Ήταν ο τόπος μας
πηγάδια
ήτανε κυπαρίσσια
και ευκάλυπτοι
ήτανε γνώμες που
γονιμοποιούσαν οι αιώνες
χειμώνα καλοκαίρι.
Συμφωνημένοι
σπόροι
από παγωμένα
ημισφαίρια
μας τους μοιράσαν
αιφνιδίως σωρηδόν.
Να πιάσουν φως
τους απλώναμε με
τη σοδειά μας
Να πιάσουν ήλιο
τους διαβάζαμε τα
γεγονότα.
Σταθήκαμε απάνω
τους με τους κουβάδες
ελπίζοντας υγιή να
βγάλουν φύτρα
Μικρά ζωύφια μες
στο σακί
κανείς δεν πρόσεξε
μεταμορφώνανε το
χώμα μας σε γαϊδουράγκαθα.
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ
ΑΔΕΛΦΟ ΜΟΥ
Νερό και πηγάδι
αδελφέ μου
δεν είχαμε άλλη
έγνοια
παρά για τη στάθμη
του
που όλο κατέβαινε
που όλο σκάβαμε τα
καλοκαίρια
που όλο μιλάγαμε
για ένα υπόγειο ποτάμι.
Θυμήσου αδελφέ μου
τον κουβά με τους
βράχους
θυμήσου την τροχαλία
την κραυγή του
πατέρα βαθιά
την αστοχία
που στοιχίζει
πληγές.
Κι εσύ να
υποφέρεις τον πόνο
Σπόρους γλυκείς
συκομουριάς
θυμήσου τη μυρωδιά
το καμωμένο
χωράφι.
Όταν αδειάσεις
αδελφέ μου
να δεις τη γη μας
εκεί όπου τα
πράγματα
είναι πάντα
χώμα νερό και
πηγάδι
ΟΙΚΙΑΣ ΔΟΜΙΚΑ
Κάτι
απ' το πυρωμένο χώμα
μια
φούχτα ελπίδα
κατά
που κοίταζαν τα όνειρα
τη
ρότα του ήλιου
Κάτι
απ’ το ξύλο της εξώπορτας
εκεί
όπου αφήσαν τα φτερά
πριν
ξεψυχήσουνε τα περιστέρια
Κι
ένα κομμάτι πέτρα πήρα απ' την αυλή
εκεί
που πύκνωναν οι χτύποι της καρδιάς
σαν
φεύγαμε χαράματα για το χωράφι.
ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ
Κάθε φορά που
βγαίνω στο μπαλκόνι του
λαξευτή μια πέτρα
από ασβεστόλιθο
ή σαν κοιτάζω απ’
την αυλή γυμνό το σώμα του
χάνομαι στις
σελίδες της ιστορίας του.
Ρωτούσα τον παππού
προτού πεθάνει
τους απωθήσανε
έλεγε ως εδώ κάτι κουρσάροι
Σωθήκανε χάρις στη
σύσταση του βράχου
προνόμιο δίνοντας
στο σπίτι
να εξοβελίζει κάθε
τι που αναίτια του επιτίθεται.
Και να ’μαι εδώ
ασφαλής κάθε φορά
που υποφέρω από πονοκεφάλους
ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΘΕΛΩ
Καθώς αποδεχθήκαμε
πως υπάρχουμε λέξεις
Καθώς αποδεχθήκαμε
πως υπάρχουμε χρόνος
ας κάνουμε μιαν
αρχή,
να μιλήσουμε θέλω.
Λέω να σου πω πως
θέλω να υπάρχεις
λέω να σου πω πως
θέλω να υπάρχω
να υπάρχουμε
αλήθεια στο ποίημα.
Πάντα θα υπάρχουμε
λέξεις
θα εξακολουθούμε
να υπάρχουμε χρόνος και σιωπή
από χώμα από γη κι
από στάχυ
Κι όσες δε
γράφουμε
μια ανάμνηση
υπάρχεις στιγμή
και φωτιά
αγωνία
κι όλα τα γράμματα
άγχος να μεταμορφωθούνε
υπάρχω
κι όλα τα γράμματα
άγχος να μεταμορφωθούνε
υπάρχεις
ωσότου τα χέρια
μου
κομμάτι από γη
θα υπάρχω χώμα
και τότε ματιά και
φωτιά εσύ
ομοούσια γη
το πρόσωπό σου
ποίημα
αιώνια εσύ θα
υπάρχεις αγάπη.
Δ ΙΑ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ
Στιγμή να
μεταφέρει η γραφή
ό,τι αποθησαυρίζει
η σκέψη
από συνειρμό μια
ανάμνηση
ή κάποια αίσθηση
που ο χρόνος
κατεχράσθη
φλόγα τ’
ανάγλυφου, κανόνες
εχεμύθειας να
τηρηθούν
της γης γαλάζια
μέρη να γνωρίσεις
ζώσης φωνής
απούσης
απώλειες
συνεπάγονται
Δέσμες τοπία άφωνα
στη σάκα μεταφέρει
ο ταχυδρόμος.
Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
Πέρασα απ’ το
μαγαζί με καραβόσκοινα
λίγο να πάρω
σπάγκο
για το χαρταετό
δυνατοί οι άνεμοι
να κρατηθεί σαν θα
πετάξει.
Κάβοι
πολλών λογιών
σχοινιά
δένανε τις σκέψεις
μου
όπως κι ελπίδες
ανθρώπων σε λιμάνια.
– Για πόσα μέτρα
μιλάμε;
ρώτησε
– Πάνω απ’ τον
ουρανό
κι από το σύννεφο πιο
πέρα
ωσότου να χάνεται
η μοναξιά κι η
σιωπή
Ωσότου η κλωστή να
εξαντληθεί
και μόνος του ο χαρταετός να ταξιδεύει.
Σωτήρης Π.
Βαρνάβας
Διαστάσεις του
Χωροχρόνου
εκδόσεις Γαβριηλίδης ,
2018