Τρίτη 4 Απριλίου 2023

Θεριό η Μνήμη : Ποιητική Συλλογή της Κλεοπάτρας Μακρίδου /εκδοση 2022/ Απόσπασμα

 


 


Ίσως η πιο μεστή ποιητική συλλογή που διάβασα τον τελευταίο χρόνο. Ποιήματα που έχουν την δύναμη να μιλήσουν στον αναγνώστη και να ανασκάψουν τη μνήμη με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκαλύπτονται πότε τα θεριά και πότε οι άνθρωποι,σε ένα  σκηνικό του χρόνου και της τραγικής μας πορείας. Η ποιήτρια σε αποκαλυπτική ποιητική σπουδή. 

Δημήτριος Γκόγκας






Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

Συγκομιδή / Ελένη Τυρίμου

 



Τώρα λοιπόν είναι ο καιρός της συγκομιδής !
Τώρα οι καρποί έδεσαν,
μέστωσαν στην βροχή
των δικών μας δακρύων,
στον δικόν μας πυρετό,
στην ζέστη της ψυχής μας.
τώρα διψάσαμε πολύ,
ο ύπνος κρατησε για Χρόνια,
κάπου τα βήματα μας χάσαμε...
μα τα σημάδια των καιρών
στάζουν αίμα - αίμα και δάκρυα,
η νάρκωση κράτησε πολύ,
έγινε παράλυση,
η σηψαιμία των μέσων,
των άκρων, της ζωής μας,
παντού δυσοσμία.
Η ώρες , οι μέρες γίνανε νύκτες,
πυροδοτούμενες
απέναντι στο άδικο
και η σιωπή έγινε κραυγή,
αντίλαλος σε κάθε κύτταρο,
σαν είδε το γέλιο των παιδιών
να χάνεται στο βουητό του φόβου,
τα πάντα να πνίγονται
στην ανασφάλεια,
στο ψέμα στην εκμετάλευση.
Τότε!!
γίνεται ο καιρός τής συγκομιδής όταν λύνεται η σιωπή!
και συναντιέται με την ανέχεια, γίνεται αξιοπρέπεια, σεβασμός, αγώνας για την ελευθερία.
Τώρα είναι ο καιρός της συγκομιδής!!!
Που ξυπνά η σιωπή και φωνάζει : είμαι <<άνθρωπος >>!!!
Πρέπει να ζήσω <<Ελεύθερος >>!!!.

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

ΤΟΥ ΒΟΥΦΑΒΕΝΤΟ Η ΡΗΑΙΝΑ / Χατζηζαχαρία Άντρη

 

(Τι λέει η παράδοση)

Κορώναν είσιεν στα μαλλιά
δκιαμαντοστολισμένη
Ρήγαινα στα ανάκτορα
μα' τουν φαρμακωμένη

Στου Βουφαβέντο το βουνόν
για τζιείνην σουρουπιάζει
ράισεν η καρτούλα της
τζιαι βαριαναστενάζει



Η βάγια ξέρει μα σιωπά
τζ' ο βασιλιάς λυπάται
ο φόος ποτυλίεται
τη νύκτα που τζιοιμάται

Ήρτεν αρρώστεια
τζ' ήβρεν την
λέπρα που δεν γιανίσκει
που το παλάτι δεν φεύκει
ούτ' έξω νεφανίσκει

Για συντροφκιάν εφέραν της
μέσα στ' ανάκτορο της
σιιλλούιν τ' ομορφόττερον
να τόχει στο πλευρό της

Μιάλην είσιεν ποταμοσιάν
κάτω που το παλάτι
τζιαι το σιιλλίν επήαινεν
που ένα μονοπάτι

Ηταν νερό τρεχούμενον
που το Θεό δοσμένο
ποιος εκρυφοπελλέτησεν
τζ'ήβρεν το αγιασμένο;




Τζιειμέσα βούτταν το σιιλλίν
σιγά- σιγά γιατρεύτην
ασκόπησεν η Ρήαινα
τζιαι ταπισόν του ππέφτει




Ήταν νερόν ιαματικόν
σαν κολυμβήθρας δρόσον
κάθε πικροξημέρωμαν
ελούνετουν καμπόσον





Την λέπραν πιον εξίλειψεν
την τρισκαταραμένη
τζιαι βρέθηκεν ανόρπιστα
ναν νεκραναστημένη

Γεναίκα... Αργυρώ Αντρέου (Χριστιανού).


