«να τις ακούς τις ιστορίες της γιαγιάς,
μόνο έτσι η γλώσσα σου μια μέρα θα ευπρεπίσει»
έλεγε η μάνα μου και μ’ άφηνε εκεί,
εις τη δουλειά να πάει.
Στα τρία μου για πρώτη φορά
τις ζαβολιές παράτησα
και χαμηλά εκάθισα
δίπλα απ’ τη γιαγιά μου,
κι ακούμπησα στο γόνα της
του κεφαλιού το πλάι.
Χορταρικά καθάριζε
εκείνο το πρωί
και μου χαμογελούσε
μα αηδία ένοιωθα
όπως τα φλούδια πέφτανε
και με άγγιζαν,
και οι σπόροι και η γλίνα,
και κάτω μου και γύρω μου
ένα χαλί απλώναν.
Μα αφέθηκα και ξέχασα
κι ανάποδα εξάπλωσα
επάνω να κοιτάω
ένα γαλάζιο ουρανό
και δυο τεράστια πόδια
σαν βάλθηκε πρώτη φορά
αρχαίες ιστορίες άγνωστες
να μου αφηγηθεί.
«Άκουσε γιε μου να σου ειπώ, μιαν ιστορία
σαν παραμύθι».
Κι έκτοτε για χρόνια άκουγα
δικές της αφηγήσεις
προτού μας μαγειρέψει.
Ιστορίες σαν παραμύθια, όντως,
μα εγώ στα τέσσερα μόλις
το «σαν» εξήγησα ωσάν «από»
με ένα μικρό μυαλό
και φαντασία περίσσια.
Μπάμιες πάλι καθάριζε την πέμπτη ημέρα εκείνη
που παρακινημένος απ’ της αφέλειας την ορμή,
πιο χαμηλά έσκυψα
και άρχισα –πρώτη φορά - να γλύφω.
Μα ήταν ανέτοιμη η γλώσσα μου
για το χοντρό της χνούδι,
πυκνό, πρασινωπό όπως ‘κει κάτω το μεγάλωνε
στων πατουσών το αντίστροφο,
που χρόνια η γης θα το έθρεφε
με των επισκεπτών της νύχτας τις πατημασιές
και με του χώματος την πανάρχαια ιστορία.
Και όπως το ακουμπούσα με τη γλώσσα μου
δειλή
ένοιωθα πως τα απαίσια ζαρζαβατικά έγλυφα
κι ερχόμουνα πίσω στα σύγκαλά μου,
να την ακούσω να φωνάζει «τι κάνεις αυτού;»
κι απ’ το γαργαλητό ανεξέλεγκτο
σε ακράτητα γέλια κάθε μεσημέρι να ξεσπάει.
Μα εγώ για λίγο τη γιαγιά δεν άκουγα
μόνο τη γλώσσα μου ένοιωθα,
εκατοστό-εκατοστό να προχωρά,
ήτανε τόσο παιδική,
απαλή ήταν ασφαλώς,
έτσι όπως τη θυμάμαι.
Γέλαγε, γέλαγε η γιαγιά,
και την ιστορία σταματούσε,
κι εγώ ενόμιζα το γέλιο αυτό
πως του παραμυθιού ήτανε μέρος.
Γιατί εγώ λίγα καταλάβαινα
από όσα μου αφηγόταν
κι άλλο τόσο λιγότερα έλεγα,
καθότι δεν εγνώριζα τότε ποσώς
πώς να αρθρώσω τι ένοιωθα και τι επιθυμούσα,
κι έτρωγα μπάμιες βραστές συχνά
κι έφτυνα άμα αλλοκοιτούσε.
Κι ολοένα απ’ τη γιαγιά άκουγα
αληθινές απ’ τη ζωή ιστορίες
και νόμιζα πως ήτανε
ψεύτικα παραμύθια.
Μου μίλαγε για τον Ιησού, για τους Ρωμαίους
και τους Βυζαντινούς
κι ήταν για μένα κούκλες ξύλινες,
κινούμενες κούκλες
φοβερές
ανήλεες
στην ύπαρξή μου απειλές.
Κουβούκλιζαν αλύπητα
μες το μυαλό
και στα βουνά μακριά,
σκιές της Αθηένου.
Και ορκίζομαι
το έβλεπα
το χνούδι
που χρώματα άλλαζε με κάθε νέο μύθο.
Την κοίταζα χαζά,
με στόμα ορθάνοικτο,
κι ας μου το έκλεινε η ίδια τρυφερά
από καιρού εις καιρόν
αφήνοντας για λίγο το καθάρισμα
μα εγώ διόλου δεν ήμουνα λειψός
-κι ας έδειχνα τότε άθελά μου έτσι-
Σφιχτός κι απόμακρος εσηκωνόμουνα
κάθε φορά που τέλειωνε την κάθε ιστορία,
με χείλια κλειστά έφευγα,
μην καταλάβει,
και στον καθρέφτη πήγαινα
τη γλώσσα μου να κοιτάξω,
πώς κάθε φορά μεγάλωνε κι άλλαζε,
ήτανε πια κοντά ένα πόδι.
