Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

ΜΕ ΕΝΑΝ ΑΓΙΟ


 της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, ελέγχοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες της εμφάνισής του. Απέναντί του πρόβαλε  μια σκοτεινή φιγούρα, που πάσκιζε να κλέψει λίγο χρώμα από τη στολή του Αϊ-Βασίλη. Μα το βλέμμα παρέμενε θολό, τα χέρια φορτωμένα  νεανικές αμαρτίες, η θέλησή του αμετανόητη.
Απόψε έριχνε στη μάχη το μεγάλο κόλπο. ΄Η όλα ή τίποτα. Από τη μια ο πλούτος των λίγων κι από την άλλη η δική του ανέχεια, που άγγιζε πια τα όρια της απελπισίας.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλο και κάποιοι θα είχαν βγει για την απαραίτητη διασκέδαση των ημερών. Κι αυτός, ενδεδυμένος με την αθωότητα ενός ΄Αγιου Βασίλη, θα μπούκαρε στα σπίτια των καλοζωισμένων και θα φρόντιζε να πάρει λίγη από τη δική τους ευτυχία. ΄Οχι, κλοπή δεν την ονόμαζε. Σαν δίκαιη μοιρασιά την έβλεπε, μια και οι λίγοι είχαν τα πολλά και οι πολλοί τα λίγα.
Από μέρες είχε βάλει στο μάτι μια πολυτελή βίλα, κάπως απομονωμένη από τα άλλα σπίτια της περιοχής. Σκύλο δεν είχε να τη φυλάει . Κάποιες πληροφορίες, που φρόντισε με τρόπο να αποσπάσει από ένα μπακάλικο της γειτονιάς, μιλούσαν για ένα μοναχικό ένοικο, εβδομήντα περίπου χρόνων, επαναπατρισθέντα από τη Νότια Αφρική, ο οποίος έμενε στη βίλα μαζί με μια αλλοδαπή οικιακή  βοηθό και έναν ηλικιωμένο κηπουρό. Εύκολη λεία! ΄Οσο για το σύστημα  συναγερμού, είχε πια αποκτήσει ειδικότητα στο είδος, μια και είχε δουλέψει ένα φεγγάρι σε εταιρεία που προμήθευε τα καταστήματα με τέτοια συστήματα σε χονδρικές τιμές.
Βγήκε στον δρόμο, καλύπτοντας τους χτύπους της καρδιάς του κάτω από την κόκκινη στολή της αθωότητας. Στην τσέπη μέσα βαθιά, ένα ρίγος τον διαπερνούσε, καθώς τον άγγιζε το μέταλλο από το κρύο περίστροφο που κουβαλούσε. Κάποιες νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει ήδη να χορεύουν τον τρελό χορό της πτώσης. Ο καιρός έστηνε σαν απαιτητικός σκηνοθέτης το σκηνικό του και οι άνθρωποι τρέχανε την τελευταία  στιγμή να μάθουνε την πρόζα ενός άχαρου ρόλου και να στηθούν με αξιοπρέπεια μπρος στη μεγάλη φυγή του χρόνου.
Και τότε πρόβαλε  εκεί στη γωνία το κόκκινο γαρίφαλο. Από ποιαν άνοιξη άραγε ξέφυγε κι έφτασε μέχρι τις αισθήσεις του; Κατακόκκινο σαν αίμα ζωής, τυλιγμένο σε σελοφάν για προστασία κι από πίσω ένα μικρό τρεμάμενο χέρι, μια μικρή τρεμάμενη φράση. « Πάρτε, κύριε, σας παρακαλώ!» ΄Υστερα η φράση σταμάτησε σαν ξεκούρδιστο ρολόι κι απέμεινε να κρέμεται παράφωνα επάνω στα άσπρα γένια του « Αγίου» . Ο μικρός μάζεψε δειλά το γαρίφαλό του, το έριξε σε ένα καλάθι με καμιά ντουζίνα άλλα και στάθηκε ακίνητος, κοιτώντας  με το στόμα ανοικτό, με την καρδιά ορθάνοικτη. ΄Ητανε γύρω στα οχτώ, ελαφροντυμένος, παρά το κρύο, με παπούτσια άσπρα , καλοκαιρινά μες στο καταχείμωνο, μάγουλα κατακόκκινα από το πέρασμα του κρύου βοριά.
« Είσαι ο ΄Αγιος Βασίλης; Ο πραγματικός ΄Αγιος Βασίλης;» κατάφερε να ψελλίσει μετά την πρώτη έκπληξη. 
Τα έχασε. ΄Ενιωσε τα χέρια του να τρέμουν, τα έβαλε στις τσέπες, μα το περίστροφο, λες και απέκτησε ξάφνου δόντια καρχαρία, τον δάγκωσε γερά και τον μάτωσε ίσια μέσα στα ψίχουλα μιας ξεχασμένης παιδικότητας.
« ΄Ηρθες για να μου φέρεις δώρο;» συνέχισε ο μικρός και έσκυψε  με λαχτάρα ίσια στα μάτια της αγαπημένης του μορφής.
« Τον κοίταξε με έκπληξη στην αρχή, με κάποια αμηχανία στη συνέχεια.
« Τι δώρο θα ήθελες να σου φέρω;» κατάφερε στο τέλος να μουρμουρίσει, με φωνή  που φάνηκε παράξενη ακόμα και στον ίδιο.
Ο μικρός αναθάρρησε. Να λοιπόν, που δεν πήγε χαμένο εκείνο το γραμματάκι που έστειλε στον ΄Αγιο Βασίλη. Με κάποιο  δισταγμό βέβαια, μια και  δεν ήξερε αν θα έφτανε ποτέ στα χέρια του η ευχή του. Μα να που γίνονται και θαύματα  κι η αγαπημένη  φιγούρα με τη μακριά γενειάδα ήταν μπροστά του.
« Δεν ξέρω αν μπορείς να μου δώσεις αυτό που θέλω, κι ας είσαι ΄Αγιος…»
Κάτι μέσα του αναδεύτηκε περίεργα. Κουβαλούσε τόση θλίψη στις χορδές της ετούτη η φωνή του αγοριού, καθώς  ερχόταν και τον άγγιζε σαν παραπονεμένο χάδι, που δεν μπόρεσε παρά να ρωτήσει:
« Και τι είναι αυτό που θέλεις;»
« Ο πατέρας μου δεν έχει δουλειά και η μάνα μου δεν έχει άλλο κουράγιο. Πουλάω λουλούδια για να έχουμε ένα κομμάτι ψωμί …Αν μπορείς, αγόρασε, σε παρακαλώ, τούτο το καλάθι με τα γαρίφαλα. Δεν είναι ακριβά, αλλά θα φτάσουν για λίγο ρύζι».
Οι   νιφάδες άρχισαν να πέφτουν πιο πυκνές  και να σκεπάζουν όλες τις γκρίζες σκέψεις και προθέσεις. Κοίταξε ξανά το αγόρι με το ελαφρύ ντύσιμο και τη μεγάλη προσπάθεια για χαμόγελο στην άκρη των χειλιών.   Και τότε μια ερινύα ξύπνησε από τον λήθαργο , ντύθηκε ξανά την εγρήγορσή της κι ήρθε  μες στην ψυχή του , τόσο βαριά, που αμέσως θέλησε να την εκτινάξει στα ύψη και να μην την ξαναβρεί στον δρόμο του.
Ακούμπησε στο μικρό, λευκό χέρι του αγοριού με δέος, όπως θα άγγιζε κανείς εικόνα του Χριστού.
« ‘ Εχω λίγα κέρματα στην τσέπη μου», είπε. « Και θαρρώ πως κάπου πιο πάνω στη διασταύρωση, καθώς ερχόμουν, ένα μικρό εστιατόριο ήταν ακόμα ανοικτό. Νομίζω πως μπορούμε και οι δύο να απολαύσουμε ένα ωραίο  ζεστό σάντουιτς με αχνιστές πατάτες. Τι λες;»
Τα χείλη του αγοριού δεν μίλησαν. Τα μάτια του, όμως, κατέβηκαν με λέξεις ορμητικές, ζεστές και πνίξανε το ψυχρό αγέρι,  που μέρες τώρα πάλευε να παγώσει τον ΄Ανθρωπο μέσα του.

