Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Αλητισμός / Τεύκρος Ανθίας

«Τι τρομερός, τι τρομερός,
πούναι κι αυτός ο αλητισμός!»

Τέτια μιλώ, παραμιλώ,
την κάθε μέρα και γελώ
με τον ανόητο εαυτό μου,
πόχει πιστέψει στη ζωή και την ερμιά του κόσμου.





«Σήμερις έχουμε ψωμί,
κι αν δεν υπάρχει, θα βρεθεί!»

Με τέτια σκέψη τριγυρνώ
εδώ κι εκεί κι όλο περνώ
πάντα μες τ΄ όνειρο, στην πλάνη,
και το κουφάρι μου γερνά, κοντεύει να πεθάνει.





«Κάποιαν αγάπη καρτερώ

και θάρθει σύντομα, θαρρώ».



Φτωχή καρδιά, καρδιά τρελή,

πόχεις πεποίθηση πολλή

στα μαδημένα τα φτερά σου,
είν΄ ο αγέρας δυνατός κι ανάλαφρη η χαρά σου.





«Δεν ήρθε απόψε. Τι μ΄ αυτό;

Στη μοναξιά θ΄ αναπαυτώ».



Ίσως και νάρθει την αυγή,

εδώ στον πάγκο να με βρει,

μ΄ ένα φιλί να με ξυπνήσει.
Τάχα γιατί ν΄ απελπιστώ κι αν λίγο ακόμη αργήσει;





«Ω τι γλυκός, ω τι γλυκός,

πούναι κι αυτός ο αλητισμός!»



Τέτιον επίλογο θα πω,

σα μια νυχτιά θα κοιμηθώ

στον ουρανό από κάτου
και θ΄ απλωθεί τριγύρω μου το σκότος του θανάτου.-





Συλλογή Τα σφυρίγματα του αλήτη,

Δύο στίχοι της Έλενα Τουμαζή – Ρεμπελίνα

«Εκεί σε αρπάζει ύπουλα
                Μες στο ηδύτερο όνειρο


============================

                «Το κορμί της
                κρατά ζεστό
                τον αρχέγονο λώρο
                του ονείρου».

Γιάννης Λεύκης (βιογραφικό)



Ο Γιάννης Λεύκης (πραγματικό όνομα Γιάννης Παπαγγέλου) γεννήθηκε στη Λάρνακα της Κύπρου. Οι γονείς τους φτωχοί άνθρωποι όπως και ο ίδιος καθ΄ όλη την διάρκεια της ζωής του.  Αποφοίτησε από το Εμπορικό Λύκειο της Λάρνακας (1917).  Από νεαρή ηλικία στράφηκε στην ποίηση και πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας με ένα δημοσίευμα στην κυπριακή εφημερίδα Ηχώ το 1915. Συνιδρυτής με τον Παναγιώτη Κτωρίδη του φιλολογικού περιοδικού της Λάρνακας Μούσα, του οποίου η κυκλοφορία απαγορεύτηκε από την αποικιακή κυβέρνηση της Κύπρου, και με τον Αιμίλιο Χουρμούζιο του περιοδικού Αβγή. Παράλληλα  συνεργάστηκε με τις εφημερίδες της Κύπρου Σάλπιγξ, Αλήθεια, Νέος Άνθρωπος, Ελευθερία και με τα περιοδικά Κυπριακά Γράμματα και Νέα Εποχή. Ασχολήθηκε επίσης  με το θέατρο ως σκηνοθέτης παραστάσεων Αρχαίου Δράματος στην Ιδιωτική Σχολή Λεμεσού. Εκτός από την ποίηση ασχολήθηκε και με λογοτεχνικές μεταφράσεις και μελέτες για τη νεοελληνική λογοτεχνία. 

 Ι.Ποίηση

• Στεναγμοί και πόθοι. Λεμεσός, 1935.
• Το τραγούδι των ξυπνημένων ανθρώπων και άλλα ποιήματα. Λεμεσός, 1963.
• Η τριλογία της ζωής και του θανάτου. Λεμεσός, 1967.

ΙΙ.Μελέτες

• Βασίλης Μιχαηλίδης, ο ποιητής της Κύπρου. Κύπρος, 1937.
• Πώς πρέπει να μελετηθεί η νεότερη Κυπριότικη Λογοτεχνία. Λεμεσός, 1966.
• Νερό χρειάζεται ο τόπος. Λεμεσός, 1966.
• Από αφορμή μια μελέτη του καθηγητή Ι.Συκουτρή. Λεμεσός, 1966.
• Οι Ρίζες. Λεμεσός, 1984.

