Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Στην Κύπρο

Ω Κυπριώτικα βουνά, σε σας όλ’ η ζωή μου…
Έφυγα, κι ούτε μια στιγμή δεν έμεινα μακριά σας.
Σας πήρα μέσα στην ψυχή και σας κρατώ μαζί μου,
Ω, Κυπριώτικα όνειρα, με τ’ άγια μυστικά σας.
 *
Κάθε χωριό σας, σα γλυκό και απαλό τραγούδι.
Κάθε βουνό σας, του βοσκού ένας γλυκός σκοπός.
Κάθε κλαδί ολάνθιστο. Κάθε μικρό λουλούδι.
Για μένα ένα όνειρο κι ένας χαιρετισμός.

Νίνος Φένεκ Μικελίδης (βιογραφικό σημείωμα)

Ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1936. Σπούδασε ελληνική και αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και κινηματογράφο στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Σκηνοθέτησε τη βραβευμένη σε διάφορα φεστιβάλ (Κάρλοβι Βάρι, Λειψίας και Θεσσαλονίκης) μικρού μήκους ταινία "Κύπρον ου μ' εθέσπισεν..." (1962-63), βασισμένη στα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη "Ελένη" και "Σαλαμίνα της Κύπρος".

Ποιητικές συλλογές : 

·         "Πρώτα φτερουγίσματα", 1955,
·         "Σερενάτα στη Μεσόγειο", 1959,
·         "Ερωτικός Μάης: Ποιήματα 1963-2000" (συγκεντρωτική έκδοση), Κέδρος, 2002, και
·          "Έκλειψη και άλλα ποιήματα", Μεταίχμιο, 2008.

Έγραψε μελέτες για τον ελληνικό και ξένο κινηματογράφο και εξέδωσε τα "Ημερολόγιο φυλακής", τα οποία κρατούσε κατά τη διάρκεια της σύλληψής του (1955-56) από τις αγγλικές αρχές της Κύπρου.

Από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και για μεγάλο διάστημα αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI).
Κριτικός κινηματογράφου και θεάτρου της εφημερίδας "Ελευθεροτυπία" από το 1975.
Από το 1999 μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου (European Film Academy).

Το 1988 ίδρυσε και έκτοτε διευθύνει το φεστιβάλ "Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου", που γίνεται κάθε Οκτώβριο στην Αθήνα


Π A Γ I Δ A / Μικελίδης Νίνος Φένεκ



Την Αντιγόνη την ξεγέλασαν.
Εκεί που πίστεψε στην αγάπη και στην ελευθερία.
Την έκλεισαν σ’ ένα πηγάδι σκοτεινό.
Το είπαν δικαιοσύνη.
Όμως εσύ που ξέρεις την αλήθεια
να σωπάσεις δεν μπορείς.
Ο εχθρός βρίσκεται μέσα κι έξω από τις πύλες.
Έτοιμος να σε ξεγελάσει.
Σε χειρότερο πηγάδι να σε κλείσει.
Χωρίς δικαιοσύνη.
Τη δικαιοσύνη από καιρό την έχουν θάψει.
Νύχτα, μες στο σκοτάδι.
Με των ισχυρών τα όπλα και τις ευλογίες.
Οι Ερινύες είναι για τους χαζούς.
Τον Ηρακλή και τον Θησέα ξέχασέ τους.
Το πηγάδι είναι βαθύ.
Και ολοσκότεινο.
Χωράει ολάκερο λαό.
Ύπνος για σένα δεν υπάρχει πια.
Αν θες απ’ το πηγάδι να βγεις.

ΩΡΕΣ ΑΓΑΠΗΣ / Μικελίδης Νίνος Φένεκ

της Αύρας 


Ακίνητος στην ιδρωμένη φούχτα 
ο πόθος.
Κι ο στεναγμός σου θάλασσα 
                              και τα φιλιά σου κύμα. 

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Παρενθέσεις και εισαγωγικά : Παρουσίαση της Ποιητικής Συλλογής της Αλεξάνδρας Γαλανού


ΜΕ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΕΛΑΧΙΣΤΗ: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Μαλόρη εκδοθείσα το 2015

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ


Μη μου μιλάτε
για ήχους ελικοπτέρων
παν’ από σώματα νεκρά
μέσα σε κήπους που ανθίζουν,
για δυνάμεις δήθεν αδίστακτες
κι άπειρα μακρινούς πολέμους.
Μιλάτε μου μόνο
για μάτια που εξακοντίζουν πόθους
μέσα στην πλήξη του πλήθους,
για κορμιά που διαγράφονται γυμνά
όταν τα λάβαρα πέφτουν,
για τις προθέσεις των χεριών,
όταν τα φώτα σβήνουν.

ΤΩΡΑ


Τώρα απαγγέλλω
μια θάλασσα πνιγμένων στίχων
παραπατώντας στην ακτή
μπροστά σε αδιάφορο πλήθος.
Τώρα επιστρέφω
στις χαμένες νύκτες
κι ούτε καν άρωμα στην απαλάμη
από σώματα που μήδισαν
οριστικά.
Τώρα προσαρμόζω επιμελώς
τα φυσικά μου σύμβολα
στους κωδικούς των ημερών.
(Αποκτώντας επικίνδυνα
μια τάση ασυγκράτητη
παγιδευμένου φωτός.)

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΕΔΩ


Ακόμα θυμάμαι
τις αλλεπάλληλες νύκτες
που τα χείλια σου ακόρεστα
εκατόφυλλο στόμα
στάζαν’ ζωή.
Τότε που μου ‘λεγες
μη φοβάσαι τους δείχτες,
είν’ ο χρόνος ατέρμονη ψύξη,
μα τα σώματα ναοί φωτιάς.
Το πως επιστρέφεις τώρα
θέλω να πω,
στη σιωπή μου ήχος καυτός,
μέσα σε λάμψεις κανίβαλος μάγος,
τώρα που ελπίζω
ο κόσμος να τελειώνει εδώ.

ΚΛΕΜΜΕΝΕΣ ΛΕΜΟΝΙΕΣ


Τώρα σέρνεσαι,
φίδι στους καλαμιώνες της καρδιάς,
στα σκοτεινά μου ερμηνεύεις
σονάτες παραμυθίας
την πήλινη μου αντοχή περιγελάς,
και μου καταλογίζεις
και της κλεμμένης λεμονιάς την τύψη.

ΓΥΡΙΣΕΣ ΠΙΣΩ


Γύρισες πίσω
και κανείς δεν πρόσεξε
πόσες φορές γονάτισες
κανείς δεν υπολόγισε
ίο τίμημα της επιστροφής.
Γύρισες πίσω
και κανείς δεν έστερξε
επί τον τύπον των ήλων.
Γύρισες πίσω
κι ήταν σαν να μην έλειψες
ποτέ.
Η δειλία
– η αποφυγή κάθε περιττού κινδύνου –
ως θέση απέτυχε.



κριτική της Ποιητικής Συλλογής: http://www.philenews.com/el-gr/politismos-kritikes--gnomes/391/310180/dynamismos-kai-katigorimatikotita

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ : Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Μαλόρη που εκδόθηκε το 1983

ΑΡΧΗ


Εδώ η αρχή
Αχνάρια στην πίσσα
Άνοιγμα στα χιόνια
Διάσωση απεγνωσμένη
Σκιστή βροχή και πέτρες
Άνεμος άνεμος και τείχη
Υπογραφή όνομα τέλος.

ΣΤΟΧΑΣΤΡΑ


Τέλος πάντων θέλαμε να επιβιώσουμε
Και τα δάκτυλα της γης
Κρατούσαν το σφυγμό μας.
Κι’ ο κόσμος στα μπαλκόνια
Χειροκροτούσε
Χωρίς να ξέρει το γιατί.
Μπροστά η γη μας έμπαινε
Σε νέο κτηματολόγιο.
Καιγόμασταν
Ψιθυρίζοντας
Μικρές, μικρές συλλαβές.

ΑΛΛΑΓΗ


Και μετά η αλλαγή
Με αλυσίδες που σέρνονταν ακόμη
Στα κόκκαλα και στο γέλιο
Κι εμείς …
Μείναμε σκυφτοί
Στην άλλη όχθη
Του κόσμου
Κοιτάζοντας
Τα σιντριβάνια
Να ξανακτίζονται
Και τον κόσμο
Ανάποδο στα πεζοδρόμια.

ΑΠΛΗ ΘΥΜΗΣΗ


Τα παιδιά πέταξαν τις πεπονόφλουδες
Στην παστρικιά αυλή σου
Και θυμάμαι που είπες:
«Να ‘ρτη ένα πλάσμα τι θα πει;»
Ήρθαν όμως οι άλλοι, μάνα.
Κάθισαν στην αυλή σου.
Αυτοί δε μιλούσανε.
Δίπλα στο βασιλικό σου
Αυτοί σκοτώνανε.

ΞΕΡΩ ΠΩΣ


Ξέρω πως
Φίλοι με το ανείπωτο
Στην άκρη της παλάμης
Ξεψυχούν
Άλλοι
Ρώτησαν μια φορά
Και πνίγονται
Σε μια λίμνη μοναξιάς
Μοιραίας.

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ


Ταξιδεύουν εδώ μ’ έναν ήλιο δραπέτη
Σκέψεις λιτές με σήμαντρα μνήμης
Ιδέες και στόχοι
Ψηφιδωτά με σιδερένιες βελόνες
Προσχεδιασμένες επάλξεις
Στο κάστρο του κόσμου
Αποφάσεις
Μάσκες
Και στίχοι.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ


Το τσιμέντο με βαραίνει
Τα τείχη γκρεμισμένα
Η πολιτεία δραπετεύει
Πού είναι ο ήλιος;
Βοήθεια κράζω σε σας
Μα γιατί γελάτε;
Στ’ όνομα του ανθρώπου
Πέφτει ο ουρανός
Ένα δοκάρι!

ΠΑΓΙΔΑ


Είναι καλοστημένη παγίδα λέμε
Να στεκόμαστε αντίκρυ
Σαν δυό ανόμοιοι εφιάλτες
Στην ίδια πάντα νύχτα
Μα είναι και στιγμές
Που αισθανόμαστε ερημίτες
Στο ψιθύρισμα της απρόβλεπτης
Προδοσίας
Και τα χέρια σφίγγουν
Και τα βλέμματα ψάχνουν
Για κάτι αβέβαιο
Στα παραπετάσματα των ματιών.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ


Θα ‘ρθει κάποτε μια μέρα
Με κάποια πολλαπλότητα
Στο φέρσιμο της
Μια μέρα όμορφη ίσως
Που η ιστορία δε θα ρωτά
Για κάτι που δε φταίξαμε
Κοιτάζοντας σε ίσια στα μάτια
Κτίζοντας τη σωστή έκφραση
Που θα μας σώσει
Ξεγελώντας όλα τα σκοτάδια
Θα ‘ρθει και για μας
Κάποτε μια όμορφη μέρα.


ΘΕΛΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΜΗ


Λέω να κρατήσω την άμμο του καλοκαιριού
Στα μάτια,
Όλα τα θαύματα
Σε μια νύχτα.
Κι ανασηκώνουν τους στίχους
Εκρήξεις πολέμου,
Απαράλλαχτες οι ειδήσεις της μέρας.
Και προχωρώ
Θέλοντας και μη.

ΚΡΙΤΙΚΗ

 Άνδρέας Μαλόρης 
Ο ίσκιος μας
Εξατμιζόταν ακατάσχετα
Σ’ εκείνες τις πύρινες
Συντεταγμένες
Υπήρχε πάντα η πρόθεση
Να μας καταχωρήσουν
Στον κατάλογο των υποψηφίων
Θυμάτων
Μας περιέλουσαν ύστερα
Μ’ όλα τα χρώματα της οικουμένης
Κ’ έμεινε στο πρόσωπο
Μια πινελιά
Ανάξια κριτικής.

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Ανδρέας Μαλόρης 


Ταξιδεύουν εδώ μ’ έναν ήλιο δραπέτη
Σκέψεις λιτές με σήμαντρα μνήμης
Ιδέες και στόχοι
Ψηφιδωτά με σιδερένιες βελόνες
Προσχεδιασμένες επάλξεις
Στο κάστρο του κόσμου
Αποφάσεις
Μάσκες
Και στίχοι.

Μήνυμα Αγάπης στον άνθρωπο η Ποίηση του Ξάνθου Λυσιώτη γράφει ο Φώτης Τριαρχης

Λυσιώτης Ξάνθος (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε  στην Λάρνακα το 1898. και απεβίωσε τον Ιανουράριο του 1987. Σπούδασε δια αλληλογραφίας ξένες γλώσσες . Εργάστηκε στον επιχειρηματικό τομέα (ίδρυσε και διεύθυνε τον δικό του εμπορικό οίκο)

Το επίθετο του Λυσιώτης είναι δηλωτικό της καταγωγής του πατέρα του Κοσμά, που καταγόταν από τη Λύση. 
Τέλειωσε το Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο Λάρνακας το 1916. Έκανε σπουδές ξένων γλωσσών με αλληλογραφία.  Ασχολήθηκε με το εμπόριο και ίδρυσε δικό του εμπορικό οίκο, που διεύθυνε μέχρι το θάνατο του.

Από το 1932 ο Ξάνθος Λυσιώτης εγκαθίσταται στη Λευκωσία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1937, έρχεται το πρώτο του βιβλίο, «Τα εφήμερα», ποιητική συλλογή, που κερδίζει έπαινο σε διαγωνισμό του Λογοτεχνικού περιοδικού «Ξεκίνημα» των Αθηνών.
Ο Ξάνθος Λυσιώτης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους ποιητές της Κύπρου. Η ποίηση του έχει βραβευτεί επανειλημμένα.
Υπήρξε εταίρος του Διεθνούς Συνδέσμου Ποίησης Γιουλγκρέϊβ Αγγλίας, μέλος της Εταιρείας Ποιήσεως του Λονδίνου, του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών Αθηνών, του Ελληνικού Πνευματικού Ομίλου Κύπρου, της Εταιρείας Ελληνικών σπουδών Αθηνών, του Συλλόγου ΠΕΝ Κύπρου.
Από το 1980 ως το 1983 διετέλεσε Πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου. Το 1984 εκλέχθηκε επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας.
Πέθανε στη Λευκωσία τον Γενάρη του 1987, σε ηλικία 89 χρόνων.

Το 1983 έλαβε το  Βραβείο του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου για την Ποιητική του Συλλογή :  Τραμπαλίσματα


έργα του:


  •  Εφήμερα  [Νέος Κόσμος] , 1937 
  • Ωδές του Νότου, 1959 
  • Αποδημία , 1961 
  •  Παλίρροιες , Τυπ.Πρόοδος , 1971 
  • Πρόσκληση για ταξίδι , 1981 
  • Τραμπαλίσματα ΄, 1983 
  • Αππιδάκι βουνό μου , 1984 
  • Δεκαπεντασύλλαβοι του δεκαπενταύγουστου , 1984
  • Το πορτραίτο της ωραίας Χαρίκλειας  , 1985 
  • Ρεμβασμοί του στερνού Ιουλίου , 1986 
  • Συγκομιδή γ' , 1987 



πηγή υλικού :  http://www.kypriwnerga.com/site-artist-56-gr.php

Να τραγουδήσεις / Λυσιώτης Ξάνθος


Θέλω μόνο για με να τραγουδήσεις.
Να ξεχυθούν οι μελωδίες της ψυχής σου
σαν πτυχές κάποιου ονείρου εξωτικού
κι εγώ σαν δέχτης κυμάτου ηλεχτρικού
να ριγώ στο θάλπος της φωνής σου.
Για μένα υποβλητικά να τραγουδήσεις.
Οι τρίλιεςνα σκορπούν της μουσικής σου
του δειλινού την άγρια μοναξιά
κι εγώ της νιότης να ρουφήξω τη χαρά
στη γλυκιά τρεμούλα της φωνής σου.
Έλα τώρα για με να τραγουδήσεις.
Γύρω η σκιά τις έγνοιες μας τυλίγει
σ’ ένα μανδύα ακαθόριστα μαβί
κι η εσάρπα τ’ ουρανού η μεταξωτή
τις ρόδινες ανταύγειες της ανοίγει.
Για μένα υποβλητικά να τραγουδήσεις.
Να κελαρύσει του στήθους σου η γλύκα
μέσα στην άφραστη άπλα της σιωπής
και σε καινούργιες νότες να μου ειπείς
ό,τι η καρδιά μου από καιρό αγρίκα

Λάρνακα (απόσπασμα) / Λυσιώτης Ξάνθος

Kυλά η ζωή σου όπως κυλούν των ουρανών οι λύχνοι
     και φθίνει σάμπως φθίνουνε στο φράχτη τ’ άσπρα ρόδα

     μοιραία και μελαγχολικά μ’ ανάλγητη ηρεμία

      πλάι στο κύμα που άριες παλιές σου μουρμουρίζει.