Σε λίγο, με έναν  μικρό ΄Αγιο, ανηφόρισε  στην καινούργια του ζωή . Καθισμένοι οι δυο τους αντίκρυ , μοιράστηκαν ένα πιάτο και δυο χαμόγελα. ΄Ενα καλάθι κατακόκκινα γαρίφαλα ανάμεσά τους μύριζε καινούργια αρχή κι αγάπη. 

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΕΞΗ / Ορφανού Δώρα

Δεν είναι λέξη, 
δεν είναι φωνή, 
δεν είναι δάκρυ.
Μονάχα ένα πρόσωπο
τρομαχτικά χλωμό, 
μονάχα μια μορφή, 
μονάχα μια απόμακρη ματιά, 
μονάχα δυο χέρια παγωμένα κι ακίνητα. 
Κι ο ουρανός. 

Ανθολογία Ποίησης Κυπρίων Γυναικών 1878 - 2008 (εκδήλωση)



Τρίτη, 10 Νοεμβρίου
στις 6:00 μ.μ.




ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Χαιρετισμοί •

 Χαιρετισμός Υπουργού Δικαιοσύνης & Δημοσίας Τάξεως κ. Ιωνά Νικολάου • 
Χαιρετισμός Υπουργού Παιδείας & Πολιτισμού κ. Κώστα Καδή. 

Διαβάζει ο Διευθυντής των Πολιτιστικών Υπηρεσιών κ. Παύλος Παρασκευάς • 
Χαιρετισμός της πρώην Υπουργού Εξωτερικών κ. Ερατώς Κοζάκου Μαρκουλλή 

Παρουσίαση Ανθολογίας • Διευθύντρια της Έδρας ΟΥΝΕΣΚΟ για την Ισότητα & Ενδυνάμωση των Φύλων του Πανεπιστημίου Κύπρου κ. Μαίρη Κουτσελίνη • 

Απαγγελία ποιημάτων από την ηθοποιό κ. Ανθή Αντωνιάδου 
Αντιφώνηση Συγγραφέα • Δρ Δέσποινα Χαραλαμπίδου-Σολωμή, Πρόεδρος Ερευνητικού Κέντρου Ισότητας Φύλου 
Μελοποιημένη Ποίηση Γυναικών Παρουσίαση Προγράμματος Κατερίνα Μάτσα, ηθοποιός

Δεξίωση
ΤΗΛ. 99198284

Εκδήλωση Βράβευσης Προσφυγικών Σωματείων και του Πολιτιστικού Ομίλου Βασιλιτζιά (πρόσκληση)


Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

«Σε κλίμακα Ελάσσονα» ΕΚΑΤΟ ΧΑΙΚΟΥ : Νέα Ποιητική Συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου Παπαονησιφόρου

 Απόπειρα προσέγγισης
γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

Η νέα Ποιητική Συλλογή της ποιήτριας Μυριάνθης Παναγιώτου Παπαονησιφόρου : Σε κλίμακα Ελάσσονα ΕΚΑΤΟ ΧΑΙΚΟΥ  από τις εκδόσεις  : ΓΕΡΜΑΝΟΣ,  αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη στην ποιητική.
Οι εικόνες που αναδύονται μέσα από τους στίχους της ποιήτριας, αποτελούν εξειδικευμένες εικόνες του νου, μα παράλληλα αναδεικνύουν  την ομορφιά της ανθρώπινης πραγματικότητας. Έτσι  λοιπόν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να γεννηθούν συναισθήματα, σκέψεις, πράξεις, γεγονότα κτλ.  Η λακωνικότητα των στίχων, βασικότατο στοιχείο της Ιαπωνικής Ποίησης ΧΑΙΚΟΥ, υπηρετείται με μια θαυμαστή ειλικρίνεια και διαφάνεια από την κα Παπαονησιφόρου. Μέσα από τις θαυμάσιες μεταφορικές εικόνες, μεγιστοποιείται η δυναμικών των στίχων και το συγκινησιακό συναίσθημα λαμβάνει πρωτεύοντα θέση στο προσκήνιο.
Από τεχνικής απόψεως η Ποιητική Συλλογή, των 100 ΧΑΙΚΟΥ, σε προδιαθέτει για την γλυκύτατη περιδιάβαση ανάμεσα στους στίχους. Και η  επιλογή ενός δένδρου Μπονσάι για την κόσμηση του εξωφύλλου είναι τόσο χαρακτηριστική…… Η Συλλογή χωρίζεται  στις παρακάτω θαυμάσιες ενότητες, όπου η ποιήτρια αποτυπώνει με την παραστατική γραφή της και κατορθώνει με απόλυτη ευκρίνεια τον στόχο της.

Τα  κλασσικά

    Της φύσης και των εποχών

Στον άσπρο κρίνο
Ψίθυροι και μυστικά,
Η πεταλούδα

    Της νύχτας

Στην ανηφόρα
Το λαμπερό φεγγάρι
Φλέγουσα μνήμη

 Των πουλιών

Φυλακισμένο
Το πουλί μες στο κλουβί
Μη με κοιτάς!




Τα σύγχρονα

    Κραυγές

Σε περιμένω
Της νύχτας της αγρύπνιας
Και της συλλογής

    Ερωτικά

Όταν σωπαίνεις
Ουρανοί χαμογελούν
Βαθειά τα μάτια

    Επίλογοι

Καινούργιοι κόσμοι
Μα τα δικά μου ρούχα
Έχουν παλιώσει

Στην πρώτη ενότητα, έχει ετοιμάσει ένα ποιητικό παιχνίδι με την φύση και τις εποχές, στα Χαϊκού της  νύχτας πρωταγωνιστούν όλα τα φεγγάρια μας, στην ενότητα των πουλιών  οι φυλακισμένες ψυχές μας με την αγωνία της φυγής και της λύτρωσης.
Θα κάνω μια μεγαλύτερη στάση στην ενότητα κραυγές. Μικρές ηχητικές κραυγές. Ίσως και να είναι οι δικές μας κραυγές ή οι κραυγές του κόσμου όλου. Η ποιήτρια παίζει με τους ήχους των στίχων κι είναι σαν να ανεβαίνουν τα στήθια και να κραυγάζουν, σαϊτεύοντας την κάθε ψυχική κατάσταση διαφορετικά.
Στα ερωτικά της η δυνατότητα που  δίνεται είναι αυτή των επαναληπτικών αναγνώσεων. Ξανά και ξανά, μέχρι ότου η δράση του έρωτα να ανθίσει  στα χείλη μας, μια ηλιοφώτιστη άνοιξη. Τέλος οι επίλογοί της είναι το τέλος μιας κατάστασης και η αισιόδοξη έναρξη του καινούργιου.