Κι εκεί που έφτυνα
το χνούδι με μανία
και με βήχα επίμονο
έτεινε η γλώσσα μου σιγά-σιγά
μύες να βγάζει,
μπροστά στα τρομαγμένα μάτια μου
αλήθεια να θεριεύει
και χρώμα να αλλάζει.
Κι ήμουν ο διάβολος
κι ήμουνα γίγας χαμαιλέων, θαρρείς,
με γλώσσα πράσινη και ροζ.
Μα εκεί πίσω στην αυλή που τη γιαγιά άφησα,
λουβιά να καθαρίζει,
τα πόδια χαμηλά απ’ το γλείψιμο
χλωμά έμειναν, άχρωμα,
στην μνήμη τα αποτύπωσα λευκά,
σα μάρμαρο γινωμένο.
Θυμάμαι άλλη φορά στα πέντε μου
που η γιαγιά καθάριζε ντομάτες ζουμερές
να φτιάξει κριθαράκι.
Άρχισε μια ιστορία οικτρή
για κάποια σκουφωμένη υστερική,
και νόμιζα τότε πως θα ήτανε η
Κοκκινοσκουφίτσα και αλαφιάστηκα,
μα πώς να το φανταζόμουνα
για κάποια Μπουμπουλίνα πως θρηνούσε,
αφού χαμογελαστή τα επερίγραφε όλα.
Στο μέσο της διήγησης
ακόμη λιγάκι το λαιμό μου μάκρυνα
πάνω στην αποχαύνωσή της
κι έφτασα πίσω απ’ των ποδιών της τα κανιά,
τους κόκκινους στρογγυλεμένους μύες να
γλύψω.
Το χνούδι ήταν κοκκινωπό, αραιό και
σγουρωμένο,
πάνω στο δέρμα το θαμπό και σουρεμένο,
πρησμένες φλέβες ένοιωθα να με απωθούν
το χνούδι να παλεύουν να κρατήσουν,
μα θαρρετά συνέχισα το γλύψιμο,
αφού την αηδία μου εύκολα ξέχναγα
γιατί ήξερα πόσο απ’ τον ήλιο κάηκε
στον κήπο που έσκυβε συχνά
και παρακολουθούσα.
Μα ούτε την πικράδα του χνουδιού αυτού δεν
άντεχα,
του σποροβλαστημένου,
μα ήθελα να μάθει η γλώσσα μου
να λέει τις νέες λέξεις,
με χρώματα από άλλους τόπους,
μακρυνούς, βασανισμένους.
Τη γαργαλούσε τη γιαγιά το γλύψιμο κι εκεί,
ολόκληρη την τάραζε σαν την κλιματαριά του
Οκτώβρη.
Κι έτσι κάποτε έσκιζε με το μαχαίρι κάνα
δάκτυλο
και έσταζε άπλετο
το αίμα στα μαλλιά μου.
Το έγλυφα κι αυτό,
με την τεράστια γλώσσα,
ήταν ζουμί με χρώμα άψογο, γιομάτο.
Για τον καθρέφτη τρέχοντας ξανά,
να δω επάνω μου από τις ιστορίες τι είχ’
αλλάξει,
κοίταξα πίσω όπως σηκώθηκε και γύρισε να
φύγει
κι ήταν τώρα τα πόδια της ως πάνω
λευκωμένα,
η γλώσσα δε που κρυφά στο στόμα μου ανάτρεφα
θηριώδης πλέον,
από της κόλασης το μυστήριο πέπλο το καυτό
πιο κόκκινη,
κι ήμουνα πιο Μεφιστοφελής
και πιότερο Δαντικός
από όσο προοριζόμουν.
Ήταν θαρρώ στα οκτώ όταν μου διηγήθηκε με δάκρυα,
στης μάνας μου τη γέννα πόσο πόνεσε,
και τότε εγώ απ’ το αιδοίο της τριγύρω έγλυψα
όλο το μαύρο χνούδι,
τη μνήμη ετούτη τη βαριά να της την
απαλύνω,
μα έπαθα μεγάλο πανικό
που σφήνωσε στα μπούτια της
το παιδικό μου κεφαλάκι
δεν μ’ άφηνε
όσο και αν επάσχιζα για να τα ξεχωρίσω,
και τέντωνα τη γλώσσα μου να φτάσω
μα δεν μ’ άφηνε.
και στα απαλά μου μάγουλα ένοιωσα
σαν πορτοκαλόφλουδα
τραχύ το δέρμα της.
Αηδίασα, ξέρασα
και μ’ άφησε να φύγω.
Πόσο προσεκτικά έκοβε σαλάτα την ημέρα
εκείνη,
δεκάδες χρώματα πέταγανε τριγύρω στα δέντρα
ανάμεσα
και στο μαντρότοιχό μας,
κι αναρωτιόμουνα αν είχε να μου πει και
άλλο παραμύθι,
ζαλισμένος όπως εξάπλωνα στο φρέσκο απαλό
χαλί της
κι έγλυφα με τη γλώσσα μου τα χέρια της
πάνω-κάτω.
