Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Εδώ φοβούνται να γεράσουν / Παπαφιλίππου Λουκής

Εδώ φοβούνται να γεράσουν. 
Καρφώνονται 
Κάπου μεταξύ πενήντα, εξήντα, εβδομήντα 
 και πεθαίνουν 
καμακιασμένοι από μια κλιμακτήριο 
 που δε γνώρισαν 
ένοχοι 
ξοδεύονται 
συμβατικά 
και γυρίζουν 
σε θρανιά 
να διδαχθούν 
για δεύτερη φορά 
την αμάθειά τους

«Ελλάδα μου» / Παπαφιλίππου Λουκής

«Στην ανάγνωση δηλώνω
αγράμματος
στη φωνή δηλώνω
άφωνος
στην όραση δηλώνω
τυφλός
να μη σε διαβάσω
να μη σε ακούσω
να μη σε δω
πληγωμένη μου»

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Όταν ο έρωτας θα φύγει / Πιερής Μιχάλης


Όταν ο έρωτας θα φύγει
θα με ξεχάσεις τόσο που σχεδόν
φοβάμαι να χαρώ αυτό που μας συμβαίνει.
Όταν ο έρωτας θα φύγει θα είναι το κενό
χώρος που θα θυμίζει φονικό.

Πρωινός καφές στη Λήδρας / Πιερής Μιχάλης

Είμαι σαράντα εφτά ετών και είμαι
ευτυχισμένος. Επειδή κάθομαι εδώ
σε προνομιακή γωνία κι εντός αυτής της μέρας
που δεν είναι χτεσινή μήτε αυριανή.


Είμαι εδώ, σʼ αυτήν τη μέρα που είναι
σήμερα, δεν ήταν χτες δεν θα ʼναι αύριο
κι είμαι στην πόλη στον πεζόδρομο, σʼ αυτήν
εδώ την πόλη (την έστω μοιρασμένη)
και κάθομαι κι απʼ το γυαλί κοιτάζω τη βροχή
τον κόσμο που κινείται κι η σερβιτόρα
είναι όμορφη (και το γνωρίζει)
κι έχει και το χαμόγελο εύκολο.


Είμαι στʼ αλήθεια τόσο, μα τόσο
(έστω για λίγο) ευτυχής.

Στο καφενείο της πόλης / Πιερής Μιχάλης

Το μερτικό στα χρόνια μου το πήρα.
Ό,τι μου αναλογούσε ήρθε, έφυγε.
Κάθομαι μόνος τώρα. Δεν πίνω δεν καπνίζω.
Κάθομαι τώρα. Βιβλία ξεκινημένα
κι αφημένα γραφτά μισογραμμένα
κείμενα που δεν μπορώ ν’ αποτελειώσω.


Τα χρόνια μου ήρθαν, σώθηκαν.
Του σώματος η δύναμη, της σκέψης, έχει λήξει.
Σαρκίο που κάθεται στο καφενείο της πόλης
κοιτάζει απ’ το θαμπό γυαλί την κίνηση
αφαιρείται. Άδειο φλυτζάνι του καφέ στο λείο
του τραπεζιού που λάμπει μάρμαρο ψυχρό και κρύο…

Τεμαχισμένη Πατρίδα» (από την συλλογή Αγυρτείες) / Περατικού Κοκαράκη Μαρία

Μοιρασμένη πατρίδα, πληγιασμένες οι λεμονιές
παραμελημένα τα κιονόκρανα, αφρόντιστα τα μνημεία,
μαραζωμένα τα τρεχούμενα νερά
αδειασμένα με τη βία τα σπίτια
Αθέλητη εγκατάλειψη!
Σιγοκλαίω!
Διχοτομημένη πατρίδα,
αποκαμωμένες οι πορτοκαλιές,
ραγισμένες οι εκκλησιές,
κακοφορμισμένες οι μαρμαροκολόνες
νεκρωμένα τα νερά, πληγιασμένα τα σπίτια.
Αγανακτισμένα τα λουλούδια.
Αθέλητη εγκατάλειψη!
Αμμόχωστος – Σαλαμίνα
Κερύνεια – Μπέλλα-Πάις.