Στον ουρανό εδείκλησα
μία νύχτα με φεγγάρι
τζιαι άμπλεψα μιάν ζωγραφκιά
π' είσιεν γεναίκας χάρη.
Πεντάμορφη τζιαι λυγερή
γλυτζιά μαυροματούσα
μ' έναν στεφάνι στα μαλλιά
τζιαι ζαφειρένια λούσα
που εξισιείλιζεν στο φώς
τζι' άγιαζεν η μμαθκιά της
τζι'η αγκαλιά της ουρανός
τζι' η ελπίδα στα παιθκιά της.
Τα μαύρα μάθκια της ψυσιής
πολλά εν που θολώνα
τζι ' ήτουν της γής η δυνατή
τζι' η θυλητζιά κολώνα.
Τριανταφυλλένιο άρωμα
στα φύλλα της καρκιάς της
τζι' η αγάπη της ναν ιερόν
το ρόδον της μαθκιάς της.
Τζιαι ρώτησα τον ουρανό
μάρτυρας το φεγγάρι
ποιά εν που τούτη η θεά
με την γρουσσήν την χάρη;;;;
Τζι' ο ουρανός φωτίστηκε
ευτύς να φανερώσει
ποιά εν που τούτη η θεά
τζι' απάντηση να δώσει.
Στον κόσμον εν η Παναγιά
με άριστα το δέκα
τζι' εν η στοργή της η μαγιά
της γής σας, η γεναίκα....

Παντελής Κακολής (Δείγμα γραφής)

 «Σαν λάμπουν πασ’ στον ουρανόν οπλιά τζιαι ποαλέτριν

έτσι θωρώ πάνω στην γην εγιώ το Λιοπέτριν»

Η κυρία Αφροδίτη απ΄το Βαρώσι / Δημήτριος Γκόγκας


Η κυρία Αφροδίτη απ΄το Βαρώσι,  
ξημερώνει μ΄ εφιάλτες τις αυγές.  
Είχε ανοίξει το παράθυρο και πόσοι
φεύγανε πριν καν αχνίσει ο καφές.

Απ΄ το βάθος ακουγότανε μπαρούτι.  
Των γειτόνων οι φωνές ακόμα ζουν.
Είχε αφήσει στα σεντούκια της τα πλούτη.
«Τα ψαράκια λες στην γυάλα θα πνιγούν;»

Την ποδιά,  μόλις που πρόλαβε να βγάλει.
Άρπαξε όπως – όπως τα παιδιά.  
Είχε ανάψει το καντήλι, «αχ θα σβήσει»
Ο εχθρός κρατάει τώρα τα κλειδιά.

Τόσα χρόνια μια καρδιά θρυμματισμένη.
Το ζουμπούλι της θυμάται και πονά.
Είν΄ ορθή,  μα στέκει φοβισμένη
για το μέλλον που ο χρόνος της κεντά.

Η κυρία Αφροδίτη απ΄ το Βαρώσι.  
Ασπρισμένα έχει τα ξανθά μαλλιά.
Ρούχα του ανδρός της να διπλώσει,  
που αγνοείτο απ΄ την πρώτη τουφεκιά.

Μες στη ζύμη ένα δάκρυ έχει πέσει.
Ένας ίλιγγος της είπε: γεια χαρά!
«Το γλυκό μέσα στο φούρνο έχει δέσει;»
Της ρωτάνε όσοι απόμειναν σιμά.