Και πάνω στη γλυκιά ετούτη αδημονία
αυτό που δεν περίμενα συνέβηκε
και άλλαξε η ζωή μου.
Έτσι που έγινε το δέρμα της εκεί που
έγλειφα
πολύχρωμο, χαρούμενο, και ζουμερό,
ένοιωσα μέσα μου καινούρια, πρωτόγνωρη,
πρωτόγονη χαρά
τα σωθικά μου να διαπερνά
και να με αγγίζει εκεί,
εκεί που η μάνα μου δεν μέ άφηνε ποτέ να ακουμπάω.
Κι όπως απ’ τη χαρά κατούρησα
ένοιωσα τη γιαγιά από απόλαυση να τρέμει
και μου ‘πε την ιστορία της μάνας μου
πώς είδε στα δέκα της
ανάμεσα στα σκέλια της
αίμα πρώτη φορά,
και έγινε γυναίκα.
Αναρωτήθηκα γιατί μου τα ‘λεγε αυτά
μια ογδοντάχνονη χοντρή γιαγιά
ετούτα όλα τα παράξενα,
μα μου αρέσαν φαίνεται
και τέτοια παραμύθια,
και έγλυψα με μανία πιο γρήγορα,
λευκό να γίνει το σκουρόχρωμό χνούδι της
αυτό
- αυτό που με εκέρδισε -
και ενώ ήμουν πάντοτε εγώ
ο κυρίαρχος του παιχνιδιού ετούτου,
ένοιωσα ξαφνικά
ναύτης ταπεινός να γίνομαι,
μούτσος να τρίβω πάτωμα στη φρεγάτα του
ονείρου
που ρότα έδινε και διαταγή η γιαγιά και
μόνο
Και έγλυψα έτσι πιο σκληρά,
κρατώντας με τα χέρια μου δυνατά την
τεράστια γλώσσα,
κι άρχισε όλο το τρίχωμα στο αιδοίο της
να γίνεται λευκότερο,
και πιότερο γερόντισσα η καπετάνισσα
άρχισε να μοιάζει,
κοντύτερα στο Θάνατο λίγο να σιμώσει,
καλύτερα,
παρά αυτή την άβυσσο
που τότε έβλεπα,
που μου τραβούσε τη ψυχή,
κι ήθελα μέσα στο φουστάνι της να μπω
και να με ρουφήξει ολόκληρο
και ύστερα και τη μάνα μου
-ναι - κι αυτή να την τραβήξει
εκ νέου μέσα της με τη σειρά
του ονείρου την αντίστροφη
που λέει τις αλήθειες
και ύστερα η μάνα μου κι εγώ
μέσα στη μάνα μας κι οι δυο
χορό να μη χορέψουμε
μα να με αντιγεννήσει,
γιατί τις ιστορίες πια αυτές
δεν ήθελα να ακούω.
Ανασηκώθηκε για μια στιγμή η γιαγιά,
με κοίταξε αυστηρά,
τα χέρια τέντωσε στα πλάγια της καρέκλας.
Σταμάτησα απότομα και ρώτησα γιατί.
Μα δεν θα άκουγα απ’ το στόμα της λέξη
ξανά,
γιατί ήδη της έκλεψα από κάτω εκεί
τη γλώσσα της,
τη γνώση
μα και τη ψυχή,
αφού θαρρώ σ’ αντάλλαγμα της έδωσα
την ύστατη ηδονή της
αφού άξαφνα έγινε μπάμια τεράστια
κι έπεσε στο τηγάνι.
Και από τότε, χρόνια μετά,
η γλώσσα μου ολοένα μεγαλώνει
διψάει για ιστορίες παλιές
απ’ τον αέρα που φυσάει να γλύψει,
και τώρα στα εβδομήντα επτά,
τριάντα τέσσερα μέτρα μελανένιο ουράνιο
τόξο
έγινε να φυλάει την αυλή,
με βωμολοχίες και ατιμασιές
να διώχνει τους περαστικούς,
και αρχαίες κατάρες
και πού και πού στα τυφλά να αναζητά
τα δύο στήθια που δεν άγγιξε ποτέ,
που ήθελε πολύ να τα λευκάνει,
το χνούδι να γλύψει απ’ το κίτρινο
λεκιασμένο δέρμα τους,
το ξεραμένο γάλα που ξέχασε η μάνα μου
όταν γιαγιά έγινε κι αυτή,
κι άφηνα το παιδί μου εκεί,
να μου το μεγαλώσει.
«να τις ακούς τις ιστορίες της γιαγιάς,
μόνο έτσι η γλώσσα σου μια μέρα θα ευπρεπίσει»
είπα κι εγώ με τη σειρά μου στο γιο μου ένα
πρωί.
©Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης