Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

ΜΑΣΚΑΡΑΣ


Ηρτασιν τα καρναβάλια έξω τέρτιν τζιαι καμοί
Ούλλοι να μασκαρευτούμεν τζι άχα βάχα πιον κανεί.
Αθθυμούμαι τα παλιά μου τζι η καρκιά μου λαχταρά
να μουν νέα για να κάμω πάλε γιώ τον μασκαρά.
Πάλε με τες φιλενάδες τότες που μαστεν μιτσιές
τζιαν κανένας μας πειράζει σύρνουμεν του τες ρωτσιές
Μα κρατούμεν τζιαι ματσούκαν τζι αθυμούμαι μια βολά
σπάσαμεν νου το ρολόιν πασανάκατου πολλά
Τζι ήτουν τζι ακριβόν αλόπως μα θελεν ελλε καλά
μανα μου για να μας κλέψει με το ζόριν τα φιλιά
Μα σαν πα να μας κοντέψει δκιούμεν του την πάς στο σιέρι
τζιαι την όφκερην κκελλέν του, καμαμεν του την κκιοφτέρι
Καρυούιν βαζανούιν άλλοι μας τζιερνούσασιν
τζιαι καφέν που το φετζιάνιν μας το ελαλούσασίν
Αθ θε ναβρουμεν κοπέλλι ,δίχα προίκαν ν'αρμαστούμεν
που να ξέραμεν χαρώσας ότι θα πολογιαστούμεν
Για την γέρημην την προίκα ξενηθκιά για να μας φα
τζιαι στα μούτρα μας η μάσκα νανει καθημερινά
Μα για τούτον θέλω μάσκαν πάλε να ξαναφορήσω
Τζιαι τες σήκωσες τα σπίδκια του χωρκού μου να γυρίσω.
Να το ρίψω γιώνι έξω έστω άλλη μια φορά
τζι ουλλοι στην υγειά να πίνουν τωρά τούν του μασκαρά

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Ο χαμένος τόπος και χρόνος στην ποιητική συλλογή “Εκ του Σύνεγγυς” της Αγγέλας Καϊμακλιώτη



Του Γιώργου Χριστοδουλίδη*
---------------------------------

Με αρκετή επιφύλαξη, αντιλαμβανόμενος το μέγεθος της ευθύνης, ανταποκρίνομαι κάθε φορά, όχι συχνά αλήθεια, που κάποιος ποιητής μου ζητά να πω ή να γράψω για το βιβλίο του.
Είναι ο δισταγμός της αδιάκριτης παρέμβασης σε ένα πνευματικό έργο που έχει ξεφύγει από τα χέρια του ίδιου του δημιουργού του και τοποθετείται πια, αυτόνομα στον κόσμο. 
Ενός κώδικα συμβολισμών και αλληγορικών πολλές φορές σχημάτων, κι' εσύ καλείσαι να παραστήσεις τον επιτήδειο αποκωδικοποιητή, για συλλήψεις, που πολλές φορές ούτε ο ίδιος ο ποιητής έχει σαφή και ξεκάθαρη αιτιολογία και ερμηνεία.
Και το πιο δύσκολο, θα πρέπει να αντιμετωπίσεις το δίλημμα να παραμερίσεις τα κατά την υποκειμενική σου άποψη, ελλείμματα και θα χτίσεις αποκλειστικά στα αξιόλογα και αξιοσημείωτα, προδίδοντας τη συνείδηση και την αισθητική σου.

Ευτυχώς, η Αγγέλα Καϊμακλιώτη, όσο την γνώρισα, ανήκει στην περιορισμένη εκείνη κατηγορία ανθρώπων που δέχεται την αμφισβήτηση, φαινόμενο σπάνιο στη συνήθως υπερφίαλη κατηγορία των ποιητών. Ως εκ τούτου, το δίλημμα εξέπεσε από τα  αρχικά στάδια της γέννησης του.
Τι έπρεπε λοιπόν να κρίνω σε αυτό το βιβλίο; Μα τι άλλο από αυτό που και ο πιο αμύητος αναγνώστης κάνει εγγενώς: Την ποιητική πνοή του ανέμου που φύσηξε τους στίχους. Μπορεί η Α.Κ. να σε αναγκάσει να σταματήσεις; Να σου προκαλέσει  το μαγικό επιφώνημα που μόνο η αληθινή τέχνη καταφέρνει να σχηματίσει στα χείλη; Τι άλλο είναι η δηλαδή η ποίηση;

Είναι αποδεκτό πως μια παρουσίαση είναι αδύνατον να συμπεριλάβει  λεπτομερείς θέσεις  για το σύνολο του βιβλίου. Αυτό που κρατά κανείς είναι το αποτύπωμα που αφήνει στη διψασμένη για συγκινήσεις και πρωτοτυπία ύπαρξη,  η δύναμη του λόγου.
Θα μιλήσω ως ποιητής  κατά κύριο λόγο, ίσως και ως λίγο δημοσιογράφος αλλά σίγουρα όχι ως κριτικός που δεν είμαι.