Με το χέρι της το σύννεφο σκορπάει,  
που της σκέπασε το βλέμμα σαν σκιά.  
Ένας ήχος μες στο στήθος σπαρταράει,  
σαν το θρόισμα των φύλλων στον βοριά.

Του ανδρός της το μετάλλιο σκουπίζει,  
σαν το σώμα που ζητάει να πλυθεί.  
Όλοι οι χρόνοι ένα βάρος και  λυγίζει.  
Δεν γιατρεύεται με άχνη η πληγή.

Γέρνει στην καρέκλα, συλλογιέται
Ας γυρνούσε προς τα πίσω ο τροχός.
Αγκαλιάζει το μαχαίρι και κοιτιέται
Έτσι τα ΄φερε η μοίρα κι όχι αλλιώς.  

Γεώργιος Γιώργαλλος (μικρή αναφορά)

  Ο Γεώργιος Γιώργαλλος είναι λαικός ποιητής της Κύπρου

Αστεράκια / Γεωργίου Μαρία



Δυό αστεράκια, δυό, κι άλλα δυό πιο πέρα
Που ξαφνικά φωτίστηκαν μες τον πυκνό αιθέρα
Δυό αστεράκια, δυό, αγκαλιασμένα κι ένα
Θαρρείς πως θα θυμήθηκαν της γης μας τα ωραία.
Δυό αστεράκια, δυό, κρατιούνται χέρι-χέρι
Και τη δροσιά εφύλεψαν, μέρα μεσημέρι
Δυό αστεράκια, δυό, ταξίδεψαν ως χάμω κι
Άλλα δυό, να, έτρεξαν κι άξαφνα τα χάνω.
Δυό αστεράκια δυό κι άλλα δυό πιο πέρα
Κι έγιναν χίλια δυό μες τον ζεστό αέρα
Αστεράκια λαμπερά, γίνατε δοξασμένα
Γέμισ’ο τόπος χίλια δυό, φωτάκια στολισμένα
Αστεράκια μου δυό δυό, κρατάτε, να σας φτάσω
Και στα πόδια σας σκυφτός να σας αγκαλιάσω
Γέμισ’η πλάση χρώματα δυό, δυό αγαπημένα.
Αστεράκια χίλια δυό μες τη ψυχή κρυμμένα.

Βασίλης Βασιλακκάς (μικρό βιογραφικό)

Ο  Βασίλης Βασιλακκάς με καταγωγή από το Αυγόρου της επαρχίας Αμμοχώστου γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου το 1947.  Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο Αυγόρου και ακολούθως φοίτησε στο Εμπορικό Λύκειο Αμμοχώστου, το οποίο στην πορεία άλλαξε όνομα και έγινε Β’ Γυμνάσιο Αμμοχώστου, από το οποίο και αποφοίτησε το 1965. Κατάγεται από οικογένεια ποιητάρηδων και ασχολείται με την κυπριακή παράδοση από τα παιδικά του χρόνια. Εργάστηκε ως εκτελωνιστής στο Λιμάνι Αμμοχώστου. Το 2021 εξάδωσε την ποιητική συλλογή: «Του Αβκόρου το πορίζιν»

Βασίλης Βασιλακκάς : Ένα πόιημα

 Που τα μιτσιά τα γρόνια μου έταξα το σκοπόν μου
της Τζύπρου την παράδοσην
να’ χω για μεταλάβησην,
πίστην τσαι λάβαρον μου.
Τζαι μάχουμαι δειλά – δειλά
Πάντα σεμνά τσαι ταπεινά γρόνια να της χαρίσω
Τζιαι κάμνω της το δρώμα μου νερόν να την ποτίσω

Βασίλης Βασιλακκάς : Ένα ποίημα

 «Έθιμα τζιαι παράδοση πάντα να ν’ ο σκοπός μας
τούτα μας εκρατήσασιν φορές μα αναστήσασιν, εν ο πολιτισμός μας».
Σήμερ’ αλλάξαμεν ζωήν, κοντέφκουν να χαθούσιν
Ούλλοι μας να πασκίσουμεν
Πα’ στα παλιά να χτίσουμεν,
Να διατηρηθούσιν».