Αγαπητοί αναγνώστες της ποίησης

Η νέα Ποιητική Συλλογή της ποιήτριας Μυριάνθης Παναγιώτου Παπαονησιφόρου, αξίζει μια αξιοπρόσεκτη θέση στον κατάλογο των ελληνικών βιβλίων που αποτελούν τη βάση για την εξέλιξη του χαικού στην Ελλάδα και στη Κύπρο.



Σημείωση: Στην Κύπρο θα πρέπει να αναφέρουμε ότι πρωτοπαρουσιάστηκαν Χαικού από τον Παύλο Κριναίο ο οποίος έγραψε 10 τρίστιχα, με τίτλο: «Χάι-.Κάι», στο περιοδικό «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλο- παίδεια» (Δεκέμβριος του 1926). Από τότε πολλοί έχουν προσπαθήσει να προσεγγίσουν αυτό τον ποιητικό τρόπο γραφής με ιδιαίτερη επιτυχία. Όπως η  ποιήτρια Ρούλα Ιωαννίδου-Στάυρου, και ο ποιητής Άθως Χατζηματθαίου αλλά και άλλοι. 

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

[με την κλεμμένη βάρκα της έφηβης αγωνίας] / Θεοχάρους Ελένη

«…με την κλεμμένη βάρκα της έφηβης αγωνίας,
βγήκαμε σούρουπο από το λιμάνι της Κερύνειας…
με φίλησες για πρώτη και τελευταία φορά,
κι αφήσαμε την εφηβεία ναρκωμένη
μέχρι που γίναμε τριάντα.»

Έμπαινα μέσα στον καθρέφτη /Θεοχάρους Ελένη


Στεκόταν στην κουπαστή και κοίταγε
τους ανθρώπους κάτω στην προκυμαία
η ωραία ανθοπώλις.
Μ’ ένα μαντήλι αποχαιρετούσε κάποιους μέσα στο πλήθος,
λύγιζε το κορμί αδέξια, κρατώντας τον κουβά
με τα λουλούδια, λες κι ήταν ο κουβάς μικρό παιδί
και νοιάζονταν μην της ξεφύγει.
Τον κράταγε σφικτά
από το χέρι,
φύσαγε τα μαλλιά της ο αέρας προς τα με
κι ήμουν εκεί, την έβλεπα
από κάποιαν απόσταση.
Μα έβλεπα κι εμένα στην κουπαστή,
να χαιρετάω τα πλήθη και να κρατάω τον κουβά
κι ήμουνα έξω από εμέ και με φυσούσε ο άνεμος…
Ωστόσο καθόμασταν δυο μέτρα πίσω,
σ’ έναν νοτισμένο πάγκο.
Το ένιωθα πως ήταν όνειρο.
Γιατί ήμουν εγώ που έβλεπα εμένα στην κουπαστή.
Μπορεί όμως και να μην ήταν,
γιατί μια μάγισσα στους τροπικούς
μου είπε επί λέξει:
«βλέπω εσένα μέσα σ’ αυτήν»
κι έδειξε το κορίτσι δίπλα μου.
Ένα κορίτσι, που όποτε ήθελε έβγαινε από μένα
κι όποτε ήθελε ξαναγυρνούσε στα εντός μου.
Λες κι ήμουνα καθρέφτης.

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΗ ΚΟΛΑΣΗ / Ζαφείρης Μιχάλης

Τούτο το βράδυ το στιλπνό 
το τελευταίο 
με μια έπαλξη λύπης
σαν μάρκα οδοντόβουρτσας
με την εντολή ιατρού
όλο το πρωινό -είπε-
θα είναι δικό -μας
και έκλεισε το παραθύρι 
φτεροκόπημα ακτίδας φωτεινότητας
Τούτο το βράδυ - είπε πάλι- 
και ευθύς δυο  μάτια πανάρχαια
τον κυκλώσανε 
στην ανάμνηση εκείνου 
που αγάπησε την λάσπη 
και κυλήστηκε σ΄αυτήν 
σαν μήτρα κυκλάμινο

Φρικτή άμυνα 

σαν νύκτωσε στο ψυχιατρείο 
και μας πήρε μαζί - του
εσένα και μένα

Μιχάλης Ζαφείρης 
"Ουλαμός Εκδίκησης" 1984

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

ΤΙ Ν΄ ΑΠΟΓΕΙΝΕ ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ;


Κάποια στιγμή, έπιασα τη φωνή μου να κατακρημνίζεται
Αγκαθωτοί σταυροί, κοκάλινοι στενωποί, να εισχωρούν στο δέρμα μου
Φραγγέλιο χριστέ μου
Κι έτσι καθώς ο αέρας λιγόστευε και τα ξεραμένα στήθια
Αποζητούσαν ξανά τους χτύπους σου καρδιά
Μια φωνή, ήταν η φωνή σου , ξανά και ξανά
σαν αόρατο δίχτυ κρατούσε , με τ΄ ακροδάχτυλα
τσιγκέλια από ξύλινο ταβάνι
κρεμασμένα τα νωπά σαρίκια,
μέσα στο υγρό κουί
Στη καταχνιά του Άξιον Εστί ως σκορπάει στάχτες ο Άρης
Ένας περίεργος Ελύτης περιφέρεται
Καθώς η δικαιοσύνη του κόσμου υψώνεται μαχαίρι στο λαιμό
Και το κυπαρίσσι πράσινη γραμμή στη χώρα μου.

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Δυο κουβέντες για τη Ποιητική Συλλογή «modus Vivendi» της ποιήτριας Ρούλας Ιωαννίδου Σταύρου από τον Κο Δημήτριο Γκόγκα



Κρατώ στα χέρια μου το τελευταίο βιβλίο της Κας Ρούλας Ιωαννίδου Σταύρου. Ένα βιβλίο ποίησης όπου η αναγνωρισμένη συγγραφέας και ποιήτρια τολμά και τις απλές σκέψεις μας, αυτές που μας συντροφεύουν τις μοναχικές ώρες των βασανισμένων χρόνων μας,  να τις μεταλλάξει και να τις μετατρέψει σε όμορφα ποιήματα. 
Τα ποιήματα  της συλλογής, Μodus Vivendi, μας παρασέρνουν στο πολυσύνθετο του πεδίου, μέσα από το οποίο αντλεί τα θέματά της η Ποιήτρια. Εκεί προσπαθούμε με την αμέριστη βοήθειά της, όχι να εμπλακούμε σε εκείνη την περιβόητη ρήση που ηχεί στα αυτιά του κάθε αναγνώστη «μα καλά τι θέλει να πει ο ποιητής» αλλά να αναζητήσουμε τη σημασία,  το γιατί η Ποιήτρια ενέπλεξε τόσα πολλά αξιόλογα θέματα σε μια περισπούδαστη αλφαβήτα, αλλά κυρίως να ερμηνεύσουμε μέσα από τη συνετή απλότητα, την ταπεινότητα των στίχων, την ομορφιά της ποίησης, που δεν είναι άλλη από την ομορφιά της ιδίας ζωής μας.  
Υπάρχουν ποιήματα που ξεχωρίζουν για την ανάλαφρη αύρα που αποπνέουν, ποιήματα αγάπης, υπέροχες προσεγγίσεις της καρδιάς, στίχοι που κινούνται στα μονοπάτια της χαράς και της λύπης, στους παρόδους της ευτυχίας.

