Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Μόρφου 1997 / Γιάννης Ποδιναράς



Δρόμοι στενοί
και πόρτες ανοιχτές.
Περνούσαμε γιασεμί τ' απόγευμα
–χαϊμαλιά της πρώτης αγάπης–
Αλυσίδες απλώναμε
τις ευωδιές των παθών
στις διαδρομές των υγρών ονείρων
και χτίζαμε τα θεμέλιά μας
στα ριζωμένα στη γη
λευκά αγγίγματα
της πρώτης και ανεξίτηλης γεύσης.

Από τη Ποιητική Συλλογή: Φαράγγια των Αγγέλων (2008)

Ποδιναράς Γιάννης (μικρό βιογραφικό σημείωμα)

Γεννήθηκε το 1951 στη Μόρφου της Κύπρου, όπου και έζησε μέχρι την τουρκική εισβολή. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στην Αθήνα και αγγλική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα παιδαγωγικά στη Μεγάλη Βρετανία. Δίδαξε σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης στην Κύπρο.

Ποιητικές συλλογές:

«Ένα Πράσινο Θολό», Λευκωσία, 1996
«Φαράγγια των Αγγέλων», Λευκωσία, 2008


Σχετικά με τον Ποιητή μπορείτε να διαβάσετε και στις σελίδες: http://www.palmografos.com/permalink/10223.html

και http://www.ellinikipoiisi.com/poetry/%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CF%81%CE%AC%CF%82-%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CE%B5%CE%B9-%CE%BF-%CE%B1/

Αναχώρηση / Ποδιναράς Γιάννης

Διάλεξες τη γαλήνη του κάστρου
στα κελιά της ερημίας και του κενού.
Δίχως απόγνωση.
Χωρίς δεκανίκια τις καρδιές των άλλων.
Οι ασάλευτες πέτρες
φρουροί της καρδιάς
που δεν κουβαλεί την πίκρα της ματαιότητας.
Στίγμα ζωής η μνήμη των ανθρώπων
που έμειναν στα κράσπεδα της αγάπης
να μαρτυρούν τη λιτανεία της θυσίας.

Οι νύχτες της σιγής
έκρυψαν βαθιά στα σπλάχνα σου
το εξαγνισμένο αίμα
που κοινωνεί μυστικά
το ρίγος και τη δόξα της αθωότητας.

Ταξίδια... / Ποδιναράς Γιάννης



Περάσαμε τη ζωή μας ταξιδεύοντας
στους λερούς δρόμους του Μπρούκλιν.
Παίξαμε, εκ του ασφαλούς,
διασχίζοντας το Σέντραλ Παρκ,
ανατριχιάζοντας σε κάθε κίνηση σκιών των απεγνωσμένων.

Χαζέψαμε την αγωνία
των βετεράνων του Βιετνάμ
που έκοβαν στα δυο,
με ειδικά μαχαίρια,
την ψυχή τους.

Κρατήσαμε συντροφιά
στους μοναχικούς καβαλάρηδες
και ψάλλαμε δυνατά
στις εκκλησίες των νέγρων.
...

Όταν άναβαν τα φώτα,
αναγνωρίζαμε τους ίδιους ίσκιους
στα πρόσωπα των ανθρώπων
που κάθε βράδυ παίρναν το ίδιο τραίνο,
την ίδια ώρα, κι από τον ίδιο πάντα σταθμό.
Το τραίνο που δεν ακολουθούσε
ποτέ το ίδιο δρομολόγιο
και δεν γνώριζες
τους ενδιάμεσους σταθμούς,
ούτε το τέρμα.

Κι όταν ξανάσβηναν τα φώτα,
πάλι ταξίδια.
Ταξίδια που δεν έγιναν,
κι όμως υπήρξαν.

Συνάντηση / Ποδιναράς Γιάννης

Στα πράσινα λιβάδια
το πρώτο τίναγμα της φτερούγας
μίλησε με το άστρο
που αγρυπνούσε και περίμενε
τη σοδειά της ριζωμένης στο χώμα καρδιάς.

Μαντατοφόρος η μοίρα των πουλιών
ζωγράφισε τ' ονειρεμένο ταξίδι
απ' τους ρόζους της γης
ως τις παρυφές του φεγγαριού.

