Γράφει
ο Δημήτριος Γκόγκας
Γεννήθηκε
στη Χλώρακα της επαρχίας Πάφου στις 9 Απριλίου 1949. Εκτός από την ποίηση,
ασχολείται με την συγγραφή μελετών, κριτική και παρουσίαση νέων βιβλίων, ενώ το
2007 εξέδωσε και το μυθιστόρημα για παιδιά : «Σε κάθε μπαλκόνι και ένα
χελιδόνι». Έργα του, πεζά κείμενα και ποιήματα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά,
εφημερίδες, ιστοσελίδες του διαδικτύου και έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές
ανθολογίες και σχολικά βιβλία. Ποιήματά
του επίσης έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά. Στις 26 Μαΐου
2000, η Παγκύπρια Ένωση Συγγραφέων, σε ειδική εκδήλωση, του απένειμε τιμητική
πλακέτα για την προσφορά του στα Κυπριακά Γράμματα.
Η
ποίησή του αναδύει μια βαθειά μυρωδιά τρυφερότητας που αγκαλιάζει την ανθρώπινη
ύπαρξη και παρασύρει τον αναγνώστη στις εποχές που κρύβει μέσα της κάθε
μελαγχολική εποχή του χρόνου. Ο ποιητής χρησιμοποιώντας
περίτεχνα τα εργαλεία της ύψιστης Τέχνης του υμνεί την αγάπη, το φως , τον
ουρανό. Η ζωή δεν ηττάται!
Ο
ΝίκοςΠενταράς, δέχτηκε να μας μιλήσει και τον ευχαριστούμε βαθειά για αυτό, για
την γενέτειρά του, την επαφή του με την ποίηση, τους προβληματισμούς και τα μελλοντικά του σχέδια……
Όχι!
Δεν πρόσεξα καθόλου το Φθινόπωρο
που
πέρασε από μπροστά μου
στηριγμένο
στο γυμνό κλαρί του
ούτε και το χλωμό φεγγάρι του
γιατί
εκείνη ακριβώς την ώρα
μελετούσα
την κίτρινη σοφία των χρυσάνθεμων
πάνω
στις πλουμιστές ποδιές των κοριτσιών
τις
πασχαλιάτικες.
1.
Γεννηθήκατε στη Κοινότητα Χλώρακας
της επαρχίας Πάφου στις 9 Απριλίου 1949. Πως ήταν διαμορφωμένη η ζωή την
εποχή εκείνη. Τι χαρακτηριστικά αποσπάσματα της θυμάστε;
Γεννήθηκα στην κοινότητα Χλώρακας
την εποχή των επιχωματώσεων και των μαγκανοπήγαδων. Τότε που τα χωράφια
μας για να καρπίσουν, αντί νερό, ρούφαγαν στάλα στάλα τον ιδρώτα των γονιών
μας. Ο πατέρας δούλευε στο μικρό
πελεκανιό του και στα λίγα κτήματα που πήρε προίκα από τη μάνα μας. Η μάνα
έμενε σπίτι και μας φρόντιζε. Μόλις που τα ’βγαζαν πέρα. Εννιά εμείς και δυο
εκείνοι, έντεκα νομάτοι. Και φτώχια μεγάλη τότες. Το μεροκάματο μισό ψωμί και
μια χούφτα ελιές.
Στα μικρά και γραφικά σπίτια του χωριού, με τις
μεγάλες αυλές και τους κήπους τους,
κατοικούσαν άνθρωποι γνήσιοι απόγονοι του Όμηρου, του Διόνυσου και του
Χριστού. Άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι και χαμογελαστοί, άνθρωποι δοτικοί, πρόθυμοι ν’
ανοίξουν το σπίτι τους και την καρδιά τους στο συνάνθρωπό τους και να του
προσφέρουν ό,τι χρειαζόταν.
