειξεν Ο Πλάστης τζε Θεός μου,
δοξάζω σε που βοηθάς τζε με τζ’ολου του κόσμου.


10
Η ΡΟΔΑΦΝΟΥΣΑ

Κάτω στους πέντε ποταμούς κάτω στες πέντε βρύσες
έσει τρεις κόρες όμορφες τρεις καμαροφρυδούσες.
Τη μιαν λαλούν την Αδορούν, την άλλην Αδορούσαν
την τρίτην την καλλύττερην λαλούν την Ροδαφνούσαν.
Τον μήναν που ’γεννήθηκεν ούλλα τα δέντρ’ αθθούσαν
εππέφταν τ’ άθθη πάνω της τζ’ εμυρωθκιοκοπούσαν.
Ροδόσταμμαν η Αδορού, γλυκόν η Αδορούσα
μα το φιλίν του βασιλιά εν για την Ροδαφνούσαν.
«Κάπου ’ν που ’στράφτει τζαι βροντά, κάπου χαλάζιν ρίφκει
κάπου ο Θεός εθέλησεν μιαν χώραν ν’ αναείρει».
«Μήδ’ εν που ’στράφτει με βροντά, μηδέ χαλάζιν ρίφκει
η ρήαινα τες σκλάβες της ξαννοίει να της πούσιν».
Χαπάρκα τζαι μηνύματα της Ροδαφνούς να πάει.
«Άνου να πάμεν Ροδαφνού τζ’ η ρήαινα σε θέλει.»
« Ίντα με θέλ’ η ρήαινα τζ’ ίνταν το μήνυμάν της;
Αν ένι για το ζύμωμαν να πάρω τες σανίδες
τζ’ αν εν για το μαείρεμαν να πάρω τες κουτάλες
ειδέ τζ’ αν ένι για χορόν, να πκιάσω τα μαντήλια».
«Άνου να πάμεν Ροδαφνού τζ’ ότι τζ’ αν θέλεις πκιάε».
Έμπην έσσω τζ’ εφόρησεν ρούχα της φορεσιάς της
μήτε κοντά μήτε μακριά, όσον της ελιτζιάς της.
Αππέσσω βάλλει πλουμιστά, αππέξω γρουσαφένα
τέλεια που πάνω έβαλεν τα μαρκαριταρένα
’ποδά κομμάτιν λασμαρίν να μεν την πιάσ’ ο ήλιος
’πο τζει μήλον στο σέριν της τζαι παίζει το τζαι πάει.
Πκιάννει το τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν
το μονοπάτιν βκάλλει την στης ρήαινας τον πύρκον.
Στέκεται δκιαλοΐζεται: Πώς να την σαιρετίσει;
«Τζαι να της πω μουσκοκαρκιά... μουσκοκαρκιά ’σιει κόγγλους.
Τζαι να της πω τρανταφυλιά... τρανταφυλιά ’σιει αγκάθκια.
Άτ’ ας την σαιρετίσουμεν, σαν πρέπει, σαν αξίζει».
Εξέβην το ’ναν το σκαλίν τζ’ εσούστην τζ’ ελυΐστην
εξέβην τ’ άλλον το σκαλίν τζ’ εψιντροκανατζίστην.
«Ώρα καλή βασίλισσα τζαι ρή(γ)α θυ(γ)ατέρα
που λάμπεις πα’ στον θρόνον σου σαν άσπρη περιστέρα.»
Τζαι πολοάτ’ η ρήαινα μ’ ένα στόμαν γεμάτον:
«Είδα σε τζ’ εσπαγιάστηκα τζ’ εκούμπησα στον τοίχον
τζ’ έχασα τζαι τα λόγια μου που ’σεν να σου συντύχω.
Εγιώ ’δα σ’ εσπαγιάστηκα τζ’ ο ρήας πώς να μείνει!
Έλα να πάμεν Ροδαφνού τζ’ αφταίννει το καμίνιν».
«Δώσ’ μου δκυό ώρες ’πομονήν τζαι δκυό καρτεροσύνην
να βάλω μιαν φωνήν μιτσιάν τζαι μιαν φωνήν μιάλην
πέρκι μ’ ακούσ’ ο βασιλιάς τζ’ έρτει να με ποσπάσει».
« Τζαι βάλε μιαν τζαι βάλε δκυό τζαι βάλε όσες θέλεις
ο βασιλιάς εν μακριά νά ’ρτει να σε ποσπάσει».
Πάνω στο φαν πάνω στο πκιείν, ο βασιλιάς ακούει.
«Μουλλώστε ούλλα τα βκιολιά τζαι ούλλα τα λαούτα
τούτ’ η φωνή που ’ξέβηκεν, εν της Αροδαφνούσας.
Σκλάβοι φέρτε τον μαύρον μου τον πετροκαταλύτην
που καταλυεί τα σίερα τζαι πίννει τον Αφρίτην».
Τζ’ ώσπου να πει «έσετε γειαν» έκοψεν σίλια μίλια
τζ’ ώσπου να πούσιν «στο καλόν», έκοψεν άλλα σίλια
τζαι με τα νέφη παρπατά τζαι με τον ήλιον τρέσει
στην τρίτην τη φτερνιστηρκάν στον πύρκον κατεβαίννει.
«Ελ’ άννοιξε μου ρήαινα τζ’ έχω μιάλην βίαν».
«Έπαρ’ μου λλίην ’πομονήν, όσον πολλύν μιαν ώραν».
Κλωτσιάν της πόρτας έδωκεν μπαίνν’ έσσω καβαλλάρης.
Τζαι βρίσκει την Αροδαφνούν στο γαίμαν τυλιμένην
τζαι βλέπει τζαι την ρήαιναν στα πεύτζια καθισμένην.
Αρπάσσει την Αροδαφνούν στα πεύτζια την καθίσκει
τζ’ αρπάσσει τζαι την ρήαιναν στο γαίμαν την τυλίει.
Την Ροδαφνούν εθάψαν την παπάδες τζαι ’γουμένοι
την ρήαιναν εφάαν την δκυό σσύλλοι πεινασμένοι.