ΙΙΙ. Μεταφράσεις

• Ξένα τραγούδια με τη δική μου φωνή. Λεμεσός, 1967.



πηγή: http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=505

Έβαψα το πρόσωπο / Λεύκης Γιάννης

Έβαψα το πρόσωπο
όλο, απ’ άκρη ώς άκρη,
κάτω από τη μάσκα μου
έκρυψα το δάκρυ,
και παλιάτσος ντύθηκα
για να κάνω αστεία,
μ’ άκουσα το κλάμα μου
σα βαθιά ειρωνεία.

Ηρωικό / Λεύκης Γιάννης




Μου ’πες: – Δεν έχω πια αντοχή. Τα χρόνια
έρχουνται και περνούν βασανισμένα.
Πείνες κι αρρώστιες μάς χτυπούν. Τα χιόνια
στιβάζουνται στην πόρτα μας ολοένα.

Του ήλιου χάδι πουθενά. Κλεισμένοι
σάμπως σε τάφο ζωντανοί, του κάκου
μαχόμαστε για μια αλλαγή. Βαραίνει
στο στήθος μας το πόδι σκληρού δράκου.

Κάποτες βέβαια θα ’ρθει. Το ξέρει
και το μαντεύει η καρδιά. Σα χάδι...
Μα τι ωφελεί, που εμείς θα ’μαστε γέροι
ή ίσκιοι μεσ’ στο ερεβικό σκοτάδι.

Και σ’ αποκρίθηκα: – Φριχτό να περιμένεις
κάτι που αργεί να ’ρθει και που πιστεύεις
πως θα σου φέρει μιας ζωής ευτυχισμένης
το ξαλάφρωμα που από παιδί γυρεύεις.

Όμως μην απελπίζεσαι. Κι αν μαύρο αίμα
και λάσπη στάζει απ’ το πολύπαθο κορμί σου,
μείνε γενναίος ώς το τέλος και πολέμα
για τ’ όνειρό σου ώς την ύστερη πνοή σου.

Κι αν μέλλεταί σου να χαθείς, προτού χαρούνε
τα μάτια σου τη νέα ζωή που προφητεύεις,
παρηγορήσου για τις νέες γενιές που θα βλογούνε
όσους πεθάναν για το ιδανικό που διαφεντεύεις

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

"… σε έρωτα ή θάνατο θα πάμε" ( απόσπασμα) / Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου

Ελένη


Λοιπόν Μενέλαέ μου
σ’ έχω επινοήσει κουφό
για να μπορώ ν’ ακούω τις σκέψεις μου
χωρίς να ταράζομαι
έτσι όπως μου επιστρέφονται ανεξαργύρωτες
από το ύψος του τίμιου κρεβατιού μας


Θ’ αγνοήσω την αδιαφορία σου
και θα υποθέσω πως είσαι
ο δυστυχής ένας κουφός
Έτσι κι εγώ θα ονομαστώ Ελένη
Κι ο Πάρις κάποια μέρα
το ελπίζω
πως θα με απαγάγει
άθελά μου


Ας μην το έπαιζες κουφός
Μια λέξη μου ας καταδεχόσουν
να εξαργύρωνες



Γράμμα από νησί


Τα νησιά που βυθίζονται στην ομίχλη τους το χειμώνα
σκεπάζονται με τη θαλπωρή των ονείρων τους
Κλωσάνε τους έρωτες του καλοκαιριού
Τινάζουν άσπρα σεντόνια στο κύμα τις περιπτύξεις
των λαβωμένων τους σωμάτων
Δουλεύει αργά, βασανιστικά η προσμονή νυμφίου
Κεντάει με κόκκινη κλωστή όλο το χειμώνα κήπους
Το καλοκαίρι μέσα από τα άνθη τους
θα πετάξουν με ορμή σμήνος αγαπησιάρικα πουλιά

«Ο Νώε στην πόλη» (μικρό απόσπασμα) / Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου

«Η λεπίδα που ανοίγει τις φλέβες πονάει λιγότερο από τη θέα ενός ανθρώπου, που, ενώ κοιτάζει το ρολόι του, λέει πως θέλει να πάει στον παράδεισο. Ύστερα φεύγει παίρνοντας μαζί την πόζα του, όπως παίρνει κανείς την τελευταία αναπνοή του.».............................. 