Φυσικά και ως γνήσια Κύπρια, όπου η εισβολή των Τούρκων άφησε ανεξίτηλα τη σφραγίδα της στη ζωή σε ένα δοκιμασμένο και ανθεκτικό από κακουχίες νήσο, δεν αφήνει ποιητικά ασχολίαστες, πτυχές αυτής της περιόδου.

Στο 1ο ποίημα της συλλογής « ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟ ΣΤΙΧΑΚΙ», ένα ποίημα που φιλοξενείται και στο οπισθόφυλλο, επισημαίνεται με πολύ εύστοχο τρόπο η προσπάθεια κάθε ποιητή να επαναφέρει στη μνήμη του ένα «αγνοούμενο στίχο» Ποιος άλλωστε ποιητής δεν το παθαίνει τούτο και δεν αγωνιά μέχρι την τελική επαναφορά του;
Από την άλλη η καρδιά, με τα προβλήματα των ερώτων, της αγάπης, με τις τακτικές που ακολουθεί αποτελεί μια σοβαρή ενασχόληση που όμως στα χέρια της Ποιήτριας, γίνεται καθημερινό δίκοπο μαχαίρι, όπου τα συναισθήματα όμορφα συμπλέκονται με σταυροβελονιά,  και άλλοτε δίνονται λύσεις και άλλοτε όχι. Στο τέλος πάντοτε κυριαρχούν αιώνια ανθρώπινα ερωτήματα.

Στο ποίημα : ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ (σελ11)αναφέρει χαρακτηριστικά: Δεν είναι καθόλου τυχαίο/ που δεν ξαναπήγαν σ΄ εκείνη τη πόλη. / Ξέρουν πως θα τους ρωτήσει γι΄ αυτήν/ πως θα επιμένει να μάθει «γιατί» και τι «έγινε»  ενώ παραδέχεται έμμεσα την ήττα των ανθρώπων γράφοντας για τη καρδιά: …ότι και να σου κάνουμε/ εσύ δεν τιθασεύεσαι καρδιά! Ακολούθως στο Ποίημα Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ (σελ 33)  λέει: Στο τέλος- τέλος/ το εκδικείται η καρδιά το μυαλό./ Όταν εκείνη πάψει να χτυπά./ Πεθαίνει μαζί της κι αυτό.

Υπάρχουν και άλλες μικρο- ενότητες ποιημάτων, που κοσμούν αυτό το ποιητικό περιβόλι, όπως οι ερευνητικές ΜΙΚΡΕΣ ΑΓΓΕΛΙΕΣ. Δεν παραλείπεται ούτε μια ποιητική ρίζα που θα μπορούσε να ανθίσει μέσα σε τούτη την ποιητική παραζάλη, όπου για να μάθεις πως κινείται η ποιήτρια, θα πρέπει  απλώς πρέπει να γνωρίζεις τα βασικά βήματα της αρμονίας και της αξιοπρέπειας  στην ποίηση.
Εκείνη όμως η ενότητα που ξαφνιάζει, συνταράζει, ανοικοδομεί τα έγκατά μας. είναι ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ (σελ 14). Γράφει συγκεκριμένα, στη μνήμη των αγαπημένων της γονέων, που στην ανάγνωση του καθενός θα πάρουν θέση οι δικοί του γονείς, κάπου εκεί ανάμεσα στους άσπρους αμμολόφους του παραδείσου:  «Άραγε, θα σας αναγνωρίσω;/Άραγε, εσείς θα με αναγνωρίσετε;/Κι αν δεν σας βρω;/Κι αν δεν μπορέσω/να σας πω εκείνο το «Ευχαριστώ»/που τόσα χρόνια σας  χρωστω;/Εκείνο το «Ευχαριστώ»/που τόσα χρόνια το κρατώ, πατέρα/και το προσέχω από ήλιο και βροχή, μητέρα/από άνεμο και καταιγίδες, γονείς μου αγαπημένοι/αν δεν σας βρω;/Τώρα που φτάσαμε ως εδώ/να μην μπορέσω να το πω;/Αυτό το «Ευχαριστώ»/που τόσα χρόνια/σας χρωστώ!»
Τέλος στο ποίημα ΔΥΟ ΜΙΚΡΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ- 1974 ΓΙΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥΣ (σελ 19) μας θέτει όλους μας ενώπιον των ευθυνών μας. «… Δυστυχώς δεν υπήρχε πρόνοια από την Πολιτεία για τα όνειρά σας…»

Κυρίες και Κύριοι, φίλοι αναγνώστες

Για να κατανοήσετε πλήρως τα ποιήματα της κας Ρούλας Ιωαννίδου Σταύρου, δεν απαιτείται να είστε σε έκσταση και περισπούδαστοι της ποιητικής. Ανοίξτε το βιβλίο όπως είστε, χωρίς προβιές και πανοπλίες, χωρίς στρουθοκαμηλισμούς και λεοντή στη πλάτη, καλέστε την πιο αγαπητή γυναίκα της ζωής σας και αφήστε να σας κεράσει γλυκό του κουταλιού μια Κυριακή πρωί, ανοίξτε τη καρδιά σας στις νοσταλγικές κουβέντες του παρελθόντος κι αφήστε να σας φυσήξει το μεθυστικό αεράκι της Θάλασσας. Γίνεται οι ίδιοι μία οργωμένη σκάλα, όπου οι στίχοι της θα γίνουν σπόροι σιταριού και θα ανθίσει μέσα από τη Λύπη η Χαρά, μέσα από τη Δυστυχία η Ευτυχία, και από το απαισιόδοξο θα προβάλλει ένα δυνατό φως.


Δημήτριος Γκόγκας
                                                                                                                                Ποιητής


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όσοι ενδιαφέρονται για το βιβλίο μπορούν
να επικοινωνήσουν με τη ποιήτρια  στο email: roulastav@gmail.com Δεν διατίθεται στα βιβλιοπωλεία

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

«Παράδοση-Λειτουργία-Δημιουργία-Πολιτιστικοί Όμιλοι» του Αντώνη Λαζάρου, Προέδρου του Πολιτιστικού Ομίλου «ΒΑΣΙΛΙΤΖΙΑ»

Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Αντώνης Λαζάρου, Προέδρου του Πολιτιστικού Ομίλου «ΒΑΣΙΛΙΤΖΙΑ», με τίτλο «Παράδοση-Λειτουργία-Δημιουργία-Πολιτιστικοί Όμιλοι».
Στο βιβλίο αυτό εξετάζονται θέματα χειρισμού της παράδοσης, του τρόπου λειτουργίας και της δημιουργικής δουλειάς που μπορεί να επετελέσει ένας πολιτιστικός ή λαογραφικός όμλος. Αποτελείτε από 530 σελίδες, συμπεριλαμβάνει 170 περίπου φωτογραφίες και είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο για τους φίλους της παράδοσης, του χορού και της δημιουργικής δουλειάς.   Είναι   ένα μεγάλο βοήθημα επίσης για ομίλους και άτομα που ασχολούνται με την παράδοση και γενικά με τον χορό, όπως επίσης για φοιτητές και μαθητές.
Η έκδοση είναι υπό την αιγίδα του Διενούς Συμβουλίου χορού(C.I.D.) της Ουνέσκο και προλογίζεται από τον Δρ. Άλκης Ράφτη Πρόεδρο του Διεθνούς Συμβουλίου χορού, τον Δρ, Κώστα Γραικό, τον Δρ. Κώστα Χαραλαμπίδη και τον Γιώργο Β. Γεωργίου ο οποίος έκανε και τις διορθώσεις των κειμένων. Την επιμέλεια και σχεδιασμό του εξωφύλλου είχε ο Χρίστος Κιρλιτσιάς, ο πίνακας του εξωφύλλου είναι του αείμνηστου ζωγράφου Μιχάλη Κιρλιτσιά.
Στην προλόγιση του Δρ. Α.Ράφτης ανεφέρει μεταξύ άλλων: «….Παρόμοιο βιβλίο δεν υπάρχει στη ελληνική βιβλιογραφία, ούτε ίσως και στη διεθνή. Ο Αντώνης Λαζάρου επιχειρεί να δώσει ένα εγχειρίδιο στους νεώτερους εν χορώ συναδέλφους του για να τους βοηθήσει στην κάθε πλευρά του έργου που ανέλαβαν ή θα αναλάβουν. Πρόκειται για πολλά βιβλία σε ένα, τέσσερα τουλάχιστον, που θα παρουσιάζονται χωριστά, μια και θα μπορούσαν να εκδοθούν αυτόνομα ενώ τώρα αποτελούν μέρη του ίδιου τόμου.  Η νέα γενιά χορευτών, όσοι προορίζονται να αναλάβουν ηγετικό ρόλο σ’ αυτά, έχουν τώρα στη διάθεσή τους ένα πολύτιμο βοήθημα για το κάθε τους βήμα. »

Ο συγγραφέας του βιβλίου Αντώνης Λαζάρου γεννήθηκε στο χωριό Πηγή της επαρχίας Αμμοχώστου. Εντάχθηκε στον Π.Ο. «ΒΑΣΙΛΙΤΖΙΑ» από 15 χρόνων και συνεχίζει μέχρι σήμερα.   Είναι πρόεδρος και καλλιτεχνικός διευθυντής του ομίλου από το 1981. Το βιβλίο «παράδοση-λειτουργία-δημιουργία» είναι το δεύτερο βιβλίο που εκδίδει.   Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1998 με τίτλο: «Λαογραφικά της Κύπρου-Γεωργικά έθιμα του τόπου μας».

Όλα τα έσοδα από την πώληση του βιβλίου παραχωρήθηκαν από τον συγγραφέα στον Π.Ο. ΒΑΣΙΛΙΤΖΙΑ για οικονομική ενίσχυση του Ομίλου.

Για παραγγελίες ή αγορές στον πολιτιστικό όμιλο «ΒΑΣΙΛΙΤΖΙΑ» τηλ. 99813303 ή σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

ΟΜΙΛΙΑ ΑΝΔΡΕΑ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΣΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ «ΠΑΡΚΟΥ ΛΑΪΚΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ» στις 27 Ιανουαρίου 2013



Πρώτα – πρώτα θα ήθελα να συγχαρώ το Κοινοτικό Συμβούλιο Ξυλοτύμβου και όλους όσους συνέβαλαν, με το δικό τους τρόπο, στην πραγματοποίηση αυτού του αξιόλογου έργου. Η πρωτοβουλία αυτή αποκτά μεγαλύτερη αξία σήμερα, που ο Δυτικός λεγόμενος πολιτισμός απειλεί ουσιαστικά να καταπιεί τα ήθη, τις παραδόσεις, τις θρησκείες και τις οικονομίες όλων εκείνων, με τους οποίους έρχεται σε επαφή.

Η συντήρηση και η προβολή της λαϊκής μας παράδοσης αποτελεί σήμερα προσφορά πολύτιμης υπηρεσίας και ουσιαστική συμβολή στον αγώνα για επιβίωση του λαού μας. Στους δικούς μας κρίσιμους καιρούς, εδώ στην Κύπρο, όπου τα λογής – λογής ξένα συμφέροντα, μας αμφισβητούν την πολιτιστική μας ταυτότητα και ο κατακτητής απεργάζεται την αλλοίωση της ιστορικής μας φυσιογνωμίας, η συντήρηση και προβολή της λαϊκής μας παράδοσης αποκτά μεγαλύτερη αξία.

Ο Ελληνισμός της Κύπρου διακρινόταν πάντοτε για την πνευματική του έφεση. Χάρη στην έμφυτη αντοχή του και την αγωνιστικότητα του, κατόρθωνε να επιβιώνει και να προοδεύει, συνδυάζοντας, κάτω από αντίξοες συνθήκες, τις βιοτικές μέριμνες με τις πνευματικές δημιουργίες. Ας μη ξεχνούμε πως η πνευματική ανάπτυξη αποτελεί τον ισχυρότερο συντελεστή της ύπαρξης και της προόδου της φυλής μας και αποτελεί το φυσιολογικό συμπλήρωμα της αμυντικής θωράκισης του τόπου μας.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια πρέπει να δούμε και την προσφορά των λαϊκών μας ποιητών. Πρέπει να τους κατατάξουμε και αυτούς μέσα στους λειτουργούς εκείνους, που, συνεχίζοντας μια παράδοση όπως τη βρήκαν, διέσωσαν την προγονική κληρονομιά και την πανάρχαιη πνευματική μας παράδοση.

Οι πιο παλιοί, στην πραγματικότητα, δεν είχαν τα μέσα και τις ευκαιρίες που έχουν οι σημερινοί. Ούτε είχαν την εκπαίδευση που έχουν οι σύγχρονοι. Ο Ξυλοτυμπιώτης λαϊκός ποιητής Κυριάκος Καρνέρας, στο ποίημά του με τίτλο «Είμαι», στο οποίο μας αυτοσυστήνεται ποιος είναι, το ομολογεί:

«Είμ’ αγράμματος κουλούτζιν,
…………………………………………….
τζι η δουλειά μο’ ‘ν’ βοσσιτζιή
τζιαι βοσκός εννά πεθάνω,
γιατ’ ο τζύρης μ’ ο φτωχός
άφησέ με δίχα φως».

Ο Γεώργιος Ζαπίτης πήγε τρία χρόνια στο Δημοτικό Σχολείο, και,

«Στα τρία χρόνια ‘βκάλαν με, παρά το θέλημά μου
Γιατ’ ‘εν εκρατούσασιν λεφτά για τα χαρκιά μου».