Και το μήνυμα πήγε διάτρητο
απ' τις πληγές των ανθρώπων
ν' απαλύνει το λευκό των άστρων
και ν' αφήσει το βάρος της λάσπης
μετέωρο στους γαλαξίες.

Παλιός επισκέπτης / Ποδιναράς Γιάννης

Πήρα το δρόμο μετά από καιρό
περπατώντας στην ίδια άκρη.
Θωπεύοντας αγάλματα
που βάραιναν την ψυχή μου όλα τα χρόνια.
Ξεδιπλώνοντας την πελώρια αιχμή των πρώτων σκιών.
Κοιτάζοντας ξανά τους ίδιους δρόμους
Ακούγοντας τους ίδιους ήχους
που μαρμάρωναν παιδί την καρδιά μου.
Ίδιες εικόνες.
Ίδιοι δρόμοι μ' αλλαγμένα τα προσωπεία.
Ρόλοι άγνωστοι χωρίς το δικό μου ταξίδι.
Απλώνω το χέρι να ψηλαφίσω τα σημάδια στα πρόσωπα.
Παλιός επισκέπτης αμετανόητος
ν' αναιρώ τη φυγή.

Κάθαρση / Ποδιναράς Γιάννης


Χαμένα μυρμήγκια
κυνηγούν τη λήξη των συμβολαίων.
Γερνούν τα σώματα.
Σταφιδιάζουν οι πνοές των ιερών ανέμων.
Κτίζουν οπές στη γη
και θερμοκήπια στους ουρανούς.
Τρέχουν τρελοί
να προλάβουν τη λήξη των ονείρων
στην άνυδρη χώρα.

Μα ο μικρός βροχοποιός
αψήφησε τους φύλακες.
Έβγαλε τη μάσκα
κι είδαμε γυμνό κι ελεύθερο
το πρόσωπό μας
να φέγγει αρυτίδωτο
στα σκοτάδια.

Ίσκιοι / Ποδιναράς Γιάννης

Γυρνάμε στα χαλάσματα.
Αγγίζουμε τις ρωγμές των χτισμάτων
επιπλέοντας στα υγρά θεμέλια των έργων μας.
Ανηφορίζουμε το παλιό μονοπάτι
στοιχειωμένοι από πνεύματα παλιά που μας γητεύουν.

Στην κορφή άλικες γλώσσες
βάφουν τον ήλιο που βασιλεύει
τροπαιοφόρος
στη χώρα των αιμάτινων ίσκιων.

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

AΓΑΠΗ ΠΟΥ ΝΙΚΑΕΙ ΜΝΗΜΕΣ


Ένας παππούλης κάποτε ογδονταπέντε χρόνων,
δεν είχε άλλον στη ζωή μία γυναίκα μόνο!
Κι αυτή ήτανε άρρωστη σ' ένα γηροκομείο
κι ο σύζυγος της δίπλα της σε ζέστη και σε κρύο!
Αλτσχάιμερ η νόσος της, την κεφαλή κουνούσε
δεν σε γνωρίζω του' λεγε ποιος είμαι σαν ρωτούσε!
Μα ο παππούλης σταθερός έτρεχε για να πάει
για να την δει, να την χαρεί, μαζί της για να φάει!
Μια μέρα τον ερώτησε η μία νοσοκόμα
σαν ήταν στο δωμάτιο και έφτιαχνε το στρώμα!
Εσύ πηγαινοέρχεσαι σε κρύο και σε χιόνια
είσαι εδώ ολομερής πέντε και βάλε χρόνια!
Γιατί κουράζεσαι παππού; Αυτό δεν σε τσακίζει;
Αφού ποιος είσαι δεν ξέρει, αφού δεν σε γνωρίζει!
Κι αυτός της χαμογέλασε, της λέει δεν λυγίζω..
Δεν με γνωρίζει όπως λες μα ' γω την εγνωρίζω!
Αν αγαπάς θ' αποδειχθεί, αν αγαπάς θ' αντέξεις
ότι κι αν έρθει στη ζωή στο ταίρι σου θα τρέξεις!
Είν' η αγάπη φοβερή νικά την κάθ' αρρώστια
νικάει μνήμες και δεινά έχει στ' αλήθεια κότσια!
Χριστοδούλου Θάλεια

