Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

[Αποκαΐδια] / Μαρούλλα Πανάγου / Ποίηση Χαίκού

Αποκαΐδια
Στάχτες παντού και θρήνος
μεγάλος πόνος

 *

Πως μετριέται
ο αζύγιαστος πόνος ;
τόσης απώλειας ;

*

Την παρηγοριά
πως να νοιώσει η καρδιά;
που χθες χαιρόταν;

*

Σήμερα μαύρος
ουρανός .Χωρίς
 ξανά λάμψης φως;



Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

Το ΑΓΓΕΙΟ ΜΕ ΤΑ ΣΧΗΜΑΤΑ: Ποιητική Συλλογή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη εκδοθείσα το έτος 1973

ΑΠΟΝΟΜΗ ΒΡΑΒΕΙΩΝ / Χαραλαμπίδης Κυριάκος



Πρώτον βραβείον εις τον νεκρόν.
Δεύτερον βραβείον εις τον ημιθανή.
Τρίτον βραβείον εις τον ζώντα.
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον.
Τρίτον βραβείον είς τον εργαζόμενον.
Δεύτερον βραβείον εις τον ημιαπασχολούμενον.
Πρώτον (όμαδικον) βραβείον εις την αποχήν.
(Και πάλιν Κύριε ελέησον, ως ανωτέρω).
Δεύτερον βραβείον εις τον ημίκυρτον.
Πρώτον βραβείον εις τον κυρτόν.
Τρίτον βραβείον εις τον ευάγωγον.
Πρώτος επιλαχών ο ευσταλής –
προς γνώσιν και συμμόρφωσιν των ιθυνόντων
τη μοίρα της αστείας ζωής.
1969

Κυριάκος Χαραλαμπίδης (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ο ποιητής για τον οποίο έγραψε ο Παπατσώνης « ζωογονεί την μαρασμένη και ασθενούσα νεοελληνική Ποίηση. Της ξαναδίνει με το πρέπον δέος το μεγάλο της ηθικό θεμέλιο, έναν νέο και σφριγηλόν Ουμανισμό», γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κύπρο (1940- Άχνα ) Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου στην Αθήνα και ειδικεύτηκε σε θέματα ραδιοφωνίας στο Μόναχο. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση και για τρεις δεκαετίες στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, απ’ όπου αφυπηρέτησε ως Διευθυντής Ραδιοφωνίας.
Τρεις συλλογές του τιμήθηκαν με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Κύπρου - 
  • Το Αγγείο με τα Σχήματα (1974), 
  • Αχαιών Ακτή (1978), 
  • Αμμόχωστος Βασιλεύουσα (1983). 
  • η συλλογή Θόλος πήρε το 1989 το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών και 
  • η Μεθιστορία, το 1996, το Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Ελλάδας. 
Το 1997 κυκλοφόρησε (μετάφραση και εισαγωγή του ίδιου) το βιβλίο Ρωμανού του Μελωδού : Τρεις Ύμνοι (Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας). Το 1998 ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης τιμήθηκε με το Έπαθλο Καβάφη στην Αίγυπτο. Το 2003 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Το 2006 του απονεμήθηκε το Βραβείο Πολιτιστικής Προσφοράς Τεύκρου Ανθία – Θοδόση Πιερίδη. Το 2007 τιμήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με το Αριστείο Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών.

