Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

ΩΡΕΣ ΚΥΠΡΟΥ /Γιαγκουλλή Χριστούλα

Τα δικά μας ξεκληρίστηκαν.
Τα δάχτυλα ψαχουλεύουνε τα χείλη
Σφίγγοντας τ’ αστροπελέκι μιάς ανατολής
Που πέθανε.

Πικρή αντιφεγγιά
Στο πλατύφυλλο του πλατάνου
Αργοπαίζει το φεγγάρι τις θολωτές του ανταύγειες.
Τα γιασεμιά δένουν τη νεροσυρμή του ονείρου
Μες στην απροσδιόριστη ματιά της Ρωμιοσύνης.

Ξεμοναχιάζονται οι στιγμές
Και πως να τραγουδήσω
Την ανεμόδαρτη τρικυμία πως
Να την κοπάσω;

ΠΛΗΝ ΟΣΩΝ ΕΙΠΑ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας

Υπόλογος
σ’ ένα παιγνίδι
υπό το φως της εισπνοής μου - αναπνέω.
Δυστυχισμένη άποψη
η λογική εικόνα της εικόνας μας.
Πλην - όσων είπα, παρατήρησα.
Παρατήρησα την έκφραση του ύφους.
Τώρα μετρώ επίθετα
που τρέχουν στα συρτάρια.
Καλό υπόλοιπο,
αλλά - μην φεύγεις το χειμώνα.
Τα συρτάρια, είναι ακόμη ανοικτά.
Ο χειμώνας κάνει κρύο.

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας





Έκλεισα τα μάτια μου
και βρέθηκα μπροστά μου.
Κλείστηκα μέσα στα χέρια μου
και εγκλωβίστηκα στην αναπνοή σου
κι ας μην τη γνώρισα ποτέ.
Έκανα να αρνηθώ την πρόσκληση
μα τα πόδια μου
άρχισαν να δηλώνουν κουρασμένα.
Το αίμα μου
αρνήθηκε να συνεχίσει να ικανοποιεί
τις εξισώσεις της κίνησης.
Η συναυλία του λάθους έχει τελειώσει.
Τελικά το ψεύτικο είναι το αληθινό.
Κανένας δεν μου τόπε.

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας



Πριν και μετά το μετά της σιωπής
το φάντασμα του είναι.
Κομμάτια λέξεις – κομμάτια σιωπής
Όλα τα χρώματα μαζί - μαζί και το άχρωμο χρώμα
Παρατηρητής του όλου και του τίποτα
σωπαίνω στο θολό καθρέφτη
να αγγίξω τα πράγματα θολά
να ταυτιστώ μαζί τους
ώστε να δώσω τέλος στην οργή των ερωτήσεων
σκοτώνοντας το φάντασμα του είναι

ΑΙΑΝΤΕΙΟΣ ΓΕΛΩΣ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας



Κρατήσαμε τις απουσίες μας
γιατί οι παρουσίες μας
συνήθιζαν να απουσιάζουν.
Αιδήμων σιγή και αιάντειος γέλως
η κατάληξη της «παύσης».
Εις εξόφλησιν των χρεών μου
ταλαιπωρώ τη μορφή σου στη σκέψη μου
και επεξεργάζομαι τα συντρίμμια της.
Παύσατε πυρ.

ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας

Ανανεώνω
τις σιωπηρές μου συμβάσεις
διαγράφοντας τον ήχο.
Η σιωπή δεν παραφράζεται
όταν οι έννοιες
έχουν αληθινό βάθος

ΑΦΙΛΟΞΕΝΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας


Προσθέτω, λίγο ουρανό στη σκέψη μου
και ταξιδεύω - εκεί - που με ορίζω.
Κλειδώνομαι στις αφιλόξενες θάλασσες
και παρασέρνω τα κύματα στο ναό της σιωπής.
Πλήθος οι ρόλοι.
Μα το ξέρεις,
υπάρχω όσο δεν συμμετέχω στο μύθο.
Πλήθος οι ρόλοι.
Μα το ξέρω,
ο καλύτερος παρατηρητής
δεν βλέπει μόνο με τα μάτια.

ΝΑΥΑΓΩ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας

Στις γειτονιές των ματιών σου
θα σεργιανίσω πάλι το χαμόγελό μου.
Θα ακουμπήσω το φως στο κατώφλι σου
και θα μαζέψω τα χέρια μου
για να σε αγγίξω.
Ύστερα,
θα χαθώ στον ανοιξιάτικο χειμώνα μου
για να μπορώ έτσι
να συμμετέχω
στο τραγούδι της φωνής σου.

ΑΚΟΥΣΜΑΤΑ ΣΙΩΠΗΣ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας

Ταξιδιώτης,
της ίδιας διαδρομής.
Παρατηρητής,
των ίδιων σημείων.
Χρώματα και σκιές - όλα εκεί, ανέπαφα.
Κι αυτός να κουβαλά,
τα διαφορετικά του μάτια.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Τεχνουργοί Σπανίων Κοσμημάτων / Γαλάζης Λεωνίδας



«Εσύ που ξέρεις, πες μας, τι γεύση έχει ο χρυσός;»

Dante Alignieri, θεία Κωμωδία: Καθαρτήριο,

Άσμα XX, στ. 116.



Ήξεραν, έλεγαν, τι γεύση έχει το χρυσάφι

οι τεχνουργοί των σπάνιων κοσμημάτων.

Πόσο λεπτεπίλεπτα στον πάγκο τα εργαλεία τους

τι νευρασθενικές οι ζυγαριές ακριβείας τους!



Όμως, εσύ που πάλευες με τη σκουριά

ήξερες πως τίποτα δεν πουλούσαν καθαρό

της αλχημείας οι μάστορες και των κραμάτων.

Κι οι ζυγαριές τους δεν μπορούσαν να μιλήσουν...



Γι' αυτό πουλούσαν ανενόχλητοι

άνθη λωτού κι υποσχέσεις σε κάνιστρα

ως υπεράνω πάσης υποψίας τεχνουργοί



Ενώ εσύ που παίδευες τα ταπεινά σου μέταλλα με τη βαριά

δεν έμαθες ποτέ την τέχνη των περιστροφών,

των ελιγμών, των λήρων, των φληναφημάτων.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

οι φωνές / Γαλάζη Πίτσα

Ι(α)
Ἀνέβαιναν οἱ φωνὲς τῶν ἑκατὸν σπιτιῶν μου
Ἀπὸ τὰ ἔγκατα ἀκροβάτισσες
Ἠχοῦσαν στρώματα καὶ πετρώματα μετάλλων
Καὶ πιάνοντας τὴν παλάμη ἡ μιὰ της ἄλλης
Τῆς χάρασσαν Ζάλογγο
Τραβοῦσαν οἱ φωνὲς τῶν ἑκατὸν σπιτιῶν
Ἀπὸ πηγάδια γερακίνες κι’ ἀνέβαιναν
Νάβρουν οἴκους Φωνῆς γιὰ ἀπόηχους
Μουσκίδι καθόντουσαν στὴ φωτιὰ
Νὰ στεγνώσουν ψηλαφίζοντας τὴν φωνή μου
Ὕστερα ἄρχιζαν χοροὺς κυκλωτικοὺς
Καὶ μέσα στὸ στεναγμό της
Εὕρισκαν καμινάδα
Καὶ γίνονταν Καπνὸς ἀναθρώσκων

