Όταν είναι Αύγουστος μήνας και μεσημέρι και σαρανταδύο υπό σκιάν
οι δρόμοι της Λευκωσίας γίνονται ανθρωποφάγοι.
οι δρόμοι της Λευκωσίας γίνονται ανθρωποφάγοι.
Μασουλούνε παχιές γυναίκες, γερόντους, μωρά,
αποφεύγουν προσεχτικά τους σκληρόπετσους έφηβους,
αγαλλιούν σαν τύχει ποιητής κάτω απ’ το δόντι τους.
αποφεύγουν προσεχτικά τους σκληρόπετσους έφηβους,
αγαλλιούν σαν τύχει ποιητής κάτω απ’ το δόντι τους.
Όταν είναι Αύγουστος μήνας και μεσημέρι και σαρανταδύο υπό σκιάν
ο ποιητής που τερματίζει το δρόμο του κόσμου
έσχατος και άδοξος μέσα στους δρόμους της Λευκωσίας
μάταια γυρεύει να επιδείξει έναν αθλοπρεπή διασκελισμό
μάταια εκλιπαρεί ένα έσχατο βραβείο παρηγοριάς
παίρνει μάταιες ανάσες, κοιτάζει τις κερκίδες με μάτια μάταια,
επί ματαίω πασχίζει ν’ ανακαλύψει ένα ψήγμα τρυφερότητας
ξεχασμένο στην άκρη του δρόμου ανάμεσα στ’ απορρίμματα
απ’ τους καιρούς που η τρυφερότητα δεν είχε ολότελα φυλλορροήσει.
ο ποιητής που τερματίζει το δρόμο του κόσμου
έσχατος και άδοξος μέσα στους δρόμους της Λευκωσίας
μάταια γυρεύει να επιδείξει έναν αθλοπρεπή διασκελισμό
μάταια εκλιπαρεί ένα έσχατο βραβείο παρηγοριάς
παίρνει μάταιες ανάσες, κοιτάζει τις κερκίδες με μάτια μάταια,
επί ματαίω πασχίζει ν’ ανακαλύψει ένα ψήγμα τρυφερότητας
ξεχασμένο στην άκρη του δρόμου ανάμεσα στ’ απορρίμματα
απ’ τους καιρούς που η τρυφερότητα δεν είχε ολότελα φυλλορροήσει.
Όταν είναι Αύγουστος μήνας και μεσημέρι και σαρανταδύο υπό σκιάν
ο μάταιος ποιητής αναθυμάται δροσιές των ανθρώπων και των νερών
και ματαιοπονεί μέσ’στους ανθρωποφάγους δρόμους της Λευκωσίας.
ο μάταιος ποιητής αναθυμάται δροσιές των ανθρώπων και των νερών
και ματαιοπονεί μέσ’στους ανθρωποφάγους δρόμους της Λευκωσίας.