Ως ποιητής, που συνάντησε διαβάζοντας το «Εκ του Σύνεγγυς», μιαν αδιατάρακτη οδύνη, ένα παρατεταμένο λυγμό, τον λυγμό της απώλειας της αγαπημένης πόλης μαζί και της απώλειας ενός σημαντικού τμήματος των παιδικών χρόνων.
Της απώλειας ενός μέλλοντος, γιατί κάθε απώλεια τόπου, είναι συνάμα και απώλεια χρόνου, χρόνου δικού μας, κλεμμένου και λεηλατημένου. Χρόνου ξεριζωμένου από το υπόστρωμα του ηλικιακού εδάφους, αιωρούμενου στην μαύρη τρύπα του αβέβαιου.
Στο βιβλίο καταγράφεται ένα έγκλημα που η ποινική δικαιοσύνη δεν μπορεί να εγκαλέσει γιατί συντελέστηκε στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής εκεί που το χέρι του νόμου δεν φτάνει, αλλά και να έφτανε, πως θα μπορούσε να απαλύνει τη θλίψη και την οδύνη;
Στο ποίημα «Παιδί στο προσφυγόσημο» η ακόλουθη εικόνα :

Παιδί στο προσφυγόσημο
Ξυπόλυτο σαράντα χρόνους
Ρακένδυτο και δακρυσμένο
Πλάι στο συρματόπλεγμα
Θέλει να ελεύθερο να περπατήσει
Να ζήσει θέλει
Να ξεκολλήσει επιτέλους
Την παιδική ψυχή από το έρεβος
Εκατομμύρια γράμματα συνόδεψε
Σε φακέλους σημαδεμένους
Δεν ωφελεί.

Όπου η Αγγέλα Καϊμακλιώτη αφήνει την έγερση του ερεθίσματος να ωριμάσει, αφαιρώντας το περιττό, όπως κανείς διεισδύει στο βάθος των πραγμάτων και αφουγκράζεται τους παλλόμενους πυρήνες, εκεί και οι καλύτερες στιγμές της συλλογής.
Ακόμα ένα τέτοιο παράδειγμα το ποίημα «Τραγική ειρωνεία» ένα από τα κορυφαία ποιήματα της συλλογής και από τα πιο μεστά που διάβασα τον τελευταίο καιρό:

Όσο κι αν το προσπάθησα
Να ξεχωρίσω δεν κατάφερα
Αν ήταν αλλοθρήσκων
Ή ομοθρήσκων οι καρδιές
Που κάποια χέρια σκάλισαν
Σε τοίχο στη μοιραία πόλη
Επέζησαν εντούτοις του πολέμου.

Μέσα από λίγους στίχους, η ποίηση αναδεικνύει την ουσία. Χωρίς αχρείαστους διδακτισμούς  και με έμφαση στην λεπτομέρεια, υπαινικτικά και ανεπιτήδευτα, η ποιήτρια καταφέρνει να υπερυψώσει το ποίημα στην κορυφή της κλίμακας, να του επιτρέψει την πραγμάτωση. Να καταδείξει τον συμβολισμό. Να σε παραπέμψει σε αυτό που μπορείς να υποθέσεις και όχι να ετυμηγορήσεις. Αυτό που μπορείς συνειρμικά φανταστείς: Ότι κάποιοι νέοι στην ελεύθερη και γεμάτη σφυγμούς ζωής, Αμμόχωστο,  εκδήλωναν έτσι τον έρωτα τους, την αιώνια τους δέσμευση χωρίς να υπολογίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτα αιώνιο, ότι εκεί πέρα κάποιοι ερωτεύονταν, δίχως να υποψιάζονται την επικείμενη καταστροφή και δεν έχει σημασία αν ήταν χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, μπορεί να ήταν και από τα δύο, ότι οι βόμβες δεν κατέστρεψαν τις ζωγραφισμένες από άδολο, τρεμάμενο χέρι καρδιές, ότι δεν ξέρουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ τι απέγινε εκείνος ο έρωτας, αν ολοκληρώθηκε ή όχι, ότι η συγκυρία τα έφερε με τρόπο που αυτή η εικόνα πέρασε μέσα από το βλέμμα της Καϊμακλιώτη, έγινε ποίημα, μπήκε σε βιβλίο και να ‘μαστε εδώ απόψε να την εισπράττουμε, εμείς, και κάποιοι από εμάς που δεν είδαν ποτέ την Αμμόχωστο αλλά μπορούν να συγκλονιστούν από την αντίφαση της αθωότητας από τη δραματοποίηση της.