Σαν τύχαινε να νυχτωθεί κάποιος ξένος στο
χωριό και δεν είχε πού να μείνει, όλοι προθυμοποιούνταν ποιος να τον
φιλοξενήσει στο σπίτι του. Αποχαιρετώντας, μάλιστα, το φιλοξενούμενό τους την
επόμενη μέρα, του έδιναν και κάτι να πάρει μαζί του, ανάλογα με το τι είχε ή
παρήγε ο καθένας, ως δώρο. Ο πατέρας μου, παρά το γεγονός ότι το σπίτι μας δεν
διέθετε ικανοποιητικούς χώρους, φιλοξένησε πάρα πολλές νύχτες ανθρώπους,
γνωστούς και άγνωστους, ταΐζοντάς τους το πιο εκλεχτό φαγητό, ποτίζοντάς τους
το πιο καλό κρασί και διαθέτοντάς τους το πιο άνετο στρώμα για να κοιμηθούν
Η Χλώρακα των παιδικών μου χρόνων
είναι συνυφασμένη μ’ ένα τσούρμο παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ολημέρα, μέχρι
αργά το βράδυ, να κολυμπούν ανέμελα στη θάλασσα ή να παίζουν διάφορα ομαδικά
παιχνίδια στις αλάνες και τα ξεφωνητά τους να ακούγονται σ’ όλη τη γειτονιά.
Τις καλοκαιριάτικες νύχτες να κάθονται έξω στην αυλή και τις χειμωνιάτικες
μπροστά από το αναμμένο τζάκι, να ακούνε τις συναρπαστικές για την παιδική τους
φαντασία ιστορίες των μεγάλων και σαν σφουγγάρια να ρουφούν τα σοφά, όλο νόημα
και σημασία λόγια τους. Λόγια που εξακολουθούν ακόμα να μου ξυπνούν τόσες και τόσες μνήμες. Ένα τσούρμο παιδιά
που δεν έλειπαν από γάμους, γιορτές ακόμα και κηδείες. Παιδιά που
κοινωνικοποιούνταν μόλις άρχιζαν να κάνουν τα πρώτα τους βήματα και να λένε τα
πρώτα τους λογάκια. Παιδιά που φτιάχνουν μόνα τους τα παιγνίδια τους, όπως
αυτοκινητάκια, κούκλες, μπάλες, όπλα και άλλα, χρησιμοποιώντας άχρηστα υλικά
και αξιοποιώντας τη δημιουργική τους φαντασία.
Υπήρχαν αρκετοί και άνετοι χώροι
για τα αγαπημένα τους παιχνίδια, ιδιαίτερα χώροι για τα αγόρια να παίζουν
ποδόσφαιρο. Η κάθε γειτονιά είχε τη δική της ομάδα η οποία έκανε για γήπεδό
της, έδρα της, ένα από τα πολλά ακαλλιέργητα χωράφια που βρίσκονταν ανάμεσα στα
αραιοκατοικημένα σπίτια. Είχε η καθεμιά την ονομασία της, τη στολή της, τα
χρώματά της, το έμβλημά της και διοργανώνονταν παιχνίδια αναμεταξύ τους, όπως
ακριβώς γίνεται σ’ ένα πραγματικό πρωτάθλημα. Συναγωνίζονταν η μια ομάδα την
άλλη και τα παιδιά, έχοντας πρότυπα μεγάλους ποδοσφαιριστές της εποχής εκείνης,
έδιναν όλες τους τις ψυχικές και σωματικές δυνάμεις, για να νικήσει η ομάδα
τους. Σήμερα δεν έχει απομείνει τίποτα… Ούτε αλάνες ούτε καν αυλές. Έχουν χαθεί
όλα...
2. Εισήλθατε στον χώρο των γραμμάτων το 1975 με
την Ποιητική Συλλογή : «Ώρες Πολέμου» και σε ηλικία μόλις 26 ετών. Δεν έχω αναγνώσει την Ποιητική Συλλογή, αλλά
ο τίτλος μας παραπέμπει στην Τούρκικη Εισβολή στην Μεγαλόνησο το προηγούμενο
έτος. Θα θέλαμε να αναφερθείτε σε εκείνο
το πρώτο ποιητικό σας εγχείρημα.
Όλα τα ποιήματα της πρώτης μου ποιητικής συλλογής «Ώρες Πολέμου», είναι εμπνευσμένα
αποκλειστικά από τις τραυματικές εμπειρίες και τα συναισθήματα που λειτούργησαν
κατά την τούρκικη εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974, την οποία έζησα ως
έφεδρος στρατιώτης. Η έκδοσή της παραμέρισε στα συρτάρια του γραφείου μου ό,τι
άλλο είχα γράψει μέχρι τότε, γιατί ήθελα να διαμαρτυρηθώ και δημόσια μέσα από
αυτή για την προδοσία που είχε ως αποτέλεσμα την ανείπωτη συμφορά που βρήκε την
πατρίδα μου και που εξακολουθεί, δυστυχώς, μέχρι σήμερα να την τυραννά.