9
ΑΧΕΡΟΜΠΑΖΩ

Αχερομπάζω κι έρκουμαι
αυκήν στην γειτονιάν σου
να δω τα μαύρα μμάθκια σου
ν’ ακούσω την λαλιάν σου

Έχω κοντά σου μιαν ριτζάν
και θέλω να περάσει
ν’ αφήκεις το κορμάκιν μου
στ’ αγκάλια σου να πνάσει

Ξύπνα δκιαμαντοπούλλα μου
κι ήρτα στην γειτονιάν σου
να δω είντα εννά μου κάμουσιν
τα γειτονόπουλλά σου


8
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Καλήν εσπέραν θα σας πω
τζιάν(κι αν) είναι ορισμός σας
Χριστού τη θεια γέννηση
να πω, να πω στ’ αρκοντικόν σας.

Χριστός γεννιέται σήμερον
εν(στην) Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται
μαζί, μαζί τζι’ η φύσης όλη.

Γεννιέται μες το σπήλαιον
στη φάτνη των αλόγων
ο βασιλιάς των ούρανων
τζι ο πλά τζι ο πλάστης ημών όλων.

Αντζιέλοι εις τον ουρανόν
ψάλλουν το εν υψίστοις
τζιαι να το φανερώνετε
των νυ των νυκτοβάτων πίστης.

Που την Περσίαν έρκουνται(έρχονται)
τρεις μάγοι με τα δώρα
τζι’ έναν αστέριν λαμπερόν
τους ο τους οδηγά στην χώραν.

Το Πάσκαν που `ν’ να τρώετε
εις το αρκοντικόν σας
δώστε τζιαι κανενού φτωχού
απού απού το φαγητόν σας.

Χρονιά πολλάνα ζήσετε
να `στε ευτυχισμένοι
τζιαι στο κορμίν τζιαι στην ψυσιήν
να `σα να `σαστεν πλουμισμένοι.


