Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Σίχοι από ποιήματα του Ανδρέα Ιακώβου

Η Στεφάνη του Νεφελώματος ήταν αγκιστρωμένη στα μαλλιά σου
η ζωή ήταν κάτω από τις φτέρνες σου.
Σε φίλησα με τα μάτια μιας ανείπωτης συμφοράς.
Δακτύλιοι σιγούσαν και Άτρακτοι ακινητούσαν. 

**

Αντίο φίλοι κ΄ εχθροί του αγώνα που γίνεται, 
εγώ που χάραξα τους δρόμους της Αγωνίας, 
τώρα τοποθετώ οδοφράγματα και σπάω τα γεφύρια. 

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Βίκτωρ Ζήνων (μικρή αναφορά)

Ο Βίκτωρ Ζήνων γεννήθηκε το 1890. Υπήρξε λόγιος, ηθοποιός και ποιητής. Πατέρας του ήταν ο νομικός Νικόλαος Ζήνων (1838-1908), πρώην Νικόλαος Χαλήλ, γιος του Ιωάννη Νικ. Χαλήλ, κοτζάμπαση Λεμεσού, από την Τρίπολη της Συρίας. Ο ίδιος έζησε αρκετά χρόνια στην Αθήνα.  Φοίτησε στο Βαρβάκειο γυμνάσιο και στη συνέχεια στη Νομική σχολή, την οποία ωστόσο εγκατέλειψε χωρίς να πάρει πτυχίο για να αφοσιωθεί στο θέατρο. Απεβίωσε το 1970. 

Στις αδελφές ενός ήρωος

Μπορείτε να διαβάσετε στίχους από το ποίημα του Ζήνων Βίκτωρα πατώντας τον παρακάτω σύνδεσμο: http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/pinakothiki/article/view/32139/32121

ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ / Ζήνων Βίκτωρ

Βροχή από ρόδα αντίκρυ μου,
βροχή από ανεμώνες
κι ο ήλιος σ΄  ένα πορφυρό
κηδεύεται σεντόνι. 
Γάζες μαβιές, γάζες χρυσές, 
τριανταφυλλένιες, γκρίζες, 
απλώνονται στον ουρανό
κι η νύχτα όλο σιμώνει. 
Στην πλάση όλη αχύθηκε 
μια τόση πορφυράδα
που των βουνών οι κορυφές 
ματώσανε κι οι κάμποι
και κάποιο δένδρο αντίκρυ μου
φλογίστηκε τόσο που λες 
πως άναψε και σα λαμπάδα  λάμπει. 

Γεωργίου Ηλίας (μικρή αναφορά)

Ο Ηλίας Γεωργίου υπήρξε Λαικός Ποιητής της Κύπρου. Το όνομά του αναφέρεται σε πολλές ανθολογίες (πχ Μυλλωμένα και αμολόητα της Κύπρου) αλλά και άρθρα σχετικά με την Κυπριακή Λαική Παράδοση. 

ΦΙΓΟΥΡΕΣ.....ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ


Στον ουρανό τα σύννεφα,
σχημάτισαν φιγούρες,
μοιάζουν με ζώα, διάφορα,
μα και μ΄ανθρώπων μούρες,
κι αν θες να δεις ότι αγαπάς,
με λίγη φαντασία,
κλείσε τα μάτια μια στιγμή,
και μπες στην ουτοπία,
θα δεις ανθρώπους πού φυγαν,
μέρη πού χεις ξεχάσει,
αγάπες που περάσανε,
Θεό πού χεις δοξάσει,
κι ύστερα με τον άνεμο,
τα σχήματα αλλάζουν,
σαν σχέδια κινούμενα,
που κάποιοι τα διατάζουν,
αν πάλι κάνεις προσευχή,
θα δεις τον άγιο σου,
κι ύστερα στην συνέχεια,
θα δεις και τον Θεό σου,
γιαυτό κοίτα τα σύννεφα,
και φτιάξε ιστορίες,
κι άσε τους άλλους να γελούν,
και να σου λεν κακίες.
ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ / Πανάγου Μαρούλλα


Είσαι πολλά περήφανος
θαρκέσε τζι είσαι ένας ,
μέσα στον κόσμο σου που ζιείς
τζιαιν εν άλλος κανένας.
Εμάς θωρείς μας κούνουπους
πον έχουμεν αξία
γιατί μας λείπουν τα ψιλά
τζι η φτώσεια εν κυρία
Ομως μέσα στα πλούτη σου
εσκέφτητζιες ποττέ σου;
αμ μέν είσιεν ο τζιύρης σου
που εν οι μαϊρκές σου;
Εμείς απου γεννήσιου μας
εν τζι ' είχαμεν κανένα
τζι οτ' έχουμεν μες στην ζωή
γρωστούμεν το σε ...μένα