ΤΟ ΑΜΜΑΤΙΝ ΤΗΣ ΜΑΡΙΚΚΟΥΣ



Τον άντραν της εθάψαν τον, την ίδιαν ημέρα,
τζι’η Μαρικκού πιον σκέφκεται, πώς θα τα φκάλει πέρα,
μ’έναν μωρόν εφτά χρονών, που δεν θά σιει πατέρα; .

Η Μαρικκού με βάσανα, τζιαι πίκρες εν χορτάτη!
Πριν πέντε χρόνια έχασεν, το έναν της αμμάτι,
τζι’εν η καρκιά της με καμούς, πραγματικά γεμάτη!

Τωρά η μοίρ’ αλύπητα, πάλε ξαναχτυπά την!
Επήρεν της τον άντραν της, τζι’άφηκεν την σιειράτην,
τζιαι μια ζωή με βάσανα, τζιαι πίκρες καρτερά την.

Εις την ζωήν που βρίσκεται, αβέβαιη μπροστά της,
τον γιον της τον Κωστάκην της, εν νάσιει πιον κοντά της,
που πρέπει τούτη να σταθεί, ποδά τζιαι δα προστάτης.

Τζι’αφόσον με τον Κώσταν της, μόνοι τους πιον εμείναν,
επήεν τζι’έπιασεν δουλειάν, από τον πρώτον μήναν,
εις το σκολείον του Κωστή, μέσα εις την καττίναν.

Όμως ο γιος της, της λαλεί, τζιαι θέμα επιμένει,
μπροστά στους άλλους μαθητές, να φέρνεται σαν ξένη,
γιατί αντρέπεται να πει, μάνα του ότι ένει!

Είπεν μανά αντρέπουμαι, πάρα πολλά για σένα,
διότι οι συμμαθητές, ούλοι τους ως τον ένα,
εν να λαλούν τούτη στραβή, εν μάνα μου εμένα.

Η Μαρικκού πληγώθηκεν, μα όμως συνεχίζει,
στο σπίτι τον Κωστάκην της, μ’αγάπην να φροντίζει,
μα στο σκολείον έδειχνεν, πως δεν τον ηγνωρίζει.

Επέρασεν η Μαρικκού, μαράζια μεν ρωτήσεις!
Εσάριζεν, σφουγγάριζεν, σπίθκια επιχειρήσεις,
τζιαι σπούδασεν τον τελικά, με σιλιες δκυο στερήσεις.

Τζιαι ο Κωστής κάποια στιγμήν, εγνώρισεν την Ξένια,
που πότ’ εν να την παντρευτεί, ήσιεν για μόνην ένοια,
αμμά να πέψ’ αντρέπετουν, την μάναν του προξένια.

Σιγά–σιγά την μάναν του, αρκέφκει τζιαι μισά την!
Τα πλάσματα εν πλούσια! Το σπίτιν τους παλάτιν!
Πως εν να πέψει μιαν στραβήν, προξένια μ’ένα μμάτιν!

Αφού προβληματίστηκεν, τζι’αφού καλά το σκέφτην,
τζι’αφού την Ξένιαν πράγματι, παράφορα ρωτεύτην,
μόνος του την εζήτησεν, τζιαι τελικά παντρεύτην.

Η μάνα κλαίει τζιαι πονεί! Που τον καμόν εκάει!
Ο γιος της επαντρεύτηκεν, δεκαεφτά του Μάη,
τζι’ούτε που της επέτρεψεν, στον γάμον του να πάει.