Όπου η Α.Κ.  επιχειρεί να πολιτικολογήσει όπως για παράδειγμα τα ποιήματα «Οκτώβρης του 2013» ή «Λύση»,  ή αίσθηση μου είναι ότι δεν αποφεύγει αχρείαστες πεζολογίες, διακηρύξεις και διατυπώσεις πολιτικών θέσεων, που θα μπορούσαν να αφεθούν να εννοηθούν διακριτικότερα ή με κάποια δόση αμφιβολίας για την ορθότητα τους. Και ο υποφαινόμενος έχει γράψει πολιτικού περιεχομένου ποίηση, η ποίηση είναι από μόνη της μέγιστη πολιτική πράξη και η ποιητική γραφή δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται στα στενά όρια μιας επαναλαμβανόμενης εσωστρέφειας. Το θέμα είναι οι επιφυλάξεις μας να υπερισχύουν των πολιτικών προσλαμβάνουσων μας.
Όπως προφανώς συνάγεται, το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής είναι αφιερωμένο στην Αμμοχώστο, πόλη στην οποία η ποιήτρια έχει γεννηθεί και περάσει τα πρώιμα χρόνια της ηλικίας της μέχρι την Α’ τάξη του Δημοτικού. Πόλη την οποία λόγω της προδοσίας και της τουρκικής εισβολής, η Καϊμακλιώτη όπως και τόσοι άλλοι Αμμοχωστιανοί δεν ευτύχησαν να γευτούν στην πλήρη καρποφορία της. Αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν, προλαβαίνοντας να πάρουν μαζί τους, λίγα υπάρχοντα αλλά και το άρωμα κάποιων χρόνων βίου. Ως  εκ τούτου, το απόσταγμα τούτου του αρώματος είναι ελλειπές και το παράπονο, η πίκρα αυτής της βίαια και άδικα διακοπείσας όσμωσης με τον γενέθλιο χώρο, είναι διάχυτα στη συλλογή. Όπως διάχυτη είναι και η αίσθηση της διάψευσης, αφενός, του φυσιολογικού οράματος για μια ομαλή ανάπτυξη στον γνώριμο τόπο, αφετέρου, για άρση της αδικοπραγίας.

Το ποίημα «Αιώνες Τώρα» ενδεικτικά:

Περιμέναμε την άνοιξη
Και την ανάσταση
Λησμονήσαμε ότι προηγούνται
Αιώνες τώρα
Η προδοσία
Και η σταύρωση
Αιώνες τώρα
Πόντιοι Πιλάτοι
Και Ιούδες
Αιώνες τώρα
Μας φιλούν.