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Σωκράτης Αντωνιάδης (μικρή αναφορά)

Ο Σωκράτης Αντωνιάδης είναι συγγραφέας και ποιητής. Πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα με  την έκδοση της ιστορικής μελέτης : Μεσαιωνικά κατάλοιπα στην επαρχία Λάρνακας, 2012  και τον επόμενο χρόνο 2013 με την  βιογραφία για τον ήρωα-ποιητή Μιχαλάκη Παρίδη (2013). 

Έργα του:

Ποιητική Συλλογή: Ανώνυμη άνοιξη, Λάρνακα, Βιβλιοεκδοτική, 2014
Ιστορική Μελέτη : Μεσαιωνικά κατάλοιπα στην επαρχία Λάρνακας, 2012 
Βιογραφία: για τον ήρωα-ποιητή Μιχαλάκη Παρίδη 2013
Λοιπά:     Η Λάρνακα του Πουρίνου / 2015
          

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Ζωή



Χαρίτος Καρατζιάς

Δώρο κρυμμένο,
σ΄ εμένα δοσμένο,
στο χρόνο που τρέχει, 
και τέλος δεν έχει. 

Αγάπη δική σας,
εγώ το παιδί σας, 
γλυκιά μου μητέρα, 
καλέ μου πατέρα. 

Ζεστή η καρδιά μου,
σ΄  ότι ανοίγει μπροστά μου, 
απλά το αγγίζω, 
το  ζω, το γεμίζω.

Χρώμα αφήνει κάθε στιγμή 
ταξίδι ανθρώπου πάνω στη Γη.
Ζωή σ΄ αντικρίζω, 
μαζί σου βαδίζω. 

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Μαρία Πυλιώτου, «Ο Ροδής»


Βλέπω τη μάνα μου με το κοπάδι να κατηφορίζει προς τη ρεματιά.  Αληθινά, δεν είναι άλλη πιο τρυφερή και πιο όμορφη απ’ αυτή.  Θα επιστρέψει το δειλινό και θα ʼχει την ποδιά της γεμάτη χαρούπια και το πρόσωπό της θα ʼναι πιο φωτεινό κι απ’ το φεγγάρι.  Ξέρω πως δε θα συναντήσω άλλη σαν αυτή, μα πρέπει να φύγω.
          Η προβατίνα που περπατάει πλάι της παραπατώντας είναι ολοστρόγγυλη σαν σακί.  Κοντεύει να γεννήσει.  Η γιαγιά κοιμάται ακόμα.  Τον τελευταίο καιρό όλο κοιμάται. 
- Όταν σταματήσεις να μου λες ιστορίες, θα φύγω, της είπα μια μέρα, κι εκείνη δάκρυσε.
Πόσο αγαπάω τα παραμύθια της… Πάντα καθόμουν και τ’ άκουγα, και δε χόρταινα!  Όταν κουραζόταν και σταματούσε, άρχιζα να παίζω.  Έπαιρνα ένα κομμάτι ξύλο κι άρχιζα να χαράζω στο χώμα τις ιστορίες της.  Τις σκηνές που μου άρεσαν πιο πολύ.  Άλλοτε φορούσα όσα κουρέλια έβρισκα και παρίστανα… Και τι δεν παρίστανα!  Βασιλιάδες, μάγους, πολεμιστές, ληστές, δράκους.  Μ’ ένα μακρύ καλάμι για κοντάρι.  Κάποτε έκανα πως βρήκα τη φωλιά του Χρυσού Αετού, κι όλοι με παραφύλαγαν να τη φανερώσω.  Δε σταματούσα ποτέ το παιχνίδι.  Μια μέρα, πάει καιρός, μπήκα κρυφά στο μαντρί, βρήκα την προβατίνα μας κι έσκυψα και βύζαξα απ’ το γάλα της.  Ήμουνα μικρός, μα θυμάμαι καλά.  Ήτανε τότε που η γιαγιά Εζραχίλ μού είχε πει το παραμύθι για τα δίδυμα, που ένας κακός θείος τα πέταξε σε μια κούνια στο ποτάμι για να πνιγούν.  Μα εκείνα σώθηκαν, γιατί στην όχθη, όπου τα έβγαλε το νερό, βρέθηκε μια λύκαινα, που κάθε μέρα τα βύζαινε με το γάλα της και τα μεγάλωσε σαν μάνα.  Εκείνα τα παιδιά, όταν μεγάλωσαν, έχτισαν μια μεγάλη πόλη κι έγιναν βασιλιάδες.
Μια άλλη φορά, που απ’ το πολύ παιχνίδι είχα κουραστεί, άνοιξα μια κυψέλη, πήρα ένα κομμάτι κηρήθρα κι άρχισα να τρώω το μέλι, φτύνοντας το κερί.  Πώς μοσχομύριζε το μέλι εκείνο!  Οι μέλισσες τριγυρίζανε γύρω μου, μα καμιά δε βρέθηκε να με κεντήσει.  Η γιαγιά λέει πως εμένα με αγαπούν.  Τις παρακολουθώ κάθε άνοιξη που μαζεύονται σαν τσαμπί σ’ ένα κλαδί της λεμονιάς γύρω από τη βασίλισσά τους… Η γιαγιά τις βοηθάει.  Μ’ ένα ματσάκι δυόσμο τις τινάζει σε μια κομμένη, σαν κούπα, κολοκύθα και τις μεταφέρει σε άδεια κυψέλη.  Όταν αργήσει να γίνει αυτό, το τσαμπί διαλύεται κι όλες τραβάνε προς το βουνό, κι εκεί σμίγουν με άλλες αγριομέλισσες.
Είναι άνοιξη!  Όπου να ʼναι, το καλοκαίρι φτάνει… Τα στάχυα στο χωράφι μας έχουν ψηλώσει.  Παίρνω σπόρους και τους ξεφλουδίζω, προτού σκληρύνουν.  Σήμερα, μέρα της μεγάλης μου απόφασης, κάνω το γύρο του χωραφιού μας.  Μπαίνω στο μαντρί.  Τα ζώα μας είναι στη βοσκή.  Θα μου λείψει η μυρουδιά και το ήρεμο βλέμμα τους.
Προχωρώ προς το πηγάδι.  Μετακινώ το καπάκι και σκύβω να δω το νερό.  Άλλοτε, όταν ήμουνα μικρός, και μόνο που μ’ έβλεπε η μάνα μου να σκύβω, τρόμαζε.  Μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της και μου αράδιαζε του κόσμου τις ιστορίες για τα πηγάδια, που πάντα κάτι κρύβουν στο βυθό τους: φίδια φαρμακερά, άγρια θεριά, δράκους…  Να μην τα πλησιάζω, μου ʼλεγε.  Η γιαγιά θύμωνε τότε που με φόβιζε η μάνα κι έλεγε πως τίποτα δεν είχε το πηγάδι.  Μονάχα που, όποιος δεν πρόσεχε κι έπεφτε μέσα, πνιγόταν. [1]





Μαρία Πυλιώτου (βιογραφικά στοιχεία)



Γεννήθηκε στο κατεχόμενο Λευκόνοικο το 1935 και τελείωσε τις σπουδές της στο Διδασκαλικό Κολλέγιο. Υπηρέτησε την δημοτική εκπαίδευση ως δασκάλα. Τώρα είναι συγγραφέας και εικονογράφος παιδικών βιβλίων. Ασχολείται όμως και  με την ποίηση. Υπήρξε γραμματέας του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Βιβλίου (εθνικού τμήματος της ΙΒΒΥ) και μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.

 Έργα της:
  1. "Χαρούμενοι χαρταετοί" διηγήματα, Λευκωσία, 1976 (βραβείο εικονογράφησης και λογοτεχνικού κειμένου).
  2. "Οι Λύκοι και η Κοκκινοσκουφίτσα", νουβέλα, Λευκωσία, 1977.
  3. "Καλημέρα, Μαργαρίτα", τρία διηγήματα, Λευκωσία, 1978 (κρατικό βραβείο). Για τον «Ναζίμ και τον ψηλό κυπαρίσσι ».
  4. "Το κάστρο μας", μυθιστόρημα, Λευκωσία 1979, Εκδόσεις Πατάκη 1995, 6η έκδ. 2001.
  5. "Κι έζησαν εκείνοι καλά...", σύγχρονο παραμύθι, Λευκωσία 1980.
  6. "Τα δέντρα που τρέχουν", μυθιστόρημα, Λευκωσία 1985, εκδ. Καστανιώτης 1987 (Διεθνές βραβείο Κόρτσακ).
  7. "Τα παιδιά του ήλιου", εφηβικό μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη 1993, 8η έκδ. 2001 (κρατικό βραβείο).
  8. "Το ασημένιο καπνιστήρι", μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη 1995, 6η έκδ. 2000 (πανελλήνιο βραβείο γυναικείας λογοτεχνικής συντροφιάς).
  9. "Τζιαφέρ Γιασίντ Αλή", Εκδόσεις Πατάκη 1997, 2η έκδ. 1998.
  10. "Στα φτερά του Χρυσού Αετού", Εκδόσεις Πατάκη 1997, 3η έκδ. 2000.
  11. "Η αρβύλα που 'γινε βαρκούλα", Εκδόσεις Πατάκη 1998, 4η έκδ. 2001.
  12. "Λεώνη", εφηβικό μυθιστόρημα Εκδόσεις Πατάκη 1999 2η έκδ. 2000 (κρατικό βραβείο).
  13. "O σκύλος που έχασε την ουρά του", Eκδόσεις Πατάκη (2001).
  14. "Περιπέτεια στο Βοτανόκηπο"
  15. Μ΄ αγαπάς; Σ΄ αγαπώ!!! , Εκδόσεις Πάργα 2007.
  16. Μικρ'α Πικρά Παράταιρα / 2019

Οι πευκοβελόνες...........

Οι πευκοβελόνες που τώρα κεντάνε
                τα σταχτιά όνειρα.

Η δυσαναλογία των ταχυδρομικών περιστεριών / Νεκτάριος Ροδοσθένους


Το επόμενο τραγούδι είναι αφιερωμένο
στον άνθρωπο
που θέλησε να στείλει ένα μήνυμα
παραδοσιακά,
με τον παλιό-καλό τρόπο
Κάπου, για κάποιο λόγο…
δεν έχει σημασία
Σιγοψιθύρισε (πλεονασμός)
‘Πράγματι
είναι αξιοθαύμαστο
ένα κλουβάκι τόσο δα
να προϋποθέτει τόση ελπίδα’ (πλεονασμός)
τάδε έφη ο προαναφερθείς
που ανέβηκε
και αφέθηκε
στις ερημωμένες ταράτσες που θύμιζαν κατάθλιψη.
Που μύριζαν Αθήνα

Το χωρκό μου η Αχερίτου / Πόλια Προκόπης

Έφκαλα την απόφαση, τζιαι πία στο χωρκό μου,
σαράντα χρόνια εν εια, το σπίτι το δικό μου.
Στην πόρταν όταν έφτασα, εθέλαν να 'χω πάσο,
να δουν, τζιαι αν το εγκρίνουσην, ποτζιεί για να περάσω.

Την πόρταν όταν άνοιξαν, επία στο ταμείο,
να πιάσουν το δεκάλιρο, τζιαι που τζιαμέ να φύω.
Πρέπει να αλλάξεις την καρκιάν, προτού ρέξεις τα ττέλια,
γυρίζουν κλάματα εφτείς, αντίς που ήσιες γέλια.

Που πάτησα τα χώματα, ήτανε λυπημένα,
που ήταν υπό κατοχή, τζιαι ήταν δυστυχισμένα.
Που έφτασα εις το χωρκό, εν ούλλα χαλασμένα,
Που μου 'γιναν αγνώριστα, όπως πολλούς τζιαι ΄μένα.

Άμαν να πάεις τζιαι να δεις, τες λεηλασίες,
τες εκκλησιές, κάμουν τζαμιά, τζιαιν ούλλο γεριμίες.
Άμαν να πάεις τζιαι να δεις, με τα δικά σου μάθκια,
εφτείς ραγίζει η καρκιά, τζιαι γίνεται κομμάθκια.

Καλλύττερα να μεν πάεις, μόνο να τα θυμάσαι,
όπως τα έφυκες που πριν, την νύχτα που
τζιημάσαι.
Να τα θωρείς στον ύπνο σου, να μεν τα
λησμονήσεις

Πόλια Προκόπης (αναφορά)

Γεννήθηκε στην Κοινότητα Αχερίτου το 1937. Ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία. Μετά την εισβολή έμεινε στο Τέσσερα Μίλι μέχρι και το 1975 και στη συνέχεια στην Επισκοπή της Λεμεσού. Για βιοποριστικούς λόγους εργάστηκε ως μάγειρας στις Αγγλικές Βάσεις. Η ποίησή του είναι εμπνευσμένη από τα προσωπικά του βιώματα.