Έργο

  • Πρώτη Πηγή, Αθήνα, 1961.
  • Η άγνοια του νερού, με πρόλογο Τάκη K. Παπατσώνη, Ίκαρος: Αθήνα, 1967
  • Το αγγείο με τα σχήματα, Λευκωσία, 1973.
  • Αχαιών Ακτή, Λευκωσία, 1977; 2η έκδοση, Άγρα: Αθήνα, 2003.
  • Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, Ερμής: Αθήνα, 1982; Άγρα: Αθήνα 1997
  • Θόλος, Ερμής: Αθήνα, 1989; 1991; Άγρα: Αθήνα, 1998.
  • Μεθιστορία, Άγρα: Αθήνα, 1995; 2000.
  • Δοκίμιν, Άγρα: Αθήνα, 2000.
  • Αιγιαλούσης Επίσκεψις, Άγρα: Αθήνα, 2003.
  • Κυδώνιον Μήλον, Άγρα: Αθήνα, 2006.
Ποιήματα του έχουν μελοποιηθεί από τον Χρυσόστομο Σταμούλη, τον Νότη Μαυρουδή, τον Μιχάλη Χριστοδουλίδη, τον Μάριο Τόκα, τον Σάββα Σάββα, τον Μάριο Μελετίου και τον Γιώργο Καλογήρου.



ΑΡΧΗ ΙΝΔΙΚΤΟΥ / Χαραλαμπίδης Κυριάκος




Τι είναι ο Πνυταγόρας όλοι ξέρουμε
ή θα μπορούσαμε να μάθουμε
(της Σαλαμίνας λένε που ήταν βασιλιάς).
την Πνυταγόρου όμως, τη μικρή του Πνυταγόρου
ανάμεσα Τίμιο Σταυρό και Αγία Ζώνη,
την ξέρω εγώ και μόνο εγώ. Αλίμονο σε μένα:
Ζηλεύω τις ποντίκες τουτουνού του δρόμου,
τ' αδέσποτα σκυλιά, τους άγριους γάτους
που ερχόμενοι Ακροπόλεως και κατεβαίνοντας
οδό Πεντέλης και Ιλαρίωνος εκβάλλουν
στην Πνυταγόρου μου - καλότυχα παιδιά!

Ήθελα νά 'μουνα η ποντίκα του σπιτιού μου,
τ' αδέσποτο σκυλί που μπαίνει στην αυλή μου
κι ο άγριος γάτος που ανοίγει ψυγείο
να βρει το ξεχασμένο του κοτόπουλο.

Και νά 'μουνα το φίδι κι η τσουκνίδα,
το δέντρο που ξεράθηκε, η σπασμένη πόρτα,
πόθος ελίχρυσος που σκοτωμένος πέφτει
να κοιμηθεί σε δίχτυα της αράχνης.

Ο ΗΛΙΟΣ / Χαραλαμπίδης Κυριάκος



Όταν ο ήλιος με τις ασπροκίτρινες αχτίνες του
έπεσε πάνω στα γουρούνια, είδε με χαρά του
πώς το καθένα είχε πόδια τέσσερα.
δυό για να γράφει, δυό να περπατά
κι όλα μαζί για να κοιμάται μες στη λάσπη του.

Ο ήλιος είναι θησαυρός ατίμητος:
Σε κάτι τέτοια ξεδιπλώματά του
αγγίζει τη χορδή του ζώου μ' αγάπη.
Και δε φοβάται θάνατο - ακόμα κι αν του πεις
"ήλιε, για να 'μαστε καλοί συντρόφοι, βγάλε τρεις
αχτίνες σου",
μετά χαράς θα κάνει ότι θελήσεις.
Ή αν του ξαναπείς "ακόμα πέντε αχτίνες σου
πέταξε στο ποτάμι, κόψε απ' το στεφάνι σου
σαράντα δυό διαμάντια", θα το κάνει.
Γιατί είναι ήλιος, κι ήλιος δεν πονηρεύεται.

Μονάχα σαν του πεις "και τώρα, ήλιε, σβήσε",
θα καταλάβει τι έκανες και θα σε λιώσει.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΑΛΟΓΟ / Χαραλαμπίδης Κυριάκος


Κάποιες φορές με βλέπουνε καβάλα στ' άλογό μου
επάνω από τον ουρανό της Λευκωσία.
Τρέξε να δεις, μου λέγουνε. Κι εγώ δε βλέπω.

Όμως μια μέρα σαν κι αυτή - παράξενο! - είδα
τούτο που λέγανε. Και μη νομίσεις
πως σου μιλώ για πήγασους και τα τοιαύτα.
’λογο ήτανε γερό και στιβαρό
χωρίς φτερά και μ' ένα χαλινάρι
χοντρό σαν το χαλάζι - εγώ που ουδέποτε
σ' άλογο ανέβηκα και να καλπάζω.

Κάνω να χαιρετήσω από τη γη μου
τον ουρανόσταλτο εαυτό μου - τέτοιος βλάκας
στην οικουμένη άλλος δε γεννήθηκε.
Γιατί ο πού μ' άλογο περήφανο άγρευε
το χώρο πάνωθέ μου, αγριοπέταλη έρχινε
ματιά και χαλασμένη. συντρομάχτηκα.

Όσο τα πάνω μου να πάρω, ν' ασηκώσω
λίγο την όψη μου και την ψυχή μου
ξανακυκλώνει με και μ' αγγελόσκιαζε
σειώντας σακί σαν κνούτο
που 'χε φεγγάρι μέσα του ή φουσκωμένον ήλιο

Αλλά κι εγώ τους άλλους παραβλέποντας
πού τον επευφημούσαν με μαντίλια
κι αρνιά παχυμερά και κροταλήματα
παίρνω απ' του βάλτου ένα καλάμι και το κάνω
σάμπως σε γιόστρα - φοβερό κοντάρι -
κι όπως με πλεύριζε τρυπώ τ' ασκί
γκρεμίζω τ' άλογό του.

Αν ήσουν μάνα κι έβλεπες θα σπαρταρούσες
τον ήλιο που ξεφούσκωνε θρηνώντας
και τον παλικαρά σου που χωρίς
εκείνο τ' άλογό του το 'βαζε στα πόδια.

Όμως τον πρόλαβα μπροστά στο βασιλιά
και μια και δυό τον ξετελειώνω - να μη λένε
ότι με βλέπουνε καβάλα στ' άλογό μου
επάνω από τον ουρανό της Λευκωσίας.

Από τα τείχη της Λευκωσίας (2) / Χαραλαμπίδης Κυριάκος

Αυτή ‘ναι η μοίρα των αγνοουμένων
τέκνων της δυστυχούς πατρίδας, να τους βλέπεις
ωσάν σε πανελλήνιους αγώνες πίσω
από τ’ άρματα μέρες εννιά και χρόνια εννιά
μες στο Δημόσιο Κήπο, στα κομμένα
δέντρα του Απόλλωνα, στα αίματα λουσμένους
και να κατατροπώνουν την ψυχή τους
σκοτάδια, η ψυχή τους στραγγισμένη
απ’ τ’ ανελέητο μίσος των αλόγων
κι η μαύρη ράχη του βουνού θλίψη ζωσμένη
κι οι ολόδικοί τους ν’ απελευθερώνουν
εικόνες απ’ το Σύμπαν — ο νεκρός του είναι
ο Κόσμος όλος, το κλειδί και το θεμέλιο,
το πιο αγαπητερό περπάτημα και διώμα,
το πρόσωπο κι η λάμψη του μες στα λουλούδια,
θέλουν να του φωνάξουν ν’ ανεβεί
μαζί τους πάνω στων τειχών τη ντάπια—
πλην δεν ακούει κανείς, όλα είναι μαύρα
ωσάν την πρώτη μέρα της δημιουργίας,
τα σύγνεφα τα γέρικα βαραίνουν
στον ανελέητο χτύπο της καρδιάς.

Το άλογο, ο αμαξάς κι εγώ / Χαραλαμπίδης Κυριάκος

Ένα παιδί, περίπου σαν τη Δάφνη,
στο δυο φτεράκια του είχε «Θέλω τον πατέρα μου».
Αλλο παιδί κουτσαίνοντας ή σκουντουφλώντας
σε σκαλοπάτι - μάλλον σε λακκούβα –
στη φτέρνα του πατέρα του καλύτερα.
Γυναίκες ήρθανε γι’ ανταλλαγή δακρύων·
στο μέτωπό τους ίδρωτας σε κόμπους.
Ο ουλαμός, ας πούμε την ομάδα,
έφτασε το πρωί από την Ελλάδα
μαζί με πόλεις ξακουστές από τον πέμπτο
αιώνα στο νησί για μια πορεία
εφτά χιλιάδων χρόνων τετρακόσιων
μέτρων χωρίς εμπόδια - προηγείτο
αμάξι των Σωμάτων Ασφαλείας.
Σαν ξόδιν έμοιαζε, σαν λογική της μοναξιάς,
εικόνα του Λουΐτζι Πιραντέλο,
που ζήτησε να είναι στην κηδεία του
μονάχα τ’ άλογο, ο αμαξάς και αυτός.
Ας πούμε πως κι εμείς «παραβρεθήκαμε»
στο πεζοδρόμιο την ώρα που περνούσαν.
Εγώ, η αλήθεια συγκινήθηκα, πλην όμως
ο πλαϊνός μου κύριος χασκογέλασε.
Αμήχανα κι ο τρίτος κοντοστάθηκε-
η περιέργεια λίγη, τι να κάνεις
μια τέτοια φτωχική πορεία…
Χάσαμε τον καιρό και τα λεπτά μας.
Καλύτερα λοιπόν που δεν επήγα.
Ποτέ η διαίσθησίς μου δεν με πρόδωσε.

Το τελευταίο λεωφορείο / Χαραλαμπίδης Κυριάκος



Πώς να χωρέσει ένα λεωφορείο
τα πιο μεγάλα ονόματα της οικουμένης,
το Γιώργο, τον Αντρέα, το Γιάννη, τον Κωστή,
ποιον να πρωτοδιαλέξεις, δάκρυ που ν' αγγίζει
το λίγο φως στα μάτια του Θεού;

Και όταν έφτασε το τελευταίο λεωφορείο
κι οι πολυόμματοι γονιοί κοιτούσαν
ν' αναστηθούν μαζί με τα παιδιά τους,
άκουγες κλάμα κι οδυρμό, που ξεκινώντας
από τον πρώτο κύκλο καταλήγει
σε σπιτικήν αυλή
∙ εκεί τα ζώα
το θρήνο συνεχίζαν με μουγκανητά
χτυπώντας τις οπλές τους απελπιστικά.

Το τελευταίο λεωφορείο
∙ και να που μπαίνει
στο χώρο κουβαλώντας σώματα πολλά.
Κατάμεστο σημαίες
∙ με την πτυχή τους
αγγίζουν τις μεσίστιες φωτογραφίες.

Μην είδατε το γιο μου; Σας θυμίζει κάτι;
Αυτή 'ναι η κόρη του τριώ χρονώ και την κρατεί.
Ευρούλα τ' όνομά της; Δεν τον είδατε;

Το τελευταίο λεωφορείο
∙ και τι δεν έχει!
Κουτιά που όταν τ' ανοίξεις τα πετάς
σ' εκείνους που είναι χωρίς δέμα
–παίρνουν το χαρτί
σαν επενδύτη της ψυχής, κι αφού καρφώσουν
μια λίμνη αίματος στον τόπο που πεζέψαν,
μαδάνε τα ξαφτέρουγά της όλα.

Γλυκό του κουταλιού / Χαραλαμπίδης Κυριάκος

Να ιδώ ποιος είμαι ζύγωσα και πούθε
το χώμα μου κρατά. Μπήκα και στάθηκα
στο σπίτι τ' αλμυρό, σιμά σε λάκκο.


Μια μαντιλοδεμένη μου 'φερε νερό,
μου πρόσφερε γλυκό· ευχαριστώ την. 


Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο
του ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά
ό,τι λογής, διάχυτα με χείλη
πραγματικά και μέλη εμποτισμένα
στην καλοσύνη της χαράς αντιδωρήματα. 


Της είπα ευχαριστώ, αναθάρρησα και ζήτησα
το σπίτι μου να ιδώ, αν επιτρέπεται. 


«Και βέβαια επιτρέπεται», μου λέει·
«μπορείς να 'ρθεις και στην κρεβατοκάμαρα».
Μπαίνω, θωρώ τη μάνα μου στον τοίχο 
να με κοιτάει από 'να κάδρο. Αφήνω
την εντροπή και γύρεψα να πάρω
τη μάνα μου ο δόλιος απ' την Τροία.
 

«Πάρτηνε», λέει αυτή σαν καλογέλαστη,
«τι να την κάνω τώρα πια που ξέρω;
Να πούμε την αλήθεια, τη νομίσαμε
ηθοποιό με κείνη την κοτσίδα
και τα λουλούδια γύρω της και με τη χάρη
που την ομπρέλα της κρατεί».


Άξιζε βέβαια να προσθέσει και το χέρι
που γαντοφορεμένο, ραδινό*
σε καναπέ ακουμπούσε· αλλά τι περιμένεις;


Σάμπως γνωρίζει πόσοι αιώνες κύλησαν
ίσαμε που να φτάσουμε στη σύνταξη
γλυκό του κουταλιού; μεγάλο θέμα. 


Πάλι καλά που μ' άφησε και μπήκα
στο σπίτι μου το πατρικό η γυναίκα.
Μη συνεχίσουμε άλλο και αγριέψει.
Το μόνο που εύχομαι: από καιρού εις καιρό
να 'χω την άδειά της να ξανάβλεπα
την όψη τη γλυκιά του ποθητού μου. 


 ραδινό: λεπτό και ευλύγιστο, λυγερό

Στα στέφανα της κόρης του / Χαραλαμπίδης Κυριάκος

Είχε τρακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν
και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής.

Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.

Κατά την τελετή του μυστηρίου
δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.
Μπήκε απ΄το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
πίσω από μια κολόνα και καμάρωνε.
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
και τον αφήκανε στην ησυχία του.

Τελειώνει ο γάμος και να χαίρεστε τα στέφανα.
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν
καθένας στ΄αυτοκίνητό του, χάνονται.

Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτος
στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.

Παιδί με μια φωτογραφία / Χαραλαμπίδης Κυριάκος



Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι
με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά
και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε.

Ο κόσμος γύρω του πολύς
∙ κι αυτό
είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία,
στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα

στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή,
στο χέρι του ακόμα πιο μικρή.

Ήταν ανάμεσα σε κόσμο με συνθήματα
και την κρατούσε ανάποδα
∙ μου κακοφάνη.

Κοντά του πάω περνώντας πινακίδες
αγαπημένων είτε αψίδες και φωνές
που 'χαν παγώσει και δε σάλευε καμιά.

Έμοιαζε του πατέρα του η φωτογραφία.
Του τηνε γύρισα ίσια κι είδα πάλι
τον αγνοούμενο με το κεφάλι κάτω.

Όπως ο ρήγας, ο βαλές κι η ντάμα
ανάποδα ιδωμένοι βρίσκονται ίσια,
έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια
γυρίζει ανάποδα και σε κοιτάζει.

Ακρόπρωρο Ιουλίου / Χαραλαμπίδης Κυριάκος


Ελευθερία με τα πουλιά στα χέρια,
με ράμφη και φτερά, κοιτά τον αέρα,
μετρά τις τρύπες του κορμιού της, έχει
στον ώμο τη λαχτάρα, στις πατούνες
καβούρια πέντε κι ευνοικό χαμόγελο.
Αυτή απελπίζεται, χωρίς να τρέμει
τη σφαίρα που τρυπάει μάγουλο, ψυχή,
κι είναι βεβαία, σαν άστρο και φωνή,
πως αν περάσουν πάλι χίλια χρόνια,
ξάφνου στιγμή, κι ανάψει το τσακμάκι,
θα δει τη σπίθα του θαυμάσιου κόσμου

Η παράδοση της Κερυνειας / Χαραλαμπίδης Κυριάκος



Αλλ´ ο Gian Mudazzo, όστις ήτο διοικητής, 
πτοηθείς εκ της συμφοράς της Λευκωσίας, 
χαμερπώς ηνέωξε τας πύλας εις τον πασάν της Κιλικίας.