Παρουσίαση του βιβλίου MARGINALIA

Η ΕΛΕΝΑ ΤΟΥΜΑΖΗ ΡΕΜΠΕΛΙΝΑ 
και 
Η ΜΟΝΑ ΣΑΒΒΙΔΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥσας προσκαλούν
στην παρουσίαση του βιβλίου τους
MARGINALIA
ποίηση
στις 15 Φεβρουαρίου 2017, ημέρα Τετάρτη και ώρα 7:00 μμ.
στο Μουσείο «Το Πλουμιστό Ψωμί»
(οδό Γρηγόρη Αυξεντίου 9)

Ομιλητές: 
Ανδρέας Μακρίδης, φιλόλογος, λογοτέχνης, ερευνητής
Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, ποιήτρια, δοκιμιογράφος
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Χαιρετισμός από τον Μίμη Σοφοκλέους, Διευθυντή των Εκδόσεων «Αφή»
Απαγγελίες ποιημάτων από τις ποιήτριες
Ομιλία από τον Ανδρέα Μακρίδη
Απαγγελίες από τις ποιήτριες
Ομιλία από την Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου
Αντιφώνηση
Συντονιστής: δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής, Ποιητής, Επιστημονικός Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης
Θα ακολουθήσει δεξίωση

Εις τη Σκάλα μάς επήραν για Κριτάς Για να κρίνουμε τους ντόπιους Ποιητάς!






Χάρις στον Κυριαζή
Και τον Νίκο τον αγά μου
Πήγα με κριτάς μαζί
Σαν εκάθουμουν στ’ αυγά μου!

*

Με σηκώσαν απ’ εδώ
Και στη Λάρνακα με πήραν
Για ν’ ακούσω και να δω
Των Κυπρίων μας την λύραν!

*

Και στου Ζήνωνος την γη
Με τον Νίκο μου πηγαίνω
Και στο πόντε μ’ οδηγεί
Κι ενθουσιασμένος μένω!

*

Λευκοφόρες πετακτές
Εις το πόντε των ψαρεύαν
Με στολές τόσο λεπτές
Που κι αράχνες τες ζηλεύαν!

*

Κι είδαμε και μερικές
Που ξεκάλτσωτες διαβαίναν
Και γαμπίτσες δυο λευκές
Με μαγνήτισαν κι εμέναν!

*

Κι οι καλοί μας χωρικοί
Καθώς έμπαιναν στες βάρκες
Έχασκαν εκστατικοί
Που γυμνές θωρούσαν σάρκες!

*

Την βραδιάν παντού σβηστοί
Μέναν γλόμποι φωτοβόλοι
Κι όμως κάπου ―σαπριστί―
Εφεγγοβολούσαν όλοι!

*

Με τραγούδια και χορούς
Και κοσμοπλημμύραν τόση
Είδα τους παλιούς καιρούς
Πίσω πάλι να στραφώσι!

*

Μα κι εκλογικά πολλά
Ψουψουρούσαν κάθε βράδυ
Και κεφάλια με μυαλά
Στη φωτιάν εχύναν λάδι!

*

Λοιπόν κάθε μια βραδιά
Με σωστή κοσμοπλημμύρα
Πήγαινα κι εγώ, παιδιά,
Για ν’ ακούσω ντόπια λύρα!

*

Κι αοιδούς μας λαϊκούς
Ήκουα που κελαδούσαν
Κι εμαγεύεσο ν’ ακούς
Την αγροτικήν των Μούσαν!

*

Με μια γλώσσα ζωντανή
Σαν κι εκείνην του Βασίλη
Είχαν μέλι στην φωνή
Μα και ζάχαρη στα χείλη!

*

Τους ευρήκα δυνατούς
Σαν στην γλώσσα των τσιαττίζαν
Μα τους εύρισκα φρικτούς
Όταν ελληνικουρίζαν!

*

Σαχλοί μου ’χανε φανεί
Μ’ αρλεκίνων πατσαβούρες
Που τη γλώσσα την αγνή
Νόθευαν μ’ ελληνικούρες!

*

Κι εβροντούσα δυνατά
Με της Μούσης την μπουμπάρδα:
Με φτιασίδια σαν κι αυτά
Γλώσσαν κάμνετε μπαστάρδα!

*

Μα με γλώσσαν αμιγή
Μ’ εγοήτευσαν εκείνοι
Κι είπα: στην δική μας γη
Νέοι θα νας βγουν Στασίνοι!

