Αλλ´ ο Gian
Mudazzo, όστις ήτο διοικητής,
πτοηθείς εκ της συμφοράς της Λευκωσίας,
χαμερπώς
ηνέωξε τας πύλας εις τον πασάν της Κιλικίας.
Α.Μ. GRAZIANI
Τα λάθη των
αρχόντων και οι δειλίες των…
Αυτός ο Gian
Maria Mudazzo – άδε όνομα! –
διοικητής,
πτοηθείς, ηνέωξε κάστρο της Κυρήνειας.
Ήθελε να
προλάβει επιστολήν
του Εξοχοτάτου
και του Εκλαμπροτάτου,
μάντευε δε το
περιεχόμενό της:
«Οι της
Αμμοχώστου
υπερευχαριστούντες
διά γενναιοψυχίαν
των Κυρηνείας…
έργα
γενναίων
ιπποτών».
Μη δεν
γνωρίζαν οι αθεόφοβοι Βενέτοι
πως μ᾽ άλλον
τρόπον γράφονταν από τον Τούρκο
πασά οι
επιστολές; Πώς μ᾽ ένα χωρικό επάνω σε μουλάρι
στέλλει σε
δίσκο εκ Λευκωσίας την κεφαλήν
του εξοχατάτου
Νικολάου Δανδόλου
και φθάνει
στην Αμμόχωστο παρακινώντας
να παραδώσουν
φιλικά την πόλη, να μην πάθουν
οίαν η
Λευκωσία συμφοράν;
Κι από την
άλλη στέλλει προς Κυρήνειαν
εφ᾽ ίππου
στρατηγόν τον Παύλον Δελ Γουάστον
εκείνον τον
αλύτρωτο, αλυσίδετον,
φέροντα δύο
κεφαλάς και επιστολήν
παρόμοιαν μ᾽
εκείνην την της Αμμοχώστου.
Διπλό λοιπόν
κακό τους πρόσμενεν αυτούς.
Κι ας λένε οι
Βαγλιόνης-Βραγαδίνος
τα της
αναμφιβόλου των της Κυρηνείας
ανδρείας και
πίστεως· τα παίρνει βερεσέ.
Τάχα κι
εκείνοι δεν τους ξεγελούσαν
με τέτοια
λόγια, μες τη συφορά τους
δεν ήθελαν να
πείσουν τον εαυτό τους
για την
καρτερικότητα των άλλων
τη
γενναιοψυχία και τα λοιπά;
Ο Μουσταφά
Πασάς επιστολές με έργα.
Οι δυο αρχηγοί
επιστολές με λόγια.
Αν η ανδρεία
είν᾽ το κομμένο του κεφάλι
ο Gian Maria
Mudazzo δεν πτοείται·
το θέλει
στιβαρό στους ώμους να πατά.
Κι ας μην τον
ξέρει πια μηδέ ο Θεός.
Τα πτώματα
όλων των γενναίων της ιστορίας
δεν κάνουν
έστω ζωντανό ένα γύφτο.
Γι᾽ αυτό και
θα τη δώσει την Κερύνεια.
Μη κι η
Αμμόχωστος που δεν επαραδόθη
δεν έπεσε; Και
τι να γίνηκε ο γενναίος
εκείνος
στρατηγός, ο Μαρκαντώνιο;
Για τη
Γαληνοτάτη Βενετία
και τ᾽ ανοιχτό
ευαγγέλιο τ᾽ Άγιου Μάρκου
το σώμα του
άχερα γεμίσαν. Δε ζηλεύω.
Καλύτερα το
κάστρο να βιαστώ
να παραδώσω
στον πασά της Κιλικίας
πριν λάβουμε
το γράμμα π᾽ ανιμένουμε.
Όποιος φυλάγει
το μισό βασίλειό του
το χάνει
ευτυχώς πολιτισμένα.
Τέτοια ο
Mudazzo – εχ! τι να σου κάνει
ένας κοπρίτης
Βενετσιάνος, ένας ξένος
που δεν
αγάπησε ποτέ τον τόπο.