Ο Κώστας επροόδεψεν, χωρίς κανένα ζόρι,
έκαμεν με την Ξένιαν του, δκυο γιούες τζιαι μιαν κόρη,
όμως η μάνα του να πα, έσσω του εν ημπόρει,

Τα δκυο σου πόδκια είπεν της, έσσω μου εν θα μπούσιν!
Μ’έναν αμμάτιν άμανα, ένθελω να σε δούσιν,
οι γιούες μου τζι” κόρη μου, γιατ’εν να φοηθούσιν.

Που το μαράζιν το πολλύν, λειώννει η καημένη,
γιατί το ξέρει δυστυχώς, εν καταδικασμένη,
στην νύφην τζιαι στ’αγγόνια της, να παραμείνει ξένη.

Μέχρι που μιαν Κυριακήν, την πολλοπικραμμένη,
ήβρεν την μια γειτόνισσα, ονόματι Ελένη,
ανήμπορην να σηκωστεί, τζιαι μισοπεθαμμένη.

Ελένη, εμουρμούρισεν, τζιαι λούθηκεν το κλάμα,
στον γιον μου τον Κωστάκην μου, κάμνω σου τουν το τάμα,
άμα πεθάνω τζι’ήστερα, να δώκεις τουν το γράμμα.

Τζι’η Μαρικκού τ’άλλον πρωίν, πάει να ησυχάσει!
Επέθανεν τζιαι θάψαν την, επήεν πιον να πνάσει,
τζι’έπιαν τζι’ο γιος το γράμμαν της, τζι’αννεί το να δκιαβάσει.

Εδκιάβασεν το μ’άμελλεν ο Κώστας να βοβώσει!
Εγείνηκεν ανήμπορος, βελόνιν να σηκώσει,
τζι’αν του καχίσκαν μασιαιρκάν, έν ήταν να την νώσει.

Έγραφεν του η μάνα του, με λόγια πονεμένα,
πάντα ελάλες με στραβήν, γιε μου εσού εμένα,
μαν εδιερωτήθηκες, γιατ’είχα μόνον ένα!

Τότες θα ήσουν γιόκκα μου, δύο χρονών τζιαι κάτι,
που έπαιζες τζιαι κόντεψες, στου λάκκου τ’αλακάτι,
τζιαι γύρισεν τζιαι σούφκαλεν, το έναν σου αμμάτι.

Επήραμεσσε στους γιατρούς, τους πιο καλούς του κόσμου,
γιατί εγιώ το θέλησα, μάρτυρας ο Θεός μου,
να δώκω τόναν μου εγιώ, για νάσιει δκυο ο γιος μου.

Μιχαήλ Τσαππαρίλας : Δύο ποιήματα (αναγνώστηκαν σε εκδήλωση για την παγκόσμια ημέρα ποίησης στον Δήμο Σωτήρα)

 

γράφτηκα το 1964

ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ
Τι θέλεις;
Να ρίξω τον ήλιο
για να δώσω στον κόσμο
τη δική σου τη λάμψη;
Τι θέλεις;
Να σκοτώσω τ’ αστέρια
να μην έχεις αδέλφια;
Τι θέλεις;
Να φέρω μπροστά σου
τη γη, τη σελήνη, το συμπάν;
Τι θέλεις;
Για πες μου τι θέλεις,
για να δεις πως σε θέλω!


ΣΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Καθισμένος στο βράχο
αναζητώ τη μορφή σου
μικρή μ’ Αφροδίτη
μεγάλη μ’ αγάπη.
Καρτερώ να με πάρεις
στα βαθειά σου νερά
στο χρυσό σου παλάτι
στων ψαριών τη φωλιά.
Να μου δείξεις τα πλούτη,
που για μένα να κρύβεις.
Να μου δώσεις αγάπη
και μαζί μου να βγεις.
Σαν αηδόνια θα ζούμε
στη στεριά εδώ πέρα
μονοιασμένοι αιώνια
στη δική μας φωλιά.