Και, μια κοκκινοχωρίτισσα λαϊκή ποιήτρια – όχι Ξυλοτυμπιώτισσα -  λέγει, με κάποιο παράπονο:

«’Εν τζι επέμπαν τη γεναίκα στο σχολείο, σαν τωρά.
Ο γονιός είσιεν την έσσω για να γλέπει τα μωρά.
Έθελεν να του δουλεύκει, για να κάμει νάκκο μάλι.
τζιαι τα γράμματα φελούσιν. Πού ο νους του να το βάλει!»

Όμως, τι κιαν δεν ήξεραν γράμματα; Τι κιαν δεν πήραν εκπαίδευση; Είχαν φώτιση. Είχαν ταλέντο, το οποίο και καλλιέργησαν. Εξάλλου, οι πιο πολλοί από τους τιμώμενους σήμερα λαϊκούς μας ποιητές έζησαν σε μιάν εποχή που σπάνιζαν στον τόπο μας οι μορφωμένοι. Ο Κωνσνταντής Παπαζαχαρία γεννήθηκε το 1881, ο Κυριάκος Καρνέρας το 1900, ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος το 1901, ο Γεώργιος Κασάπης το 1903, ο Γεώργιος Ζαπίτης το 1912, ο Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Καλοκαίρης το 1919, ο Παντελής Συμεού ψαράς επίσης το 1919, ο Κυριάκος Κακκής το 1923 και ο Κόκος Μηνάς το 1930. Ο μόνος που βρίσκεται σήμερα στη ζωή, σε βαθειά γεράματα, είναι ο Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Καλοκαίρης.

Η εκκλησιαστική παράδοση και ο λαϊκός πολιτισμός μας, όπως και σε τόσες άλλες περιπτώσεις λογοτεχνών μας, υπήρξαν τα στηρίγματα για την αυτομόρφωση των λαϊκών ποιητών της Ξυλοτύμβου, αυτά που ενέπνευσαν το σεβασμό και την προσήλωση στις αυστηρές παραδόσεις και τα αγνά ήθη του λαού μας.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τέσσερις από τους λαϊκούς μας ποιητές έμαθα Βυζαντινή μουσική και υπήρξαν ψάλτες στην εκκλησία του χωριού μας.

Ο Κωνσταντής Παπαζαχαρία έμαθε τα γράμματά του και τη βυζαντινή μουσική από τον πατέρα του, έναν αυτοδίδακτο δάσκαλο και ιερέα. Για το λόγο αυτό, τον ακολούθησε στη Λεμεσό όπου υπηρετούσε ως ιερέας. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Λεμεσό γνώρισε και λάτρεψε το ίνδαλμα του, τον εθνικό μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη. Με την επάνοδό του στο χωριό μας, υπηρέτησε κατά διαστήματα ως ψάλτης.

Ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος, γιος κι αυτός του ιερέα Παπαπαναγιώτη Χρίστου, υπήρξε ψάλτης στην εκκλησία της κοινότητάς του. Προσωπικά, είχα την τύχη να δω ένα μέρος της πλούσιας βιβλιοθήκης που διέθετε και να φωτοτυπήσω κάποια σπάνια μουσικά βιβλία. Εδώ να μου επιτρέψετε να καταθέσω μιαν προσωπική μου μαρτυρία, την εξής: Τόση ήταν η επιθυμία του για αυτομόρφωση, ώστε όταν εγώ ήμουν μαθητής στο κλασικό τμήμα του Παγκυπρίου Γυμνασίου (17-18 χρονών) και εκείνος 52-53 χρονών, δεν με άφηνε σε «χλωρό κλαδί» όπως λέει και μια λαϊκή φράση. Όπου με συναντούσε, κυρίως μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, με ρωτούσε να του ερμηνεύσω και να συζητήσουμε λέξεις και φράσεις του Αποστόλου και του Ευαγγελίου. Και δεν περιοριζόταν σ’ αυτά που του έλεγε το μαθητούδι. Ανέτρεχε σ’ ένα μεγάλο ερμηνευτικό Λεξικό που είχε στη Βιβλιοθήκη του και επανερχόταν δριμύτερος.

Ο Γεώργιος Κασάπης, υπήρξε κι αυτός ψάλτης για λίγα χρόνια, για πολλά όμως χρόνια υπήρξε αναγνώστης και βοηθός των εξαδέλφων του Παπακυριάκου Σταύρου και Κωνσταντή Παπαζαχαρία και του αδελφού του Παπακυριάκου Κασάπη. Σ’ ένα από τα βιβλία του γράφει:

«Η χοροστασία ήταν το βήμα που πλούτιζα τις γνώσεις μου. Ήθελα ό,τι διάβαζα να το εξηγώ, γιατί, όπως είναι γνωστό, η γλώσσα των υμνογράφων της εκκλησίας είναι βαθιά καθαρεύουσα και έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, ο ψάλτης και ο παπάς να καταλαβαίνουν την έννοια του κειμένου για να εκφραστεί καλά, είτε η ανάγνωση είτε η μουσική εκτέλεση».

Ο Νικόλας Καλοκαίρης τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του. Όσο μεγάλωνε, τόσο μεγάλωνε και η φλογερή αγάπη του προς το Θεό. Σε ηλικία 41 χρονών χειροτονήθηκε διάκονος και έφτασε μέχρι το διοικητικό εκκλησιαστικό βαθμό του Πρωτοπρεσβύτερου. Τα πρώτα του ποιήματα δεν παύουν από του να είναι ηθικοπλαστικά, όμως το βαθύτατο θρησκευτικό του αίσθημα φαίνεται στα τελευταία του ποιήματα.

Ο Παντελής Συμεού Ψαράς τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του. Υπήρξε για λίγο χρονικό διάστημα νεωκόρος – καντηλανάφτης – της εκκλησίας και για πάρα πολλά χρόνια βοηθός των ιερέων στο Άγιο Βήμα. Γι’ αυτή του την ενασχόληση -  και όχι μόνο γι’ αυτήν – πήρε το επίθετο Παπαπαντελής. Αρκετά από τα ποιήματα του είναι επηρεασμένα από τα εκκλησιαστικά κείμενα. Ένα παράδειγμα:





«Μάθε τον κόσμον ν’ αγαπάς, γιατί στην κρίσην πο’ ’ννα πας εννά σε αρωτήσουν:
πόσους φτωχούς ετάισες, για ορφανά ετάνησες τζει κα’ στη γην που ήσουν;
τζιαι μεν αρτζιέψεις την ψευκιάν, γιατ’ εννά ‘νοίξει τα χαρκιά τζι εν’ ούλλα σου γραμμένα.
κάμποσα αδικήματα, χωσμένος μες στα κρίματα τζιαι τα καλά σβησμένα».