« Απλώνει η πόλη τα νερά της λύπης της, γίνεται λίμνη. Καρτερεί να καθρεφτίσει σε δύο μάτια μια αγάπη που δεν έρχεται. Γι’ αυτό κάποιες φορές καθώς οι διαβάτες περνούν, μοιάζουν με τρένα που διασταυρώνονται μαζί της»....................... 

«.. ωστόσο θα έπρεπε να ξέρουμε πώς, αν δεν σε δω, αν δεν με δεις, αν δεν κοιταχτούμε, όμορφοι δεν θα γίνουμε»................... 

«Οι άνθρωποι κόβουν την πόλη σαν ψωμί στα δύο, να πάρουν ο καθένας το κομμάτι του. Τα έχουν αυτά οι έρωτες•τους ακρωτηριασμούς. Με τους πολέμους των φυλών εκτεταμένη μαχαιριά κατά μήκος μιας πράσινης γραμμής»............................... 

«Έχω περάσει σε βελόνες το εύθραυστο και το φθαρτό, το μικρό έως ελάχιστο, άπειρα λόγια συνδιαλέξεων. Θα κάνω αθάνατη τη ζεστασιά της αφής των δακτύλων μου πάνω στο σώμα σου. Σκεπάσου αγάπη μου!»..................................... 

«Εκεί που βρίσκεις τη χαρά εκεί θα βρεις τη λύπη. Ουρανομήκης ουρά, η κραυγή της ζωής και η σιωπή του θανάτου, αγκαλιασμένες ενσταλάζονται στα μαρμαρένια στήθη• υποδορίως ενέσιμος ο χρόνος.»............... 

«Η ζωή περνάει μέσα από την κοίτη των σωμάτων. Καλοί αγωγοί της αθανασίας της, τα φυσικά υλικά τους, που αναπαράγονται ξένα και αδιάφορα προς τα θολά ποτήρια του μυαλού που μηχανεύεται ασθένειες, φυγές και ταριχεύσεις.»............

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Αν ήταν του Νίκου Πενταρά


Το Φως χορεύει στον αφρό
λευκό πανί στο πέλαγος
μετάξι στον αγέρα
μέσα σ’ ανήλιαγη σπηλιά
η Μέδουσα παραμονεύει.
 
Πήρα τ’ αδράχτι
- κειμήλιο της γιαγιάς μου
της ξακουστής υφάντρας-
ν’ αδράξω το μετάξι
μ’ αδέξιος σαν ήμουνα
μου ξέφυγε απ’ τα χέρια
και πήγε ίσια στο βυθό.
Για χρόνια τώρα ψάχνω
στα φύκια και στην άμμο
ρωτώ τα ψάρια της σιωπής
ίσως αυτά με βοηθήσουν
μα κάνουν ελιγμό και μ’ αποφεύγουν
και τότες απελπίζομαι
βγαίνω ξανά στην επιφάνεια
ξαπλώνω μπρούμυτα
σε βράχο κυματοδαρμένο
και κλαίω μ’ αναφιλητά.
 
Το κύμα παίρνει το «γιατί»
από τα μάτια μου τα κόκκινα
το στροβιλίζει και μετά
με βία τ’ αμολά στα βράχια
κι εκείνο θρυμματίζεται
κι αντιλαλεί στ’ ακροθαλάσσια.
 
Αν ήταν, συλλογίζομαι, τουλάχιστο,
ένα χελιδονόψαρο,
αν ήταν κι άρπαζε ένα θρύψαλο
ίσως να μ’ οδηγούσε
να βρω τ’ αδράχτι της γιαγιάς,
γιατί γνωρίζουν τα χελιδονόψαρα
τα κατατόπια του βυθού
μα προπαντός γνωρίζουν ακριβώς
σε ποια γωνιά παραμονεύει η Μέδουσα.

Αν κάποτε του Νίκου Πενταρά

Αν κάποτε
από κυκλάμινο στα βράχια
με πάρεις
να με φυτέψεις στον κήπο σου
βάλε με
στον ίσκιο της κωνοφόρου αγάπης σου
κάτω απ’ το στρώμα
των ανεπίδοτων χαδιών σου
για να προφυλάγομαι
από το κρύο
και τους πειρατές ανέμους.

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

ΤΑ ΦΙ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ του Νίκου Πενταρά

Παρέα με το φι του Φθινοπώρου
κι όλα τα φι των φθόγγων
που δεν προφέραμε ποτέ 
ψάχνω ανάμεσα στα κιτρινισμένα φι
των πεσμένων φύλλων
για να βρω τα φθαρμένα φι

των ανεπίδοτων φιλιών μας.