πηγή: https://larnaka.wordpress.com/category/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7/page/2/

Περδίος Ιωάννης (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Περδίος Ιωάννης γεννήθηκε το 1882 και απεβίωσε το 1930. Έζησε στη Λευκωσία, όπου και εξέδιδε τη σατυρική εφημερίδα : Το Μαστίγιον. Στόχος του  η σάτυρα μέσα από τους στίχους των προσώπων και των καταστάσεων της εποχής του.  

Αχιλλέας Πυλιώτης (βιογραφικά στοιχεία)



το παραπάνω κείμενο υπογράφεται από την Κα Μαριάννα Μάριου και το βρήκαμε: http://www.proodeftiki-athinas.gr


Ο Αχιλλέας Πυλιώτης, γεννημένος το 1923 στην Ορμήδεια της Λάρνακας, έζησε από νεαρή ηλικία σε συνθήκες φτώχιας και κοινωνικής αδικίας και από νωρίς μπήκε στους δρόμους της βιοπάλης. Αυτά τον οδήγησαν να στρατευτεί στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και λευτεριά της Κύπρου και να ενταχθεί στο λαϊκό κίνημα της Κύπρου και το ΑΚΕΛ.
Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Αχιλλέας Πυλιώτης συμμετέχει στον αντιφασιστικό αγώνα των λαών και το 1943, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, εντάσσεται στο Κυπριακό Σύνταγμα για να πολεμήσει για την ελευθερία των λαών στα μέτωπα της Αφρικής και της Ιταλίας. Με την ήττα του φασισμού, ο Αχιλλέας Πυλιώτης πρωτοστατεί στον αγώνα που έδωσαν οι ΑΚΕΛιστές για την αποστράτευση των Κυπρίων πολεμιστών, τους οποίους οι Άγγλοι αποικιοκράτες ήθελαν να χρησιμοποιήσουν ενάντια στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που ξέσπασαν μεταπολεμικά. Σ’ αυτή τη φάση διαδραματίστηκαν και τα γεγονότα του Βαρωσιού, όπου οι Κύπριοι στρατιώτες αρνήθηκαν να δεχθούν τη μεταφορά τους στο εξωτερικό και οι Βρεττανοί απάντησαν με τα όπλα σκοτώνοντας το λοχία Τάκη Κυθραιώτη και τραυματίζοντας άλλους. Στις 12 του Οκτώβρη του 1945, εκατοντάδες στρατιώτες με αρχηγό τον Πυλιώτη, βγαίνουν από τους στρατώνες και κατεβαίνουν σε πορεία προς τη Λεμεσό για να τιμήσουν το νεκρό σύντροφο, τραγουδώντας αντιφασιστικά τραγούδια, που σήμανε την αρχή του αγώνα για αποστράτευση.
Την επόμενη μέρα ο λόχος του Πυλιώτη καλείται να αναχωρήσει για το εξωτερικό, αλλά ο μεγάλος όγκος του λόχου αρνείται, προκαλώντας την αγανάκτηση των Βρετανών αξιωματικών. Όταν μάλιστα κατέφτασαν Ινδοί στρατιώτες για να τους αναγκάσουν να επιβιβαστούν στα αυτοκίνητα, οι Κύπριοι απάντησαν με τραγούδια και συνθήματα. Οι στρατιώτες δήλωσαν ότι θα πάνε πεζοί στο λιμάνι της Αμμοχώστου κι έτσι άρχισε η ιστορική πορεία των 208 του λόχου 1015, ανάμεσα τους και 6 Τουρκοκύπριοι, με αρχηγό τον Αχιλλέα Πυλιώτη. Η διήμερη αυτή πορεία, από τη Λεμεσό στη Δεκέλεια, μετατράπηκε σε μια παλλαϊκή αντιαποικιακή εκδήλωση, αφού σε κάθε πόλη και χωριό που έμπαιναν γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό από τον κόσμο. Μπροστά στο ξεσηκωμό που προκαλούσε η «πορεία των 208» οι Άγγλοι αναγκάστηκαν να αναθεωρήσουν τα σχέδια τους και να μεταφέρουν τους στρατιώτες πίσω στη Λεμεσό, θέτοντας τους υπό περιορισμό. Έτσι οι στρατιώτες, μαζί τους και ο Πυλιώτης, καταδικάστηκαν σε ανυπακοή και παραπέμθηκαν σε στρατοδικείο, το οποίο έκρινε 1 με 3 χρόνια φυλάκιση  με καταναγκαστικά έργα και μεταφέρθηκαν στην Αίγυπτο στις φυλακές της Αλ μάζα. Εκεί ο Πυλιώτης έγραψε τα πρώτα ποιήματα του, της ποιητικής συλλογής «Αφουγκραστείτε».