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Ιουλία Βασιλέα Παχνιώτου (μικρή αναφορά)

Η Ιουλία Βασιλέα Παχνιώτου γεννήθηκε στη Βάσα Κοιλανίου στην Κύπρο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση ως καθηγήτρια. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού «Βασίλης Μιχαηλίδης». Είναι μέλος του Πνευματικού Ομίλου Λεμεσού, της Εθνικής Εταιρείας Λογοτεχνών Κύπρου και του PEN Κύπρου. Έχει δημοσιεύσει διάφορες μελέτες. Ποιήματά της και πεζά έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές και κυπριακές Ανθολογίες.

Τρεῖς λόγοι τοῦ Οἰδίποδα Β’

Φόρεσε τό χαμόγελό σου καί χτύπα τήν πόρτα
–Καλησπέρα, καλοί μου ἄνθρωποι
Καί πάλι ξαναφόρεστο καί ξαναχτύπα
–Καλησπέρα, καλοί μου ἄνθρωποι
Καί πάλι ξαναχτύπα καί πές καί πές καί πές.
Δέ μᾶς ἀναγνωρίζει πιά κανείς
τό σκυλί γαβγίζει ἄγρια στό φράχτη
ὄχι, δέ βλέπω πιά τή θάλασσα μπροστά μας
ὁ ἐλαιώνας δεξιά δέν εἶν’ δικός μας
ἀγνώριστος ὁ κάμπος στά ζερβά μας
μᾶς πλακώνει τό βουνό πού ‘ταν χαρά τῶν ὀμματιῶν μας.
Πᾶμε νά φύγουμε, δυστυχισμένο τέκνο μου,
μπές μέ βῆμα ταχύ στό σύγνεφο τοῦ ἐρέβους.

Ἐλεγεία Α

Ποῦ θά πλαγιάσουμε καλή μου;
Τά λούλουδα τοῦ κήπου λόγχες
κι ὁ ἴσκιος του πλατάνου θάνατος.
βόμβοι κρωγμοί καί θειάφι στόν ἀγέρα.
Τά χέρια μας μετέωρα, ἀγαπημένη,
βῆμα μπροστά καί βῆμα πίσω
ἐσύ στήν ὄχθη ἐδῶ κι ἐγώ στήν ἀντιπέρα
κι ἀνάμεσό μας τά παιδιά μας πού σκοτώθηκαν
ψηλαφώντας
τίς γραμμές τῆς ὀδύνης στά πρόσωπα
τό δάκρυ στά μάγουλα
τήν τέφρα στά μαλλιά.

ο γέροντας

Εἶχ’ εὐπρεπίσει τό σπίτι του,
καλλιέργησε τόν κῆπο του,
φύτεψε γαρούφαλλα καί γιασεμιά.
Διάλεξε τόν τάφο του
κοντά στούς τάφους τῶν γονέων του.
Καθόταν τό πρωί τήν ἄνοιξη στόν κῆπο.
κι εὐφραινότανε τήν ὀσμή τῶν λουλουδιῶν.
τ’ ἀπόγευμα στό μπαλκόνι
κι ἀγνάντευε σιωπηλά τό κοιμητήρι.
ἔτοιμος πάντοτε, ἤρεμος, πεπληρωμένος.
Τώρα στό βράχο κατά τό νοτιά
κοιτάει τήν ἀτέρμονη θάλασσα
κι οὔτε μπροστά βαδίζει οὔτε πίσω.
Μέρα τή μέρα ριζώνει στό βράχο.
ἤδη τά πέλματά του πέτρωσαν
καί προχωρεῖ ἡ μεταστοιχείωση ραγδαῖα.
Γύρω τριγύρω του ξεράθηκε κι ἡ τελευταία πόα.
ποῦ νά βρεθεῖ δάκρυ νά τήν ποτίσει;

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Ανώφελη θυσία / της Μαρίας Παχίτη

“Δεν βαρέθηκες
ν’ αναζητάς
την αγάπη
σε λάθος μέρη;”
ψιθύρισε η μαργαρίτα
λίγο προτού σωριαστεί
ανάμεσα
στα σκόρπια της πέταλα…

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Τριών χρονών / Ποδιναράς Γιάννης

«Έχεις τη δύναμη της αγάπης
να φτερουγίσεις στη λιτανεία των πουλιών.»
Σου ψιθύρισα σαν προσευχή.
Και συ τριών χρονών μου φώναξες:
«Θέλω να γίνουμε θάλασσες.
Όπως τη θάλασσα να μου μιλάς.
Όπως το κύμα.»

