Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Η λύση του Κυπριακού Προβλήματος βρίσκεται στα κιτάπια της Ιστορίας




Διάβασα με πολύ προσοχή το άρθρο του πολύ καλού δημοσιογράφου- αναλυτή Κου Ανδρέα Παράσχου στην εφημερίδα Καθημερινή της Κύπρου και στην στήλη που διατηρεί: Πολιτείες Ανθρώπων με τίτλο: Ποιοι φοβούνται τη λύση (τη λύση του Κυπριακού προβλήματος βεβαίως) Αφού κάνει έναν ενδιαφέρον πρόλογο σχετικά με αυτούς που με διάφορες επισημάνσεις προσπαθούν να θέσουν εμπόδια στην επίλυση του προβλήματος αναφέρει συγκεκριμένα (η αρίθμηση των λόγων είναι δική μου) :
«….Προσωπικά έχω λύσει το Κυπριακό καθότι έχω ήσυχη τη συνείδησή μου πως έκανα και κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου για την πατρίδα μου.
Γι’ αυτό αρνούμαι πια να μπαίνω στο λογική του κάθε επιτήδειου ή και κοινωνικο-πολιτικά αναλφάβητου. Έτσι χωρίς φόβο και πάθος, επισκέπτομαι την άλλη μισή μου πατρίδα όσο έχω μέρες για να θαυμάζω τα κάλλη της ή και να απολαμβάνω τη συντροφιά φίλων μου Τουρκοκυπρίων.
Τα κάνω όλα αυτά διότι δεν φοβάμαι τη λύση, αφού
1.       δεν έχω εγκληματήσει ώστε να προκαλέσω κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και εισβολή ξένου στρατού στην πατρίδα μου. Απεναντίας, αντιστάθηκα παρά το νεαρό της ηλικίας μου, στο πραξικόπημα το ’74.
2.       Δεν φοβάμαι τη λύση γιατί δεν έβαψα τα χέρια μου με αίμα αθώων γυναικόπαιδων,
3.       δεν δολοφόνησα συνανθρώπους μου επειδή με διέταξε η όποια ΕΟΚΑ Α’ ή Β’ ή ΤΜΤ ή ο όποιος πολιτικός ή κληρικός διατηρούσε παράνομες ένοπλες ομάδες και θεωρούσε ότι οι ζωές των ανθρώπων είναι αναλώσιμες.
4.       Δεν έβαλα βόμβες, ούτε σύλησα εκκλησίες και τζαμιά ούτε κήρυξα το μίσος από άμβωνες και μπαλκόνια.
5.       Δεν λεηλάτησα περιουσίες συμπατριωτών μου. Δεν έκανα κανένα αγνοούμενο, ορφανό ή πρόσφυγα.
6.       Δεν έκανα καριέρα, κοροϊδεύοντας συγγενείς νεκρών και αγνοουμένων.
7.       Δεν κρύφτηκα πίσω από την ατιμωρησία, σκαρφαλώνοντας σε κομματικά αξιώματα.
8.       Δεν είμαι διαπλεκόμενος, φοροφυγάς, ούτε έκλεψα ποτέ το δημόσιο.
9.       Δεν φοβάμαι τη λύση γιατί θέλω να απαλλαγεί ο τόπος από το ρουσφέτι και την αναξιοκρατία. Γιατί επιδιώκω να υπάρχει λογοδοσία στις πράξεις των κρατικών, πολιτικών και κομματικών αξιωματούχων. Γιατί θέλω να με κυβερνούν οι άριστοι, οι νέοι άνθρωποι του τόπου μας που τώρα διαπρέπουν στο εξωτερικό, αρνούμενοι να επιστρέψουν σε μια πατρίδα που ο κάθε τζιτζιφιόγκος από τζάκι ή το κάθε κομματικό τσιμπούρι μπορούν να πνίξουν την Κύπρο στη χρεοκοπία ή και στο αίμα προκαλώντας ξανά νέες τραγωδίες.
10.    Δεν φοβάμαι τη λύση γιατί πιστεύω ότι ο μετασχηματισμός της Κύπρου από μια χώρα μίζερη και χρεοκοπημένη σε μια σύγχρονη κοινωνία απαλλαγμένη από κάθε είδους μισαλλοδοξία και ρατσισμό, σε μια χώρα όπου θα πρωταγωνιστούν η παιδεία, η τεχνολογία και ο πολιτισμός, αποτελεί τον μονόδρομο της σωτηρίας μας.

Δεν θα σταθώ στο πρώτο χρόνο που χρησιμοποιεί ο δημοσιογράφος. Αντίθετα θα υποστηρίξω ότι τα λόγια αυτά, οι λόγοι που υποστηρίζει  θα μπορούσε και ίσως να είναι οι λόγοι καθενός από εμάς, του κάθε Κύπριου πολίτη.  Λόγοι φυσικά για την ανασύνταξη ενός σύγχρονου κράτους και όχι λόγοι για την λύση του Κυπριακού προβλήματος. Διότι άραγε ποιος θα πιστέψει ότι η επίλυση ενός χρόνιου προβλήματος εισβολής με όλα εκείνα τα στοιχεία που είτε ξεχάστηκαν, είτε επιμελώς τίθενται στο περιθώριο (αγνοούμενοι, προσφυγιά, καταπάτηση περιουσιών κτλ) θα φέρει στο φως και ένα αψεγάδιαστο κράτος; Ένα κράτος όπου:
1.       Θα εξαλειφτεί  η διαπλοκή, η φοροδιαφυγή και η κλοπή του Δημοσίου
2.       Θα απαλλαγεί ο τόπος από το ρουσφέτι και την αναξιοκρατία
3.       Θα υπάρχει λογοδοσία στις πράξεις των κρατικών και αξιοκρατία
4.       Θα μηδενιστεί η εκμετάλλευση των προβλημάτων των αγνοουμένων και όσοι ευθύνονται για το 74 θα δικαστούν, θα παραδοθούν στη δικαιοσύνη και όσοι πραγματοποίησαν καριέρες πάνω στο πόνο ενός λαού θα εξαφανιστούν;


Νομίζω ότι δικαίως ο δημοσιογράφος περιγράφει όλα τα κακά της Κυπριακής Δημοκρατίας ως βασικά αίτια μιας  χώρας μίζερης και χρεοκοπημένης και ευελπιστεί ότι με τη λύση θα καταστεί η Κύπρος  «… σε μια σύγχρονη κοινωνία απαλλαγμένη από κάθε είδους μισαλλοδοξία και ρατσισμό, σε μια χώρα όπου θα πρωταγωνιστούν η παιδεία, η τεχνολογία και ο πολιτισμός, αποτελεί τον μονόδρομο της σωτηρίας μας»
Νομίζω όμως πως δεν είναι αυτοί οι λόγοι που θα πρέπει να βασιστεί κάποιος για την επίλυση του άλυτου Κυπριακού Προβλήματος. Θεωρώ πως εάν διδαχτούμε από την ιστορία και αναλύσουμε τα σχετικά εδάφιά της θα κατορθώσουμε να εύρουμε ξεκάθαρα τη λύση. Εξάλλου οι συνυπάρξεις διαφορετικών εθνών και λαών δεν ευοδώθηκαν στο ρου της Ιστορίας. Το αντίθετο. Δημιούργησαν εν καιρώ νέες εντάσεις και πάθη.
Συμφωνώ , ότι ο κάθε ηγέτης έχει το δικαίωμα να προσπαθήσει και να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που του δίνεται μέσα στο χρόνο. Πάντα όμως φέρει και την ευθύνη των επιλογών του.

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Πρόποσις Χρ. Κουππά

     
                         κατά το γεύμα της 31 Δεκεμβρίου 1897
                                  στην Εμπορική Λέσχη

                    Ομογενείς! Σας χαιρετώ με πάλλουσαν καρδίαν,
                    Και απευθύνω προς Υμάς ευχήν θερμήν, μυχίαν
                    Όλοι να ζήσετ’ ευτυχείς, κι όσα επιποθείτε
                    Στο Νέον Έτος εύχομαι να τα αξιωθείτε.

                    Ήτο πικρόν το παρελθόν, ω αδελφοί, στο Έθνος
                    Τηρείται μέχρι σήμερον εις την καρδιάν το πένθος
                    Και η Πατρίς μέχρι του νου εκ των πληγών σφαδάζει
                    Των δε Ελλήνων η καρδιά εισέτι αιμοστάζει.
                    Ενθέρμως λοιπόν εύχομαι ταχέως ν’ ανακύψει,
                    Να δοξασθεί, την συμφοράν στ’ ανάθεμα να ρίψει.
                    Να αναλάμψει η χαρά στο γένος των Ελλήνων
                    Να επανέλθει η εύκλεια των χρόνων μας εκείνων.
                    Άρα, υπέρ του Έθνους μας την πρόποσιν προτείνω
                    Στην θέλησιν του Ποιητού την τύχην του αφήνω.
                    Το Έθνος μας προώρισται, ω αδελφοί, να ζήσει
                    Ούτω το θέλει ο Θεός, και θα ευδαιμονήσει.


Ποίημα του Χρ. Κουππά

Τω φιλτάτω μοι φίλω κ. Δημ. Μαριδάκη
επί τη απελεύσει αυτού

Να γράψω θέλεις φίλε μου στίχους στο λεύκωμά Σου
αλλά μοι είνε δύσκολον δια να στιχουργήσω
να αναφέρω επαρκώς τα προτερήματά Σου
της Σης καρδίας τας χορδάς δια να συγκινήσω.

Φίλος είσαι ειλικρινής με ευγενείς τους τρόπους
και Καλλιτέχνης άριστος, σπανίας ευγλωττίας
εφ’ ω τυγχάνεις προσφιλής εις όλους τους ανθρώπους
μύστης δε έκτακτος, δεινός, ταχυδακτυλουργίας.

Είμαι καγώ Δημόσθενες! είς εκ των θαυμαστών Σου
αγάπην τρέφω δια Σε, συμπάθειαν μεγάλην
δι’ ο, στην τάξιν έχε με των φίλων των πιστών Σου
Και ήδη αποχαιρετών Σ’ ανοίγω την αγκάλην.

Προσφέρων Σοι τον ασπασμόν
με της φιλίας σεβασμόν
Φωνών Σοι πολλά Χαίρε!
Φίλε, πιστέ Εταίρε!

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Το πέτρινο σπίτι με τα περιστέρια


Μέσα στο πούσι
έρχεται από πολύ μακριά

δίχως στέγη,

με τα περιστέρια στο γείσο -


είναι το ξυπόλυτο παιδί

με τη σπασμένη φυσαρμόνικα

που περνάει στον δρόμο,


είναι το πέτρινο σπίτι με τ' άδεια

δωμάτια κι οι παράξενες αγελάδες

που έχουν μετακινηθεί

μέσα στην ομίχλη


είναι τα παράθυρα χωρίς

πλαίσιο στο πέτρινο σπίτι

με τα περιστέρια στο γείσο,


είναι το παιδί που δεν βλέπει

με τη φυσαρμόνικα

χωρίς ήχο -


απαγορεύεται η μουσική

και το εμβατήριο της θλίψης

έτσι καθώς διασχίζει τον δρόμο

με το πέτρινο σπίτι

ο μικρός Ζαχαρίας

μόλις δύο ετών,


ενθάδε κείται

στο κοιμητήριο Ριζοκαρπάσου.

[Οι νεκροί βρομούσαν...]

Οι νεκροί βρομούσαν από ‘να
μίλι μακριά, ήταν ανελέητο
το τελευταίο καλοκαίρι —
τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων
τις στέγες των σπιτιών.
Φριχτό καλοκαίρι για τους ανθρώπους
μπάσαν τους νεκρούς απ’ την πίσω
πόρτα στον Άη Γιάννη,
δεν τους χωρούσαν, λέει, τα φέρετρα.
Κι ο πιτσιρικάς — πήχτρα το αίμα
στα ρούχα του — άνοιγε λάκκους,
τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα
στους κροτάφους στη μνήμη
βαθιά ως το μέλλον.
Τον ήξερες αλλιώτικα
τον κυπριώτικο ήλιο,
θεία Μαρίνα, την αυγή
με τα περιστέρια στους ώμους.
           (Σχεδόν μηδίζοντες, 1977)

Ανάσταση Μνήμης


Της Κύπρου

Ανάσταση μνήμης.
Η σπίθα πόσο περίεργο,
σβήνει από την λήθη. 