Α.Μ. GRAZIANI

Τα λάθη των αρχόντων και οι δειλίες των…
Αυτός ο Gian Maria Mudazzo – άδε όνομα! –
διοικητής, πτοηθείς, ηνέωξε κάστρο της Κυρήνειας.
Ήθελε να προλάβει επιστολήν
του Εξοχοτάτου και του Εκλαμπροτάτου,
μάντευε δε το περιεχόμενό της:
«Οι της Αμμοχώστου
υπερευχαριστούντες διά γενναιοψυχίαν
των Κυρηνείας… έργα
γενναίων ιπποτών».

Μη δεν γνωρίζαν οι αθεόφοβοι Βενέτοι
πως μ᾽ άλλον τρόπον γράφονταν από τον Τούρκο
πασά οι επιστολές; Πώς μ᾽ ένα χωρικό επάνω σε μουλάρι
στέλλει σε δίσκο εκ Λευκωσίας την κεφαλήν
του εξοχατάτου Νικολάου Δανδόλου
και φθάνει στην Αμμόχωστο παρακινώντας
να παραδώσουν φιλικά την πόλη, να μην πάθουν
οίαν η Λευκωσία συμφοράν;

Κι από την άλλη στέλλει προς Κυρήνειαν
εφ᾽ ίππου στρατηγόν τον Παύλον Δελ Γουάστον
εκείνον τον αλύτρωτο, αλυσίδετον,
φέροντα δύο κεφαλάς και επιστολήν
παρόμοιαν μ᾽ εκείνην την της Αμμοχώστου.
Διπλό λοιπόν κακό τους πρόσμενεν αυτούς.

Κι ας λένε οι Βαγλιόνης-Βραγαδίνος
τα της αναμφιβόλου των της Κυρηνείας
ανδρείας και πίστεως· τα παίρνει βερεσέ.

Τάχα κι εκείνοι δεν τους ξεγελούσαν
με τέτοια λόγια, μες τη συφορά τους
δεν ήθελαν να πείσουν τον εαυτό τους
για την καρτερικότητα των άλλων
τη γενναιοψυχία και τα λοιπά;

Ο Μουσταφά Πασάς επιστολές με έργα.
Οι δυο αρχηγοί επιστολές με λόγια.

Αν η ανδρεία είν᾽ το κομμένο του κεφάλι
ο Gian Maria Mudazzo δεν πτοείται·
το θέλει στιβαρό στους ώμους να πατά.
Κι ας μην τον ξέρει πια μηδέ ο Θεός.

Τα πτώματα όλων των γενναίων της ιστορίας
δεν κάνουν έστω ζωντανό ένα γύφτο.
Γι᾽ αυτό και θα τη δώσει την Κερύνεια.

Μη κι η Αμμόχωστος που δεν επαραδόθη
δεν έπεσε; Και τι να γίνηκε ο γενναίος
εκείνος στρατηγός, ο Μαρκαντώνιο;
Για τη Γαληνοτάτη Βενετία
και τ᾽ ανοιχτό ευαγγέλιο τ᾽ Άγιου Μάρκου
το σώμα του άχερα γεμίσαν. Δε ζηλεύω.

Καλύτερα το κάστρο να βιαστώ
να παραδώσω στον πασά της Κιλικίας
πριν λάβουμε το γράμμα π᾽ ανιμένουμε.
Όποιος φυλάγει το μισό βασίλειό του
το χάνει ευτυχώς πολιτισμένα.

Τέτοια ο Mudazzo – εχ! τι να σου κάνει
ένας κοπρίτης Βενετσιάνος, ένας ξένος

που δεν αγάπησε ποτέ τον τόπο.