Ποιητές / Ποδιναράς Γιάννης

Οι ποιητές πασκίζουν να υποτάξουν
σε μορφές μυστικές τους βυθούς του κόσμου
Σταλαγματιές αιμάτινες
αντιφεγγίζουν την τέχνη τους
σε στέρεα σχήματα
με χιλιάδες χρώματα και διαθέσεις
να σφραγίζουν τη μοίρα των ανθρώπων.
Πέφτει ο ήλιος
κι απλωμένοι στη γη
σκάβουν λαγούμια
να φυλάξουν τα όνειρα.

Μόρφου 2005 / Ποδιναράς Γιάννης



Χριστούγεννα.
Λαμπροί δρόμοι σεργιανίζουν τους πόθους των παιδιών
και παλιά τραγούδια ταξιδεύουν το σφρίγος της νοσταλγίας.
Το γυμνό κορίτσι χάθηκε στο ρέμα της αφθονίας.
Στολισμένα πρόσωπα
αντιφεγγίζουν τη λήθη των διωγμένων ψυχών.
Κι ένα αστέρι στο βορρά ρίχνει το στιλπνό φως
στους καμένους ίσκιους των δέντρων της Στεφανιάς.

Πότε θα μαζέψουμε τα πινόλια που αφήσαμε
κάτω απ' τους πεύκους της Έπαυλης στο Γεωργικό Γυμνάσιο;

Μη..., μου ψιθύρισες.
Μη θερμαίνεις το πεσμένο μου σώμα.
Μην ανοίγεις διάπλατα τον κλειστό δρόμο της ψυχής μου.
Μίλα μου μόνο σαν θα είσαι σίγουρος
πως τα όνειρα θα ορθώσουν επιτέλους το ανάστημά τους.
Θα περάσουν τις γραμμές και θα ενωθούν
με το μεγάλο διάφανο άστρο
σ' ένα θρίαμβο απροσπέλαστο
που σαρώνει τους παλιούς καιρούς
και στεφανώνει την έγερση των καινούργιων ασμάτων.

Περι της κυπριακης διαλεκτου (ενας προβληματισμος)