7
ΓΙΑΣΕΜΙ ΜΟΥ

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
ήρθα να το κλαδέψω
ωχ γιαβρί μου
και νόμισε η μάνα σου
γιασεμί μου
πως ήρθα να σε κλέψω
ωχ γιαβρί μου

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
μοσκοβολά τις στράτες
ωχ γιαβρί μου
κι η μυρωδιά του η πολλή
γιασεμί μου
σκλαβώνει τους διαβάτες
ωχ γιαβρί μου


6
Η ΒΡΑΚΑ

Ε, σαρανταδκυό πήχες παννίν,
σαρανταδκυό πήχες παννίν,
έκαμαν μου έκαμαν μου
μια βράκαν.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Ε, τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
τζι εσάριζεν τζι εσάριζεν
την στράταν.

Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.
Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;
Ε, τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
τζι εφόρουν την τζι εφόρουν την
βρακού μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.
Ε, τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
κρυφά τους χω κρυφά τους
χωρκανούς μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.
Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;
Ε, παρά να πάρεις άδρωπον,
παρά να πάρεις άδρωπον,
τζιαι ναν’ τζιαι με τζιαι ναν’ τζιαι με
την βράκαν.

Την γέραμην την βράκαν
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Ε, καλλίτερα πανταλονάν
καλλίτερα πανταλονάν
τζι ας εν με την τζι ας εν με την
κομμάταν

Τη γ’ έρημην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.
Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;



5
ΤΗΛΛΥΡΚΩΤΙΣΣΑ

Εσει έ βερεβε ναν
ά βαραβα στρον
τζι ε βερε ν μιτσίν
μες τους βουρουβου ς
εφτά βαραβα πλανή βιριβι τες
για βαρα λουρου βουρου δα μου.

Τριαλάλα λα λα........

Τζι επιά βαραβα σαν με βερεβε
μες τη βιρβι ν καρκιάν
τα λό βοροβο για
που βουρουβου μου
εί βιριβι πες
μα βαρα βρομα βαρα τα μου.

Τριαλάλα λα λα........
Επή βιριβι αν τζ ει βιριβι παν
της βιριβι ς πελλής
πως έ βερεβε ν να πά βαραβά ω
πέ βερεβε ρα
για βαρα λουρου βουρου δα μου.

Τριαλάλα λα λα........
Τζι εμά βαραβα εψε βερεβε ν
την θά βαραβα λασσαν
τζε ασή βιριβι κωσέ βερεβε ν
αγέ βερεβε ραν
μα βαρα βρομα βαρα τα μου.

Τριαλάλα λα λα........

Έσιει έναν άστρον τζι εν μιτσίν μες στους εφτά πλανήτες,
τζι επκιάσαν με μες στην καρκιάν τα λόγια που μου είπες.
Επήαν τζι είπαν της πελλής πως εν να πάω πέρα
τζι εμάεψεν τη θάλασσαν τζι εσήκωσεν αέρα.




4
ΑΝ ΒΟΥΛΗΘΩ

 Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην εβρώ νερό να πιω
μη ρούχο να φορήσω

Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην μπορώ φιλί να βρω
μη δάκρυ να δακρύσω!


3
ΑΓΑΠΗΣΑ ΤΗΝ ΠΟΥ ΚΑΡΚΙΑΣ

Αγάπησά την `πού καρκιάς αμμά ενκαι εχαρηκά την
τον έναν γρόνον είχα την, τον άλλον έχασά την

Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς

Αγάπησά την `πού καρκιάς κι έπινα τον καμόν της
και μέραν νύχταν έρεσσα κρυφά `που το στενόν της

Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς

"Αγάπησά την που καρκιάς, τζι είχα το για καμάριν,
μα τζείνη περιπαίζει με, που να την δω κουβάριν!"

