Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ


Η αλήθεια αυτή δεν κρύβεται
σε όλους θα την λέμε,
αν την αλήθεια κρύψουμε
μετά πολύ θα φταίμε!
Η σωτηρία της ψυχής
είναι σπουδαίο πράγμα,
δώσ' την καρδιά σου στον Χριστό
κι Αυτός θα κάνει θαύμα!
Δώσ' Του το πράσινο το φως
μέσα σου για να ζήσει,
θα σε αλλάξει ριζικά
θα σε αναγεννήσει!
Χριστοδούλου Θάλεια.

Προσευχή....



Στίχοι Θάλεια Χριστοδούλου. Μουσική,ηχογράφηση studio,ενορχήστρωση. επεξεργασία ήχου καί εικόνας, Γιάννης Ρεμπελάκης....

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

[Δρασκελώντας προμαχώνες ]

Δρασκελώντας προμαχώνες
απο θρυμματισμένα αγγεία,
συνεπιβάτες τραγικοί
σε αλλότριες πολιτείες
ανερμάτιστα οδεύουμε 

ανάμεσα στο ζαφειρί και το γήινο
.
Α.Γ. "Ανάμεσα στο ζαφειρί και το γήινο"
Εκδόσεις Σμίλη, 1996.

Η κόρη της θλίψης / Λαμπής Γιάννος


Κάποιος λέει ότι σε είδε,
είχες ριγμένο στον ώμο ένα λαδί σάλι,
ακουμπισμένη σ’ ένα ξεφτισμένο τοίχο,
μιλούσες με τους περαστικούς σε κάποια ιερή οδό,
εκεί όπου ο χρόνος στέκει, μαύρος, πηχτός, ακύμαντος ωκεανός

- Απόψε πάλι ήταν εδώ,
ναι, είμαι σίγουρη, εδώ ήτανε
δεν μπορεί να κάνω τόσο λάθος,
τον είδα να κυκλοφορεί ανάμεσα στο πλήθος,
να με κοιτά κάτω απ’ τα μαύρα του γυαλιά,
ναι σας λέω, είμαι σίγουρη, εδώ ήτανε,
δεν μπορεί να κάνω τόσο λάθος,
τον άκουσα, τους έλεγες, που φώναζε,
« φυσάει απόψε δυνατά, και το στήθος μου,
γεμίζει χώμα σε κάθε μου ανάσα,
τι όμως κι αν ο θάνατος έρχεται ακόμα ένα βήμα πιο μπροστά,
εγώ φεύγω πριν με δεις να σβήνω, αλλά δεν θα σε προδώσω,
έχω προφτάσει ήδη κι έμαθα, μέσα από εσένα εγώ να ζω »
Κοντοστέκονταν, κουνούσαν το κεφάλι
κι έφευγαν μουρμουρίζοντας – τι κρίμα, πάει, σάλεψε κι αυτή -
κι εσύ τους έτρεχες ξοπίσω φωνάζοντας,
- Όχι, να μην τον θάψετε εδώ, όχι σας παρακαλώ,
τρομάζω που το σκέφτομαι,
γιατί ο αέρας που φυσά, θα ‘ναι βαρύς,
θα έχει στην αγκαλιά του, ένα μπουκέτο
απ’ τους τριγμούς της σιωπής, τους στίχους του,
και θα το ρίχνει στη ποδιά μου.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ


 Πολυκάρπου Ανδρέας 

Αυτήν την άνοιξη
τα χάσαμε τα χελιδόνια.
Πέταξαν μακριά μας
αλλού να χτίσουνε φωλιές.


Τα βάσανα μας
αλλοίωναν τα όνειρα τους.
Θεατρίνοι της ευλογίας
για πιο ζεστά φύγατε μέρη.

Αυτά τα χελιδόνια
δεν έφεραν την άνοιξη.
Με τα φτερά τους
σε τόπους άλλους την πήρανε.


Οι άψυχοι μας νόμοι
σκόρπισαν τη σπορά.
Κανένα αγιόκλημα δεν
θέλησε να σκύψει το κεφάλι στη νύχτα.


