Η μελεαγρίνη η μαργαριτοφόρος
όταν ερεθιστεί
κάνει μαργαριτάρι.
Ένα ερέθισμα παρακαλώ.
Η μελεαγρίνη η μαργαριτοφόρος
όταν ερεθιστεί
κάνει μαργαριτάρι.
Ένα ερέθισμα παρακαλώ.
Εμπρός λοιπόν ας πάρουμε λείψανα των αγίων
που χρόνια τώρα βρίσκονται εντός των υπογείων.
Τα λάβαρα ας σηκώσουμε των ένδοξων προγόνων
που εξισούνται άνετα με βόμβες μεγατόνων.
Να πορευθούμε Βόρεια να πάμε στην Κερύνεια
χωρίς μπαζούκας, πύραυλους, κανόνια και μαρτίνια.
Οι άγιοι θα κάνουνε το θαύμα τους και πάλι
και θα ‘ναι της Ανάστασης μέρα πολύ μεγάλη.
Μπροστά ναν’ ο Χρυσόστομος, ο ένας αλλά λέων·
άχθος αρούρης να ‘μαστέ δεν το μπορούμε πλέον.
Και την Κωνσταντινούπολη αφήνουμε γι’ αργότερα
όταν θα αποκτήσουμε λείψανα περισσότερα.
Εχθές, προχθές και σήμερα ο κόσμος ομιλεί
γι’ αυτό που εσυνέβηκε στη μακρινή Χιλή.
Σηκώνεται η τρίχα μου και μόνο που το γράφω
γιατί στο νου μου έρχεται το «η Ζωή εν Τάφω».
Για τόσες μέρες έμειναν στα έγκατα της γης
και μόνο που το σκέφτεσαι μπορεί να εκραγείς.
Καλύτερα να τρέφομαι με κρόμμυα κι ελαίας
και να βαδίζω στας οδούς με μόνον τας σκελέας,
παρά να είμαι έγκλειστος κάτω στα μεταλλεία
ή στα αμπάρια ζωντανός σε βυθισμένα πλοία.
Καλύτερα να τρέφομαι μονάχα με κριθάρι
κι ακόμα ας με λακτίζουνε πεντέξι γαϊδάροι,
αλλά να ‘μαι στο έδαφος, εις την στεριά επάνω
κι ας τρώγω άρτον και ελιάν, τίποτε παραπάνω!
Λάθη πολλά εκάνατε πλειστάκις κι όχι άπαξ,
και τελικά μου φάγατε, κύριοι, το εφάπαξ.
Τριάντα χρόνια δούλευα και κάτι παραπάνω
και τώρα με το κλείσιμο όλα σχεδόν τα χάνω.
Μία ζωή την έφαγα επάνω εις την έδρα
και τώρα μ’ αποστέλλετε εκεί ένθα απέδρα.
Σαράντα χρόνια Λαϊκή και αποταμιεύσεις
δεν έπρεπε ν’ αξιωθώ τοιαύτης, λέω, γεύσης.
Με πείσατε και άφησα τα χρήματα κοντά σας
και έτσι εκατάντησα μπατίρης ο μπαγάσας.
Φάγατε ό,τι μάζεψα μετά μεγάλου κόπου·
να ‘χετε την κατάρα μου κι εκείνη του Πισκόπου
Οι Πηνελόπες
πέταξαν τους αργαλειούς στη θάλασσα.
Δεν υφαίνουν πια
ούτε κεντούν τα βράδια.
Κατεβαίνουν στον κήπο από το παράθυρο.
Ανοίγουν την καγκελόπορτα,
προχωρούν στην παραλία.
Κάθονται σε μπαράκια σκοτεινά,
ανοιγοκλείνουν τα μάτια και χαμογελούν
ενώ οι ναύτες τραγουδούν το «Μαραμπού».
Οι μνηστήρες, απ’ ό,τι λένε, βαρέθηκαν
τα γλέντια κι έφυγαν.
Όσο για τον Οδυσσέα,
αυτός ακόμη ταξιδεύει.
Χτύπα, τον στίχο με το σφυρί
να πάρει τη μορφή του κόσμου.
Σπίθες να πετάξουν τα μάτια
να καεί το ξερό δάσος της μνήμης
ν’ αναστηθούν τα κομμένα
δέντρα που αγαπήσαμε
και τα χέρια να σκάψουν τη γη
ώσπου ο σπόρος σου, Ποίηση,
να καρπίσει και να θρέψει
τους πεινασμένους.
(1964) Ποιήματα. Λευκωσία: Τυπογραφεία Γέκα.
(1966) Σύνθεσις. Λευκωσία: Βιβλιοθήκη Κυπριακών Χρονικών.
(1969) Ο Ηγεμόνας. Αθήνα: Ιωλκός.
(1978) Υπομνήματα. Λευκωσία: Τυπογραφεία Θεοπρές.
(1987) Αντι-Θέσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Θεμέλιο.
(1996) Μ' ακουουούς. Λευκωσία: Ωρίων.
(2006) Της Αφροδίτης και του Άδωνη. Λευκωσία. ΑΝΕΥ.
(2011) Πενήντα παρά μία ανατροπές. Λευκωσία: ΑΝΕΥ.
(2013) Τα ποδοσφαιρικά. Λευκωσία: ΑΝΕΥ.
(2017) Το παγκάκι. Λευκωσία: ΑΝΕΥ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΄΄ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΜΝΗΣΟ.. ΄΄ ΕΚΔΟΣΗ 2006
φωτίστηκε με
ένα καινούριο καταλυτικό
φως κι
αισθάνθηκα όπως φίδι που αποβάλλει
το παλαιό του
δέρμα έτσι να μου φεύγει
ο παλαιός
εαυτός∙ σα Σαύλος που επιτέλεσε
την αποστολή
του, σα γερασμένος Σαύλος
που ξέρει πως
δεν έχει πια μέλλον.
Ένας ορμητικός
Παύλος δε βλέπει την ώρα
να πηδήσει στο
μέσο των Εθνών σαν ιεραπόστολος∙
ένας
ασυγκράτητος Παύλος ξεδιπλώνεται μέσα μου
σαν
επαναστατική σημαία∙ την ακούω να πλαταγίζει
πάνω από
στεριές και θάλασσες ∙την ακούω να φρικιά
πάνω στις
ομιχλώδεις στέπες ,πάνω από κάθε γωνιά
της γης ακούω
τα βήματα μου να γράφουν με πύρινα
γράμματα τη
νέα πορεία του ανθρώπου, όπως γεννήθηκε
από μέσα μου,
όπως μια στιγμή μεγάλης περισυλλογής
αναδύθηκε από
μέσα μου!
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΄΄ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΜΝΗΣΟ.. ΄
ΕΚΔΟΣΗ: 2006