Μάνα, άμε στο πηγάδι.
Η Ιστορία ξεβράζει,
νερό, αλάτι, κόκκαλα. 


Πατέρα, σήμερα
ξεχορτάριασα το μνήμα.
Τσιγκέλωσαν στα χέρια μου οι σημαίες. 


Αδελφέ, τουφέκι η γλώσσα
στον ώμο σου φώλιασε.
Η Ειρήνη σπαρταράει. 


Μουγγή Πατρίδα,
σκίζω τα βουνά, σαν τα στήθη μου.
Ν΄ακουστεί η φωνή μου.

ΑΚΑΜΑΣ


Στην Πάφο ακόμα άθικτο τ' ορμάνι του Ακάμα
μέσα στο δισκοπότηρο σαν εκκλησιάς το νάμα.


Λοτόμοι μείνετε μακριά τα χέρια κάτω. Η φύση
ανέγγιχτη αφήστε με θα θελε να μιλήσει .


Το πράσινό της του βουνού κι η θάλασσα κρυστάλλι
χαϊδολογά τα πόδια της και την φιλάει αγάλι 


Βγαίνει Αφροδίτη απ τον αφρό κι ο Αδωνης κατόπι
παίρνουν θυμάρια ρίγανες και δάφνες στ' αγροτόπι.


Για της αγάπης την σπηλιά κι ο έρωτας γεννιέται
στης ροδοδάφνης το νερό γέρνει κι αποκοιμιέται 


Το στόμα του μοσχοβολά φασκόμηλο θυμάρι
κι όταν ξυπνήσει κυνηγά γέρο και παλικάρι .


Αλίμονο που πληγωθεί απ τα δικά του βέλη
πιο πολύ πίκρα γεύεται κι ας περιμένει μέλι 


Γλυκόπικρη λαβωματιά κι αν το ποθεί να γιάνει
Στης Αφροδίτης τα λουτρά να πα να βρεί βοτάνι

Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

ΙΚΕΤΙΔΕΣ ΠΟΘΟΙ


Αγρίεψέ με θάλασσα
‘Οταν με λούσεις με τη μάνητά σου
δεν θέλω ράβδους της πανσέληνου 
σε μια θυρίδα αναμνήσεων
ούτε της νύχτας αναχώρηση
σε φωταγωγημένες ώρες
Αν χρειαστεί και κάποιες νότες μου
ας σβήσουν στην υγρή αγχόνη
Κι αν επιβάλλεται , τα βήματά μου
να γίνουνε βράχοι
που πάνω θα σπάνε οι ευαίσθητοί μου φλοίσβοι
Αγρίεψέ με πέλαγο
όταν με ντύσεις με την αύρα του βυθού σου
όταν επάνω στις λεπτές μου φλέβες
αναπνεύσουν τα μικρά αγέννητα δελφίνια
Κι όταν τα τέρατα θα εφορμούν
-προϊστορικές καταβολές μου-
να εκποιήσουν ένα πλεούμενο ιστορίας μου
αγρίεψέ με
προτού γαλήνιος περιπέσω
στις μικρές διαθήκες των Θεών μου
Ε.Α.Φωτιάδου
« Η Λίμνη των Κύκλων» , Εκδόσεις Μανδραγόρας , Αθήνα 2014

Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Ο έρωτας σου της Αλεξάνδρας Γαλανού

Ο έρωτας σου
πυρακτωμένη πανσέληνος που έπεσε στη θάλασσα.
Πήραν φωτιά τα κύματα
κι έλουσαν φως
τους διάττοντες αστέρες.
Τώρα
ματαιοπονείς τα πρωινά
προσπαθώντας ν' αλιεύσεις
τα υπολείμματα...

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

"Λευκωσια, βραδι 15.7.74" / Πασιαρδής Μιχάλης

Δεν είναι η Λευκωσία απόψε
η πόλη του γλυκού καλοκαιριού,
του δειλινού π’ άναβε τ’ άστρα,
αυτή που ξέραμε ως εχτές
που πίναμε σ’ ένα ποτήρι τη δροσιά της.
Απόψε στα στενά παίζουν τον θάνατο
κάθε γωνιά φωτιά κι αγώνας.
Η Λευκωσία απόψε πολεμά
και πέφτει.
(Ο Δρόμος της Ποίησης, Β´, 1976)

Το αλφαβητάρι της μνήμης (απόσπασμα)

Το Α 

Η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού
κι η εκβολή του ποταμιού στη θάλασσα. 

Το Β 

Οι σωστές ονομασίες των πραγμάτων  
πέτρα, άγαλμα, ελιά, στεφάνι. 

Το Γ

Τα χρώματα κι οι αποχρώσεις τους
κυανούν- υποκύανον, ερυθρόν-υπέρυθρον, λευκόν- υπόλευκον

Το Δ

Τύμβος Νικοκλέους εις Έγκωμην 
και λίγο πιο πέρα σφαγμένα άλογα

Το Ε

Συνδυασμοί ονομάτων 
Γρηγόρης και Μάτσης: Θάνατος κι ελευθερία 

Το ΣΤ΄ 

Ακανθού πατρίδα μου
Αμμόχωστος πατρίδα μου 

Τα εικοσιτέσσερα γράμματα δεν επαρκούν.
Η μνήμη είναι αδηφάγα
Τι να της κάνουν τα λιγοστά ψηφία του αλφαβήτου; 

Ο έρωτας του σώματος 1983

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

TO ΦΟΡΕΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ


Το φόρεμα της Κυριακής
μην το κρεμάσεις στην ντουλάπα
μη βάλεις ναφθαλίνες 
Μισώ τη μυρωδιά αυτή του χρόνου
Ακούμπησέ το δίπλα σου
σαν άγαλμα ακέφαλης Θεάς
που μας στολίζει το σαλόνι
απ΄την ημέρα που ενωθήκαμε
εις σάρκα μία
εις σκέψεις δύο
εις ημέρες αποκρυπτογραφημένου έρωτος
Μην καθαρίσεις το γιακά
Μ΄αρέσει ο λεκές από μεθύστακα άνεμο
την ώρα που χαμηλώνουνε τα φώτα στο λιμάνι
για ν’ αποπλεύσουν οι φωνές με ούρια συσκότιση
Κι εκείνο το φίδι που κρέμεται πλάι στο φιλί
μικρογραφία προπατορικού αμαρτήματος
κέρασέ το δυο μήλα κατακόκκινα
‘Ενα το χρωστούμενο
κι ένα για το δρόμο

Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου 
« Η Λίμνη των Κύκλων»
Εκδόσεις Μανδραγόρας , Αθήνα 2014

ΦΩΝΗ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ



Η ζέστη δεν προερχόταν από τις εκπνοές ενός θερμού Ιούλη αλλά από τις καυτές μνήμες που έστηναν χορό με τα μαύρα πέπλα τους καθώς ο επικήδειος προχωρούσε , οι αναφορές γίνονταν πιο κόκκινες και η αντοχή της διαμελιζόταν σε ψίχουλα που τα τσιμπολογάνε άκαρδοι σπουργίτες του καιρού. Σαράντα ένα χρόνια μετά , στο τέρμα μιας επώδυνης διαδρομής, γεμάτης απορία, αγωνία μα και ελπίδα συνάμα, στεκόταν πια μπροστά στην αλήθεια που υποψιαζόταν μα δεν αποδεχόταν, μπροστά στα οστά ενός πατέρα που τη συνόδεψε σε όλα τα χρόνια της σαν ένα βλέμμα σε μια φωτογραφία, σαν μια σκιά μέσα σε μια νύχτα ατέλειωτη, χωρίς εξομολόγηση . Σε απόκρυψη μονάχα τα μηνύματά του σκότους της, μέχρι που ένα πρωί η σύγχρονη επιστήμη της ταυτοποίησης οστών τράβηξε απότομα τις κουρτίνες που κάλυπταν τα δικά της ερωτήματα και της παρουσίασαν το λόγο της απουσίας τόσων χρόνων, ενδεδυμένο με πατριωτικά χρώματα και εθνική συγκίνηση. Ο αγνοούμενος πατέρας που έγινε πια γνωστός, με το χαμόγελο εκείνο στη φωτογραφία που μίκραινε σιγά σιγά ώσπου χάθηκε βαθιά μες στην ψυχή της, σαράντα ένα ολόκληρα χρόνια περίμενε τη δικαίωσή του σε ένα ομαδικό τάφο, σε μια ομαδική παράνοια των λαών. ΄Ηθελε να φωνάξει, ήθελε να κλάψει, ήθελε ακόμα να ζωγραφίσει ένα τεράστιο «Γιατί» πάνω στον Πενταδάχτυλο, ακριβώς πάνω από τη μισοφέγγαρη χαρακιά των ξένων. Και να ξεθάψει ήθελε τη μάνα της, τον μόνο άνθρωπο που περπάτησε δίπλα της προτού χαθεί μες στον απόλυτο πόνο , στα σαράντα πέντε της μόλις. Μα μίλησε μόνο με τη σιωπή της, έτσι καθώς την τύλιξε στο σάβανο του χρόνου και την ακούμπησε επάνω σε ένα φέρετρο με το οποίο κήδευε την απουσία και την παρουσία του άγνωστου πατέρα αντάμα.
Ο επικήδειος είχε μάλλον φτάσει στην κορύφωσή του καθώς το εξέχον πρόσωπο της πολιτικής ζωής του τόπου απελευθέρωνε όλες τις καλολογικές δάφνες της ομιλίας του. Μα εκείνη , υπακούοντας σε μια δική της εσωτερική φωνή , έκλεισε τα μάτια θέλοντας να κλείσει απ΄έξω και τις λέξεις, διψώντας και πεινώντας μονάχα για το δικό του άγγιγμα, για τον δικό του λόγο. Και λες και άγγελος Δευτέρας Παρουσίας εισάκουσε την πεθυμιά της, ήρθε και σήκωσε μπροστά της όλα όσα δεν έζησε . Το τρυφερό χέρι του πατέρα στα μάγουλα, στα μαλλιά της. Το γέλιο της ευτυχίας τους στο κυνηγητό, στο κρυφτό μέσα στα δέντρα του περιβολιού τους . Το βλέμμα του σε μια σχολική γιορτή. Την ανάσα του σε μια έγνοια της, σε ένα προβληματισμό της. Όλα τα φαντάστηκε εκείνη τη στιγμή. Με σάρκα και αίμα. Κι όλα τα άκουσε σαν δικό της « Πάτερ ημών» , με ακροατή άλλο κανένα εξόν απ΄την ψυχή της. 
Κι ήρθε μια στιγμή μέσα στη φαντασίωσή της, που θάρρεψε πως εκείνη η ανατριχίλα στο κορμί της, εκείνο το θρόισμα της καλοκαιρινής αύρας δίπλα της , ήτανε ίσως ένα φιλί του απολογητικό για όσα θα΄θελε να της προσφέρει και δεν μπόρεσε.
Ο επικήδειος είχε μάλλον φτάσει στο τέλος του, το ίδιο και η αντοχή της και ποιος ξέρει ποιος άγγελος ή ποιος δαίμονας εκείνη την ώρα άφησε στην άκρη τα προσχήματα της μέρας , έβαλε επιτέλους φωνή στη σιωπή της κι άκουσαν όλοι μες στο χειροκρότημα ένα κλάμα σαν φραγμό σε όλους εκείνους που δεν έζησαν, σε όλους εκείνους που δεν ήξεραν!

TO AΣΠΡΟ ΜΑΣ ΑΛΟΓΟ


Αφήστε το άσπρο μας άλογο
επάνω στον καμβά του να καλπάζει
Κάποια νεκρή μας φύση 
πρέπει να αναπνεύσει

Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου 
" Η Λίμνη των Κύκλων"
Εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2014

[Αυτές τις στιγμές...]

Αυτές τις στιγμές τι να γράψει κανείς
ξέφυγε ο στίχος πάνω από τις γραμμές
πάνω από συνειδήσεις ανθρώπων
κι όλοι αποκαμωμένοι, σκυμμένοι στη γη
μαζεύουν όνειρα μέσα στις λάσπες του χθες
Αύριο, αν οι δρόμοι μας κλείσουν
στις καταιγίδες και απελπιστούμε.
Ας μάθουμε πως οι τράπεζες της ψυχής
ήσαν πάντα ανοιχτές, μα δεν το ξέραμε.

Α. Τέμβριου