Ι (β)
Ἔρχονταν οἱ Φωνὲς τῶν ἑκατὸν σπιτιῶν μου
Ἀπὸ πολὺ βαθειὰ
Σίγουρες γιὰ τὸ αἷμα τους
Καὶ χτυποῦσαν τοὺς οἴκους φωνῶν
Ν΄ἀνοίξουν
Τὰ σπίτια μυρίζαν κρασίλα, ἀποφάγια
Καὶ λησμονόχορτο
Καὶ τοῦ καιροῦ τὰ ἕλκη ἀκόμα στὴν νάρκη τους
Ἔπιαναν φασκιωμένα ἄλλη γλώσσα
Μὲ τὸ κεφάλι στὴν ἄμμο ὁ κουρέας
Κραύγαζε γιὰ τ΄αὐτιὰ τοῦ Μίδα
Ἡ φωνή μου ἔμπαινε βιαστικὴ στὸ καλάμι
Γιὰ νὰ σωθεῖ, σπόρος τοῦ μεταξιοῦ
Ἀκουμπώντας στὴ ἀσκητεία της
Στὰ σώσπιτα τῆς μάζευε φυλλώματα
Νὰ κλαδώσουν τὰ πράματα
Νὰ πάρουν πίσω τὸ νῆμα
καὶ τὴ γυαλάδα τους
Οἱ φωνὲς τῶν σπιτιῶν μου
Χτυποῦσαν παράθυρα πάνοπλες
Μὲ γομωμένες λέξεις
Καὶ τὰ μολυβδοκόνδυλα στὴ θέση τους
Νὰ πυροδοτηθοῦν
Ὁ Τυφλὸς τὶς ψηλάφιζε
Ὁ κουφὸς τὶς κλωτσοῦσε
Οἱ ὑψηλὰ ἱστάμενοι τὶς κατάβρεχαν
Οἱ ἐποχούμενοι τὶς πατοῦσαν στὴν ἄσφαλτο
Τὶς φωνὲς τὶς ἑφτάψυχες
Τὰ σπίτια σαλεύουν στὰ ἔγκατα
Τοὺς ἀπάνω σεισμοὺς
Αἰχμηρὲς ξεφουσκώνουν
Φωνοῦλες στὸν ὕπνο
Ὅταν οἱ ἑκατὸν φωνὲς οἱ παντέρημες
Μπαίνουν στοὺς Οἴκους Φωνῆς
Φωτίζονται καὶ ὁρκίζονται τὰ πράματα
Γί΄αὐτὸ φυλᾶνε οἱ σώφρονες τὰ ἔρημα
Τὴν τρέλα τοὺς φοβοῦνται,
Τὴν ἱερὴ
Νὰ μὴν περάσει
ΙΙ
Πίκρες μεγάλες καὶ εὔφορες
Μοῦ χάρισε ὁ τόπος
Νὰ μ΄ἀναποδογυρίζουν νὰ ριζώνω σ΄οὐρανὸ
Ἀπὸ τὸ ὕψος μου ἢ ἐξ ΄ἐπαφῆς
Νὰ μετρῶ τὸ βάθος του
Κι΄ἄπ΄ἀρχῆς νὰ τὸν ἐρωτεύομαι
Νὰ κυαμώνουν τὸ ἔδαφος τῆς φωνῆς μου
Νὰ τὴν ἀγραναπαύουν μ΄ἀθωότητα
Ἔκπληκτη νὰ καρποφορεῖ
Μὲ χρέωσε μὲ μνήμη νεκρῶν
Μὲ ζώντων τὴν ἀμνησία
Μ΄ἀμίλητη μοίρα γυναίκας
Τὴν σκόνη τὶς μέρες νὰ πολεμῶ
Τὶς νύχτες ἀνάβουν μαζί μου
Τσιγάρα οἱ μελλοθάνατοι
Ἀνοίγοντας τρύπες νὰ βλέπουν
Τὴν ἄλλη ζωὴ τὴν ἐλεύθερη
Στὸ ἔσω αὐτὶ τὸ τραγούδι τους
Στὸ Χαῖρε Ὢ Χαῖρε
Ψήγματα ἄμμου στὸ κοχύλι του
Ἄπ΄τὰ παλιὰ μαρτυρίες
Τὰ ἡλιόλουστα
Βαθειὰ ὀρυχεῖα στὸ στῆθος
Μὲ τὴν ἀσετυλίνη στὸ μέτωπο
Ἐξέρχονται οἱ μάρτυρες
Σ΄ὅλες τὶς γλῶσσες πεντηκοστὴ
Μυρίζουν μπαρούτι τὰ γένια τους
Ἀποκαλάμες καμένες
Ἄπ΄τὸν λαμπίκο τῆς μάνας
Παλιὰ ὑποψία ροδόσταμου
Μ΄ἕνα πελώριο Α
Ξορκίζουνε τὸν θάνατο
Κι΄ὅταν σ΄ἀέρα τὴν φωνή μου συναντᾶνε
Τσακμακίζουν
Ὀπλίζοντας παλιὰ κραυγὴ
«Θὰ βγῶ πυροβολώντας»
ΙΙΙ
Καὶ ἔαρ καὶ φρέαρ ἡ Φωνή μου
Νὰ κρατᾶ τοὺς νεκροὺς μὲ τὰ κάνιστρα
Ν΄ἀνεβαίνουν μ΄ὅλα τὰ ἀνέστη
Τὶς γενεὲς ἅπασες
Μὲ καρυοφύλια κι΄ἐξόδους
Καὶ πολιορκημένους ἐλεύθερους
Φρέαρ βαθὺ
Οἱ γαμπροὶ νὰ περνοῦν στὸ νερὸ
Καὶ ν΄ἀφήνουν στὸν ἴσκιο τους
Ἀνθισμένη μυρτιὰ καὶ μυρσίνη καὶ δάφνη
Σκοτεινὰ νὰ τραβᾶ τὸ σχοινὶ
Γιὰ νὰ δεῖ στὸν κουβὰ τὸ φεγγάρι τὸ πρόσωπο
Καὶ τὸ μάτι στὶς φάσεις ν΄ἀστράφτει
Καὶ ἔαρ καὶ φρέαρ λοιπὸν
Ἀφροδίτη καὶ Ἀστάρτη
Νὰ χλωριάζει βολβοὺς καὶ σπορᾶς μυστικῆς
Ν΄ἀνθίζει Ἀπρίλης ἀντάρτης
Μὲ τὰ χαῖρε καὶ μάνας κλωστὴ
Νὰ χλωριάζει πολύχρωμος Μάρτης
Μὲ ἀρᾶς τὶς ἐκλείψεις φυλῆς
Καὶ χαρᾶς τὶς ἐκλάμψεις
Καὶ τὸν Μάη πρωτόκλητος
Νὰ κρατᾶ τοῦ Ἀσκᾶ τ΄ἀηδόνι
Ὁ Μιχάλης ἀθῶος ὀπλίζοντας
Τὴν φωνὴ γιὰ τὸ μαῦρο π΄ἁλώνει
Καὶ τὴν μιὰ καὶ τὴν μόνη π΄ἀγάπησε
Ἀπὸ χρόνια φευγάτη
Νὰ κρατᾶ τῆς φωνῆς μου τὸ φρέαρ βαθειὰ
Ἀπὸ βάσκανο μάτι
Στῶν ὀστῶν νὰ περνάει τὴν φόρμιγγα ἴλιγγο
Κι΄ἄπ΄τὰ βάθη τοῦ τόπου μου φρέαρ
Ἡ φωνὴ ξεπηδώντας νὰ φέρνει τὰ κάνιστρα
Καὶ στὸν ὕπνο σας ἔαρ.
Ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη ποιητικὴ συλλογὴ Φων

Αμμόχωση / Γαλάζη Πίτσα


XXIV
Μικρέ Σολωμέ σε λένε Ευαγόρα
και γράφεις τον ύμνο μας
Μικρέ Σολωμέ με τον στραγγαλισμένο ύμνο
και το συμπυκνωμένο δάκρυ στο σύνορο
Τα μονοπάτια και τα σκαλοπάτια σου
κατεδαφίσαν οι εποχούμενοι
Αναβατόρια ανελκυστήρες ασανσέρ
ψηλά ανεβάζουν δεν ψηλαφίζουν
και απομακρύνουν από το χώμα σου
Εγώ που παράδωσα στη γη αγάπες κι όνειρα πολλά
για να γίνουν πατρίδα
Εγώ που είχα πατρίδα και δεν έχω πια
ο μέτοικος ποιητής
των ονείρων ο πρόσφυγας
ψάλλω τη λειτουργία να τελειώσω
παλαιο-λόγος
σε χρόνο που τρώει τον λόγο
την αρχή διαγράφοντας

Σηματωροί* / Γαλάζη Πίτσα

III

Ανομβρία και πάλι στον τόπο μου
τρέχουν στους δρόμους οι επίγονοι κι οι μεταπράτες
για τις δημοπρασίες και τις εκπτώσεις
όπου πουλιούνται παράσημα και θέσεις κι αξιώματα
κι όπου ξεπουλιούνται κι ανταλλάσσονται όνειρα
κι επιχρυσώνονται χάπια για να ταριχευτούν
όσο οι μη εξασκημένες μύτες και τα μη εξασκημένα αυτιά
να παραδεχτούν
πως πάμε καλά από υπόκλιση
και το καινούργιο όνομα της Κίρκης
πως δεν πάει κόντρα στην Ιθάκη
Κι εγώ ιδιωτεύω και ασκούμαι φιλέρημη
λέω πως λιμνάζω
μα μετακινούμαι άποδη κι άναυδη
σαν το μελάνι ή σαν την αμοιβάδα
να μη με βρει η ξαφνική η καλοπέραση
Κι οσμίζομαι σαν το σκυλί
και λιώνω στις ολονυχτίες κερί
και δεν τα καρτερώ τα κατανυκτικά τα χελιδόνια
Γιατί τα χέρια των ποιητών ξεράθηκαν
και δεν αφήνουν οι φωνές κλαδιά
για να καθίσουν τα πουλιά να κελαδήσουν
Ανομβρία και ο σημαφόρος
δάσκαλος να ξεδιψά με ξύδι
Βγήκαν τότε φίδια ανάμεσα σε χόρτα ξερά
φίδια βασιλικά σηκώσαν κεφαλή,
χοντρά μιας άλλης εποχής
φίδια, που σφυρίζουν
σέρνουν μαζί τον ψίθυρο
και πάνε κατά κει που οι καταθέσεις των υπομνημάτων
φιλοξενία κι άνοδο υπόσχονται
χάνονται ψίθυροι και μπαίνουν στις διόδους χιαστί
κι όλο σταυρώνουν
Γιατί την Πέμπτη όλα ασπρίζουν κι όλα κοκκινίζουνε
όλα σταυρώνονται και όλα σταυρώνουν
κι ανηφορίζουν την Παρασκευή
και κείτονται το Σάββατο στη σκοτεινιά εξαντλημένα
Γιατί η Κυριακή των ποιητών λέγεται ερημιά
κι έρχονται με τη δοκό
να τα ξεπουπουλιάσουν τα κοκόρια
για Τρίτη αποφράδα ημέρa
υστέρα από τον γάμο
Ξανά του γάμου χάχανα
όταν το ’74 έγινε μ’ ένα τρόπο ανεξήγητο
το πολλαπλάσιο του ’22