Ο Γεώργιος Ζαπίτης πήγε τρία χρόνια στο Δημοτικό Σχολείο, όπως μας πληροφόρησε ο ίδιος. Μπορεί να μην ασχολήθηκε, όπως οι προηγούμενοι με τα εκκλησιαστικά πράγματα και κείμενα, όμως το χριστιανικό πνεύμα και ήθος διαπνέει τα ποιήματα του:

Άμαν είσαι άρρωστος.
«Το καλόν πο’ ‘σιεις να κάμεις για να πνίξεις τον καμόν σου,
πον ιβκαίννει ούτε ώραν που τον συλλοϊσμόν σου,
να λαλείς πως έχουν τζι άλλοι τον πόνον το δικόν σου,
να βκαριστάς τζιαι να δοξάζεις μόνον τον Θεόν σου».

Ο Κυριάκος Κακκής τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του. Ο Κακκής ήταν «τέρας» μνήμης. Ήταν σε θέση να απαγγέλλει όλη μέρα τσιαττιστά που έγιναν μεταξύ του και άλλων ποιητάρηδων πριν πολλά χρόνια. Γι’ αυτό του το χάρισμα δεχτείτε και τη δική μου μαρτυρία.

Μελετώντας κάποιος την ποίηση του διακρίνει μια διάθεση για διδαχή και φρονηματισμό. Ο ίδιος ήταν αυστηρά προσηλωμένος σε ηθικές αξίες. Γι’ αυτό και δε διστάζει να ψέξει κάποιους νεαρούς που ξεπέρασαν τα επιτρεπτά όρια στο τσιάττισμα σε κάποιο γάμο:

«Εν μου αρέσαν τίποτες οι ασιημοί σας τρόποι.
φαίνεται πως η αντροπή που λλόου σας εκόπη.
Μα σταματάτε τζιαι κανεί,
ποδκιάντραποι,
ελεεινοί,
πέλεντροι, παλιαδρώποι».

Ο Κόκος Μηνάς τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο του χωριού του, της Μακράσυκας. Με την ποίηση άρχισε να ασχολείται από μικρός. Τα θέματα του τα αντλεί κι αυτός από τις λαϊκές παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, τους πόθους και τα οράματα του λαού μας. Μετά την τουρκική εισβολή εγκαταστάθηκε στο χωριό μας. Χωριό γνώριμο του από τον πατέρα του που δούλευε στην Ξυλοτύμπου ως μυλωνάς και από τις γνωριμίες του με πολλούς ποιητές. Εδώ έζησε και τάφηκε με τον πόθο της επιστροφής και της ταφής του στο χωριό του ανεκπλήρωτο:

«Τα νεανικά μου γρόνια έζησά τα στο χωρκόν μου
τζι έθελα πριν να γεράσω, πάλε τζειχαμαί να ζήσω.
να δκιαλλάξω μες στην στράταν, πον’ το σπίτι το δικόν μου
να χαρώ τες ομορκιές του τζι ύστερα να ξηψυσιήσω.
…………………………………………………………………………………
τζι ας με θάψουν, εν με κόφτει, με τα σιείλη γελαστά,
όι μες στην Ξυλοτύμπουν, που θαφτήκαν οι γονιοί μου
τζιαι τους δκυο τα μνήματα τους τόσον μάκρος χωριστά.
Να μου ’φήκουν νάκκον τόπον, δίπλα μου να ’ρτει η καλή μου.»

Η επιθυμία του να ταφεί στη Μακράσυκα δεν εκπληρώθηκε, εκπληρώθηκε όμως η επιθυμία του να ταφεί δίπλα του «η καλή του».

Ο Κυριάκος Καρνέρας, ο πιο γνωστός από όλους τους λαϊκούς ποιητές της Ξυλοτύμπου σ’ όλη την Κύπρο, δεν πήγε καθόλου στο σχολείο και, όπως μαθαίνουμε από το βιογραφικό του ποίημα, έμεινε αναλφάβητος. Όμως, όσο κιαν φανεί παράξενο σε μερικούς αυτό που θα πω, έχω την άποψη ότι είχε πολλά ακούσματα από διάφορες πηγές και από αυτή την εκκλησιαστική υμνογραφία ακόμη.

Aς κάμουμε μια σύγκριση δύο εκκλησιαστικών κειμένων και του ποιήματος του Καρνέρα «Αρκόντοι τζιαι φτωσιοί»:

Μια προφητεία του Ιεζεκιήλ, που διαβάζεται κάθε Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ λέγει:

«Εγένετο επ΄ εμέ χειρ Κυρίου, και εξήγαγέ με εν πνεύματι Κυρίου, και έθηκέ με εν μέσω του πεδίου. και τούτο ην μεστόν οστέων ανθρωπίνων. και περιήγαγε με επ΄ αυτά, κύκλωθεν κύκλω. και ιδού πολλά σφόδρα επί προσώπου του πεδίου και ιδού ξηρά σφόδρα. …..»

Ακόμη, σε κάθε νεκρώσιμη ακολουθία ψάλλονται και τα εξής:

«… και  είδον τα οστά τα γεγυμνωμένα  και είπον: Άρα  τίς εστι; βασιλεύς ή στρατιώτης; πλούσιος ή πένης; δίκαιος ή αμαρτωλός;

Ακούστε τώρα αποσπάσματα από το ποίημα του Καρνέρα:

«Μες στο σιμηντηρόχτιστον τζι ακάμωτον χωράφιν
έμπηκα τζι είδα μνήματα, είδα σταυρούς στημένους
τζιαι πάνω τους να φαίνεται, να μολοά, να γράφει 
γρονολοΐαν τζι όνομαν τους λας τους πεθαμμένους.
……………………………………………………………
τζι εφάνην μο’ ’σσισεν η γη τζι ερούφησέν με κάτω
τζι επήα τζι εποκούλιασα στα τάρταρα του Άδη.
τζι είδα μες τζιειν’ την ερημιάν, μες τζείνον το σκοτάδι,
στοίβες, βουνάρκα τζιαι σωρούς κόκκαλα των πλασμάτων
……………………………………………………………………..
τζι ’εν εξηδκιάλυσα τζι εγώ κόκκαλον μανιχόν του,
να πω τούτος  εν΄ του φτωχού τζιαι τζιείνος εν’ τ’ αρκόντου».

Όλοι ανεξαίρετα οι λαϊκοί ποιητές της Ξυλοτύμπου, δείχνουν μέσα από το έργο τους, ότι εκτελούν ένα λειτούργημα. Πιστεύουν ότι  έχουν υποχρέωση να μεταφέρουν στην ποίηση τους τον εθνικό, κοινωνικό και παιδαγωγικό ρόλο της.

Το ποίημα του Κωνσταντή Παπαζαχαρία «Ούλοι στο Δημοψήφισμα» που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε  με την ευκαιρία του Δημοψηφίσματος στις 15 Ιανουαρίου 1950, μπορεί να χαρακτηριστεί ως εγερτήριο σάλπισμα, ως Θούριος, που απευθυνόταν στον υπόδουλο Κυπριακό λαό:

«Ούλοι στο Δημοψήφισμα, στον μυστικόν τον δείπνον,
τζι έγινεν νεκρανάστασις. ξυπνάτε που τον ύπνον».