Για τα υπόλοιπα, όσον αφορά τις
«Ώρες Πολέμου», αντί ν’ αναφερθώ εγώ, προτιμώ ν’ αφήσω άλλους.
«…Ένα πικρό χρονικό είναι οι
στίχοι της συλλογής «Ώρες Πολέμου». Ο ποιητής εξιστορεί πως «Ο χάρος έφτασε τον
Αλωνάρη μήνα… κι ο ήλιος κρύφτηκε στη στάχτη… η νύχτα κλαίει τους γκρεμισμένους
μόχθους μας…». Μ’ ένα κοντύλι πύρινο
χαράζονται οι στίχοι και μας συγκλονίζουν. Οι σκοτωμοί, η ερήμωση, το δράμα των
προσφύγων, η τραγική εικόνα του ωραίου νησιού. Νομίζει κανείς πως διαβάζει
στίχους Δημοτικών τραγουδιών για την Άλωση της Πόλης...» (Χρυσάνθη Ζιτσαία,
εφημερίδα «Θεσσαλία»,0 6/06/1976)
«… Η χαμένη ειρήνη, η απώλεια της
ανθρώπινης ζωής, οι ξεριζωμένοι, όλο θέματα που πονούν, που προβληματίζουν, που
εμπνέουν. Ο στίχος ελεύθερος ή παραδοσιακός, ευαίσθητος, υπηρετεί το συναίσθημα
υπάκουος, αφομοιωμένος στο πλείστο…» (Νάγια Κ. Ρούσου, εφημερίδα «Κύπρος»,
22/09/1975)
«… Οι «Ώρες Πολέμου» κινούνται σε
δύο επίπεδα: Στο πρώτο επίπεδο βρίσκονται τα ίδια τα γεγονότα, τα οποία ο
ποιητής αφηγείται σαν να βρίσκεται πίσω από μια κάμερα και οπτικογραφεί,
εγγράφει πάνω στην ευαίσθητη ταινία της συνείδησής μας αυτά που τόσο πικρά
εμπειράται. Στο δεύτερο επίπεδο λειτουργεί η συνείδηση του ποιητή, ο οποίος
μέσα από τον πόνο του δίνει τις συντεταγμένες της αγωνίας του, για να αφήσει
εμάς τους αναγνώστες του να καθορίσουμε στον παγκόσμιο χάρτη του ανθρώπινου
ξεπεσμού το ακριβές στίγμα της τραγικής και
βαθύτατα νοηματισμένης εγρήγορσής του…»
(Θεοκλής Κουγιάλης, από την
ομιλία του σε εκδήλωση στη Χλώρακα στις 23/02/1996)
3. Ουσιαστικά ως ποιητής θα υποστηρίζατε ότι εσείς επιλέξατε την
ενασχόληση με την ποίηση, ή η ποίηση ήρθε σας χτύπησε ακάλεστη την πόρτα, σας
βρήκε;
Πάντοτε με συγκινούσε η ποίηση.
Στην αρχή μέσα από τα δημοτικά τραγούδια που άκουγα από τους μεγαλύτερους,
ιδιαίτερα τον παππού μου, τον πατέρα της μητέρας μου, και αργότερα μέσα από τα
Αναγνωστικά του Δημοτικού και τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα του Γυμνασίου. Δεν είχα
πολλές ευκαιρίες να διαβάσω ποίηση από άλλες πηγές προτού φοιτήσω στην
Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου. Συστηματικά, άρχισα να διαβάζω ποίηση μετά τη
φοίτηση μου στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Ποιήματα, όμως, άρχισα να γράφω όταν ακόμα φοιτούσα στο
γυμνάσιο. Δεν υποστηρίζω ότι επέλεξα συνειδητά την ενασχόληση με την ποίηση.
Μου χτύπησε την πόρτα αναπάντεχα, όταν ένιωσα την εσωτερική ανάγκη να
τραγουδήσω αυθόρμητα κυρίως την αγάπη σ’ όλες της τις εκφάνσεις, με κυρίαρχο
τον έρωτα, στα χρόνια εκείνα της αθωότητας, αλλά και τις ομορφιές του γενέθλιου
μου τόπου, της Χλώρακας. Δεν το κρύβω,
όμως, ότι όταν μαζεύτηκαν αρκετά ποιήματα και ήμουν έτοιμος να εκδώσω την πρώτη
μου ποιητική συλλογή, με πρόλαβαν τα δίδυμα εγκλήματα, το προδοτικό Πραξικόπημα
και η βάρβαρη Τούρκικη Εισβολή, εναντίον της Κύπρου το Καλοκαίρι του 1974 και
έτσι η πραγματοποίηση της έκδοσης ματαιώθηκε.