Στην πρώτη αυτή ποιητική του συλλογή (εκδόθηκε το 1955), μεταφράζει σε στρατευμένους στίχους τα προσωπικά του βιώματα από την περίοδο του πολέμου και παράλληλα εξυμνεί τον αγώνα των λαϊκών κινημάτων της Κύπρου, της Ελλάδας κι ολόκληρου του κόσμου. Γράφει για τη θυσία του Μπελογιάννη και το 1955 βραβεύεται από το Διεθνές Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία για το ποίημα του «Το ρώτημα».
Το 1955 η πνευματική δραστηριότητα του Πυλιώτη διακόπτεται με τη σύλληψη και φυλάκιση του από τους Άγγλους αποικιοκράτες, μαζί με δεκάδες άλλα στελέχη του ΑΚΕΛ, το οποίο ταυτόχρονα κηρύχθηκε παράνομο από το καθεστώς. Το 1959 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική του συλλογή «Φωνή μεσ’ απ’ τη γη μας», ανήμερα της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της Κύπρου, η οποία περιλαμβάνει βιώματα από τον αντιαποικιακό αγώνα. Τοπίο ποιητικής οπτικής και πραγμάτωσης και των δύο συλλογών του Πυλιώτη είναι η Κύπρος.
Από το 1959 κι έπειτα, η πνευματική δραστηριότητα του Πυλιώτη είναι άμεσα συνδεδεμένη με το περιοδικό «Νέα Εποχή», στο οποίο διετέλεσε υπεύθυνος συντάκτης και αργότερα διευθυντής, θέση που κατείχε για σαράντα συνεχόμενα έτη. Η σφραγίδα του Πυλιώτη στη διαμόρφωση της «Νέας Εποχής», ως ένα από τα πιο αξιόλογα βήματα πνευματικής έκφρασης και διαλόγου, το οποίο μάλιστα ήταν σπίτι μεγάλων μορφών της κυπριακής Τέχνης, όπως ο Πιερίδης και ο Ανθίας. Παράλληλα αναπτύσει πνευματική δραστηριότητα στο χώρο της κριτικής θεάτρου και βιβλίου, γίνεται μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου, της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του ΘΟΚ κι άλλων πολιτιστικών οργανισμών. Η σύζυγος του, Μαρία Πυλιώτη, είναι μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της κυπριακής λογοτεχνίας, με έμφαση στο παιδικό βιβλίο.
Ο Πυλιώτης υπήρξε μάλιστα γραμματέας του Κυπροσοβιετικού Συνδέσμου Φιλίας, γιατί όπως έλεγε «δεν αρκεί να μιλά κανείς αφηρημένα για το ιερό αγαθό της ειρήνης, θέτοντας τις δύο υπερδυνάμεις στην ίδια μοίρα. Πρέπει όλοι να επισημαίνουμε τις δυνάμεις που με παρρησία και ειλικρίνεια προτείνουν συγκεκριμένα, ουσιαστικά κι αποτελεσματικά μέτρα προς όφελος της ειρήνης».
Όταν το 1998, ο Αχιλλέας Πυλιώτης έφυγε από τη ζωή, είχε ήδη καταξιωθεί ως ο στρατευμένος ποιητής που μιλούσε, έγραφε και στιχουργούσε με πάθος για την ειρήνη, την αγάπη για τη ζωή, την ελευθερία και θεωρούσε ότι η θέση των πνευματικών ανθρώπων ήταν στην πρωτοπορία αυτού του αγώνα. Ο ποιητής που έδενε τον πόθο για λευτεριά της πατρίδας του, με τους αγώνες για το ψωμί και το μεροκάματο. Γι’ αυτόν άλλωστε, ο στίχος ήταν το μετερίζι του, το πόστο του στην πάλη για απελευθέρωση του λαού της Κύπρου, των λαών του κόσμου και της εργατιάς.

Πρέπει (Απόσπασμα) / Πυλιώτης Αχιλλέας


«Πρέπει ν’ ανοίξουμε δρόμο ανάμεσα στο σκοτάδι
πρέπει να φτάσουμε
σαν το ποτάμι που φτάνει στη θάλασσα,
σαν το ποτάμι που κυλάει πάνω στη γη,
σαν το ποτάμι που κυλάει κατ’ απ’ τη γη,
σαν το ποτάμι που ποτέ δε σταματά.
Η σημαία μας πρέπει να μείνει στο κοντάρι της και τη νύχτα
να φτερουγά και να φωτά το δρόμο της πάλης μας.
Εμπρός· ανοίχτε τις καρδιές σας.
Χτυπάτε όλες τις καμπάνες. Χτυπάτε τα ταμπούρλα.
«Φυσήξτε εγερτήριες σάλπιγγες»


(Συλλογή «Αφουγκραστείτε» 1955)

Έτσι θα ζούμε / Πυλιώτης Αχιλλέας

Έτσι θα ζούμε του λοιπού σ’ αυτή τη ρημα­γμένη γή.

Χωρίς ύπνο, χωρίς ανάσα,

διπλά και τρίδιπλα προδομένοι — από ξέ­νους και δικούς

ξαγρυπνημένοι να πλανιόμαστε μες στο πη­χτό σκοτάδι

αλαφιασμένοι να πλανιόμαστε μες στα συν­τρίμμια

ψάχνοντας απελπισμένα για τα παιδιά μας

ανάμεσα στα παραμορφωμένα πτώματα

ανάμεσα στα παραφθαρμένα ονόματα των καταλόγων.

Έτσι θα ζούμε του λοιπού σ’ αυτό τον κατα­σπαραγμένο τόπο.

Με παραμορφωμένο πρόσωπο από τον τό­σο πόνο

αλλόφρονες από τις τόσες πληγές της ψυχής μας

θα ψάχνουμε ανάμεσα στα χαλάσματα

να βρούμε τους κρυμμένους τάφους

θα σκάβουμε με τα νύχια

να βρούμε τους δικούς μας

να βρούμε ένα σημάδι τους — ένα ρούχο

ένα παπούτσι, ένα χαρτί με τ’ όνομά τους

κι ύστερα σιωπηλά — πού δύναμη να τους

κλάψουμε,

έτσι απλά, έτσι κρυφά να τους ξανασκεπάσουμε με χώμα.

(Ύστερα πολύ θα ‘ρτουν οι ακολουθίες

οι τελετές, οι επικήδειοι λόγοι και τα μνημόσυνα).

Τώρα, έτσι θα ζούμε σ’ αυτή την «ολόμαυρη ράχη».

Άστεγοι, άσκεποι, άγρυπνοι όλες τις νύχτες

να φυλάγουμε τον ύπνο των παιδιών μας

—αυτών που μας απόμειναν

άγρυπνοι,   ν’ αφουγκραζόμαστε ανήσυχοι

κάθε ύποπτον ήχο

βιγλάτορες στις πιο «ακριτικές περιοχές»

βιγλάτορες πικραμένοι και μουγκοί από την

τόσην εγκατάλειψη.

Βογκά κι αιμάσσει η ψυχή μας γιατί ξέρει:

τούτη η καταστροφή δεν ήρθε μονάχη της.

Χρόνια πολλά τη σχεδίαζαν

αυτοί που έλεγαν είναι φίλοι μας

κι αυτοί που έλεγαν είναι αδελφοί μας.

Εμείς τη φέραμε τη συμφορά με τα χέρια

μας

από μέσα μας βγήκεν ο σίφουνας του χαλα­σμού.

Βογκά η ψυχή μας γιατί βλέπει:

μέσα στα ερείπια

μέσα στη δυσοσμία των άταφων πτωμάτων

και τα όνειρά μας.

Έτσι θα ζούμε του λοιπού.

Βιγλάτορες πικραμένοι

μα πάντοτε πιστοί στο χρέος μας

ετοιμάζοντας στάλα – στάλα την καθαρτή­ρια βροχή

ετοιμάζοντας σπίθα – σπίθα την καθαρτήρια φωτιά

που θα λυτρώσουν την ψυχή μας και τη γη

μας.

Γιατί από μέσα μας θα βγει και ο άνεμος

του λυτρωμού.