Όλοι, ανεξαίρετα, οι ποιητές μας περιέλαβαν στο έργο τους θέματα σχετικά με  επίκαιρα εθνικοπολιτικά συμβάντα, με απλά καθημερινά βιώματα του δικού τους μικροχώρου. Επιλεκτικά, αναφέρω μερικούς τίτλους: Η Κύπρος εν΄ το θύμαν (Κακκής), Κουπάιν μου (Καρνέρας), Η δουλειά εν’ προκοπή (Ζαπίτης), Εν’ οι φουρτούνες της ζωής (Ψαράς), Στους πρωτομάρτυρες του Κυπριακού έπους της θρυλικής ΕΟΚΑ 1955-59 (Καλοκαίρης), Εις τον ξιππεμένον Χίτλερ (Παπαδόπουλος), Ίντα φελά η ξενηδκιά (Μηνάς), Δεκελειανή μου θάλασσα (Κασάπης), Η ανατροφή του παιδκιού (γερο – Κωνσταντής). Όλοι, διεκτραγωδούν τις δυσκολίες των λαϊκών στρωμάτων, και με λόγια λαϊκής θυμοσοφίας, κακίζουν ξενόφερτους νεωτερισμούς που νοθεύουν τα αγνά ήθη και έθιμα  του λαού μας.

Δεν μπορούσαν βέβαια να απουσιάσουν από το έργο τους τα ποιητάρικα τραγούδια και τα τσιαττιστά, με θέματα ερωτικά, σκωπτικά, κωμικοτραγικά, που συγκινούν τις λαϊκές μάζες.

Μεταξύ των Ξυλοτυμπιωτών λαϊκών ποιητών και ευρύτερα  των Κοκκινοχωριτών επικρατούσε, ή επικρατεί, μια αλληλοεκτίμηση, ένας αλληλοσεβασμός, μια αδελφοσύνη, που είναι ολοφάνερη στα ποιήματα μερικών από αυτούς. Είναι συγκινητική η ανταπόκριση των ποιητών των Κοκκινοχωριών, που όσοι πληροφορήθηκαν ότι επρόκειτο να γίνει η έκδοση της συλλογής των ποιημάτων του Κυριάκου Κακκή θεώρησαν χρέος τους να κάμουν ένα αφιέρωμα στη μνήμη του. Έστειλαν ένα δικό τους ποίημα που έχει δημοσιευθεί στην εν λόγω έκδοση. Εκτός από τους Ξυλοτυμπιώτες Κασάπη, Ψαρά και Μηνά, αφιέρωσαν ποίημα τους, οι Λιοπετρίτες Ιωάννης Κότας και Δημήτρης Τάκας, ο Μακρασυκιώτης Κυριάκος Στασή, ο Αχνιώτης Πιεράκης Λάζος, οι Δερυνειώτες Αντώνης Κατσαντώνης, Κώστας Κατσαντώνης και Δέσποινα Θεοδούλου και ο Ξυλοφαγίτης Γιαννής Ιεροδιακόνου.

«Της Τζιύπρου μας την ποίησην γρόνια πολλά εκράτεν
τζι είσιεν την όπως το προιτζιόν όπου τζιαν επαρπάτεν»
γράφει ο Παντελής Συμεού Ψαράς.

Είναι, εξάλλου, γενικά γνωστό ότι οι ποιητές, όταν συναντιούνταν, αντάλλασσαν μεταξύ τους έμμετρους διαλόγους, με κύριο σκοπό να δείξουν τις ικανότητες τους και να καλλιεργήσουν το ταλέντο τους. Πολύ γνωστοί είναι οι διάλογοι του Κακκή με τον κουμπάρο του Παπα-Νικόλα Καλοκαίρη, τον Κόκο Μηνά, τον Κωνσταντή Παπαζαχαρία και πολλούς άλλους χωριανούς και μη.

Παρά τη διαφορά ηλικίας, των 42 χρόνων που είχε ο γέρο-Κωνσταντής με τον Κακκή, είχαν μια στενή φιλία. Μια μέρα, ο γερο - Κωνσταντής περνούσε με την καρρέττα του έξω από  το σπίτι του Κακκή. Επειδή δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία να ανταλλάξουν μερικά δίστιχα, άρχισε να φωνάζει ότι του έκλεισε το δρόμο με το αυτοκίνητό του:

«Κκελλέ ερέ κκελλέ! Κολόκα ‘κόμα να ‘ταν!
Έβαλεν τ’ αυτοκίνητον τζι έκοψεν μας την στράταν».

Κι ο Κακκής, που τον άκουσε, κατάλαβε την πρόκληση, και του απάντησε:

«Αν πρόκειται τζι έσιεις δουλειάν, να ρέξεις τζιαι χωρεί σε
αμμά, εννάν έναν που τα δκυό:
για αφορμή των τραουδκιών
για μουσουπέττης είσαι».

Και ο Κωνσταντής, για να επιβεβαιωθεί «του λόγου το αληθές», του απάντησε, πεζά, «άφησ’ το πρώτο», δηλαδή, ότι ήταν μια αφορμή να ανταλλάξουν μεταξύ τους κάποιους στίχους.

Σε μιαν άλλη περίπτωση, ο Κακκής καθόταν με τον Καρνέρα στο κεφενείο που βρισκόταν απέναντι από ένα ιατρείο. Όσοι γνώρισαν τους δύο άντρες, νομίζω θα βλέπουν τώρα τον Κακκή να κάθεται  μεγαλοπρεπής σε μιαν καρέκλα και τον Καρνέρα, με το ένα πόδι πάνω στο άλλο, σκυφτό μπροστά στην καρέκλα, να φιλοσοφούν έμμετρα την καθημερινότητα. Παίρνοντας αφορμή από τους πελάτες που μπαινόβγαιναν στο ιατρείο αντάλλαξαν τα δύο αυτά δίστιχα:

Ο Καρνέρας:
«Να ‘χα τζι εγιώ έτσι βερκά να στήννω με την πούλια
να πιάννω κάμποσα πουλιά, πασιά  αμπελοπούλια».

Και ο Κακκής:
«Πραγματικα, παστά-πασιά συνάει τα τζιαι τρώ’ τα. 
μα για να στήσεις τα βερκά, πρέπει να κάμεις  πρώτα».

Αστείρευτη η έμπνευση και η ετοιμότητα.

Θα ήταν παράλειψη μου μεγάλη να μην τονίσω το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλοι αξιόλογοι Ξυλοτυμπιώτες λαϊκοί ποιητές. Δυστυχώς το έργο τους δεν κωδικοποιήθηκε, ή δε διασώθηκε, ή δε δημοσιεύτηκε. Μόνο σκόρπιοι στίχοι τους έχουν δημοσιευτεί. Πιστεύω ότι υπάρχουν κάποιοι κρυμμένοι θησαυροί που πρέπει να βγουν στην επιφάνεια.

Το θέμα της λαϊκής ποίησης είναι ατέλειωτο. Δεν θα ήθελα όμως να μακρυγορήσω άλλο. Μόνο να μου επιτρέψετε να κλείσω με μιαν ευχή:

Επειδή,
«Ορφάνεψεν η ποίηση. ένας τους ένας φεύκει ,
τζι οι νέοι που ’χουμεν τωρά κανένας ’εν κοντεύκει,»


Εύχομαι, το έργο, που θα εγκαινιαστεί σήμερα, να αποτελέσει το κίνητρο για τους νέους με ταλέντο να αγκαλιάσουν με θέρμη τη λαϊκή μας ποίηση.