     Mα γύρω σου και μέσα σου εφιαλτικά πλανιώνται

     οι ριγηλότατες μολπές μιας εαρινής κιθάρας,

     γλάρων φτερά που αράξανε, καράβια διπλωμένα,

     κι άσπρα μαντήλια το ύστατο να δακρύσουνε ‘χαίρε’

     στη νιότη που άνθισε γοργή και πιο γοργή εμαράθη.

Τρίγγης Κώστας(Ποιητάρης) (βιογραφικό σημείωμα)

Ο Κώστας Τρίγγης γεννήθηκε στον Άγιο Επίκτητο της κατεχόμενης Κερυνειας και ήταν το τρίτο παιδί  πολύτεκνης οικογένειας. Μετά την Τουρκική Εισβολή, πρόσφυγας εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό με την οικογένειά του.  Ήταν 15 ετών. Σε ηλικία 19 ετών παντρεύτηκε και απέκτησε δύο γιους. Με την ποίηση ασχολείται από νεαρή ηλικία και κυρίως από την εποχή του στρατού. 
Ο ίδιος αναφέρει: "... γράφω ποίηση από τότε που ήμουνα στο στρατό, όμως έχασα το τετράδιο που τα έγραφα και αυτό για μένα ήταν μεγάλη συναισθηματική απώλεια ... έτσι σταμάτησα να γράφω για πολλά χρόνια.  Ξεκίνησα πριν δέκα χρόνια και πάλι και από τότε δεν σταματώ λεπτό .....η ποίηση για μένα είναι μελάνι ψυχής ..."

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΙΑ ΕΝ Η ΚΑΡΚΙΑ / Κροταλία Ανδρέα Αστέρω


Της μάνας της πολύτεκνης,
τα βάσανα ποιος ξέρει,
που τράβησεν στουν τη ζωή,
για να τα καταφέρει;

Σε δύσκολους πολλά τζιαιρούς,
παιδκιά για ν’αναγιώσει,
τζιαι τα σωστά εφόδια,
για την ζωή να δώσει;

Σύζυγος μάνα τζι’ αδερφή,
τίτλοι που την κουράζουν,
το κλάμα τζιαι το γέλιο τους,
όμως την ξεκουράζουν.

Σε εποχές που δύσκολα,
κάποιος τα βκάλλει πέρα,
ακούραστη εστάθηκεν,
κοντά τους η μητέρα.

Έζησεν μέρες δύσκολες,
στην μνήμη της εμείναν,
τζείν τα μωρά που γέννησεν,
να κλαίουν που την πείναν.

Εδούλεψεν πολλά σκληρά,
μα ‘ταν τζιαιροί με φτώσια,
για να γοράσει ένα ψουμί,
ήθελεν τόσα γρόσια.

Τίποτ’ εν τους εστέρησεν,
μητ’ εν που τους αρνήθην,
ήντα φταίεν τζιειν το μωρό,
τ’ αθώον που γεννήθην.

Με σ’ετσι τόπον πούμελλεν
ο Τούρκος να θελήσει,
με βίαν νάρτει έναν πρωί,
τζιαι να το κατακτήσει.

Πόλεμος τζιαι ξεριζωμός,
νεκροί τζι’ αγνοουμένοι,
τζιαι μάνα πόσιει τα παιδκιά,
να τα θωρεί κλαμένη.

Πιον εν το μέλλον άραγε,
τζιαι πως θα καταντήσουν,
εις το στρατό τα έπεψε,
μ΄άραγε θα γυρίσουν;

Περνούν οι μέρες τζι’ έρκεται,
της νύχτας το σκοτάδι,
για τα μαντάτα τ’ άσιημα,
νάσιει παιδί στον άδη.

Τζι όμως σαν μάνα εν μπορεί,
για να λοξοδρομήσει,
σαν βράχος στέκει δυνατή,
τ’ άλλα παιδκιά να ζήσει.

Μάνα καλή τζι’ ακούραστη,
φρουρός πον ποτζοιμά ται,
ξεχνά πάντα τα δύσκολα,
τζιαι τα καλά θυμάται.

Τούτα εν πόσιει η ζωή,
τζι’ εν μπόρει να τ’ αλλάξει,
έτσι ορίζει ο θεός,
τζιαι κάμνει τα με τάξη.

Της μάνας μια εν καρκιά,
τζιαι ποιος λαλεί εν ψέμα,
για τα παιδκιά της μανιχά,

κτυπά τζιαι δκιά το γαίμα.