4. Για να
γράψει κάποιος χρειάζεται μόνο έμπνευση και συναίσθημα ή και τεχνική; Πόσο
δουλεύετε τα ποιήματα σας και ποιες είναι οι πηγές της έμπνευσής σας;
Για να γράψει κάποιος δεν
χρειάζεται μόνο συναίσθημα, ταλέντο και
έμπνευση, τα οποία είναι έμφυτα, αλλά και τεχνική, η οποία διδάσκεται. Αν έχεις μόνο τεχνική και
σου λείπουν τ’ άλλα, έχω την ταπεινή
άποψη ότι δεν πρόκειται να καταφέρεις να γράψεις κάτι το αξιόλογο. Είναι χρήσιμο ένας ποιητής να κατέχει την
τεχνική, χωρίς, όμως, αυτή να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την έμπνευση.
Είναι ποιήματα που δεν χρειάζεται
να τα δουλέψεις. Υπάρχουν, όμως, και ποιήματα που χρειάζεται να τα δεις και μια
και δυο φορές, γιατί κάτι σου φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται στις αρχικές
προσωπικές σου προσδοκίες.
Οι πηγές έμπνευσης είναι
πολλαπλές. Η αφορμή μπορεί να είναι μια
εικόνα, μια αίσθηση, ένα εξωτερικό ερέθισμα, μα πάνω απ’ όλα η ιστορία της
Κύπρου και ιδιαίτερα η σύγχρονη κυπριακή τραγωδία , το ψυχικό και βιοτικό δράμα
του ανθρώπου της εποχής μας, γενικά.
5. Το
συγγραφικό σας έργο περιλαμβάνει εκτός από ποιήματα και μυθιστορήματα, μελέτες,
εργαστήκατε ως κριτικός κτλ. Όλο αυτό το συγγραφικό έργο, η ενασχόληση με τη
γραφή, σας έκανε καλύτερο άνθρωπο, λειτούργησε ως αντίδοτο σε εξωτερικούς
κακούς ερεθισμούς; Τελικά η ποίηση, η γραφή είναι μια εσωτερική λειτουργία της
ψυχής που ανεβάζει τον δημιουργό;
Ναι, πιστεύω ότι η ποίηση
ανεβάζει το δημιουργό. Νιώθω πάντα μέσα μου τη δυναμική της λειτουργίας της, να
ενισχύει, μαζί με την βαθειά μου πίστη στο Θεό, τη συνειδητή προσπάθειά μου να
κρατηθώ όσο γίνεται αδιάβρωτος ως άνθρωπος.
6. Διαβάζοντας ποιήματά σας δεν μπορώ παρά να επισημάνω την
έντονη τρυφερότητα που εκπέμπουν. Θα τα τοποθετούσα αναμφισβήτητα στο χώρο του
ρομαντισμού με έντονα τα λυρικά στοιχεία. Εσείς προσωπικά σε πιο λογοτεχνικό
ρεύμα πιστεύετε ότι ανήκετε; Ή θεωρείτε ότι ανάλογα με τις εποχές και το
περιβάλλον η ποίηση μεταβάλλεται οπότε αλλάζει και το ποιητικό πεδίο στο οποίο
ανήκετε;
«Αγάπη», «Φως», «Ουρανός»… Είναι
για την κατανόηση από τους ανθρώπους του βαθύτερου νοήματος των τριών αυτών
λέξεων όλη μου η αγωνία και οι αγώνες μέχρι τώρα, τόσο μέσα από το εκπαιδευτικό
όσο και το λογοτεχνικό μου έργο. Όταν τα ποιήματα μιλούν για αγάπη, φως και
ουρανό, σίγουρα εκπέμπουν μια τρυφερότητα. Δεν θεωρώ ότι ανήκω αποκλειστικά στη
ρομαντική σχολή, αν και είμαι εκ φύσεως ρομαντικός, γιατί έχω γράψει πάρα πολλά
ποιήματα με έντονα ρεαλιστικά και σουρεαλιστικά ακόμα στοιχεία, όπως για
παράδειγμα η ποιητική μου σύνθεση «ΕΠΑΝΟΔΟΣ», 1992 και πάρα πολλά ποιήματα μου
που είναι ακόμα αδημοσίευτα. «Τα πάντα ρει», έτσι μεταβάλλεται και η ποίηση η
οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη ζωή.
