Έτσι θα ζούμε του λοιπού σ’ αυτή τη ρημαγμένη γή.
Χωρίς ύπνο, χωρίς ανάσα,
διπλά και τρίδιπλα προδομένοι — από ξένους και δικούς
ξαγρυπνημένοι να πλανιόμαστε μες στο πηχτό σκοτάδι
αλαφιασμένοι να πλανιόμαστε μες στα συντρίμμια
ψάχνοντας απελπισμένα για τα παιδιά μας
ανάμεσα στα παραμορφωμένα πτώματα
ανάμεσα στα παραφθαρμένα ονόματα των καταλόγων.
Έτσι θα ζούμε του λοιπού σ’ αυτό τον κατασπαραγμένο τόπο.
Με παραμορφωμένο πρόσωπο από τον τόσο πόνο
αλλόφρονες από τις τόσες πληγές της ψυχής μας
θα ψάχνουμε ανάμεσα στα χαλάσματα
να βρούμε τους κρυμμένους τάφους
θα σκάβουμε με τα νύχια
να βρούμε τους δικούς μας
να βρούμε ένα σημάδι τους — ένα ρούχο
ένα παπούτσι, ένα χαρτί με τ’ όνομά τους
κι ύστερα σιωπηλά — πού δύναμη να τους
κλάψουμε,
έτσι απλά, έτσι κρυφά να τους ξανασκεπάσουμε με χώμα.
(Ύστερα πολύ θα ‘ρτουν οι ακολουθίες
οι τελετές, οι επικήδειοι λόγοι και τα μνημόσυνα).
Τώρα, έτσι θα ζούμε σ’ αυτή την «ολόμαυρη ράχη».
Άστεγοι, άσκεποι, άγρυπνοι όλες τις νύχτες
να φυλάγουμε τον ύπνο των παιδιών μας
—αυτών που μας απόμειναν
άγρυπνοι, ν’ αφουγκραζόμαστε ανήσυχοι
κάθε ύποπτον ήχο
βιγλάτορες στις πιο «ακριτικές περιοχές»
βιγλάτορες πικραμένοι και μουγκοί από την
τόσην εγκατάλειψη.
Βογκά κι αιμάσσει η ψυχή μας γιατί ξέρει:
τούτη η καταστροφή δεν ήρθε μονάχη της.
Χρόνια πολλά τη σχεδίαζαν
αυτοί που έλεγαν είναι φίλοι μας
κι αυτοί που έλεγαν είναι αδελφοί μας.
Εμείς τη φέραμε τη συμφορά με τα χέρια
μας
από μέσα μας βγήκεν ο σίφουνας του χαλασμού.
Βογκά η ψυχή μας γιατί βλέπει:
μέσα στα ερείπια
μέσα στη δυσοσμία των άταφων πτωμάτων
και τα όνειρά μας.
Έτσι θα ζούμε του λοιπού.
Βιγλάτορες πικραμένοι
μα πάντοτε πιστοί στο χρέος μας
ετοιμάζοντας στάλα – στάλα την καθαρτήρια βροχή
ετοιμάζοντας σπίθα – σπίθα την καθαρτήρια φωτιά
που θα λυτρώσουν την ψυχή μας και τη γη
μας.
Γιατί από μέσα μας θα βγει και ο άνεμος
του λυτρωμού.