έχω την αισθηση ότι οι άνθρωποι των γραμμάτων στην Κύπρο θα πρέπει να πάρουν πρωτοβουλίες ώστε και η (όντως υπέροχη) Κυπριακή διάλεκτος να διασωθεί ατόφια, αλλά και η Ελληνική γλώσσα στην Μεγαλόνησο να μιλιέται όπως της αρμόζει. Η καθημερινότητα δυστηχώς άλλα μας διδάσκει στην Κύπρο. Σχεδόν κανένας μας, δεν χρησιμοποιεί λέξεις όπως: Καλημέρα, γειά σας, εντάξει, παρακαλώ κτλ και στις θέσεις τους υπάρχουν οι αγγλικές λέξεις : good morning, please, οκ, hello, Ηι , Bye-Bye! κτλ Το πρόβλημα δεν περιορίζεται όμως μόνο στην ύπαρξη των αγγλικών λέξεων στο καθημερινό λεξιλόγιό μας, αλλά σε έναν αχταρμά λέξεων της Κυπριακής διαλέκτου, της ελληνικής δημοτικής, της αγγλικής γλώσσσας και κάποιων άλλων λέξεων,
Είναι χαρακτηριστικός ο κος Φοίβος Νικολαίδης, Κύρπιος συγγραφέας στο βιβλίο του : Νεοκύπριοι Πλουτοκράτες ή Νεόπλουτοι αρχοντοχωριάτες και στο κεφάλαιο: Το πιθηκίζειν εστίν αγγλικουρείν σελ: 146 Λέει χαρακτηριστικά: Χτές πήγαμε από το Highway στη Πάφο non stop σε wedding reception στο Cyprus Hotel. Στη reception ρώτησα που είναι το parking. ...........Sorry να μου μιλούν εγγλέζικα στον τόπο μου είναι Funny!........... 
Το μεγάλο λάθος μας είναι ότι μόλις μας υποδείξουν το σφάλμα μας πάνω σε αυτού του είδους την ομιλία ξεκινά ένας επιθετικός λεκτικός πόλεμος για το πως μιλούν κάπου αλλού, πχ στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στην Αγγλία κτλ και δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ότι χάνουμε μέρα με την μέρα, χρόνο με τον χρόνο την ταυτότητά μας. Η δικαιολογία ότι όπως περνούσαμε θα περάσουμε μας βολεύει πολύ. Πριν από ένα μήνα περίπου σε μια τηλεοπτική πρωινή ενημερωτική ενπομπή είχαν κληθεί να μιλήσουν εκπρόσωποι νεολαίας φοιτητικής παράταξης και με λύπη διαπίστωσα ότι δεν μπορούσαν να αρθρώσουν λέξεις αλλά και να συνθέσουν ολοκληρωμένες προτάσεις. Προσέξτε το μέλλον μας. Και τούτο δεν έχει φυσικά να κάνει με την Κυπριακή διάλεκτο που όπως όλες οι διάλεκτοι (ποντιακή, κρητική, βλάχικη κτλ ) μιλιέται αλλά δεν γράφεται και δεν διδάσκεται.
Κάποιοι κύπριοι ποιητές και συγγραφείς που προσπάθησαν, ανέδειξαν την σημαντικότητά της αλλά μέχρι εκεί. Φυσικά και είναι αξιοθαύμαστος ο πλούτος της γλώσσας μας στο νησί, αλλά πολύ φοβάμαι ότι σκυλεύεται από τον σύγχρονο τρόπο ζωής και επικοινωνίας. Ελπίζω ότι οι ...υπεύθυνοι θα εντοπίσουν γρήγορα το πρόβλημα εάν θέλουν η ταυτότητά μας ως Ελλήνων να μείνει ακέραια (διότι η γλώσσα είναι ένα από τα χαρακτηριστικά ενός έθνους) και να προχωρήσουμε στον χρόνο με διαφορετική καθαρότητα και άλλο πνεύμα.


Στην συνέχεια διαβάζουμε ένα σχόλιο του ποιητή Σωτήρη Π. Βαρνάβα  με αφορμή την έκδοση του βιβλίου Βασίλης Μιχαηλίδης , επιλεγμένα ποιήματα , επιμ Λευτέρης Παπαλεοντίου ,Λευκωσία  Μικροφιλολογικά , 2013,μέρος του οποίου αφορά τον προβληματισμό που θέσαμε περί της Κυπριακής Διαλέκτου.




"Βασικά κριτήρια για να είναι ένα βιβλίο ελκυστικό είναι η συγκέντρωση σ’ αυτό πρωτότυπων στοιχείων και πληροφοριών που φωτίζουν ολιστικά το πραγματευόμενο θέμα, η σαφήνεια στην έκφραση και η αντικειμενική παρουσίαση γεγονότων και απόψεων, η συνθετική προσέγγιση των διαφόρων πτυχών του θέματος, καθώς και η ικανότητα του συγγραφέα να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη κατά την ανάγνωση. Το βιβλίο αποκτά ακόμα μεγαλύτερη επιστημονική αξία, αν κατά την ανάγνωσή του προκύπτουν ειδικότερα ενδιαφέροντα για περαιτέρω μελέτη επιμέρους θεμάτων που θίγονται σ’ αυτό. Αν δηλαδή αναδεικνύεται αυτό που ορίζεται ως επιστημονικό κενό για το θέμα (scientific gap) και το οποίο στην πραγματικότητα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο ή την κινούσα δύναμη (driving force) στην εξέλιξη και πρόοδο της έρευνας.

Όπως διαπιστώνεται στη σύντομη αυτή περιδιάβαση, στα Επιλεγμένα ποιήματα του Βασίλη Μιχαηλίδη, με επιμέλεια του Λευτέρη Παπαλεοντίου, όλα τα πιο πάνω κριτήρια πληρούνται με τον καλύτερο τρόπο. Γι’ αυτό το βιβλίο αυτό συνιστάται ανεπιφύλακτα στο κοινό, σε εκπαιδευτικούς, ερευνητές κ.ά. και σε κάθε Κύπριο που επιθυμεί να γνωρίζει τα ποιητικά, πολιτιστικά, κοινωνικά, πολιτικά πράγματα του τόπου του και τη διαχρονική εξέλιξη της κοινωνικής δομής της πατρίδας του.

Στο βιβλίο δίνονται πολύτιμα στοιχεία που αφορούν τη ζωή του ποιητή, την περιορισμένη σχολική μόρφωση και τη γενικότερη παιδεία του, ενώ εξετάζονται και τα θέματα και οι τεχνικές στα ανθολογημένα ποιήματά του. Ο επιμελητής διερευνά αρκετά σχολαστικά πιθανές επαφές και συνομιλίες του κύπριου ποιητή με την ευρύτερη νεοελληνική ποίηση και ειδικά με εκπροσώπους του αθηναϊκού ρομαντισμού ή ακόμη και της «Γενιάς του 1880», αλλά και με τη δημοτική παράδοση. Ανάμεσα σ’ άλλα, εντοπίζει ενδιαφέρουσες επιρροές και γόνιμες συνομιλίες με τη σατιρική ποίηση του Σουρή ή και με την πατριωτική ή σατιρική ποίηση του Αλ. Σούτσου. Και από τη διερεύνηση αυτή συνάγεται ότι ο Β. Μιχαηλίδης υπήρξε μια ισχυρή ποιητική προσωπικότητα, παρά το γεγονός ότι δημιούργησε σε πολύ αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες.

Η πληθώρα των βιβλιογραφικών παραπομπών και των αντίστοιχων αναφορών στην εκτεταμένη εισαγωγική μελέτη, είτε πρόκειται για σχολιασμό ποιημάτων του Β.Μ., είτε πρόκειται για πολιτικά, ιστορικά γεγονότα που προκύπτουν μέσα από τα ποιήματά του, σε συνδυασμό με το χωροχρονικό πλαίσιο στο οποίο γράφτηκαν, καθιστούν τον τόμο αυτό πολύτιμη δεξαμενή πληροφοριών κάθε υφής (λογοτεχνικής, γλωσσικής, λαογραφικής, ιστορικής, κοινωνικής, οικονομικής κτλ). Στην προκειμένη περίπτωση ο επιμελητής εξερευνά σε βάθος τη σχέση της ποίησης του Β.Μ. όχι μόνο με το πνευματικό περιβάλλον, αλλά και με οτιδήποτε άλλο ρυθμίζει τη λειτουργία της ποίησης στο δεδομένο χρόνο.

Ας μου επιτραπεί εδώ μια παρεκβατική αναφορά στον σημερινό κυπριακό τύπο και στη σχέση του με την κυπριακή ποίηση, εκφράζοντας μια άποψη - πρόταση, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι πολλά δημοσιεύματα στον κυπριακό τύπο της εποχής (που αναδημοσιεύονται ολόκληρα ή αποσπασματικά σε Παράρτημα του βιβλίου, σελ. 193-253) αναφέρονται στο πρόσωπο και το έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη.

 Ο παραδοσιακός Κύπριος ομιλεί ποιητικά, η ποίηση (και η ποιητάρικη τέχνη) ήταν πάντα μέρος της καθημερινότητάς του. Κι όμως, σήμερα οι εφημερίδες εξοβέλισαν την ποίηση από τα φύλλα τους, αν και δημοσιεύουν σποραδικές κριτικές. Οι σύγχρονοι κύπριοι ποιητές παραμερίζουν το κυπριακό ιδίωμα, άρα και την προφορικότητα της ποίησης, οι κύπριοι λαϊκοί ποιητές εκλείπουν με τη συγκεκαλυμμένη χλεύη σύγχρονων λογίων, πλην εξαιρέσεων (π.χ. Κ. Γ. Γιαγκουλλής). Για όποιον απορεί, παραπέμπω στη συνήθη διάκριση που γίνεται μεταξύ ποιητών και ποιητάρηδων, με απαξιωτική σημασιολογική χρησιμοποίηση του δεύτερου όρου, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για άλλη μορφή ποίησης.

Και όμως, ο μείζων ποιητής της Κύπρου, ο Β.Μ., όχι μόνο αξιοποίησε το προφορικό ιδίωμα της ιδιαίτερης πατρίδας του, όχι μόνο πάντρεψε με τον καλύτερο τρόπο τη λαϊκή, δημώδη παράδοση με τον έντεχνο λόγο, αλλά πέτυχε να αγγίξει τα ευρύτερα στρώματα του κυπριακού πληθυσμού, κατάφερε να συγκινήσει ολόκληρες γενιές με τα κορυφαία ιδιωματικά ποιήματά του, γιατί μπόρεσε να αφουγκραστεί τους εθνικούς καημούς, τα πάθη, τις χαρές και τις λύπες του κυπριακού λαού ή πέτυχε να αποδώσει περισσότερο από κάθε άλλον κύπριο ποιητή την ψυχή της Κύπρου, με τα οράματα και τις διαψεύσεις της, με τα καλά και τα στραβά της.

Η δομή του βιβλίου (η Εισαγωγή, τα ανθολογημένα ποιήματα, ο υπομνηματισμός, οι πολλές κριτικές και μαρτυρίες για το πρόσωπο και το έργο του ποιητή, το επίσης εκτενές Χρονολόγιο αλλά και το Γλωσσάριο) διευκολύνει τον αναγνώστη να έλθει σε επαφή με την ποίηση του Β.Μ. και να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη άποψη για την αλληλεπίδρασης που υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτήν και στον λαό (αυτό δηλαδή που λείπει σήμερα από τον σύγχρονο κύπριο ποιητή). Ο Β.Μ. αντλεί την ποιητική του δύναμη από τον λαό, ενώ η απήχησή της θεμελιώνεται πολύ καλά στο βιβλίο, με τις πυκνές αναφορές στον τύπο, σε σχόλια πολλών λογίων και συγγραφέων.

Όπως προκύπτει από πολλές μαρτυρίες, ο Β.Μ., γράφοντας ελεύθερα κι αισθαντικά, με ευαίσθητη αλλά και με κοφτερή ματιά, στην ουσία παρεμβαίνει στα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα της εποχής του και μας δίνει στοιχεία που αφορούν τη δύσκολη ζωή του κύπριου αγρότη, που έχει να αντιμετωπίσει δυσβάστακτες φορολογίες, τη φτώχεια και την απόγνωση. Αν ανατρέξει κανείς σε αρκετά από τα ανθολογημένα ποιήματα του τόμου, ιδίως στα ιδιωματικά του Β.Μ., δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει ότι αυτά διασώζουν κυπριακές παραδόσεις, ήθη, νοοτροπίες, το προφορικό ιδίωμα αλλά και το ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του. Μάλιστα, στα περισσότερα από τα ανθολογημένα ποιήματα δεσπόζει η σατιρική στόχευση του ποιητή, που είναι μια σημαντική παράμετρος της ποίησής του, αν και αυτή έμεινε μάλλον στη σκιά της πατριωτικής πτυχής του έργου του.

Επομένως, με το βιβλίο αυτό συμπληρώνεται σιγά σιγά, εκτός των άλλων, και η εικόνα για την κυπριακή ποιητική παράδοση, και ιδίως για την ιδιωματική. Προκύπτει αμέσως το ερώτημα: Ποια η προοπτική και ποιο το αύριο της κυπριακής (ιδιωματικής) ποίησης; Παρ’ ότι δεν ήταν η πρόθεσή μου να θίξω ένα τέτοιο θέμα, αυτό αναφύεται εν τη ρύμη των επιστημονικών προκλήσεων που συνεπάγεται μια τέτοια έκδοση. Γιατί, από τη στιγμή που δεχθούμε τα λεγόμενα του Κώστα Μόντη για τη γλώσσα που πρωτομιλήσαμε: «οι λέξεις βγαίνουν ίσα από μέσα σου… Δεν ξέρω τι ρίζες έχει μέσα μας η γλώσσα που πρωτομιλήσαμε, που δεν μπορούν να αντικατασταθούν με γλώσσα την οποία μάθαμε…», δηλαδή ότι μόνο έτσι μπορείς να πεις κάποια πράγματα, δηλαδή στη γλώσσα που πρωτομίλησες), τότε προκύπτει ένα συμπέρασμα όχι τόσο ευχάριστο για την κυπριακή ποίηση. Γράφοντας σήμερα οι κύπριοι ποιητές μόνο στην καθομιλούμενη ελληνική και καθόλου ή αποσπασματικά στο κυπριακό ιδίωμα, κάτι χάνεται. Δυστυχώς αυτό που χάνεται είναι το πιο σημαντικό, είναι το αυθεντικό, το δυνατό. Και εδώ δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με την άποψη ότι, αν ο Β.Μ. είχε λόγια μόρφωση και αν ήταν σε θέση να γράψει σε μια άψογη ελληνική της εποχής του, τότε η «9η Ιουλίου», λ.χ., δεν θα ήταν αυτό το ποίημα, αν δεν είχε γραφτεί στο κυπριακό ιδίωμα. Αυτό δεν μπόρεσε να το καταλάβει ο Συκουτρής, όταν χαρακτήριζε τον Β.Μ. «εξευγενισμένο ποιητάρη», ενώ οι χαρακτηρισμοί του για την «9η Ιουλίου» μόνο θυμηδία μπορούν να προκαλέσουν. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να γίνει αντιληπτή, αν θεωρήσει κανείς ισότιμα τις δύο μορφές γραφής (χωρίς προκαταλήψεις περί πτωχείας και πλούτου ή οποιουδήποτε άλλου είδους διακρίσεις) και επιχειρήσει να διατυπώσει ποιητικά τα μικρά και μεγάλα θέματα της έμπνευσής του και με τους δύο διαφορετικούς τρόπους, δηλαδή τόσο στο τοπικό ιδίωμα όσο και στην «κοινή» νεοελληνική. Ένα συνέδριο με θέμα το χθες και το αύριο της Κυπριακής ποίησης (ιδιωματικής και μη) θα μπορούσε ενδεχομένως να φωτίσει πολύπλευρα το θέμα αυτό.

Μήπως όμως, τελικά, το κλίμα που καλλιέργησε η άποψη του Συκουτρή ή κάποια «Σχολή Συκουτρή» αποτελεί την απάντηση στο ερώτημα γιατί η κυπριακή ποίηση περιορίστηκε κατά την εξέλιξή της μόνο στην καθομιλουμένη ελληνική, αφανίζοντας σχεδόν το κυπριακό ιδίωμα από αυτήν (εκτός εξαιρέσεων); Κατανοητό το επιχείρημα να γίνουμε γνωστοί και έξω από τα κυπριακά σύνορα, όμως το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Κι έπειτα, όπως μας το υποδεικνύει και ο Κώστας Μόντης, το κυπριακό ιδίωμα είναι μια ρίζα της πανελλήνιας γλώσσας, μια ρίζα βασική, όπως διευκρινίζει. Άραγε συνειδητοποιούμε ότι η εξαφάνιση του κυπριακού ιδιώματος από την κυπριακή ποίηση ισοδυναμεί με ξερίζωμα της ίδιας της πανελλήνιας γλώσσας;

Επομένως, έχουμε την άποψη ότι το κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα έχει να προσφέρει και άλλα στην ποίηση. Όχι βέβαια για να γυρίσουμε στην εποχή του Μιχαηλίδη και του Λιπέρτη, αλλά για να προωθήσουμε τον πολιτισμό μας και να μην αφανιστούμε στον ισοπεδωτικό τεχνολογικό πολιτισμό του διαδικτύου. Επομένως το βιβλίο «Βασίλης Μιχαηλίδης: Επιλεγμένα ποιήματα, Επιμέλεια Λευτέρης Παπαλεοντίου» αποτελεί, εκτός όλων των άλλων και σημαντική πηγή σκέψεων, ιδεών και προβληματισμών προς την κατεύθυνση αυτή· και από αυτή την άποψη ακόμα αξίζει να διαβαστεί."