Αναπόφευκτα ο ποιητής ακολουθεί.
7. Διαπίστωσα έντονες μελαγχολικές εικόνες σε μια
ανάρτησή σας στο προσωπικό σας Ιστολόγιο ως ποιητική ενότητα: ΕΞΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ. Διαβάζω μάλιστα χαρακτηριστικά: Μην
σκουπίζεις/τα πεσμένα φύλλα το Φθινόπωρο/ ούτε να τ’ αφήνεις/ εκτεθειμένα στους
ανέμους/ γιατί ανάμεσά τους / μπορεί να βρίσκονται τα όνειρά σου……… Είναι διάχυτη η άποψη ότι πολλές φορές για να
γραφεί ένα καλό ποίημα, πρέπει να υπάρχει έστω μια κουκίδα πόνου, μελαγχολίας,
απαισιοδοξίας. Ποια η δική σας άποψη και γιατί ξεχωρίσατε το Φθινόπωρο από τις
άλλες εποχές του έτους.
Είναι αλήθεια ότι τα καλά
ποιήματα είναι εκείνα που μεταφέρουν με εκφραστική σιγουριά ένα βαθύ
συναισθηματικό απόθεμα από εσωτερική χαρμολύπη και συμμετέχουν μετέχοντας στην
αγωνία της εποχής.
Ξεχώρισα το Φθινόπωρο από τις
άλλες εποχές, γιατί είναι πιο κοντά στην ψυχοσύνθεσή μου παρά οι άλλες εποχές
του έτους. Είναι τα χρώματά του και οι συννεφιές του πολύ οικεία με την
περίλυπη ευαισθησία μου και τα ψιχαλίσματά του που ποτίζουν την φαντασία μου.
Είναι, όμως, και τα χρυσάνθεμά του που μας θυμίζουν την άνοιξη. Είναι μια
χαρμολύπη για μένα το Φθινόπωρο, όπως ακριβώς και η ζωή μας.
Φθινόπωρο! Μια θλίψη
στην καρδιά
μα τα χρυσάνθεμα που
τώρα ανθίζουν
σαν μας κοιτάνε
χαμογελαστά
την άνοιξη και τη χαρά
θυμίζουν.
8. Εν κατακλείδι, θα ήθελα να σας ρωτήσω ποιος
είναι ο ορισμός της ποίησης για εσάς;
Η Ποίηση για μένα είναι η όραση,
η ακοή, η αφή, η όσφρηση και η γεύση της Ζωής.
9. Πόσο δύσκολο είναι για έναν ποιητή, συγγραφέα να μεταγγίσει τα γραπτά του στους αναγνώστες;
Οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι δεν εκδίδουν ποίηση, πολλοί μικροί προσπαθούν απλώς
να εκμεταλλευτούν τους δημιουργούς, υπάρχει αχτίδα ελπίδας; Οι τιμές για την
έκδοση ενός έργου δεν είναι και τόσο προσιτές. Είναι το διαδίκτυο το καταφύγιο,
έστω μια πρόσκαιρη ή παντοτινή λύση;
Πολύ, πάρα πολύ δύσκολη η
μετάγγιση των γραπτών μας στους αναγνώστες. Χρειάζεται να γίνουν πάρα πολλά από
τους αρμόδιους φορείς του κράτους, τους εκδοτικούς οίκους και τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης και επικοινωνίας για την προώθηση της λογοτεχνίας και των δημιουργών
της, γιατί, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, οι συγγραφείς εκδίδουν με δικά τους
έξοδα τα βιβλία τους και αναλαμβάνουν οι
ίδιοι την προώθησή τους, χωρίς καμιά βοήθεια από τους αρμόδιους φορείς του
κράτους αλλά ούτε και ακόμα από εκδοτικούς οίκους ή βιβλιοπωλεία. Όσο για την
ποίηση, δυστυχώς δεν πουλά και οι εκδοτικοί οίκοι προτιμούν να εκδίδουν
πεζογραφήματα ή βιβλία ιστορικού, πολιτικού ή άλλου περιεχομένου εκτός από
ποίηση. Η εκμετάλλευση των δημιουργών από τους εκδοτικούς οίκους είναι
δεδομένη. Δεν βλέπω να υπάρχει αχτίδα ελπίδας στο εγγύς μέλλον, ιδιαίτερα τώρα
με την οικονομική κρίση. Ευτυχώς, που υπάρχει το διαδίχτυο, για όλους όσοι δεν
έχουν τη δυνατότητα για έκδοση και προώθηση των έργων τους. Θα υπάρχει το
διαδίχτυο σαν καταφύγιο, αλλά σε συνύπαρξη με το βιβλίο, το οποίο, πιστεύω, έστω
και με ζοφερό το μέλλον του θα συνεχίσει.