 Η ποιητική συλλογή Εκ του Σύνεγγυς, αποτελεί την  εικονοποιεία μιας πραγματικότητας, ελλοχεύουσας μέσα στον κοχλάζοντα πυρήνα της μνήμης. Μιας πραγματικότητας που  συνθλίβει, αποσπασμένης από το καθημερινό εξωτερικό γίγνεσθαι το οποίο έχει πάψει να τραντάζει συχνά τις εσωτερικές χορδές της ψυχής μας, αποδεικνύοντας πως η απώλεια μέρους της πατρίδας, επιμηκυνόμενη στον χρόνο, μπορεί να μετατραπεί σε σιωπηρή συνήθεια, αποκαρδιωτικά συμβατή με τη ζωή μας.
Ωστόσο, από καιρό εις καιρό, εμφανίζονται έργα τα οποία μας υπενθυμίζουν αυτό που χάσαμε. Και δεν χάνεις μόνο αυτό που είχες. Χάνεις και αυτό που θα μπορούσες να αποκτήσεις. Εμφανίζεται ποίηση που μας υπενθυμίζει αυτό που ξέραμε, κατά την προσφιλή έκφραση μιας αγαπημένης Κύπριας φιλόσοφου.
Με μια έννοια, το Εκ του Σύνεγγυς το εκλαμβάνω όχι απλώς ως μια ελεγεία για τη χαμένη πόλη αλλά και ως ένα πυκνόμετρο πολλών χαμένων ζωών και μιας υπερμεγέθους ποσότητας χαμένου χρόνου. Το εκλαμβάνω και ως μια μάχη με το ανίκητο, όσο και μια αντίσταση, ένα προσκλητήριο αν όχι για έγερση, τουλάχιστον για συνειδητοποίηση πως το αποτέλεσμα, πια δεν μπορεί να είναι νικηφόρο γιατί ήδη οι ζημιές που καταμετρούνται είναι  ανεπανόρθωτες. Στο ποίημα «Πρόσφυγες», ο συμψηφισμός της μνήμης με τη λήθη γεννά την εξής στιχοπλοκή:

«…πορεύομαι πλάι σου καιρό.
Δεν ξεχνώ αλλά ούτε θυμάμαι».

Ένα γύμνασμα μνήμης είναι και το ποίημα «Αμμόχωστος» το οποίο υπερβαίνει της αναπόλησης, αφαιρώντας τις επιχωματώσεις που αδρανοποιούν την αφή της αυτογνωσίας.

«Για να σε λησμονήσω
Ξαπλώνω στην άμμο σου
Και μαζεύω φωτόνια
Ύστερα τα αλείβω
Με ευλάβεια στο δέρμα μου
Μικροσκοπικά αστέρια
Φυτρώνουν εντός μου
Και τότε ανατέλλω μηδενικά φορτισμένη
Πανδέκτης και πανσέληνος αλλού
Μα δε σε λησμονώ»

Διαβάζοντας τη συλλογή, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της εκτυλίσσεται τόσο κινηματογραφικά όσο και ψυχογραφικά, αισθάνθηκα την εξής εικόνα: Την Αγγέλα Καϊμακλιώτη σε αγώνα δρόμου να τρέχει και να προσπαθεί να πιάσει σφικτά την άκρη της κλωστής που συγκρατεί τα κομμάτια της μνήμη της. Η καυτή ανάσα αυτού του αγκομαχητού, της συσσωρευμένης απόγνωσης, διάχυτη και στο ποίημα «Μετάληψη» όπου διατυπώνεται μάλλον απελπισμένα η δέσμευση ενός προσωπικού «δεν ξεχνώ».

«Τα σα εκ των σων, Αμμόχωστος
Ορκίζομαι να ρίχνω λάδι εσαεί
Στης μνήμης το ανέσπερο καντήλι»

Στο «Εκ του Σύνεγγυς», η Α.Κ. πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό το ζητούμενο για κάθε ποιητή. Να δώσει τις σωστές αναλογίες στις χημικές ενώσεις των λέξεων, ώστε αυτές να αντέξουν το βάρος του ποιήματος. Διότι, κατά την άποψη μου, δεν είναι οι λέξεις το ουσιώδες μέρος της ποίησης, οι λέξεις είναι το μεταφορικό μέσο της πνοής, το μονοπωλιακό μέσο της υλοποίησης της. Ας μην αποθεώνουμε τις λέξεις λοιπόν, ας αποθεώσουμε την πνοή που τους έδωσε προστιθέμενη αξία, χρησιμοποιώντας μια έκφραση της εποχής μας.
Εξαίρετο όσο και ενδεικτικό παράδειγμα, συναντούμε στο ποίημα «Βαρωσιώτες» όπου η ποιήτρια μιλά για τους γέρους Βαρωσιώτες «φαντάσματα προγόνων σε ψυχές εφήβων», καταλήγοντας :

«Τις Κυριακές
Περνούν σκυφτοί τα οδοφράγματα
Βυθίζονται στη θάλασσα και κρυφοκλαίνε»

Και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, η Α.Κ. πετυχαίνει ένα αξιοπρόσεκτο ποιητικό αποτέλεσμα, ειδικά όταν αξιοποιεί τη ζωντανή μαρτυρία ανθρώπων, εκλιπόντων ή μη, ξεσκεπάζοντας από τις γάζες της λήθης την κακοφορμισμένη πληγή, συνοψίζοντας τις αναρίθμητες παραμέτρους του ανείπωτου.