Φαμακούστα


Της Φαμακούστας τις ομώνυμες φωνές

τις παίρνει τ΄ ακρογιάλι

οδυνηρά χτυπάει το φάντασμα

μα κείνη ανασαίνει.

Μάτια που γνώρισαν

τα μάτια σου Αγαπημένη

θωπεύουνε ξανά τις γειτονιές μας.

Πληγώνει η νύχτα το πηγάδι

τ΄ όνειρο σαν πριν δεν λησμονιέται,

στο φως της χειμωνιάτικης αυγής.

Θα λες «Πεθύμησα το σπιτικό μου»

κι ο νους θα τριγυρνάει στις αυλές

στις τριανταφυλλιές σου.

Μα οι τόσες μνήμες,

(Η πατρίδα κι οι σταυροί

τσαντίρια και κραυγές οδύνης)

ένας καθρέφτης, λαός νεκρών

που μας πληγώνει.

Εσύ κι εγώ ένα το χέρι

η καρδιά το φως

κι η ποίηση μας κανακεύει.

οι υπνώττοντες / Κούμουρου Σόνια

ο φονιάς
έκανε βόλτες μέσα στην πόλη
ντυμένος θύμα
ξέρανε ότι είναι ο φονιάς
μα βλέπανε το θύμα
γιατί αυτό που φαινόταν
ήταν πιο εύκολο
απʼ αυτό που πονούσε
είναι τόσο ανάλαφρος
ο ύπνος
αυτών που συγχωρούν
αλίμονο
σʼ όσους θυμούνται

η κάμαρα / Κούμουρου Σόνια


μια κάμαρα
όλη κι όλη
με τυφλά παράθυρα
και κλειδωμένες πόρτες
στο ταβάνι
κρεμασμένες οι μνήμες
στο πάτωμα
χαραγμένοι οι δρόμοι
και στους τοίχους
ζωγραφισμένα τα όνειρα
εσύ στο ενδιάμεσο
ζητάς ισορροπίες
χειρονομείς μιλάς γελάς
πονάς
μεγαλώνεις και μικραίνεις
υπάρχεις
ψάχνοντας την Αλήθεια
με τα χρόνια
οι μνήμες πληθαίνουν
τα όνειρα στοιχειώνουν
οι δρόμοι λιγοστεύουν
κατεβαίνεις
κάθε μέρα λίγο πιο κάτω
ώσπου οι δρόμοι
γίνονται τελικά τελεία
πάνω από το σώμα σου
ενώ οι μνήμες και τα όνειρα
εκφωνούν
τον επικήδειό σου
μέσα στην κάμαρα που έζησες

Το εκκλησάκι / Κωνστάντης Γιώργος



Περπάτησα πάνω σε πυρωμένες πέτρες
Μέσα στη λάσπη έχασα τα πόδια μου
Τα λόγια μου γδαρμένα στα χαλίκια
Απολησμόνησαν τη μυρουδιά του ήλιου
Μονάχα τη λεβεντιά του έρωτα άκουα
Δίνοντάς μου κουράγιο να ελπίζω
Ώσπου φάνηκες εσύ την τελευταία στιγμή
Βάνοντας στο αίμα μου νέους ρυθμούς
Τώρα χτίζω το εκκλησάκι μου.
Κρατώ ανοιχτά τα παραθύρια
Να μπαίνουν μέσα αρμαθιές φωτός
Να χαράζει ο χρόνος τ’ όνομά σου
Ανεξίτηλο στα βιβλία των αιώνων.

Το σκάφαντρο / Κωνστάντης Γιώργος


Έξω απ’ τις σπηλιές μαύρες καταχνιές
Αδιαπέραστες από το δόρι του ήλιου
Εκεί γεννήθηκα κι έζησα τις μέρες μου
Στο σκοτάδι με πληγωμένα δάχτυλα
Ψαχουλεύω να βρω μιαν έξοδο, να ιδώ
Τα λαμπερά κοχύλια τ’ άσπρα κύματα
Να γλιτώσω από υδροκέφαλα τέρατα
Που λυσσασμένα κατατρώουν τα χέρια μου.
Κάθε που δοκιμάζω ν’ ανεβώ στην επιφάνεια
Ματώνουν οι φτέρνες πονούν τα μάτια μου
Τόσα χρόνια παλεύοντας μες στις σπηλιές
Κανένα απ’ τα όνειρά μου δεν μ’ εγκαταλείπει.
Λίγο ακόμα –λέω και ξαναλέω–
Με το σκάφαντρο
των στίχων θ’ ανεβώ
Ν’ αποτινάξω το πένθος της ψυχής μου