10. Ποιοι είναι ή ποιοι θα έπρεπε να είναι, οι
στόχοι ενός ποιητή στη σύγχρονη Κυπριακή , πεζή πραγματικότητα;
Ο λαός μας στο βάθος είναι
ρομαντικός και τον διακρίνει η έφεση προς την ποίηση. Δυστυχώς, στις μέρες μας
επικρατεί ένας επίπλαστος πολιτισμός μαϊμού των πιο ανόητων πραγμάτων. Σχεδόν
τίποτε δεν έχει πνευματική ευγένεια και μεταφυσική αρχή. Η άσκηση της αγάπης
και του πόνου φαίνεται να έχει εκλείψει. Η
πατρίδα μας για σαράντα χρόνια τώρα είναι ημικατεχόμενη. Η ευθύνη της ποίησης
και των ποιητών είναι μεγάλη και αφορά τις ελάχιστες αντιστάσεις που μπορούμε
να προβάλουμε στους πυροβολισμούς που δεχόμαστε καθημερινά για την αισθητική
που μας παιδαγωγεί. Το βάρος είναι μεγάλο, έναντι όλων αυτών που με κάθε
τρόπο έχουν βαλθεί να μας αλλάξουν με το ζόρι και να μας κάνουν κάτι άλλο από
αυτό που είμαστε, γιατί έτσι τους βολεύει, γιατί έτσι αποφάσισαν. Είμαι πέραν
πάσης αμφιβολίας βέβαιος ότι ο λαός μας έχει ανάγκη την Ποίηση και για το λόγο
αυτό πιστεύω ότι οι ποιητές πρέπει να προσεγγίζουν με αγάπη την ψυχή του
κόσμου, μια ψυχή που καθημερινά ορφανεύει όλο και πιο πολύ από τη Σκέψη και
το Όνειρο.
11. Αν ζούσατε πριν πενήντα χρόνια θα γράφατε
έμμετρα; Ποια είναι η άποψή σας για την ομοιοκαταληξία στη Κυπριακή ποίηση; Υπάρχουν Κύπριοι ποιητές που γράφουν
ομοιοκαταληκτικά πλην των αναφερόμενων ως Λαϊκών ποιητών; Προσπαθήσατε ποτέ να
γράψετε στην Κυπριακή Διάλεκτο;
Έχω γράψει και έμμετρα. Στην
ποιητική μου συλλογή «Περιστέρι μου, ξεκίνα», 1987, που απευθύνεται σε παιδιά,
όλα τα ποιήματά μου είναι με ομοιοκαταληξία. Επίσης, στην πρώτη μου ποιητική
συλλογή «Ώρες Πολέμου», 1975, υπάρχει μια σειρά πέντε ποιημάτων με τον γενικό
τίτλο «Κύπρος», που είναι ομοιοκατάληκτα.
Δεν έχω υπόψη μου σύγχρονους
Κύπριους ποιητές που να γράφουν αποκλειστικά ομοιοκαταταληκτικά, εκτός των
αναφερόμενων ως Λαϊκών ποιητών. Και να έγραφαν ομοιοκατάληχτα αλλά με βαθμό
συγκίνησης μέγα, δεν θα είχε πιστεύω και τόση σημασία. Δεν έχει να κάνει τόσο η
τεχνοτροπία την οποία ακολουθεί ένας ποιητής, όσο ο βαθμός της συγκίνησης που προσφέρει στον
απαιτητικό, για να μην πούμε μέσο αναγνώστη. Άλλωστε, ας μην ξεχνούμε ότι τα
περισσότερα αριστουργήματα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, ανήκουν στην παραδοσιακή
λεγόμενη σχολή ή τεχνοτροπία.