«Του αγνοούμενου ΙΙ»

«…Φέτος με ταυτοποίησαν
Δεν ήρθες στην κηδεία
Η μάνα μας κρατά ακόμα τη φωτογραφία.
Εσύ;»

Θα μπορούσα να μιλώ για ώρες για όσα διάβασα στο «Εκ του Σύνεγγυς». Ωστόσο, όταν κανείς μιλά πολύ για ποίηση, δεν επιτρέπει στην ίδια την ποίηση να μιλήσει. Και τα σημαντικά μονάχα η ποίηση μπορεί να τα πει, χωρίς να έχει ανάγκη από ενδιάμεσους  και μεσολαβητές, ασκητές της πολυλογίας, ενώ η ποίηση αποκορυφώνει το ελάχιστο σε μείζων.
Κλείνοντας θα ήθελα  να προσθέσω τα εξής:
Το βιβλίο της Α.Κ. με οδήγησε ξανά στο συγκλονιστικό ποίημα του κορυφαίου όσο και αποσιωπημένου μας  ποιητή Παντελή Μηχανικού «Ονήσιλος».

Στην πραγματικότητα τόσο αυτή η συλλογή όσο και όλες οι άλλες των Κυπρίων ποιητών, τα πεζογραφήματα και όλα τα έργα τέχνης που αναφέρονται στην ιστορική μας μοίρα όπως αυτή καθορίστηκε το 1974, αποτελούν την τραγική εκπλήρωση της προφητείας του Ονήσιλου.
Από τότε, όλοι μας είμαστε παιδιά του Ονήσιλου, η εθνική μας πορεία καθορίζεται από την προφητεία του, η οποία αργά αλλά δυστυχώς σταθερά επαληθεύεται όχι μια φορά, αλλά συνεχόμενα με τον πιο τραγικό και συνάμα,  τιμωρητικό τρόπο.
Τον τρόπο του ανήμπορου βλέμματος, του βλέμματος επί του βουβού Πενταδάκτυλου, της έρημης πόλης της Αμμοχώστου, της αφόρητα νεκρής ζώνης και τόσων άλλων περιοχών μας, που η δυνατότητα της οπτικής επαφής μαζί τους ή της απλής επίσκεψης, συνιστά τον θρίαμβο της ουτοπίας μέσα στην οποία ζούμε. Μιας ουτοπίας που παραγγέλλει πως αφού τα βλέπουμε είναι ακόμα εκεί και παραβλέπει πως απέχουν από εμάς σαράντα ολόκληρα χρόνια.


*Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης είναι ποιητής και δημοσιογράφος

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Κωστέρης Χαράλαμπος (μικρή αναφορά)



Γεννημένος στην Κύπρο, απέκτησε για δεύτερη πατρίδα την Κρήτη, σπουδάζοντας ψυχολογία στο Ρέθυμνο. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πεδίο της ψυχολογίας της υγείας στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο πεδίο της κλινικής ψυχολογίας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Ζει και εργάζεται στην Κύπρο, ενώ παράλληλα ερευνά θέματα όπου η ψυχική υγεία συνυφαίνεται με την σωματική.

Αλήθεια


Σε τι χρειάζεται η αλήθεια αν είναι φλόγα;
Το ξέρει μέσα του όποιος κρύβει παγετώνα.
Και το οξυγόνο του κρατάει για όλα εκείνα
που δεν τα βρίσκει η φωτιά και που είναι λίγα.

Σε μια γωνιά ένας σωρός από βιβλία.
Με όψη σκισμένη, ορίζουν την ανησυχία.
Γι'αυτά ο χρόνος, χρόνια τώρα, κάνει αγώνα,
μα δεν παντρεύεται η μούχλα, αντέχει ακόμα.

Ποια μέθοδος μετράει την αυτογνωσία;
Αυτή που ορίζει την καννίβαλο φοβία.
Απ'τα δυο ένστικτα ποιο αγαπάνε οι μάγκες;
Αυτό που τρέφει τις κρυφές τους τις ανάγκες.

Το δέρμα πίσω από τη μάσκα μας ποιος βλέπει;
Αυτός που αργά και ίσως νωρίς το καταστρέφει.
Που δείχνει πως αληθινός φίλος είναι ένας,
όποιος στον τοίχο θα μας στήσει. Αλλιώς κανένας!

