Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

ΠΕΡΑΣΑΝ ΣΑΡΆΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ


Πέρασαν σαράντα χρόνια
λες και κράτησαν αιώνια
Μοιρασμένη μας πατρίδα '
μες στην πίκρας καταιγίδα 
Να προσμένεις στην σκλαβιά σου '
πότε θάρτει η λευτεριά σου.
Πέρασαν σαράντα χρόνια
κι ο δυνάστης καταφρόνια
να καρφώνει την καρδιά σου
και σκορπίσαν τα παιδιά σου
Νήσος των παθών αγία
Δευτερη μας Παναγία
Πέρασαν σαράντα χρόνια
κι οι κατακτητές δαιμόνια
στο σταυρό να σε κρατάνε
δίκιο να καταπατάνε
Την ανάσταση προσμένει
Η ψυχή σου σταυρωμένη
Πέρασαν σαράντα χρόνια
τώρα στο κεφάλι χιόνια
Γυρισμό να καρτερούμε
στα χωριά μας να διαβούμε .
Που τ' αφήσαμε παιδιά
κλαίει ακόμα η καρδιά
Πέρασαν σαράντα χρόνια
που μας δοιώξαν τα κανόνια
Του λαού σου οι φονιάδες
και της βίας οι αγάδες.
Κι έπνιξαν την γη στο αίμα
σε κρατάνε με το ψέμα
Μα η ελπίδα δεν πεθαίνει
Πάντα ζωντανή προσμένει ,
Ναρθει πάλι εκείνη μέρα
μες στης λευτεριάς αγέρα.
Κι οι φραγμοί να γκρεμμιστούνε
όπου σκλάβα σε κρατούνε.
Να φανεί η αδικία
νήσος των παθών αγία
Η αλήθεια σου να λάμψει
τ'αδικο τώρα να κάψει
που εσέ παραβιάζει
και τους τόπους μας βιάζει .
Πέρασαν σαράντα χρόνια
που ζητάμε με ομόνοια
Της ειρήνης ναρθει η λύση
κι ο κατακτητής να σβύσει
Και σαν όνειρο κακό
να γενεί πια παρελθό

Παλιές αγάπες


Οι παλιές αγάπες μένουν στη σοφίτα του μυαλού
σκεπασμένες, σκονισμένες και με γεύση του πηλού.

Δεν έχουν ποτέ γεράσει, δεν έχουν ποτέ χαθεί
κι όσο έχουνε πικράνει, τόσο έχουν πικραθεί.

Οι παλιές αγάπες πάντα γαληνεύουν τη ψυχή
δεν εξάπτουνε τα πάθη, δεν ανοίγουνε πληγή.

Κουβαλούνε αναμνήσεις σαν μυρμήγκια την τροφή
και γνωρίζουν ως που φτάνουν, ξέρουνε την οροφή.

Οι παλιές αγάπες έχουν κάτι απροσπέλαστο
μοιάζουν με τον ουρανό μας, το γλυκό και έναστρο.

Αγαπώ τη νοσταλγία, αγαπώ πολύ κι αυτές
δεν κομπάζω, μα ρεμβάζω και τις πεθυμώ σαν χθες.

Παλαιοπωλείο


Πέρασα βερνίκι όλες μου τις μνήμες
κόλλησα με γόμα όλες τις ρωγμές
πήρα τα σκαρπέλα, πήρα και τις λίμες
κι έχω αφήσ’ απ’ έξω όλες τις πομπές.

Παλαιοπωλείο είν’ οι μνήμες μας
καλογυαλισμένες μέσα στη ψυχή
έχουν μέσα φόδρα απ’ τις λύπες μας
μα και για σφραγίδα άλλην εποχή.

Έχω συντηρήσει τόσες αναμνήσεις
έχω βάλει λάδια κι άλλα υλικά
έχω αποβάλει τόσες αντιρρήσεις
έβγαλα τη σκόνη κι άλλα περιττά.

Έβαψα μ’ ασβέστη θύμησες ποικίλες
έβγαλα τα χόρτα τα πειρατικά
άνοιξα με φόρα της καρδιάς τις πύλες
κι άφησα να φέγγουν τα θαυμαστικά.

Λεμεσός


Στ’ακροθαλάσσι σου υφαίνουν
γιρλάντες τ’ αφροκύματα.
Και στην καρδιά μας ανασταίνουν
γυμν’ αλαφροπατήματα.
Σεργιανάνε ανεράδες,
τραγουδάνε μαχαλάδες,
στ’ ακροθαλάσσι σου.
Ολ’ η πλάση ταρσανάδες,
αγαλλιάζουνε μανάδες,
στ ’ακροθαλάσσι σου.
Στ’ ακροθαλάσσι σου διαβαίνουν
όνειρ’ ελπίδες και ευχές.
Και στο γιαλό σου όλοι ξεπλένουν
βάσανα, πίκρες κι ενοχές.
Στ’ακροθαλάσσι σου αγναντεύουν
καράβια, πλοία, φορτηγά.
Κι οι παφλασμοί βρε πώς νταντεύουν
γυναίκες, γέρους και παιδιά.

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

ΡΩΤΗΜΑ

Όταν περιφρόνησαν την ψυχή
και ποδοπάτησαν την αγάπη
(Δεν ήταν τότε βλέπεις της σειράς τους )
Δεν το ' βαλε κάτω.
Δεν χάθηκε στην αυτολύπηση.
Οι ποδοπατημένες ελπίδες
Ορθοπόδησαν με τον καιρό.
Αγκομάχησαν και θέριεψαν
ζωντανεμένες.
Κι όταν μια μέρα
πραγματοποιήθηκε επιτέλους
η αργοπορημένη συνάντηση ,
Η δική της σειρά
τους κοίταζε τώρα αφ υψηλού ,απορημένη.
Παρ'όλο που είχαν τα πάντα
ποτέ δεν ξεχώρισαν .
Τι άξιζαν παραπάνω αλήθεια;

(Από την ποιητική συλλογή  “Χθες-σήμερα-αύριο” 2008)

ΤΟ ΑΓΑΠΩ ΣΟΥ ΓΙΑΤΡΙΚΟ

Στην ομορκιάν σαν άντζιελος
σαν τζιυπαρίσσνι μοιάζεις
με όμορφη κορμοστασιάν
σαν την εικόναν σ' εκλησιάν
τζιαι την καρκιά μμου σφάζεις.

Απού την πρώτη αμμαδκιάν
ψυσιήν εμ πόν ορίζω
πρέπει εν πρέπ' εν αρωτώ
τζι όσο στην γη θα παρπατώ
για λλόου σου ορπίζω .

Πως θα' μαι εγιώ το ταίρι σσου
τζιαι γλήορα χαρά μου
μαν μμεν σσε πάρω κλάψε με
βάλε φωδκια τζιαι κάψε με
ξερίζως την καρκιά μου .

Μα πρόσεχε μεν πληγωθείς
άμαν την ξηριζώσεις
μέσα της είσαι στα βαθκιά
για σέν το αίμαν της εδκιά
τζιαι μεν την καταχνώσεις

Το μόνον της το φταίξιμο
ήτουν που σ' ερωτεύτην
τζιαι δεν ηβρίσκει γιατρικό.
Μα αν της πείς το “σ' αγαπώ “
ευτύς εν που γιατρεύτειν .

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

ΕΡΩΣ ΑΝΕΡΑΣΤΟΣ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ


Β΄’ Επαινος στον 6ο  Πανελλήνιο Λογοτεχνικό  Διαγωνισμό « Δημήτριος Βικέλας», Μάρτιος 2014

Ι
Αυτό το σπίτι μεγαλώνει με γκρίζα μαλλιά στα κεραμίδια
Ρυτίδες πάνω απ΄τα παράθυρα
Ρόζους στα πόμολα των πόρτων
Γερνάει  σαν αδιέξοδος έρωτας
Με ανίατες παθήσεις
Στις αρθρώσεις των λόγων και των έργων
Εκεί κρύβεσαι προτού ακόμα σε γνωρίσω
Προτού ακόμα μάθεις πως με λένε Μοίρα
Κάποιοι έρωτες γεννιούνται
Για να πεθάνουν από έλλειψη
Κι είναι η αγάπη που πολύ ποθήσαμε
Γριά πλέον ξεδοντιάρα που μας περιγελάει
Για τις φωτογραφίες που δεν έγιναν ζωή
Κι όλο με διώχνει από το σπίτι
Ανήμπορη να θρέψει τόση πείνα  της καρδιάς
Τώρα θαρρώ πως είναι   οριστικό
Δεν προλαβαίνω να χώσω πετραδάκια μες στην τσέπη


ΙΙ
Δεν κοιμήθηκα, δεν έχω πεθάνει
Τεχνητό μάλλον κώμα με κρατάει πρίγκιπα
Σ΄αναμονή του γενεσιουργού φιλιού σου
Αλλιώς θα με είχα ήδη σκοτώσει
Σε μια ευθανασία των αγίνωτων καρπών
Εσύ καλπάζεις με ένα άλογο κουτσό
Με πανοπλία τρύπια από  τον άνεμο
Που θέλει να κουρδίσει τα φυλλώματα
Λίγο να παίξουνε τον καλπασμό σου
Την ώρα που τα βήματά σου σβήνουνε στην έρημο
Αντικατοπτρισμός
Με παρ-αισθήσεις  δεν αισθάνομαι Χιονάτη


III
Μαζεύει στάχτη ο ουρανός
Ρίχνει τις τούφες του στο χώμα
Τρέχω σαν Σταχτοπούτα να νοικοκυρέψω τόσες πτώσεις
Με έμαθε η μάνα μου λίγο  προτού  μού γίνει μητριά
Παστρική να είναι η μέρα μου
Νοικοκυρεμένη η πλήξη μου
Σε  ακριβά κιλίμια να πατάνε  η τιμή και η υπόληψή μου
Πέρασαν άρχοντες πολλοί απ΄το κατώφλι μου
Δεν ξέρω αν με γλυκοκοίταξαν
Αν μου κρατούσαν το χαμένο μου γοβάκι
Ποτέ δε σήκωσα τον πόθο μου στα μάτια τους
Ποτέ τα μάτια τους δεν έψαξαν
Τη σπίθα κάτω από τις  στάχτες
 Κάθε βράδυ
Στις δώδεκα ακριβώς 

Κομματιάζω κολοκύθες που αρνήθηκαν τα μάγια 

[Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα ο Πενταδάκτυλος.] / Μόντης Κώστας


«Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα ο Πενταδάκτυλος, μητέρα. 
Στο κάτω-κάτω το Μόρφου δεν το βλέπουμε, 
στο κάτω-κάτω την Κερύνια δεν τη βλέπουμε, 
την Αμμόχωστο δεν τη βλέπουμε, 
όμως αυτός είν’ εκεί απέναντί μας 
όμως αυτός είναι διαρκώς εκεί απέναντί μας 
και μας κυτάζει 
και μας κυτάζει μ’ ένα τρόπο, 
και κάθεται βραχνάς και μολύβι στο στήθος μας, 
όμως αυτός είν’ εκεί απέναντί μας 
και δεν μπορεί να κρυβή σαν το Μόρφου, και δε μπορεί να κρυβή 
σαν την Κερύνια και σαν την Αμμόχωστο. 
Και λέει: «Λοιπόν»; 
Και μας ρωτά: «Λοιπόν»; 

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Της είπε όχι
κι εκείνη έφυγε από τη ζωή του.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα
τον εγκατέλειψε οριστικά.
Να του έδινε τουλάχιστον
μια μικρή παράταση χρόνου
να σκεφτεί καλύτερα
να μετανιώσει
να αλλάξει γνώμη ίσως…
Να του υποσχόταν
πως θα περνούσε άλλη μια φορά…

ΑΠΡΟΝΟΗΣΙΑ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Πάλι αδιάβαστο τον έπιασε η ζωή!
Πάλι απέτυχε στις εξετάσεις!
Και του το είχανε πει:
Την ώρα που εκείνη διδάσκει
κανείς δεν πρέπει να είναι απών
κανείς δεν πρέπει να ονειρεύεται.

ΑΠΟΘΗΚΗ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Έτσι που είναι σκοτεινή
κι όπως σκέπασε η σκόνη τα πράγματα
δεν μπορεί κανείς να δει
τις πληγές στα σώματά τους
τη θλίψη στην επιφάνειά τους.
Ωστόσο, κανείς δε λογάριασε
πως ούτε η σκόνη ούτε το σκοτάδι
μπορούν να κρύψουν
τους αναστεναγμούς τους.
Κι εκείνοι τους άκουσαν.
Τώρα ξέρουν.

ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Τα γυρίσματα των καιρών
άλλαξαν τον προορισμό του ταξιδιού
ξεθώριασαν τα ονόματα των οδών
έσβησαν τις επιγραφές
στα κτίρια
στις στάσεις των λεωφορείων
στους σταθμούς των τρένων.
Κι εμείς χάσαμε τον προσανατολισμό μας.
Ψάξαμε επί ματαίω
με πυξίδες
τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
ξανά και ξανά.
Ύστερα είπαμε:
"Δεν πειράζει, ας το ξεχάσουμε, ας πάμε κάπου αλλού".
Και φύγαμε χωρίς να γυρίσουμε το κεφάλι πίσω.

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΠΟΥ ΕΠΕΣΕ ΣΤΗ ΓΗ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Με συγχωρείς
που δεν έγινε η ευχή σου αποδεχτή.
Λυπάμαι που δεν μπόρεσα
να πραγματοποιήσω τ' όνειρό σου.
Για άλλον έπεφτα χτες βράδυ.
Δεν ήταν η δική σου σειρά.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Προτελευταία εποχή (Aποσπάσματα)

[…] Όταν ακούεται η φωνή του Χότζα, είναι ο τελευταίος 
σταθμός της νύχτας, το προοίμιο της μέρας. Σύνθημα για τον ίδιο, 
για τους Τούρκους φρουρούς του τείχους, για τους δικούς μας του 
φυλακίου στο πλαϊνό σπίτι. Μια κίνηση αρχινά μεμιάς στα τρία 
σημεία, σαν περίπου ανάμεσά τους. Ο Ίων ανάβει το φως, αρχίζει 
να ετοιμάζεται. Από το τείχος ακούγονται ομιλίες, βήματα. Κι από 
το πλαϊνό σπίτι ένα τζιπ, βάζει μπρος τη μηχανή, ξεκινά, φεύγει.
Ο Ίων πάει νωρίς στο γραφείο του, αυτό από πάντα. Τον 
χειμώνα είναι συνήθως νύχτα, δεν έχουν σβήσει ακόμη τα φώτα 
του δρόμου, η πόλη κοιμάται. Περπατεί μέσ’ από δρόμους άδειους. 
Είναι η ώρα που παρακολουθεί καθαρά τες σκέψεις του, μια 
μια, τες πιάνει, δεν του φεύγουν να χάνονται όπως αργότερα 
στη διάρκεια της μέρας. Ο ήσυχος κόσμος κι ο αψύς αέρας του 
πρωινού μπαίνουν μέσα του και συμβαδίζουν μαζί του, σε λίγο το
βήμα του ζωηρεύει κι η σκέψη του και μαζί η πεποίθηση πως όλα 
είναι δυνατά, ενόσω υπάρχει η ζωή. Μόνο η «χωρισμένη πόλη» δεν 
σβήνει, παράλληλα βαίνει με τα βήματά του. Ούτε και το γραφείο 
του όπου φτάνει μπόρεσε ποτέ να σβήσει το άλλο. Μπαίνει μέσα 
κι αισθάνεται τώρα πάλι μια γροθιά στο στήθος, και τη διάθεση 
να γυρίσει να βγει. Τι γυρεύει αυτός σε τούτο τον χώρο, ανάμεσα 
σ’ αυτά τα έπιπλα, τες κουρτίνες, τα κάδρα στους τοίχους; Όλα 
τούτα τα καινούρια πράγματα που εξακολουθούν καινούρια και 
ξένα, είναι αδύνατο να δεθούν μαζί του, πάνε τόσα χρόνια. Ξένο 
το γραφείο, όπως και το μεγάλο κτίριο, οι καλοβαμμένοι τοίχοι, οι 
μαρμάρινες σκάλες και το ασανσέρ που αναγκάζεται καμιά φορά 
να πάρει. Αισθάνεται εξόριστος μέσα σε τούτους τους χώρους 
και τους νέους δικηγόρους που έχουν εκεί τα γραφεία τους. 
Έτσι εξαρχής· νόμιζε θα το συνήθιζε, φυσικό να προσαρμόζεται 
κανένας. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Η πλατεία από κάτω κι οι ουρές 
των αυτοκινήτων που πυκνώνουν ιδιαίτερα ορισμένες ώρες, το 
βουητό της πόλης, οι φωτεινές διαφημίσεις ολόγυρα.
... στο γραφείο το δικό του, κείνο το μόνο, τα έπιπλα ήταν άλλα 
ριγμένα χάμω, άλλα σπασμένα, καμένα, οι δυο βαριές πολυθρόνες 
του πατέρα της Φρύνης λείπαν, το πάτωμα ήταν γεμάτο σκισμένες 
σελίδες, όπου έβαζε το πόδι του πατούσε επάνω τους, κι υπόφερε, 
μελάνια χυμένα, ξεραμένα, το πορτρέτο του πατέρα της Φρύνης 
βγαλμένο από την κορνίζα, τρυπημένο στα μάτια, ανθρώπινες 
ακαθαρσίες επάνω του. Ήταν μια εικόνα καταστροφής, σα 
σκηνοθετημένη για να γυριστεί ταινία. Sorry, είπε ο αξιωματικός των 
Ηνωμένων Εθνών που τον συνόδευε στην αποκλεισμένη περιοχή της 
παλιάς πόλης· οι δυο στρατιώτες μείναν κάτω να φρουρούν την είσοδο. 
Ο Ίων μάζεψε όσα βιβλία μπόρεσε στη λίγη ώρα που του επέτρεψαν, 
όχι διαλεχτά ή πολύτιμα βιβλία, παρά ό,τι τύχαινε στα χέρια του. 
Σκέφτηκε να πιάσει το μαξιλάρι της πολυθρόνας, για ενθύμιο, ήταν 
πεσμένο χάμω ανάμεσα σε γυαλιά, πλάι ήταν μια σειρά φωτογραφίες 
από τες διάφορες δίκες, το δίπλωμά του, κι επάνω σ’ όλα χυμένα κει 
κι εδώ τα χαλίκια της θάλασσας που του ’χε δώσει η Μαργαρίτα, 
τη μέρα που συναντήθηκαν τυχαία στην ακρογιαλιά, τα μάζεψε ένα 
ένα, πολύχρωμα, γυαλιστερά, και του τα πρόσφερε στη χούφτα της. 
Έκανε να τα πάρει μαζί με το δίπλωμα και τες φωτογραφίες, ω, ήταν 
ανυπόφορη όλη τούτη η σκηνή, τ’ άφησε όλα κάτω, στάθηκε, τα 
’βλεπε, sorry, είπε πάλι o αξιωματικός. Τον βοήθησε να κατεβάσουν 
τα βιβλία ώς κάτω, στην είσοδο είχαν μαζευτεί τουρκάκια μαζί και 
μεγάλοι, τον γιουχάισαν, τον έβρισαν, όρμησαν να αρπάξουν τα 
βιβλία, τους κράτησαν πίσω οι στρατιώτες...
Στο νέο γραφείο αντίκριζε, όταν έμπαινε, ευθύς τα βουνά από 
το μεγάλο παράθυρο που κάλυπτε όλο τζάμια τον τοίχο· τα βουνά 
που ’κοψαν τώρα στον τούρκικο θύλακο* και δεν είχε τρόπο να 
τα πλησιάσει αλλιώς. Τούτος ήταν κι ο λόγος που πήρε αυτό το 
γραφείο. Έλπιζε πως τα βουνά θα τον βοηθούσαν να συμφιλιωθεί με 
τον χώρο. Τώρα δεν υπάρχουν ούτε βουνά, μια άλλη πολυκατοικία 
ορθώθηκε, τα έκρυψε, στον αντίστοιχο όροφο του απέναντι 
μια μεγάλη βιτρίνα πιάνει την πρόσοψη όλη του κτιρίου, με είδη 
ανδρικά, κούκλες με κοστούμια, αδιάβροχα, μαγιό, κατά την εποχή. 
Κλείνει τα μάτια, δεν μπορεί να τα έχει συνέχεια μπροστά του, μα 
πάλι βλέπει μέσα στα κλειστά μάτια του την τελευταία εικόνα, τον 
άντρα-κούκλα, ξανθό, χαμογελαστό, ξυλιασμένο.
Από το παράθυρο παρακολουθεί τώρα ο Ίων την κίνηση 
κάτω στην πλατεία. Πρώτα περνούν οι εργάτες, σε ομάδες, τρεις 
και τέσσερις μαζί, τους έχουν αφήσει πιο κει τα λεωφορεία των 
χωριών, για να πάρει ο καθένας τον δρόμο του προς τες διάφορες 
οικοδομές που γεμίζουν την πόλη. Σε λίγο αρχίζουν αραιά τα 
αυτοκίνητα. Στο περίπτερο της πλατείας σηκώνουν τα ρολά, κι 
ευθύς μετά καταφθάνει το βαν του πρακτορείου, πετάει στοίβα 
τες εφημερίδες στο πλακόστρωτο, φεύγει. Μια μικρή ταραχή στο 
στήθος του Ίωνα... Περιμένει λίγο, κατεβαίνει. Στέκεται ήρεμος 
κι υπομονετικός μπροστά στον περιπτεριούχο, που δεν βιάζεται 
καθόλου να τον εξυπηρετήσει, αλλά ταχτοποιεί, ξεσκονίζει. Ούτε 
κι ο ίδιος βιάζεται ν’ ανοίξει αμέσως τες εφημερίδες, τες κρατεί 
διπλωμένες, διασχίζει την πλατεία, τον δρόμο, κι όταν μπει καλά 
ώς μέσα στην είσοδο της πολυκατοικίας, το επιχειρεί. […] 
[…] ...Συντείνει αναμφίβολα κι η νέα διαδρομή του. Έξω πια από 
τα κλειστά σοκάκια, πηγαινέλα ο Οσμάν δέκα χρόνια, τόσα βήματα 
να κάνει εδώ, τόσα εκεί, τόσα ώς τη στροφή, από κει ώς την πλατεία, 
και μετά προς το γραφείο όπου δεν χωρούσε να πάει το αυτοκίνητο, 
αρκετές στροφές προς τα κει τον δυσκόλευαν, όταν ήταν ανάγκη να 
το πάρει για δουλειά. Τώρα αισθάνεται απαντοχή κάθε πρωί γι’ αυτή 
τη νέα διαδρομή κι η καλή του διάθεση αυξάνει. Κοντοστέκεται στην 
αυλή, πιάνει κουβέντα με τον Μεμεταλή, αν τύχει και τον συναπαντήσει 
ν’ ασχολείται με τα πουλιά του, γυρίζει στη Μεμεταλίνα, καθισμένη σ’ 
ένα σκαμνί να παρακολουθεί τον άντρα της, της χαμογελά και τη ρωτά 
για τους ρευματισμούς της, δεν αφήνει να του προσηκωθεί όπως 
γινόταν πάντα. Το βλέμμα του στέκει με συμπάθεια στα φουσκωμένα 
πόδια της, του έρχεται στον νου η εικόνα της όταν την πρωτογνώρισε 
ν’ ανεβοκατεβαίνει σβέλτα στον στάβλο, να κάνει για όλους δουλειές, 
πάνω στου Ζαΐμ, κάτω κοντά τους. Τώρα βάρυνε, χάλασε, μοιάζει 
φουσκωμένη όλη, η καημένη.
Ο δρόμος του βγαίνει έξω από την κλειστή πόλη: Η Βόρεια Πύλη, 
της Κερύνειας· το άγαλμα του Ατατούρκ· η τάφρος, το τειχιό· ο 
δρόμος κυλά για λίγο παράλληλα, στην απέξω πλευρά της τάφρου 
τώρα, μπαίνει μετά σε γειτονιές εξοχικές με σπίτια μοντέρνα, κήπους, 
οι γειτονιές που δημιούργησαν στη χέρσα τούτη περιοχή Τούρκοι 
κι Έλληνες τα τελευταία χρόνια πριν τον χωρισμό· κι υστέρα πια ο 
δρόμος ξανοίγεται διπλός, ευθύς, κατά τα βορειοδυτικά, πάντοτε 
μέσα στον δικό τους θύλακο, την επικράτειά τους...
Ο ουρανός που ’ναι ανοιχτός πάνω και γύρω; Ο κάμπος και οι 
λόφοι παραπέρα; Η κοίτη του ποταμού πλάι, πότε να κοντεύει, 
πότε να απομακρύνεται; Τι του ξανοίγει απ’ όλα την ψυχή και νιώθει 
ξαφνικά σα να πετά, σα να μπορεί οτιδήποτε να το αναλάβει και να 
το βγάλει πέρα;
Κει δω παράλληλα στην κοίτη παν ασπροκόκκινα, ραβδωτά τα 
φυλάκια, αλλού μισοφαίνονται, αλλού κρυμμένα. Κι από την άλλη 
μεριά του ποταμού απλώνεται ανεμπόδιστα στα μάτια του η πόλη η 
ελληνική, κάθε πρωί ο Οσμάν να ξεχωρίζει κάτι άλλο απ’ όσα γνώριζε 
παλιά, σπίτια γνωστών και συναδέλφων που έτυχε κάποτε, πριν, να 
επισκεφθεί ή ένα άλλο ακόμη κτίριο... νά η Πολυκατοικία Πεδιαίου, 
τότε ήταν τσιμεντένιος σκελετός... σιγά σιγά να τα εντοπίζει όλα, 
ανάμεσα στα τόσα νέα σπίτια και πολυώροφα κτίρια που φύτρωσαν 
στο μεταξύ.
Δεν τα προσέχει ωστόσο, όλα τα πρωινά. Κάποτε δεν βλέπει καν 
τον δρόμο μπρος του, όταν το φτερούγισμα δυναμώνει μέσα του, το 
αίμα του κυλά γρήγορα, όταν στη σκέψη του αρχίζουν να γεννιούνται 
ιδέες, να σχεδιάζονται προγράμματα... Και πρώτα θα ζητήσει ένα 
σπίτι στη θάλασσα για το καλοκαίρι, τώρα που έρχεται η νιόπαντρη 
κόρη του, για να περάσουν εκεί τες διακοπές... Θα το θέσει σαν 
αίτημα στη Διοίκηση για να του παραχωρηθεί ένα από τα εξοχικά 
που έχουν οι πλούσιοι στη βόρεια θάλασσα και τα νοικιάζουν σε 
Αμερικανούς διπλωμάτες... Θα ’ναι ωραία... Θα πηγαίνουν εκδρομές 
γύρω στην περιοχή, τη «δική» τους, και στα «δικά» τους βουνά πέρα, 
θ’ ανέβουν στο κάστρο ψηλά να φτάσουν μέχρι τες κορυφές όπου 
βρίσκονται τα ακραία τους φυλάκια... ίσως αποφασίσει, αδερφέ, 
να ’ρχεται κι η γυναίκα του μαζί.... θα κάνουν ταξίδια και προς τες 
άλλες πόλεις όπου υπάρχουν θύλακοι «δικοί» τους, θα τους δείξει το 
λιμάνι, τα μεσαιωνικά μνημεία, ευκαιρία να τα ξαναδεί κι ο ίδιος μετά 
από τόσα χρόνια... όμως στο υπόλοιπο νησί που είναι επικράτεια των 
άλλων, αυτός δεν είναι δυνατό να πάει, δεν είναι ο όποιος όποιος για 
να κυκλοφορεί από κει σα να τους αναγνωρίζει, αν θέλουν οι δυο νέοι 
ας πάνε, δεν θα τους εμποδίσει, αν και δεν πιστεύει πως η κόρη του 
θα παραβλέψει και θα πάει, μήτε ο άντρας της... αυτός πιθανό να ’ναι 
αυστηρότερος στο θέμα, καθώς δεν είναι καν ντόπιος....

Ο δρόμος του βγαίνει έξω από την κλειστή πόλη: Η Βόρεια Πύλη, 
της Κερύνειας· το άγαλμα του Ατατούρκ· η τάφρος, το τειχιό· ο 
δρόμος κυλά για λίγο παράλληλα, στην απέξω πλευρά της τάφρου 
τώρα, μπαίνει μετά σε γειτονιές εξοχικές με σπίτια μοντέρνα, κήπους, 
οι γειτονιές που δημιούργησαν στη χέρσα τούτη περιοχή Τούρκοι 
κι Έλληνες τα τελευταία χρόνια πριν τον χωρισμό· κι υστέρα πια ο 
δρόμος ξανοίγεται διπλός, ευθύς, κατά τα βορειοδυτικά, πάντοτε 
μέσα στον δικό τους θύλακο, την επικράτειά τους...
Ο ουρανός που ’ναι ανοιχτός πάνω και γύρω; Ο κάμπος και οι 
λόφοι παραπέρα; Η κοίτη του ποταμού πλάι, πότε να κοντεύει, 
πότε να απομακρύνεται; Τι του ξανοίγει απ’ όλα την ψυχή και νιώθει 
ξαφνικά σα να πετά, σα να μπορεί οτιδήποτε να το αναλάβει και να 
το βγάλει πέρα;
Κει δω παράλληλα στην κοίτη παν ασπροκόκκινα, ραβδωτά τα 
φυλάκια, αλλού μισοφαίνονται, αλλού κρυμμένα. Κι από την άλλη 
μεριά του ποταμού απλώνεται ανεμπόδιστα στα μάτια του η πόλη η 
ελληνική, κάθε πρωί ο Οσμάν να ξεχωρίζει κάτι άλλο απ’ όσα γνώριζε 
παλιά, σπίτια γνωστών και συναδέλφων που έτυχε κάποτε, πριν, να 
επισκεφθεί ή ένα άλλο ακόμη κτίριο... νά η Πολυκατοικία Πεδιαίου, 
τότε ήταν τσιμεντένιος σκελετός... σιγά σιγά να τα εντοπίζει όλα, 
ανάμεσα στα τόσα νέα σπίτια και πολυώροφα κτίρια που φύτρωσαν 
στο μεταξύ.
Δεν τα προσέχει ωστόσο, όλα τα πρωινά. Κάποτε δεν βλέπει καν 
τον δρόμο μπρος του, όταν το φτερούγισμα δυναμώνει μέσα του, το 
αίμα του κυλά γρήγορα, όταν στη σκέψη του αρχίζουν να γεννιούνται 
ιδέες, να σχεδιάζονται προγράμματα... Και πρώτα θα ζητήσει ένα 
σπίτι στη θάλασσα για το καλοκαίρι, τώρα που έρχεται η νιόπαντρη 
κόρη του, για να περάσουν εκεί τες διακοπές... Θα το θέσει σαν 
αίτημα στη Διοίκηση για να του παραχωρηθεί ένα από τα εξοχικά 
που έχουν οι πλούσιοι στη βόρεια θάλασσα και τα νοικιάζουν σε 
Αμερικανούς διπλωμάτες... Θα ’ναι ωραία... Θα πηγαίνουν εκδρομές 
γύρω στην περιοχή, τη «δική» τους, και στα «δικά» τους βουνά πέρα, 
θ’ ανέβουν στο κάστρο ψηλά να φτάσουν μέχρι τες κορυφές όπου 
βρίσκονται τα ακραία τους φυλάκια... ίσως αποφασίσει, αδερφέ, 
να ’ρχεται κι η γυναίκα του μαζί.... θα κάνουν ταξίδια και προς τες 
άλλες πόλεις όπου υπάρχουν θύλακοι «δικοί» τους, θα τους δείξει το 
λιμάνι, τα μεσαιωνικά μνημεία, ευκαιρία να τα ξαναδεί κι ο ίδιος μετά 
από τόσα χρόνια... όμως στο υπόλοιπο νησί που είναι επικράτεια των 
άλλων, αυτός δεν είναι δυνατό να πάει, δεν είναι ο όποιος όποιος για 
να κυκλοφορεί από κει σα να τους αναγνωρίζει, αν θέλουν οι δυο νέοι 
ας πάνε, δεν θα τους εμποδίσει, αν και δεν πιστεύει πως η κόρη του 
θα παραβλέψει και θα πάει, μήτε ο άντρας της... αυτός πιθανό να ’ναι 
αυστηρότερος στο θέμα, καθώς δεν είναι καν ντόπιος....

Ύστερα ο Οσμάν στρέφεται στα πράγματα που λογαριάζει 
ν’ αγοράσει· ρούχα, έπιπλα, στολίδια για το σπίτι, όλα τούτα 
που στερήθηκαν χρόνια ολόκληρα. Τώρα τα θέλει πια, τους 
χρειάζονται, θ’ αγοράζει κάθε μήνα κάτι άλλο, ο μισθός του 
είναι αρκετά μεγάλος, θα μπορούν να εξοικονομούν, θ’ αλλάξει 
και αυτοκίνητο, πάλιωσε πια τούτο δω, το ’χει από... πριν τον 
χωρισμό, και τώρα που θ’ αρχίσουν να βγαίνουν, γιατί το ’χει 
σκοπό ν’ αλλάξουν ζωή, να πηγαίνουν κάθε Κυριακή κάπου, τους 
χρειάζεται νέο αυτοκίνητο, θα πάρει και στερεοφωνικό πικάπ μ’ 
όλα τα εξαρτήματα... και γραφείο οπωσδήποτε, δεν μπορεί πια να 
δουλεύει πάνω σε κείνο το έπιπλο, το παλιό λαβομάνο που τους 
παραχώρησε ο Ζαΐμ και το ’κανε γραφείο του... τόσα χρόνια ζήσαν 
μ’ ό,τι πρόλαβαν να φέρουν από το σπίτι τους και μ’ αυτά που τους 
έδωσε ο Ζαΐμ, φτάνει πια, θέλει πράγματα καινούρια, ανανέωση. 
Ίσως μάλιστα να αποφασίσει να χτίσει δικό του σπίτι, αυτή τη 
στιγμή του έρχεται η ιδέα, πάνω σ’ ένα από τα οικόπεδα αυτού 
του δρόμου, που ’ναι ακόμα άχτιστα, εδώ μέσα στην ανοιχτοσύνη. 
Μπορεί να πάρει άτοκο δάνειο από την Τουρκική Τράπεζα, ο 
Διοικητής είναι γνωστός του, θα θελήσει να τον εξυπηρετήσει, 
τώρα προπαντός... Α! Όλα αυτά τα σχέδια! Είχε ξεχάσει μέσα στα 
χρόνια πως γίνονται, υπάρχουν, πως κάνουν σχέδια οι άνθρωποι, 
για τη ζωή και το μέλλον… Δεν θυμάται πότε έκανε σχέδια για 
τελευταία φορά, μήτε πώς ήταν ο ίδιος πριν τον χωρισμό, τι είδους 
άνθρωπος ακριβώς. Αλλά τέτοιος θα ήταν περίπου όπως τώρα, 
μόνο που σα νεότερος του έλειπε η σφαιρικότητα της σκέψης. […]


Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Σαλαμίνα

ΣΑΛΑΜΙΝΑ



















Στης Σαλαμίνας τ΄αγάλματα

μας βρήκανε τα περιστέρια.
Κι΄ είμαστε εμείς καθήμενοι στο φως
θαλασσινούς χαιρετισμούς ακούωντας απ΄ τα πέρα.
Τη γνώση που την φέρνανε χαλάσματα προγόνων
θύμησες μακρινές κυμματισμένες
καθώς ο Ευαγόρας ο άνακτας μιλούσε μες τη  χώρα.
Κι ΄ ήταν τα γέρικα πουλιά  στη ξεγνοιασιά του κάμπου
που καρτερούσαν ν΄ αντηχήση το τραγούδι.
Κι΄ ήταν η αλμύρα του κρασιού που τα περίμενε
για να μεθύσουν τις ψηλόκορμες Ιτιές
μες τους ψαλμούς της ποίησης να χαθούνε.
Στης Σαλαμίνας τ΄ αγάλματα
μας βρήκανε ξανά τα περιστέρια
δίχως τα όπλα των θεών
δίχως τον ήρωα Δία
τις σάλπιγγες, τις τελετές
τις μαυροφορημένες μάνες.
Τούτη τη φορά μας ήρθε η Σαλαμίνα γη
με τον αυλό της τραγουδώντας.