Αα, έλα αγάπα με κι εσούνι μεν με τυραννείς
Αα, κι έλα δώσ’ μου έναν φιλούιν άγια να χαρείς

2


ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ

Εμαθετέ τι εγίνην στα μέρη της Ελλάς
Ντύθην η Αντρονίκη ρούχα Ευρωπαϊκά
Φορεί τα παντελόνια τσε πάει στον καφενέ
Τον καφετζήν προστάζει καφέ και ναργελέ
Ζητά τσε ενα τραπέζι τσε μιαν μάτσαν χαρτιά
τσι αρκίνησεν να παίζει μ’ έναν παλλήκαραν

Δυο φίλοι τ’ αδερφού της που την γνωρίζασιν
Πάσιν εις τον Βαγγέλη, τσι του το ειπασιν
τρεξε Βαγγελη τρεξε κατω στον καφενέ
Να δεις την Αντρονικην που πίνει ναργελέ

Βαγγέλης σαν τ’ ακούει πολλά θημώθηκεν
πιάννει τσε `ναν μασιέριν τσι αναρματώθηκεν
Κρίμας σε Αντρονικη, κρίμας στο μπόι σου
Εντρόπιασες κι εμένα τσι ούλλον το σόι σου
άφες με ρε Βαγγέλη να παίξω τα χαρτιά
με τουτο το παλληκάριν αφούς με άγαπα
Τραβά τσε το μασιέριν απο την θήκην του
τσι έκοψεν τον λαιμόν της της Αντρονίκης του

Όταν την επερνούσαν από τον καφενέ
έσπαζαν τα φλυτζάνια που πίννασιν καφέν
τσι όταν την επαιρνούσαν απο τα σπίθκια της
μικροί μεγάλοι κλάψαν τα μαύρα φρύδια της
και όταν την κάτεβάσαν μεσά στο μνήμα της
δυο φίλοι του άδελφου της είχαν το κρίμαν της


1
ΤΕΣΣΕΡΑ ΤΖΙΑΙ ΤΕΣΣΕΡΑ

Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ
τέσσερα παλικάρκα πάσιν στον πόλεμον.

Στον δρόμον που πηγαίνασιν μα επεινάσασι
τσι εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν.

Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν
τζ’ ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών.

Eρίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν’ να κατεβεί
τζιαι έπεσεν η μοίρα πα στο μικρόν παιδί.

Δέστε με αδέρφκια μου τζ’ εγιώ να κατεβώ,
μες στο ερημολάτζιν να βκάλω το νερόν.

Tζιαι τότες τα αδέρφκια του τον σφικτοδέσασιν,
μες στο ερημολάτζιν τον κατεβάσασιν.

Eβγάρτε με, αδέρφκια μου γιατ’ είδα το νερόν
έν’ κότζινον τζιαι μαύρον μα τζιαι φαρματζιερόν.

Ώσπου να τον τραβήσουσιν τζιαι να τον βκάλουσιν
οι όφεις τζιαι τα φίδκια τον μισοφάασιν.

Oπόταν θα επιστρέψετε εις την πατρίδα μου
να τρώτε τζιαι να πίνετε εις την υγείαν μου,

να πείτε τζιαι της μάνας μου στα μαύρα να ντυθεί
γιατί τον γιον της τον μιτσήν δε θα τον ξαναδεί.

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

'Βραδιά Κυπριακής Ποίησης' στη Στέγη της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, το Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017, ώρα 8.00 μ.μ., όπου θα πραγματοποιηθεί 'Βραδιά Κυπριακής Ποίησης' στη Στέγη της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία της με την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου.
Θα παρουσιάσουν ποιήματά τους 8 λογοτέχνες : Μελέτης Αποστολίδης, Λεωνίδας Γαλάζης, Αλεξάνδρα Γαλανού, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Γιώργος Καλοζώης, Νόρα Νατζαριάν και Νάσα Παταπίου.
Στο τριήμερο 24-26 Νοεμβρίου 2017 θα γίνει η 4η Συνάντηση (η 2η στην Κύπρο) και θα παρουσιάσουν έργα τους οι εξής οκτώ Θεσσαλονικείς λογοτέχνες : Παναγιώτης Αργυρόπουλος, Χρυσάνθη Βλάχου, Δέσποινα Καιτατζή- Χουλιούμη, Θεόδωρος Καλαμπούκας, Ανδρέας Καρακόκκινος, Δώρα Κασκάλη, Δημήτρης Ι. Μπρούχος και Χρήστος Χαρτοματσίδης.

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Πολιτικά και Ποιητικά Δρώμενα της Ελένης Θεοχάρους

Κοινό Κυπρίων / Ελένη Θεοχάρους

Το κορίτσι που ακροβατούσε πάνω στην πράσινη γραμμή / Ελένη Θεοχάρους

Το ποίημα μπορείτε να το διαβάσετε στη σελίδα: https://genesis.ee.auth.gr/dimakis/simeio/1/29.html

Θεοχάρους Ελένη (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε στο Μεταλλείο Αμιάντου. Γονείς της ο Χρίστος Θεοχάρους και η Χρυστάλλα Παρίλα.

Είναι το πρώτο από τα πέντε παιδία της οικογένειας.

Δημοτικό σχολείο πήγε στην Δεύτερη και στην Έκτη Αστική Σχολή Λεμεσού.

Γυμνάσιο πήγε στο Πρώτο Γυμνάσιο Θηλέων Λεμεσού και στο Πρακτικό τμήμα του Λανίτειου Γυμνασίου από όπου και απεφοίτησε με άριστα.

Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και απεφοίτησε με άριστα.

Ειδικεύθηκε στην Γενική Χειρουργική σε Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης και παράλληλα φοίτησε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.


Το 1996 διεκδίκησε με το  ΔΗΚΟ εκλογή στη Βουλή των Αντιπροσώπων αλλά απέτυχε.

Το 2001 εξελέγη Βουλευτής  ΔΗΣΥ Λεμεσού και επανεξελέγη το 2006.

Το 2006 διεκδίκησε την Δημαρχία Λεμεσού με τον ΔΗΣΥ.

Το 2009 εξελέγη Ευρωβουλευτής του ΔΗΣΥ-ΕΛΚ.


Εξέδωσε πέντε Ποιητικές Συλλογές:

  1. ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ (1990) ( Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης)
  2. ΠΡΟΞΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΓΓΕΛΕ ΜΟΥ (1995)
  3. ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΡΙΤΟΙ (1999) ( Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης) 
  4. ΤΕΜΠΕΛΟΚΑΛΟΚΑΙΡΟ (2008)
  5. ΕΛΛΗΝΟΣΥΡΩΝ ΜΑΓΩΝ
  6.  «Η ΩΡΑΙΑ ΑΝΘΟΠΩΛΙΣ» 2012





Τιμήθηκε δύο φορές με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως. Το 1990 για το Βιβλίο «ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ» και το 2001 για το Βιβλίο «ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΡΙΤΟΙ».

Η Ποίηση της Ελένης Θεοχάρους μεταφράστηκε αποσπασματικά στα ρώσικα, βουλγάρικα, πολωνικά, σέρβικα, ιταλικά, αγγλικά και ισπανικά.



Ποιήματα της περιλήφθησαν σε ομαδικές εκδόσεις στην Αθήνα, Μόσχα, Μπισκέκ, Σαντιάγο Χιλής και Ρώμη.


περισσότερα: http://www.allileggii.com/proedros/

Σε άδειους καιρούς / Θεοχάρους Ελένη



στον Δημήτρη Χαραλάμπους

Επέστρεφε συχνά στα οχυρά,
επέστρεφε επί νεφέλης και καθόταν στα ορύγματα
για ώρες…
κοίταζε επίμονα τη σπαργή της μνήμης
καθώς ορθώνονταν στο άδειο τοπίο.
Οι άλλοι κοίταζαν επίμονα αυτόν.
Χτες ήρθε πάλι ξαφνικά.
Με άσπρες τρίχες στους κροτάφους,
γκρίζο γενάκι, βλέμμα αχυρένιο
κι επίπεδες εκφράσεις των χεριών,
μου φάνηκε άρρωστος,
ήρθε πάλι, μου φάνηκε κόντευε πια τα πενήντα…
Μου ζήτησε να πάμε σπίτι του,
δέχτηκα, με θλίψη μπορώ να πω, μα δέχτηκα.
Άλλωστε είχα χρόνια να τον δω,
θέλησα να του κάνω κάνω τα χατίρια.
Χασομερούσε ασκόπως
εδώ κι εκεί, για ώρες,
κι αφού περάσαμε τη γραμμή και πλανηθήκαμε
σε τοπωνύμια αλλότρια,
φτάσαμε μεσημέρι στο χωριό του.
«Εδώ είναι το σπίτι», είπε ιδιαιτέρως νευρικός
«αυτός είναι ο αύλακας,
αντλούσαμε νερό για τα μποστάνια…»,
το σπίτι, ο αύλακας, η ροδιά
εικόνες φτιαγμένες με χώμα.
Οι ψυχές αποσύρθηκαν διακριτικά
και περπατούσαμε μονάχοι
σε άδειους καιρούς.
«Αυτή είναι η κάμαρή μου», είπε
«κι αυτό το αρμάρι των γονιών μου».
Διστακτικά το είπε, όχι για την κάμαρη, μα για το ερμάρι.
«Είναι ή δεν είναι το ερμάρι αυτό;»
αναρωτήθηκε δύο και τρεις φορές,
με την αγωνία να του υγραίνει τις ρυτίδες.
Για ένα παλιό ντουλάπι με πολλά νερά
και σκισίματα από την υγρασία αναρωτιόταν.
Πήγα δειλά και άνοιξα την ακριανή πόρτα
εκείνης της παμπάλαιας ντουλάπας.
Έτρεξε ο μεντεσές,
στη μέσα μεριά του ξύλου διάβασα
τα αχνά πλην όμως ευδιάκριτα γράμματα:
«Κυπριανός, εγεννήθη στις 24 Ιουνίου 1953
Μενέλαος εγεννήθη ημέρα Σάββατο στις 15 ΜΑΡΤΙΟΥ
Δημήτρης εγεννήθει 26 Οχτωβρίου 1960».
Είναι αυτή η ντουλάπα, του είπα.
Σε άδειους καιρούς
στον Δημήτρη Χαραλάμπους
Επέστρεφε συχνά στα οχυρά,
επέστρεφε επί νεφέλης και καθόταν στα ορύγματα
για ώρες…
κοίταζε επίμονα τη σπαργή της μνήμης
καθώς ορθώνονταν στο άδειο τοπίο.
Οι άλλοι κοίταζαν επίμονα αυτόν.
Χτες ήρθε πάλι ξαφνικά.
Με άσπρες τρίχες στους κροτάφους,
γκρίζο γενάκι, βλέμμα αχυρένιο
κι επίπεδες εκφράσεις των χεριών,
μου φάνηκε άρρωστος,
ήρθε πάλι, μου φάνηκε κόντευε πια τα πενήντα…
Μου ζήτησε να πάμε σπίτι του,
δέχτηκα, με θλίψη μπορώ να πω, μα δέχτηκα.
Άλλωστε είχα χρόνια να τον δω,
θέλησα να του κάνω κάνω τα χατίρια.
Χασομερούσε ασκόπως
εδώ κι εκεί, για ώρες,
κι αφού περάσαμε τη γραμμή και πλανηθήκαμε
σε τοπωνύμια αλλότρια,
φτάσαμε μεσημέρι στο χωριό του.
«Εδώ είναι το σπίτι», είπε ιδιαιτέρως νευρικός
«αυτός είναι ο αύλακας,
αντλούσαμε νερό για τα μποστάνια…»,
το σπίτι, ο αύλακας, η ροδιά
εικόνες φτιαγμένες με χώμα.
Οι ψυχές αποσύρθηκαν διακριτικά
και περπατούσαμε μονάχοι
σε άδειους καιρούς.
«Αυτή είναι η κάμαρή μου», είπε
«κι αυτό το αρμάρι των γονιών μου».
Διστακτικά το είπε, όχι για την κάμαρη, μα για το ερμάρι.
«Είναι ή δεν είναι το ερμάρι αυτό;»
αναρωτήθηκε δύο και τρεις φορές,
με την αγωνία να του υγραίνει τις ρυτίδες.
Για ένα παλιό ντουλάπι με πολλά νερά
και σκισίματα από την υγρασία αναρωτιόταν.
Πήγα δειλά και άνοιξα την ακριανή πόρτα
εκείνης της παμπάλαιας ντουλάπας.
Έτρεξε ο μεντεσές,
στη μέσα μεριά του ξύλου διάβασα
τα αχνά πλην όμως ευδιάκριτα γράμματα:
«Κυπριανός, εγεννήθη στις 24 Ιουνίου 1953
Μενέλαος εγεννήθη ημέρα Σάββατο στις 15 ΜΑΡΤΙΟΥ
Δημήτρης εγεννήθει 26 Οχτωβρίου 1960».
Είναι αυτή η ντουλάπα, του είπα.