Σκέπασαν τα νέφη
προτού η βροχή να πέσει.
Τα σύννεφα του ουρανού
τον τόπο μας απομονώνουν.


Αυτήν την άνοιξη
δεν ήρθαν τα χελιδόνια.
Στο κρύο μας μάρμαρο

πού καιρός για ν’ ανθίσει το φως

Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Πιο γιασεμί / Άθως Χατζηματθαιου

Πιο γιασεμί
Και πιο τριαντάφυλλο
Έδωσαν το άρωμα τους
Στις στάλες
Δροσιάς 
Που τα χείλη σου
Μου χάρισαν
Σ΄ εκείνο το φιλί
Που έσταζε ερώτα
Στα βελούδινα πέταλα του…
Ποια νεράιδα
Και ποια θεά
έντυσε στης θάλασσας και στ’ ουρανού
τα χρώματα
το θειο βλέμμα σου
που σένα χάδι του
έδεσε άλυτο κόμπο την καρδιά μου.
Αθως Χατζηματθαιου

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟΔΗΜΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΓΑΤΑΣ


Απόψε, έχω την τιμή, να σας καλησπερίσω,
απόδημοι τζιαί χωρκανοί,
με μια χαρά πρωτοφανή,
να σας καλωσορίσω!
Σιιλιάες μίλια μακριά, είστε αποκομμένοι,
απόδημοι μας, χωρκανοί,
χωρίζουν μας ωκεανοί
τζιαί όμως, ενωμένοι!
Κάμποσοι στην Αυστράλια, πού σας ξενητεμένοι!
τζιαί στην Αγγλία μερικοί,
οι πιο πολλοί Αμερική,
εν εγκατεστημένοι!
Για μια καλύττερη ζωή, γι’ αυτούς τζιαί τα παιδκιά τους,
πολλά νωρίς, στα νιάτα τους,
αφήκαν την Ασγάτα τους,
πού είχαν στην καρκιά τους!
Στόν δεύτερον παγκόσμιο, πόλεμο του σαράντα,
όταν τούς αποστράτευσαν…
Πολλοί, εμετανάστευσαν
τζιαί μείναν τζιεί για πάντα!
Πάμπολλοι ξενητεύτηκαν, εφεύκαν με τα πλοία,
συγκινημένοι σάλταρα(ν)!
Τζι’ άλλοι στης γης τα τάρταρα,
‘μείναν στα μεταλλεία!
Εφεύκασιν που το χωρκό, με μια κρυφή ελπίδα!
σύντομα να γυρίσουσιν,
μά ‘μελλε ν’ αγαπήσουσιν,
τζιαί δεύτερη πατρίδα.
Εν εν καθόλου εύκολο, να φύουν να τ’ αφήσουν,
πό’ ‘ναν αγώνα διαρκή…
Τζιαί πάλε πτού, πού την αρκή,
στην Κύπρο για να ζήσουν.
Συνεργασία άψογη, με την κοινότητα μας!
Σε μία σχέση γόνιμη,
βρίσκονται οι απόδημοι,
για την ενότητά μας!
Τωρά η δεύτερη γενιά, χαράσει του ‘ν την στράτα,
την τρίτη θα καθοδηγά…
τέτοια καλά να τα τρυγά,
στο μέλλον η Ασγάτα!
Πρεσβεύεται την Κύπρο μας, πολλά σωστά κινείστε!
Στα ήθη τζιαί τα έθιμα,
προβάλλεται τα πρόθυμα,
στην χώρα σας πού είστε.
Σας είμαστε ευγνώμονες, για τες προσπάθειές σας!
Αμερικάνων δωρητών,
τον σύλλογόν Ασγατιτών,
για τις βοήθειές σας! 
Στέλιος Σανιδκιώτης