Η Κυπριακή Διάλεχτος, αν και
με εντυπωσιάζει το πόσο κοντά στην
αρχαία ελληνική βρίσκονται πολλές κυπριακές λέξεις και με συγκινεί η
μουσικότητα της, δεν έχω ασχοληθεί
συστηματικά με τη γραφή ποιημάτων στην
Κυπριακή Διάλεχτο. Έχω γράψει μόνο ένα ιστορικό δράμα με τίτλο «Της Κύπρου
πίκρες τζιαι χαρές», στο οποίο κυριαρχεί η ποίηση παρά η πρόζα, με την ποίηση γραμμένη στην Κυπριακή
Διάλεχτο. Το έργο αν και παρουσιάστηκε
από πολλά σχολεία της Κύπρου και ένα
σχολείο της Κρήτης, δεν εκδόθηκε. Βρίσκεται από χρόνια τώρα σε φωτοτυπία στα
συρτάρια του γραφείου μου.
12. Πριν από πέντε χρόνια, το 2009, εκδώσατε την «Μοναξιά του Φεγγαριού» . Νομίζω ότι ήταν και η τελευταία σας ποιητική
συλλογή. Αυτή την περίοδο προετοιμάζετε κάτι καινούργιο;
Έχω ήδη έτοιμη για έκδοση μια
ποιητική σύνθεση με τίτλο «ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΑΝΑΜΟΝΗΣ». Επίσης, προετοιμάζω μια νέα
ποιητική συλλογή και ένα μυθιστόρημα.
Τελειώνοντας……..
Αφού πρώτα σας ευχαριστήσω, κύριε Γκόγκα, για την ευκαιρία που μου
δώσατε να μιλήσω για το έργο μου και να εκφράσω τις απόψεις μου πάνω σε διάφορα
άλλα θέματα που άπτονται της λογοτεχνίας και όχι μόνο, θέλω ακόμα να προσθέσω
ότι οι πλείστοι από τους συνανθρώπους μας ζουν σε άγνοια και ότι θα πρέπει όλοι
εμείς που θέλουμε να μας αποκαλούν οι υπόλοιποι «πνευματικούς ανθρώπους»,
δηλαδή οι λογοτέχνες, οι μουσικοί, οι ζωγράφοι, οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, οι
ακαδημαϊκοί, οι πολιτικοί και οι εκκλησιαστικοί ηγέτες και όλοι τέλος πάντων οι
διανοούμενοι, να τους βοηθήσουν να βγουν από την άγνοια. Να τους μάθουν να
ξεχωρίζουν την πραγματική γνώση από την προπαγάνδα, με την οποία καθημερινά
τους βομβαρδίζουν οι επιτήδειοι κερδοσκόποι και καιροσκόποι, για να τους έχουν
υποχείριους. Αν δε συμβεί αυτό, τότε πολύ φοβάται ότι οδεύουμε ολοταχώς σε ναυάγιο.
Ανεξάρτητα, όμως από το τι πιστεύω, ευχή μου και προσευχή μου είναι όλα να πάνε
καλά και οι άνθρωποι σιγά σιγά να επανέλθουν σε συνθήκες ζωής, όπως αυτές
καθορίζονται από την ανθρώπινή τους φύση και όχι όπως τις καθορίζουν οι
επιτήδειοι κερδοσκόποι και καιροσκόποι, για να τους υποδουλώσουν. Σήμερα, οι
πνευματικοί άνθρωποι, δυστυχώς έχουν παραμεριστεί ή και αυτοαπομονωθεί. Έχουν
παραμεριστεί ξεπίτηδες θα έλεγα, για να διευκολυνθούν όλοι αυτοί οι επιτήδειοι
κερδοσκόποι να επιβληθούν μέσα από τη διαφήμιση και την προπαγάνδα στους
ανύποπτους συνανθρώπους τους, με απώτερο στόχο να τους εκμεταλλεύονται... Τα
μέσα μαζικής ενημέρωσης και επικοινωνίας δεν τους προβάλλουν όσο θα έπρεπε να
τους προβάλλουν. Έτσι, η φωνή τους δεν ακούγεται τόσο δυνατά όσο θα έπρεπε να
ακούγεται και οι προσπάθειές τους πνίγονται μέσα στα σκουπίδια που
εκσφενδονίζονται από παντού και χάνονται ανάμεσα στους ρύπους που εκπέμπονται
από παντού.