Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Της Μαρίας / Τιμοθέου Ανδρέας


Μικρή απ’ το παράθυρό σου,
σε χειροκρότησαν.
Σ΄ άκουσαν στο ραδιόφωνο πρώτη φορά
σε χειροκρότησαν.
Μέσα στους πρώτους φόβους σου
οι δάσκαλοί σου
σε χειροκρότησαν.
Περνούσε ο καιρός, τα χέρια πλήθαιναν
χωρίς σταματημό
κι όλου του κόσμου τα θέατρα
σε χειροκρότησαν.
Δοξαζόσουν κι ο κόσμος χειροκροτούσε.
Μεταμορφωνόσουν κι ο κόσμος χειροκροτούσε.
Ερωτευόσουν κι ο κόσμος χειροκροτούσε.
Έχανες τη φωνή σου κι ο κόσμος χειροκροτούσε.
Βυθιζόσουν μες στην κατάθλιψη κι ο κόσμος χειροκροτούσε
Κηδευόσουν κι ο κόσμος χειροκροτούσε.
Μα εγώ που δεν είχα δυο χέρια στα χρόνια σου
να γίνω κρότος στον κόσμο που τότε ζούσες
μαθητεύω σ’ άλλη χρήση των χεριών,
ευλαβικός συλλέκτης του προσώπου σου
τολμώ να σε αγγίζω.

Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ Σ'ΑΓΑΠΩ ΜΟΥ / Πανάγου Μαρούλλα


Θα 'θελα να φωνάξω “σ'αγαπώ “
να το πάρει ο άνεμος να το κάνει τραγούδι
για να σε φτάσει .
Να το μάθουν τα πουλιά 

να κτίσουν την φωλιά της αγάπης. μας .
Να τ άκούσει το τριαντάφυλλο
να σκορπίζει τα πέταλά του στον δρόμο σου
να τ άκουσει η αυγή και να λαμπρύνει τη μέρα σου
να τ'ακούσει το παιδί να το εμβολιάσει στην αθωότητά του.
Μην το μολύνει η πονηριά .
Να το ακούσει η σελήνη και ν'ασημώσει
τ' όνειρό μας
 Να το ακούσει η περιδιάβαση του καιρού
να κάνει στάση στην καρδιά μας
Μην ξεχαστούμε κι αφαιρεθούμε
και χαθεί
στην καθημερινότητά μας .

Μαρουλλα Παναγου

[Είχα ακούσει πάρα πολλά] / Λαμπής Γιάννος

Είχα ακούσει πάρα πολλά
για το σπίτι με τα ραγισμένα κεραμίδια.
Αν και το ήθελα, δεν τολμούσα
να περάσω ούτε απ’ έξω
- Δεν κάνει, έτσι μου ‘χαν πει, για ανθρώπους σαν κι εμάς
Μια Κυριακή μεσημέρι
την ώρα που ο καλός κόσμος κοιμάται,
- Έτσι μου ‘χαν πει
δεν άντεξα και πήγα μ’ έναν φίλο μου κρυφά.
Μπήκαμε στην αυλή, κουβαλήσαμε δυο πέτρες,
πρώτος ανέβηκε εκείνος και μετά εγώ,
πάτησα και στις μύτες των ποδιών μου
για να δω πιο καθαρά μέσα απ’ το γυαλί.
Μια γυναίκα άναβε με ευλάβεια ένα καντήλι
κι ύστερα στάθηκε σε μια πέτρινη γούρνα,
γυμνή κι έπλενε τα δυο της τα βυζιά.
Τα έτριβε δυνατά και με πείσμα,
σιγομουρμούριζε αλλά δεν μπορούσα να ακούσω.
Ξάφνου η πόρτα άνοιξε,
βγήκε ένας άντρας με κοστούμι,
κοίταξε γύρω προσεκτικά και μετά
με βήμα βιαστικό χάθηκε στη στροφή,
πριν κλείσει η πόρτα, άκουσα τη γυναίκα,
- Δεν φεύγει με τίποτα η μυρωδιά των νεκρών.

Αντέχεις ; / Ειρήνη Ανδρέου


Μόνοι ερχόμαστε.. μόνοι φεύγουμε..
Στο ενδιάμεσο συμβιβαζόμαστε..
Μην τολμήσεις να επαναστατήσεις..
Κρύψε μέσα σου αυτά που θες να πεις,
δεν ωφελεί !!!! Βάδισε πλάι στο ψέμα
εκεί που είναι οι πολλοί με μία μάσκα
Μην τολμήσεις να την αφαιρέσεις...
Φόρα κι εσύ την δική σου και σώπα...
Βάψε τα μάγουλα σου μην προδοθείς..
Κρύψε την χλωμάδα της θλίψης, γέλα..
Βάλε σκιές στα χρώματα της ίριδας
να έχουνε και στρας .. ψεύτικης λάμψης..
Φόρα και τον σταυρό σου σαν καλός Χριστιανός..
Και γράφε αν θες μα όχι για αλήθειες..
Θα τα χαλάσεις όλα κι αφορισμένος θα' σαι.
Μην γράφεις για βρωμιά και σιχασιά του ανθρώπου
Για μίζες και προδότες και πατρίδες πουλημένες..
Καταραμένος ποιητής θα' σαι και μόνος...
Φόρα την μάσκα σου και βάδισε πλάι στο ψέμα...
και γράφε για τον έρωτα του ΕΓΩ , πολύ θ αρέσεις!!!!
"Μόνοι ερχόμαστε , μόνοι φεύγουμε"
Στο ενδιάμεσο συμβιβαζόμαστε
κι υποκρινόμαστε για ν' "αγαπιόμαστε"
μα αν το αντέχεις, αυτό ειναι το θέμα..
Αν αντέχεις να χάσεις τον εαυτό σου
για να' χεις το ψέμα μια ζωή για φίλο..
Όχι ευχαριστώ !!! Μόνος ήρθα μόνος θα φύγω..
Μα θα' χω την καλύτερη παρέα στο ενδιάμεσο..
Την μοναξιά μου, την αλήθεια κι ΕΜΕΝΑ!!!!

Τρίτη 25 Απριλίου 2017

Στυλιανού Θεόδωρος : Ποιήματα

Θεόδωρος Στυλιανού (βιογραφικά στοιχεία)


Ο Θεόδωρος Στυλιανού γεννήθηκε στην Κοινότητα : Κάτω Αμίαντος το  1927 και πέθανε στη  Λευκωσία το 1998. Τελείωσε μόνο το Δημοτικό σχολείο καθ΄ όσον λόγω βιοποριστικών αναγκών έκανε διάφορα επαγγέλματα ενώ είχε ενεργό ανάμειξη στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα.
Δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά κατά τη δεκαετία του 1950 .
Εξέδωσε άλλες τρεις ποιητικές συλλογές:
  • Ένα και πολλά δέντρα, 1964 
  • Επιχωμάτωση, 1972 , 
  • Επιτρέψατέ μου, 1986
 ενώ μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε και η συλλογή του Τριζόνια του μικρόκαμπου (1998).

Αν την ηχώ / Στυλιανού Θεόδωρος


Αν την ηχώ της φωνής σας
ακούτε στη δική μου
είναι γιατί ποτέ
δεν τα κατάφερα να ζήσω μόνος.

Άμοιρο καλοκαίρι / Στυλιανού Θεόδωρος



Τα περιβόλια της Λαπήθου
και του Καραβά
Τ’ ασήμι που στραφταλίζει
τα δειλινά
στη θάλασσα των Πανάγρων

Όλα δικά μου...
Να πάρω το λεωφορείο
της γραμμής
πρωί να κατεβώ στ’ ακρόγιαλο...
Έσκασε κι ο τελευταίος τζίτζικας
του φετινού
άμοιρου καλοκαιριού

Χρυσάνθεμα στη βροντή / Στυλιανού Θεόδωρος

Θυμάσαι,
πρέπει να θυμάσαι τις μεσαρίτισσες
τα κυριακάτικα δειλινά
βόλτα στη δημοσιά
Λύση, Κοντέα, μέχρι Αφάνεια

Τραγούδι χαμηλόφωνο

γέλιο κι αναγέλασμα
ξεφάντωμα στο σούρουπο 
Αχ και να μου σκορπίσανε 
χρυσάνθεμα στη βροντή 
και στην ανεμοζάλη

Θυμάσαι,

πρέπει να θυμάσαι.

Κυριακή 23 Απριλίου 2017

ΔΕΚΑ ΠΑΡΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟΚΟΣΜΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ / Τιμοθέου Ανδρέας


Άνοιξα να μυρίσω το χώμα απ’ τη βροχή.
Πρώτη σκέψη εσύ, το καντήλι που θα έσβηνε.
*
Η ζωή είναι τόσο σκληρή,
που συνεχίζεται.
*
Κάθε μέρα είναι μια υποψήφια μέρα
να λάβω ένα σου όνειρο.
*
Αναλογίζομαι τον εγωισμό της θλίψης μου,
μα μου λείπει η αφή των ματιών σου.
Ας μου καταλογιστούν όλα τα υπόλοιπα…
*
Τις νύχτες δεν φαίνεται η σκόνη στα πράγματά σου…
*
Την ώρα του Κυριακάτικου μεσημεριού
μου λείπεις απ’ όλες τις ώρες πιο πολύ.
*
Όσο ξέρω πως με καρτεράς εσύ, δεν φοβάμαι τον θάνατο.
*
Στη λέξη αγαπημένη το «μου» θα είναι πάντα πλεονασμός...
*
Σπάω ρόδι, το σκορπώ και ξεφλουδίζω την αγάπη μας.
Τα υπολείμματά του τα ρίχνω στα περιστέρια
να έρθουν να σε βρουν.



Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή ''Πλανόδιος στα Σύνορα της Εδέμ''

Μέλι με δηλητήριο / Ειρήνη Ανδρέου


Με αγκαλιάζεις βιαστικά
και το ρολόι σου κοιτάς..
ένα φιλί στα πεταχτά
κι αν σ' αγαπάω με ρωτάς.
Φαρμάκι στάζει το φιλί,
παγώνει στων χειλιών την άκρη
φωνή έντος μου μ' απειλεί
κι απ του μυαλού τα μάκρη.
Αγάπη με ωράριο
αγάπη δίχως αύριο
Καρδιάς βασανιστήριο
μέλι με δηλητήριο
αγάπη εγκλωβισμένη
σε μια ζωή κλεμένη
Τι κι αν σου πω το σ' αγαπώ
τι κι αν μου πεις πως μ' αγαπάς..
σε νιώθω ρούχο δανεικό
μη μ' αγαπάς, μη με φιλάς.
Αγάπη μες στην ζητιανιά
πληγή που όλο θα στάζει
στα δυό σου κόβει την καρδιά
στο πουθενά σε βγάζει!!!

[Απόμακρα, μες στη νύχτα] / Λαμπής Γιάννος

Απόμακρα, μες στη νύχτα
η γη με τους Σταυρωμένους
- Άραγε τους μέτρησε ποτέ κανείς;
και το κτύπημα της καμπάνας 
σαν μια αιώνια, σάπια πληγή 
αναγγέλλει τα όνειρα που έμειναν για πάντα ανάπηρα.
Τα λόγια μου χάνονται μέσα στο πόνο
κι ο αδελφός μου χορεύει ένα ζεϊμπέκικο,
έχει ανοιγμένα τα χέρια σαν φτερούγες
και το κεφάλι ψηλά, κοιτάει απέναντι
- Το χάραμα θα ανέβω το Γολγοθά και θα χορέψω ένα Ζάλογγο
φωνάζει και η φωνή του τρίζει σαν σπασμένο γυαλί.
Μας κέρασε με μια φέτα χαμόγελο
- δεν έχω τίποτα άλλο έξω απ’ το χαμόγελο, αδέλφια μου.
Βρόντηξε πίσω του τη πόρτα
και μας άφησε μέσα στη νύχτα
να ψάχνομε για την χαμένη μας ανθρωπιά.

Προσδοκώντας / Χατζηματθαίου Άθως


Στο τριαντάφυλλο της καρδιάς
που άνθισε
καθώς η ζεστασιά της ανάσας σου του χάιδεψε γλύκα τα πέταλα
φτερούγησε η μικρή νεράιδα του έρωτα
που γεννήθηκε απ 'του πόθου σου το εξωτικό μεθύσι
όταν το φλογισμένο φιλί του θεού ήλιου
που κρυβόταν σε ένα ναρκωμένο όνειρο
αναδύθηκε γλύκα στα υγρά σου χείλη
ζωντανεύοντας τους αιώνιους πόθους
της αμφίβολης ύπαρξής του
προσδοκώντας σε μια πορεία αναγεννημένης ομορφιάς.

Σωκράτους Κώστας (μικρή αναφορά)

Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1939.
Τελείωσε την Εμπορική Σχολή Σαμουήλ.
Εξέδιδε το περιοδικό "Νέα Πατρίδα"

Έξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές και δύο μυθιστορήματα 

Ποιητικές Συλλογές:http://www.mam.com.cy/el-gr/authors/?AuthorId=8804&page=2
Μυθιστορήματα: Ο αφορισμένος (1964)

ΒΟΥΚΟΛΙΚΟ (απόσπασμα) / Σωκράτους Κώστας

Σαν από σπλάχνα γης όταν ταυμνεί το υνί
βγαίνει σαν άχνη τ΄ όνειρο παμπάλαιο κοντά μου 
και μες σ΄ αχνούς συνεφικούς και αναμοζάλη πρωινή 
σπάζει σε κρύσταλλο η γης τον Έρωτά μου
......

Κι εκεί στο ρέμα το βαθύ που ήταν όλο ένας αυλός,
στις καλαμιές  και στις ιτιές κουλούριαζαν οι ήχοι
και το ρυάκι γάργαρο και ριγηλό ωσάν τραυλός
έξυε κάτω στις πετριές το σουβλερό τ΄ ανύχι.

.......
Με χούφτες πέφτουν οι σκιές κι είναι τα κρίνα κοραλλιά
κι είναι τα χείλια σου φωτιές κι αστέρια 
κι είναι οι πλεξούδες σου θελιές που μας κρεμάζουν αγκαλιά 
σαν πεταλούδες και σκιές και περιστέρια.