Γι'αυτό σου λέω, πες μου ποια έχεις αλήθεια.
Αλλιώς θα λες μέχρι το τέλος παραμύθια.
Ζήσε υπερήφανα νωρίς και μείνε ξύπνιος...
Είναι νωρίς για σένα ο ύπουλος o ύπνος.

Τροπο-ποιήσεις


Σε πόλη ξένη όταν βρίσκεται ο άνθρωπος
και αναλύοντας εικόνες των σωμάτων,
αντιλαμβάνεται πολλά απ' τα συναισθήματα
που έγιναν σύμβολα στο δέρμα αθώων θυμάτων.

Όνειρα που δεν ειπωθήκαν', μικρά τραύματα
κι αυτοί παιδία κάποιων γονιών κάπως φευγάτων,
γίναν' τατουάζ που προστατεύουν μπράτσα αδύναμα
κι ασφάλειας αίσθημα παρέχουν που είναι άδειο.

Με σκουλαρίκια η τροποποίηση του δέρματος
εμπεριέχει μια βία χωρίς πάτο
ανθρώπων που άνοιξαν πληγές γιατί απορρίφθηκαν
ή έτσι βίωσαν την απώλεια των άλλων.

Και δεν υπάρχουν συνταγές, ούτε τεχνάσματα
για να κρυφτεί μέσα σε σύμβολα ο πόνος
αυτός που αν και οι νέοι ζουν σε χώρες θαύματα
θα είναι πάντα προς το σώμα δολοφόνος.

ομήρου ποίησις


Είναι βράδυ. Και σκοτάδι.
Είναι βράδυ. Και σκοτάδι.
Είναι βράδυ. Και σκοτάδι.
Εγώ το βράδυ. Εσύ σκοτάδι.

Σε είχα χτίσει, σε είχα κλείσει, σε μια δίνη, σε ένα σπίτι
κι είχα αφήσει, απλά μια βρύση, ανοιχτή, νερό να χύνει.
Μην ακούνε όλοι οι φίλοι, τη φωνή σου πως πασχίζει,
να βρει λύση, μη λυγίσει, όμηρος που θα μιλήσει.

Σε μια κρίση, μου'χες φύγει, να ξεχάσεις, ποιος σ'αφήνει;
Ό,τι κρύβεις απ'τη μνήμη, σε κουτί Πανδώρας κλείνεις.
Μακριά μου τρέχεις ήδη, μα είμαι μέσα σου στολίδι,
μες τη σκέψη, μες τη λήθη, της αντίληψης σου φίδι.

Είσαι μύηση, είσαι η λύση, στη δική μου ένοχη φύση
και με πίστη, έχω χτίσει, μια φωλιά, μέσα να ζήσεις.
Θα'ν'ληστή κι ομήρου φύση, δέσιμο σαν κακοποίηση,
θα με θες, μα θα με φτύνεις, σύνδρομο Στοκχόλμης... ποίηση!

Πότε θα'ρθεις; Είναι βράδυ.
Πότε θα'ρθεις; Είναι βράδυ.
Πότε θα'ρθεις; Είναι βράδυ.
Πρέπει θα'ρθεις... στο λιμάνι.

REM



Οι σκέψεις επαναλαμβάνονται
από χαρά, φόβο ή συνήθεια.
Ποιές λέξεις εξωτερικεύονται;
Φωνητικά όλα είναι σύμβολα;

Με όσα αποφεύγουμε να πούμε
τη μέρα όσα κρατάμε στη σιωπή,
πλανεύτρα η νύχτα σαν πουλί που είναι
θα τρέφει αϋπνία το κορμί.

Θα κάνει τα δικά της τα κουμάντα,
ιεροτελεστίες, δίκες μυστικές,
στ'απόκρυφα του νου μας μονοπάτια
δυσλειτουργίες θα σπέρνει σαν κριτές.

Δοκιμασίες με όνειρα σε στάδια,
δραστηριότητες ταχείες οφθαλμικές,
παράδοξου ύπνου εφιαλτικά σενάρια,
το τίμημα όσων νιώθεις μα δε λες...