*
σηματωρός, ο: ναύτης που έχει ως καθήκον την επι κοινωνία με άλλα πλοία ή με τη στεριά μέσω σημάτων,
σημαιών κ.λπ.

Σταλακτίτες ΙΙ / Γαλάζη Πίτσα


ΙΙ
Γράφοντας ένα στίχο
μπορεί να οικοδομείς έναν τοίχο,
μπορεί να οικοδομείς
τη μια πτέρυγα τ’ ονείρου σου.
Γράφοντας ένα στίχο
μπορεί να γκρεμίζεις έναν τοίχο,
απλώνοντας την ψυχή σου
στον κόσμο.
IV
Είχε στην ποδιά
το μεγάλο, στρογγυλό, ζεστό ψωμί
π’ ονειρευόνταν τις νύχτες της πείνας και του πολέμου
Κι όπως ερήμωσε η γειτονιά
κι ούτε ένα παιδί δεν έβρισκε
να του μιλήσει βάζοντάς του μπουκιές στο στόμα,
το ’κανε ψίχουλα
για τα πουλιά

Το πράμα που γεννά ψοφά (Στων μύθων μας τ’ αχνάρκα) /Γαβριήλ Παπά Αντώνης



Γαβριήλ Παπά Αντώνης

Πάει ο Ασκλανίχοτζιας εις την γειτόνισσαν του
τζιαι ζητά έναν καζάνιν για να κάμει την δουλειάν του.
Δια του το μα ξήχασεν πίσω να της το πάρει
τζιαι τότες η γειτόνισσα πάει χωρίς χαπάρι
τζιαι πιάνει το καζάνιν της τζι’ έναν μιτσίν δικόν του
τζι’ ο χότζιας άμα το’ μαθεν λυσσιά που το κακόν του.
Πάει ευτύς τζιαι βρίσκει την ζητά να του το δώσει
τζιαι τότες τζι’ είνη απαντά με πονηρκάν καμπόση
εν θα σου το δώσω πίσω εν μωρόν του καζανιού μου
θέλω το για να το δώσω δώρον ύστερα του γιού μου.
Δίχως να της πει κουβέντα φεύκ’ ο χότζιας σκεφτικός
Τζι’ έπεσεν που τον θυμόν του μεσ’ τα ρούχα νηστικός.
Ξαναπηαίνει το πρωίν τζιαι πιάνει το καζάνι
τζιαι λαλεί της μεν φοάσαι θα το φέρω μάνι μάνι.
Περνούν οι μέρες τζι’ εν πάει ο χότζιας να το πάρει
τζι’ άμα το ζητά λαλεί της. Έχω άσσιημον χαπάρι.
Εψόφησεν γειτόνισσα τζι’ είμαι μαραζωμένος
μα’ ν τζιαι μπορώ να σου κάμω τίποτες ο καημένος.
Μα πε μου περιπαίζεις με; ψοφά τζιαι το καζάνι
τζιαι τότες τζιείνος γελαστός λαλεί της μάνι- μάνι.
Έκαμεν τα ο πλάστης μας, όμορφα τζιαι σοφά
γι’ αυτόν άκου γειτόνισσα: Ότι γεννά, ψοφά
 

( Αμαν να κάμνεις πονηρκιές τους άλλους να γελάσεις
έναν να εσιεις μεσ’ τον νούν πο’ ν πρέπει να ξηχάσεις
ότι με τον ίδιον τρόπον σίουρα θα πιορωθείς
γι’ αυτόν να μεν σαλαβατάς, ούτε τζιαι ν’ αγχωθείς)