ΑΝΝΟΙΕΙ Η ΚΑΡΚΙΆ ΦΎΛΛΑ -ΦΥΛΛΑ


Αννοίει η καρκιά φύλλα-φύλλα
τζι ο λοϊσμός σου ούλλη η χαρά
τα κακά τώρα φύαν,
η στράτα μας φκιώρα τζι η μέρα δροσιά
ρεφρέν
Στο κρασίν της αγάπης εμείς μεθυσμένοι
τραβούμεν την στράταν τζι όπου μας βκάλει
εν η αγάπη πεθυμισμένη
τζι εμεις μετά της αγκαλιασμένοι
μες στην παράδεισον της τωρά μας βάλλει
οι δκυό σε στράταν του ορομάτου
να συνομπλάσουμεν ότι αγαπούμε
σ'έναν παλάτι την καλημέρα του αγαπώ μας
νους τ άλλου να το λαλούμε.
Αννοίει καρκιά φύλλα – φύλλα
που ούλλα γράφουν για ευτυχία
νέφος κανέναν εμάς εν ισσιάζει
σαν αγαπιούμαστεν, μόνη αξία .
ρεφρέν
Στο κρασίν της αγάπης εμείς μεθυσμένοι
τραβούμεν την στράταν τζι όπου μας βκάλει
εν η αγάπη πεθυμισμένη
τζι εμεις μετά της αγκαλιασμένοι
μες στην παράδεισον της τωρά μας βάλλει

Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ


Από τον γέρο Κακουλλήν, τον γείτον τον καλόν μου,
που κάποτε στα νιάτα του, είχα τον δάσκαλον μου,
μιαν ιστορίαν άκουσα πούμεινεν στο μυαλόν μου.
Ένας λεβέντης είπεν μου, κάπου εις την Ασίαν,
ποια χώρα ήταν ακριβώς, εν έσιει σημασίαν,
παντρεύτηκεν μα δεν είσιεν, καμιάν περιουσίαν.
Τζιαι στην απελπισίαν του, στην τύχην του την μαύρη,
μέραν τζιαι νύχταν έτρων τον, της φτώσιας του το κάγρι,
τζι’ έτσι εξενιτεύτηκεν, την τύχην του για νάβρει.
Επήεν χώρες μακρινές, δουλειάν για να γυρέψει,
τζιαι η καλή του σύντροφος, μοναδική του σκέψη,
μα τότες πόσταν εν είσιεν, γράμματα να της πέψει,
Είκοσι χρόνια δούλευκεν, μακρά σε ξένους τόπους,
τζι΄έκαμεν λίρες κάμποσες, με τους πολλούς του κόπους.
τζιαι ούλοι αγαπούσαν τον, για τους καλούς του τρόπους.
Τρεις λίρες εθυσίασεν, άλογον να γοράσει,
τζιαι πέντε όπλον για τζιυνίν, στον νόμον να κρεμμάσει,
τζι’ έπιαν τα τζιαι ξεκίνησεν, στο σπίτιν του να φτάσει.
Μα στο στραφίν του έμελλεν, τα μμάδκια του να δούσιν,
τον πάνσοφον τον γέρονταν, π’άκουεν να λαλούσιν,
τζιαι πλάσματα που έρκουνταν, να τον συμβουλευτούσιν.
Έμπειν τζιαι τούτος στην σειράν, χωρίς τζιαιρόν να χάσει,
να κάτσει με τον γέρονταν, τζιαι να τον κουβεντιάσει,
μιαν συμβουλήν που νάξιζεν, πέρκι τζιαι τούτος πιάσει.
Τζιαι με τον γέρον έκατσεν, σε τζιείν την ξένην Χώραν,
τζιαι κουβεντιάζασιν μαζίν, τζι’ οι δκυο καμπόσην ώραν,
τζιαι τη ζωήν του που αρκής, του γέρου την ιστόραν.
Τζι’ άμα του είπεν γλήορα, θα πάει στην καλήν του,
ο γέρος εσηκώστηκεν, σούζει την τζιεφαλήν του,
τζιαι πολοήθην τζι’ είπεν του, τότες την συμβουλήν του.
Λαλεί του άμαν θυμοθείς, να μεν κάμεις φοέραν,
πάρε βαθκειάν αναπνοήν, ποφύσα στον αέραν,
τζιαι τον θυμόν σου φύλαξε, την δεύτερην ημέραν.
Λαλεί του τούν την συμβουλήν, καλά να την σπιάσεις,
τζιαν θυμωθείς τζιαι τ’όπλον σου, κάποιαν στιγμήν το πιάσεις,
να θυμηθείς την συμβουλήν, τζιαι να το κατεβάσεις.
Τζι’ αν πάρεις την απόφασην, πλάσμαν να θανατώσεις,
να δώκεις τόπον στον θυμόν, εφτείς να μετανώσεις,
τζιαι μείνε την επαύριον, για να τον ισκοτώσεις.
Έπιασεν τουν την συμβουλήν, πάλε καβαλλητζιέφκει,
ποσιαιρετά τον γέρονταν, τζιαι που κοντά του φεύκει,
τζιαι στης καλής του την θωρκάν, συνέχειαν κοντεύκει.
Μέρες τζιαι νύχτες προχωρά, πολλά ταλεποράται,
με πέτραν για προσιέφαλον, πολλές φορές τζιοιμάται,
ώσπου μιαν νύχταν έφτασεν, έσσω του ώσπολλάτε.
Στα σκοτεινά ξεπέζεψεν, μέσα εις την αυλήν του,
έδυσε τζιαι το άλογον, τζι’ άπλωσεν το χαλίν του,
τζιαι θα εφανερόννετουν, αύριον στην καλήν του.
Τζι’η νύχτα σαν εντύθηκεν, τα μαύρα της τα κάλλη,
νάσου τζιαι έναν άδρωπον, να μπαίννει το προσαύλι,
τζιαι η καλή του να αννεί, τζιαι έσσω να τον βάλλει.
Την άτιμην εν φίλος της, φωνάζει τζιαι θυμώννει,
τζι’εφτείς ορμά στο όπλον του, με βόλια το γεμώννει,
μ’άρτεν στον νουν η συμβουλή, τζι’αμέσως μετανώννει.
Άφηκεν την γεναίκαν του, την πόρταν να βαόσει,
τζιαι πήρεν την απόφασην, το όπλον να γεμώσει,
τζιαι να τους παίξει τζιαι τους δκυό, μόλις θα ξημερώσει.
Μ’ άμα ο ήλιος έφκεικεν, τον κόσμον να φωτήσει,
έφκειν της πόρτας του σπιδκιού, τζιαι πάει προς την βρύση,
για να νυφτεί ο άδρωπος, πού ‘θελεν να κουτσιήσει.
Τζιαι είδεν τον που έβαλεν, νερόν μες έναν κάο,
τζιαι λάλεν βάλε άμανα, μπούκκομαν για να φάω,
τζι’ ύστερα βάρμου μιαν ευτζιήν, εις την δουλειάν να πάω.
Τζι’ όπως τον εσημάδκιαζεν, εθόλωσεν το δειν του,
τζιαι σκέφτην πως ο γέροντας, με τζιν την συμβουλήν,
εγλήτωσεν τον που φονιάν, να παίξει το παιδίν του.
Αγαπητοί ακροατές, τζιαι σεις να το σκεφτείτε,
τζιαι αν σας τύχει κάποτε, πολλά να θυμοθείτε,
την συμβουλήν του γέροντα, να την αθυμηθείτε.
Χαμπής Αχνιώτης

O KAMOΣ ΜΟΥ


Αναστεναζω τζιε πονω
Τζιε σιετε ουλλη πλαση 
Τζιε ποσιεπαζω για να δω 
Πομακρα το καρπασι

,,,,,,,,,
Ητου γραφτω μου να πονω
Τζιε να σιετε η πλαση
Να ζιω εγιω στη ξενηδκια
Μακρα που το καρπασι
,,,,,,,,,
Ητου γραφτο μου για ναζιω
Μακρα που το χωρκο μου
Μα ειμουν μιτσια τζιε ενεκοβκε
Καθολου το μυαλο μου !
,,,,,,,,,,,,,,,
Χωρκο μου ομως συχωραμε
Π’ουφυα που κοντα σου
Τζιε τοσα γρονια εληψα
Που μες την αγκαλια σου
,,,,,,,,,,,,,,,
Ειμου μωρο που σ’εζησα
Τζιε εν σ’εχα χορταση
Για τουτο τζιοι αναστεναγμοι
Ταρασσουση την πλαση
,,,,,,,,,,,,
Θεε μου τζιε να ξαναξιωθηκα
Να παω στο χωρκο μου
Τζιε να ξαναζησω ησυχα
Στο σπιτι των γονιων μου
,,,,,,,,,,,,
Θωροτο μες τον υπνο μου
Ξυπνω τζιε συλλοουμε
Ηντα πουν τουντο ορομα
Παλε τζιε εν τζιημουμε?
,,,,,,,,,,,,,,,,
Ππεφτω την νυχτα τζιε εν καμμω
Που τον πολλη καμο μου
Τζιε τον θεο παρακαλω
Να παω στο χωρκο μου !
,,,,,,,,,,,
Να καχαριση ο πλαστης μου
Ουλλα που το μυαλο μου
Αμμα να φυου ουλλοι τους
Οι σιυλλοι που το χωρκο μου ?
,,,,,,,,,,,
Να μεν αφηση ουτε ενα
Για να τον αντικρησω
Τζιε να με πιαση εγκεφαλικο
Τζιε εφτης να ξεψυσιησω
,,,,,,,,,,,
Τουτα ζητω που τον θεο
Εν θελω τιποτε αλλο
Να δω την Κυπρον ελευθερη
Τζιε τοτε ας πεθανω 

,,,,,,,,,
Μαρινα Τ ακκιδη [Καπετανου ]

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ


Ο Δον Κιχώτης
δεν υπήρξε ποτέ
Ήτανε μόνο
η ψιλόλιγνη σκιά
του Σάντσο Πάντσα
"Ανάδρομα", Αγγέλα Καϊμακλιώτη

[Ο ήλιος δύει] / Λαμπής Γιάννος

Ο ήλιος δύει
Οι αναμνήσεις ξυπνούν
Οι απουσίες παρούσες
Κι αυτό το βράδυ σκοτώνουν



Λαμπής Γιάννος

ΠΛΑΝΗ του Νίκου Πενταρά

του Νίκου Πενταρά 


Το Φως
απόψε ξαγρυπνά στην έπαλξη του κουρσεµένου κάστρου
κι ανατριχιάζει βλέποντας 
τ’ αποκεφαλισµένα από την πλάνα νύχτα στάχια
που κείτονται στον κάμπο ανάσκελα
µε τα χρυσά κεφάλiα τους στο πλάι .
Όλοι κατάλαβαν το µέγεθος της πλάνης
εκ των υστέρων όµως, δυστυχώς,
γιατί τα στάχια - καθώς είπαν -
ήταν της έκτης χιλιετίας προ Χριστού.
Προ της Σφαγής
ουδείς εκ των πεπλανηµένων
ενδιαφέρτηκε ποτέ την ιστορία τους να µελετήσει
ουδείς ποτέ προσπάθησε την πλάνα νύχτα ν' αφοπλίσει.
Το Φως
πικρογελά και το ξανθό κεφάλι του κουνά µ' απελπισία
σαν αντικρίζει τους πεπλανηµένους
που τώρα δήλωσαν νεκροφρουροί
και ρήτορες επικηδείων λόγων
χωρίς το Φως στην έπαλξη να λογαριάζουν
χωρίς να προσδοκούν ανάσταση νεκρών
κι έτσι πλανιούνται πάλι ...
Γοργόφτερο πουλί πετά και χάνεται
στην έπαλξη του κουρσεµένου Κάστρου
και πάλι ξαναφαίνεται µε κεραυνού κλωνί στο ράµφος.
Στο πέταγµά του ανάβουν πυρκαγιές
ο κάµπος όλος καίγεται µεµιάς
µαζί µε τους πεπλανηµένοuς
και µε τα στάχια τα νεκρά
.

(από την ποιητική  συλλογή «Φως εκ Φωτός», 1994)