Λάπηθος.
Στη Λάπηθο
το φως διπλώνει τη θάλασσα στο μέλι
Νυσταγμένα κύματα ξεπλένουν το γαμήλιο γλέντι.
Τρεις μέρες περιδρόμιαζαν οι ξένοι, τώρα κυλιούνται στην άμμο
σαν τα γουρούνια
Διεσταλμένοι ήλιοι σκάνε στα μάτια τους
Ξένο φως
μεστώνει όσους κοιμούνται κι αντανακλώνται στον χαλκό.
Απόμακρες
μαρμαρυγές ρευστού γυαλιού
σπάνε στα δυο τους άντρες.
Ένσωμος ο αέρας σαν το κρασί
Οι μεθυσμένες πνοές του περιτυλίγουν τα βιολιά
Βυζαίνουν οι κατσίκες παρατημένες φλογέρες
Στις αυλόπορτες τα παλούκια χορταριάζουν.
Ακόμη κι οι παπάδες έπαιρναν γυναίκα στη Λάπηθο.
Καταπονώντας το γαϊδούρι με τη χάρη του
ο Ξενοφώς, λεβέντης του χωριού, άπιαστος,
χόρευε στο γόνατο τεράστιο καθρέφτη
δώρο καμαρωτό, σ’ ασφαλισμένη αγκάλη.
Πλαισιωμένος απ’ του γυαλιού το παιχνίδισμα, έγνεθε τραγούδια να ημερέψει τα πουλιά
διασχίζοντας θαλασσοζαλισμένους λειμώνες κι ουρανούς.
Υπέρκαλος ταξίδευε απ’ τη Μόρφου τ’ όμορφο χωρκό
στη Λάπηθο για να γινεί κουμπάρος.
Λάπηθος!
Λευκά τραπέζια παραταγμένα στην ακτή
Στερεώθηκε ο καθρέφτης στην άμμο αντίκρυ στην παλίρροια.
Κρατιούνταν απ’το στριφτό μαντήλι μ’ αντικριστές παλάμες
και χόρευαν τη νύφη κουμπάρος και γαμπρός
καθώς άστατο νεφέλωμα κέντριζε τη θάλασσα.
Σαν σεληνιασμένος σκάρωνε ο Ξενοφώς τραγούδια για τον γαμπρό τον φίλο
φύλακα των αλλόφρονων στη Λάπηθο.
Τα λόγια του σφιχτόραβε ο βιολάρης.
Το πώς δεν το κατάλαβε κανείς, μπορεί να ρούφηξε την όρασή τους το κρασί
την τρίτη αυγή του γάμου, καθρεφτισμένους στο γυαλί
τους βρήκαν, πρωτοκουμπάρο με τη νύφη.
Τον έδεσαν ανάποδα στο γαϊδούρι του και μεθυσμένο
τον απέπεμψαν πάνω απ’ τους βράχους της Κερύνειας
ταξίδι μιας βδομάδας.
Το γαϊδούρι πέθανε μα όλο τραγούδαγε ο Ξενοφώς
κι έβλεπε τη μορφή της να γεννιέται κάθε μέρα σε πράγματα αιχμηρά
κι αστραφτερά.
Έκλαψε πάνω από λακκούβες, θρύψαλα, πηγάδια
που νότιζαν τη νύφη του.
Του ονόματός του ξένο φως εισχώρησε στον νου του.
Από ντροπή ο πατέρας αντίστρεψε στον τοίχο την εικόνα του
σκέπασε το γυαλί με μαύρο
και τον παρέδωσε στον μόνο τόπο που είχε υπόψη για τρελούς
στη Λάπηθο.