Χωματερές / Θεοχάρους Ελένη




Ανθίζει πάλι η Αλεξάνδρα, δεν είναι μόνη...
Φουριόζα μέσα στο κόκκινο φουστάνι ενηλικιώνεται,
γύρω, τα μικρά, μικρά και κάτασπρα ανθάκια
γύρω οι ελιές, τα στάχυα, ο ανεμοθραύστης,
μια ρίζα γιασεμί από παλιά
και μια δροσοπηγή στα βόρεια της Λευκωσίας...

Ωστόσο,
εξαγόρασε τις μνήμες η Αλεξάνδρα
και δεν πονά.
Ούτε κι εγώ, μήτε το γιασεμί,
κι ύστερα είν' ο κάμπος, γεμάτος αμφιβολίες και σκιές,
βολευόμαστε τον χειμώνα στο υπόγειο,
δουλεύουμε στα ροδάκινα τα καλοκαίρια
τα βράδυα φιλόξενη σιωπή μες' στις παράγκες των εργατών,
είναι και κάτι γριούλες,
είναι και κάτι γερόντοι, από τα βόρεια της Λευκωσίας,
που δεν έφαγαν ποτέ τα ψωμιά τους,
όλοι μας πιο ξένοι και πιο δικοί.
Το μεροκάματο σφραγίζει την άδεια εργασίας αλλοδαπού,
το νερό που κελαρίζει μέσα στ' αυλάκια
δεν ξεγελά
παρά μονάχα
το γιασεμί.

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Είσ΄ Ακανθού μου Ξακουστή / Ζήνωνος Παναγιώτης

Στη σελίδα 7 της εφημερίδας "η Ακανθιώτισσα" μπορείτε να διαβάσετε το ποίημα :Είσ΄ Ακανθού μου Ξακουστή

Ζήνωνος Παναγιώτης (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Ζήνωνος Παναγιώτης γεννήθηκε στο χωριό Τεμπριά στις 8 Σεπ 1941. Δεν κατόρθωσε να τελειώσει το Δημοτικό σχολείο. Πιο συγκεκριμένα, πήγε μέχρι και την τετάρτη τάξη. Το 1955 μετοίκισε με τους γονείς του στις Βρετανικές βάσεις για να εργαστεί ως οικοδόμος, για βιοποριστικούς λόγους. Από το 1957 μέχρι και το 1962 κατοικεί στη Ξηλοτύμπου. Το 1962, εγκαθίσταται στην Ορμήδεια. Μετά τη Τουρκική Εισβολή, το 1975, αναγκάζεται να ξενιτευτεί. Ουσιαστικά η Ποιητική του δράση αρχινά το 1991. Τα θέματά του έχουν να κάνουν με την σκληρή πραγματικότητα των ανθρώπων, τους πόνους και τα βάσανα. 