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

Συμπαρουσίαση της ποιητικής συλλογής ''Σκοτεινή συγκατοίκηση'' της Φροσούλας Κολοσιάτου και της ποιητικής συλλογής ''Ναρκοσυλλέκτρια'' της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου



Τρίτη 10 Μαρτίου 2015, 8:30 μμ

poemsn crimes των Εκδόσεων Γαβριηλίδης, Αγίας Ειρήνης 17, Μοναστηράκι (60 μέτρα από το μετρό), τηλ.210-3228839Συμπαρουσίαση της ποιητικής συλλογής ''Σκοτεινή συγκατοίκηση'' της Φροσούλας Κολοσιάτου και της ποιητικής συλλογής ''Ναρκοσυλλέκτρια'' της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου. Θα μιλήσουν η Παυλίνα Παμπούδη, ποιήτρια, ο Κώστας Τσιαχρής, φιλόλογος, ο Χρίστος Κρεμνιώτης, ποιητής, και η Αλεξάνδρα Ζαμπά, πρόεδρος του συνδέσμου Κυπρίων Ιταλίας ΝΗΜΑ, ποιήτρια και θεατρική συγγραφέας. 

Ποιήματα θα διαβάσουν η Ασημίνα Ξηρογιάννη, ποιήτρια, και η Σοφία Ανδριανού, τραγουδίστρια. Την εκδήλωση θα χαιρετίσει η Μαρία Παναγίδου, μορφωτική ακόλουθος του Σπιτιού της Κύπρου.

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

TO MΕΓΑΛΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

θα κοιμάσαι ακόμα τόσο βαθιά
όταν εγώ δεν θα υπάρχω;
Θα κρατάς ακόμη το ίδιο πλευρό στο μαξιλάρι
σαν μικρή ανάπαυση του ονείρου σου
που το κουράσανε οι φωνές της μέρας;
Και λέω πως θα φύγω
τόσο λυπημένα όσο όταν ήρθα
όσο όταν δεν σε ήξερα
κι εσύ ίσως να μου φιλήσεις ξανά τα μαλλιά
μαζί με τον άνεμο
που θα μου παραδίδει τα όπλα του
για να φυσήξω ανάλαφρα και μόνη μες στο σύμπαν
Είναι λοιπόν ένα ταξίδι τόσο μικρό
Ίσα που προλαβαίνεις να χαϊδέψεις τα παιδιά τα όνειρα
κι εκείνα άξαφνα γερνούν σε μια ταινία τρόμου
αποστεωμένα, παραμορφωμένα , αγνώριστα
Εσύ στο τέλος περιμαζεύεις σημειώματα
αποκόμματα
τελείες κι ερωτηματικά
για το μεγάλο ερώτημα του Σύμπαντος

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

ΠΕΝΤΕ ΧΑΪΚΟΥ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου


Αθόρυβα ήρθες
πως με ξάφνιασες πάλι
ανθάκι γλυκό!

Κυκλάμινό μου
σκυφτό κεφαλάκι μου
πως με σκλαβώνεις!

Από τ' αψηλά
ταπεινά με κοιτάζεις,
κτυπά η καρδιά.

Μου χαμογελάς
της καρδιάς μου λουλούδι
κυκλάμινό μου!

Κυκλάμινό μου
το ισχνό σου κορμάκι
πόσα μου 'μαθε!

ΝΗΣΙΩΤΙΚΑ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου


Σπιτάκια λευκά
γαλάζια παράθυρα
μπαλκόνια ψηλά.

Βλέπω μακριά
βαρκούλες σε πέλαγο
κάτασπρα πανιά.

Ο ήλιος καυτός.
Παγωτό τριαντάφυλλο
στην παραλία.

Κατακόκκινη
μέρα καλοκαιρινή
στο μπαλκόνι μου.

Μυστικά κρυφά
το τραγούδι τ' ανέμου
στην καρδιά λέει.

Από μια ρωγμή
των κυμάτων ο φλοίσβος
μπαίνει στο σπίτι.

Ήλιος ρίχνεται
σε πέλαγο γαλάζιο
και δροσίζεται.

Το μεσιμέρι
η πέτρα καίει πολύ.
Μην την αγγίζεις.

Δίπλα στο κύμα
στα χαρτιά μου σκυμμένη
γράφω, διαβάζω...

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου


Η θλίψη βαθιά
που δεν βρίσκει πια ξανά
πράγματα παλιά.

Βροχούλα, βροχή
μονάχη ξεκίνησε
τον κόσμο να δει.

Πόση μονάχη
της βροχής η σταγόνα
σαν ταιδεύει.

Σταγόνες βροχή
περνώ περιδέραιο
σε λευκό λαιμό.

Κοίτα! Ουρανός!
Σύκωσε το σύννεφο
ψηλά, πιο ψηλά.

Βροχούλα, βροχή
μεθυσμένο τραγούδι
που να πηγαίνεις?

Τραγούδι βροχή
ποτάμι που κύλησε
γι' αλλού έφυγε.

Βροχούλα φέρνει
τραγούδια του έρωτα'
το τζάμι κτυπά.

Βροχούλα κτυπά
το τζάμι τικ τακ, τικ τακ
σαν μικρή καρδιά.

Βροχούλα κτυπά
το τζάμι της μνήμης μου
να την ξυπνήσει

Γλυκιά συντροφιά
βροχούλα φθινοπώρου
στην μοναξιά μου.

Πόσο όμορφα
βροχούλα, συντροφιά μου
παραμύθια λες!

Μύρια μυστικά
βροχούλα ψιθυρίζει
στ' αυτί μου, κρυφά.

Το φθινόπωρο
ομπρέλες πολύχρωμες
κοίτα ανοίγουν!

Κίτρινα φύλλα
πέταξαν τα όνειρα
με τον άνεμο.

Ζηλεύω πολύ
σταγόνας το κρύσταλλο
που λάμπει στο φως.

Βρέξε σύννεφο.
Δίψασε η γη πολύ.
Σε περιμένει.

Νερό κρύσταλο
ποτάμι ταξιδεύει
τη γη ποτίζει.

Χρυσό τοπίο.
Φύλλα φθινοπωρινά'
κιτρινο χαλί.

ΧΕΙΜΩΝΑΣ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου





'Aνεμος πήρε
τ' ανέμελα νιάτα μας
κι' ήρθε το χιόνι

Στην καρδιά πάλι
το χιόνι στοιβάχτηκε
Μπα! Ποιος γνοιάζεται!

Χειμώνας περνά
μεσ' από την ζωή μου
Θα φύγει, λέω.

Σύννεφα πυκνά
χιόνια στο δέντρο λευκά
χειμώνας ξανά.

Ομπρέλες! βροχή!
Κατακλυσμός στην ψυχή
στα μάτια δάκρυ.

Κρύο, παγωνιά'
στο τζάκι μας ζεστασιά'
στο σπίτι πάλι.

Ήρθε χειμώνας'
κοιμήθηκ' ο έρωτας
κατ' απ' το χιόνι.

Μην ψάχνεις να βρεις
τραγούδι στον άνεμο.
Μονάχα βροχή.

Αστραπή πέφτει
στο σώμα του έρωτα
να το σκοτώσει.

Βροντή σ' ακούω'
μουγκρίζεις σαν ύαινα.
Φοβάμαι πολύ.

ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου


Βρεγμένη μέρα
με τα μαλλια να στάζουν
κρύες σταγόνες

Έφυγ' ο άνεμος
η φύση σιώπησε
μέρεψ' η πλάση.

Κυλάει γλυκά
νερό στο ποταμάκι
τραγούδι λέει

Στο μαξιλάρι
έγειρε κουρασμένη
η μέρα πάλι.

ΤΡΙΟΛΕΤΤΑ / Μαραθεύτης Ι. Μιχαλάκης

Νέος ο οίνος,κ΄ οι ασκοί που μέσα θα τον κλείσουν 
πρέπει κι΄ αυτοί καινούργιοι ως τ΄  ακρομύχιά τους νάναι 
ακέραια την τόση δύναμή του να κρατήσουν 
νέος ο οίνος κ΄ οι ασκοί που μέσα θα τον κλείσουν 
αν είν΄ παλιοί από τη ζύμωσή του θα τρυπήσουν 
κι΄ άδικα οι θυσίες που τα μάζεψαν θα πάνε. 
Νέος ο οίνος κ΄  οι ασκοί που μέσα θα τον κλείσουν 
πρέπει κι΄ αυτοί καινούργιοι ως τ΄  ακρομύχιά τους νάναι.

Όποιος το χέρι του στ΄ αλέτρι βάλη 
πίσω τα μάτια να γυρνά δεν πρέπει.
- Παλιά, σταμάτα, σκέψη πού ρθες πάλι, 
όποιος το χέρι του στ΄ αλέτρι βάλη,
πάντα μπροστά ορθώνει το κεφάλι 
και στης δουλειάς την προκοπή προσβλέπει.
Όποιος το χέρι του στ΄ αλέτρι βάλη 
πίσω τα μάτια να γυρνά δεν πρέπει.