Ηρτεν τζιαι φέτι η Λαμπρή / Ζήνωνος Παναγιώτης

Ηρτεν τζιαι φέτι η Λαμπρή, τα πάθη του Ιησού μας
η Σταύρωση τζι Ανάσταση, του Ιησού Γριστού μας.
Μετά που την Ανάσταση, γλεντούν, διασκεδάζουν,
μ’ άλλοι εν’ που χάννουν τον δικόν, κλαίσιν τζι αναστενάζουν.
Αλλοι γιορτάζουν με χαράν τζι άλλοι έχουσιν λύπην,
που ‘χάσαν τζιείνον π’ αγαπούν τζιαι αιώνια τους λείπει.
Ψάλλουσιν για τα πάθη του, του Ιησού Μεσσία,
που ήρτεν για να μας σώσει από την αμαρτίαν.
Τζιαι φέτι κάμνουμεν Λαμπρήν με Τζιύπρον μοιρασμένην
τζι απού τες τέσσερεις μερκές, κατακομμαθτιασμένην.
Γρόνια τους αγνοούμενους δικοί τους καρτερούσιν
ή πεθαμμένοι ή ζωντανοί, πέρκιμον τζιαι βρεθούσιν.
Γρόνια εν’ πον’ οι πρόσφυγες, μακρά που τα χωρκά τους,
πίσω που τους πρόγονους τους, που τα νοικοτζιυρκά τους,
π’ άλλοι τα πκιαν, τα σιαίρουνται, τζι εκάμαν τα δικά τους.
Ας όψουνται οι αίτιοι, οι τρισκαταραμένη.
Τζιαι φορτωμένη τον σταυρόν τραβάς τον Γολγοθά σου
εν’ τζιείνοι που σε πρόδωσαν, Τζιύπρος μου τα παιδκιά σου,
εν’ τζιείνα που ανάγιωνες μέσα στην αγκαλιά σου.
Τζι ούλλοι καλήν Ανάστασην της Τζιύπρου ας ευτζιηθούμεν
πάλε ενωμένην, λεύτερην, ούλλοι μας να την δούμεν.

Σωτήρης Ζαχαρία (μικρή αναφορά)

Ο Σωτήρης Ζαχαρία είναι λαικός ποιητής, ποιητάρης της Κύπρου

Εύσκιος Πεύκης (μικρή αναφορά)


Ο Εύσκιος Πεύκης ( πραγματικό όνομα: Ευέλθων Πιτσιλλίδης) γεννήθηκε το 1887 και απεβίωσε το 1955. Διατέλεσε Δικηγόρος, δημοσιογράφος, ποιητής. Εργάστηκε ως εκδότης σατιρικών και πολιτικών εφημερίδων στην πόλη της Λεμεσού, όπως «Πειρασμός» «Ανατολή» «Λαϊκό Βήμα». Πρωτοστάτησε στη δημιουργία επαγγελματικών συντεχνιών. 


Ποιητικές Συλλογές:



  • Σατυρικά Ποιήματα ( Έκδοση 1935)

Ο φρουρός της γαλανόλευκης / Εύσκιος Πεύκης (Ευέλθων Πιτσιλίδης)

Σαν μπήκαν στην Αθήνα των Γερμανών τα στίφη, 
βρήκαν κλειστές τις πόρτες, τις στράτες αδειανές. 
Φωλιάζοντας ο πόνος εις των Ρωμιών τα στήθη, 
εβούβανε τις γλώσσες, έπνιξε τις φωνές. 

Μα η γαλανή παντιέρα επάνω στον ιστό της 
ψηλά στον Παρθενώνα, 
μ’ ένα τσολιά λεβέντη, φρουρόν εις το πλευρόν της, 
κυμάτιζεν ακόμα! 

Τη γαλανή παντιέρα κατέβασαν οι ξένοι 
και ο τσολιάς την παίρνει με δάκρυ, με λυγμό, 
σκύβει και τη φιλάει, τριγύρω του τη δένει 
και πέφτει στον γκρεμό! 

Την ώρα αυτή φωνάζει η Αθηνά από πέρα:
 —Γενναίο παλικάρι, στον όρκο σου πιστό, τ
ώρα γλυκοκοιμήσου, γρήγορα θα ’ρθει η μέρα, 
τη γαλανή παντιέρα και πάλι ν’ ανεβάσεις σε πιο ψηλόν ιστό!