Του Γιώργου Χριστοδουλίδη*
---------------------------------
Με αρκετή επιφύλαξη, αντιλαμβανόμενος το μέγεθος της
ευθύνης, ανταποκρίνομαι κάθε φορά, όχι συχνά αλήθεια, που κάποιος ποιητής μου
ζητά να πω ή να γράψω για το βιβλίο του.
Είναι ο δισταγμός της αδιάκριτης παρέμβασης σε ένα
πνευματικό έργο που έχει ξεφύγει από τα χέρια του ίδιου του δημιουργού του και
τοποθετείται πια, αυτόνομα στον κόσμο.
Ενός κώδικα συμβολισμών και αλληγορικών πολλές φορές
σχημάτων, κι' εσύ καλείσαι να παραστήσεις τον επιτήδειο αποκωδικοποιητή, για
συλλήψεις, που πολλές φορές ούτε ο ίδιος ο ποιητής έχει σαφή και ξεκάθαρη
αιτιολογία και ερμηνεία.
Και το πιο δύσκολο, θα πρέπει να αντιμετωπίσεις το
δίλημμα να παραμερίσεις τα κατά την υποκειμενική σου άποψη, ελλείμματα και θα
χτίσεις αποκλειστικά στα αξιόλογα και αξιοσημείωτα, προδίδοντας τη συνείδηση
και την αισθητική σου.
Ευτυχώς, η Αγγέλα Καϊμακλιώτη, όσο την γνώρισα,
ανήκει στην περιορισμένη εκείνη κατηγορία ανθρώπων που δέχεται την αμφισβήτηση,
φαινόμενο σπάνιο στη συνήθως υπερφίαλη κατηγορία των ποιητών. Ως εκ τούτου, το
δίλημμα εξέπεσε από τα αρχικά στάδια της
γέννησης του.
Τι έπρεπε λοιπόν να κρίνω σε αυτό το βιβλίο; Μα τι
άλλο από αυτό που και ο πιο αμύητος αναγνώστης κάνει εγγενώς: Την ποιητική πνοή
του ανέμου που φύσηξε τους στίχους. Μπορεί η Α.Κ. να σε αναγκάσει να
σταματήσεις; Να σου προκαλέσει το μαγικό
επιφώνημα που μόνο η αληθινή τέχνη καταφέρνει να σχηματίσει στα χείλη; Τι άλλο
είναι η δηλαδή η ποίηση;
Είναι αποδεκτό πως μια παρουσίαση είναι αδύνατον να
συμπεριλάβει λεπτομερείς θέσεις για το σύνολο του βιβλίου. Αυτό που κρατά
κανείς είναι το αποτύπωμα που αφήνει στη διψασμένη για συγκινήσεις και
πρωτοτυπία ύπαρξη, η δύναμη του λόγου.
Θα μιλήσω ως ποιητής
κατά κύριο λόγο, ίσως και ως λίγο δημοσιογράφος αλλά σίγουρα όχι ως
κριτικός που δεν είμαι.
Ως ποιητής, που συνάντησε διαβάζοντας το «Εκ του Σύνεγγυς»,
μιαν αδιατάρακτη οδύνη, ένα παρατεταμένο λυγμό, τον λυγμό της απώλειας της
αγαπημένης πόλης μαζί και της απώλειας ενός σημαντικού τμήματος των παιδικών
χρόνων.
Της απώλειας ενός μέλλοντος, γιατί κάθε απώλεια
τόπου, είναι συνάμα και απώλεια χρόνου, χρόνου δικού μας, κλεμμένου και
λεηλατημένου. Χρόνου ξεριζωμένου από το υπόστρωμα του ηλικιακού εδάφους,
αιωρούμενου στην μαύρη τρύπα του αβέβαιου.
Στο βιβλίο καταγράφεται ένα έγκλημα που η ποινική
δικαιοσύνη δεν μπορεί να εγκαλέσει γιατί συντελέστηκε στα έγκατα της ανθρώπινης
ψυχής εκεί που το χέρι του νόμου δεν φτάνει, αλλά και να έφτανε, πως θα
μπορούσε να απαλύνει τη θλίψη και την οδύνη;
Στο ποίημα «Παιδί στο προσφυγόσημο» η ακόλουθη
εικόνα :
Παιδί στο προσφυγόσημο
Ξυπόλυτο σαράντα χρόνους
Ρακένδυτο και δακρυσμένο
Πλάι στο συρματόπλεγμα
Θέλει να ελεύθερο να περπατήσει
Να ζήσει θέλει
Να ξεκολλήσει επιτέλους
Την παιδική ψυχή από το έρεβος
Εκατομμύρια γράμματα συνόδεψε
Σε φακέλους σημαδεμένους
Δεν ωφελεί.
Όπου η Αγγέλα Καϊμακλιώτη αφήνει την έγερση του
ερεθίσματος να ωριμάσει, αφαιρώντας το περιττό, όπως κανείς διεισδύει στο βάθος
των πραγμάτων και αφουγκράζεται τους παλλόμενους πυρήνες, εκεί και οι καλύτερες
στιγμές της συλλογής.
Ακόμα ένα τέτοιο παράδειγμα το ποίημα «Τραγική
ειρωνεία» ένα από τα κορυφαία ποιήματα της συλλογής και από τα πιο μεστά που
διάβασα τον τελευταίο καιρό:
Όσο κι αν
το προσπάθησα
Να ξεχωρίσω
δεν κατάφερα
Αν ήταν
αλλοθρήσκων
Ή
ομοθρήσκων οι καρδιές
Που κάποια
χέρια σκάλισαν
Σε τοίχο
στη μοιραία πόλη
Επέζησαν
εντούτοις του πολέμου.
Μέσα από λίγους στίχους, η ποίηση αναδεικνύει την
ουσία. Χωρίς αχρείαστους διδακτισμούς
και με έμφαση στην λεπτομέρεια, υπαινικτικά και ανεπιτήδευτα, η ποιήτρια
καταφέρνει να υπερυψώσει το ποίημα στην κορυφή της κλίμακας, να του επιτρέψει
την πραγμάτωση. Να καταδείξει τον συμβολισμό. Να σε παραπέμψει σε αυτό που
μπορείς να υποθέσεις και όχι να ετυμηγορήσεις. Αυτό που μπορείς συνειρμικά
φανταστείς: Ότι κάποιοι νέοι στην ελεύθερη και γεμάτη σφυγμούς ζωής,
Αμμόχωστο, εκδήλωναν έτσι τον έρωτα
τους, την αιώνια τους δέσμευση χωρίς να υπολογίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτα
αιώνιο, ότι εκεί πέρα κάποιοι ερωτεύονταν, δίχως να υποψιάζονται την επικείμενη
καταστροφή και δεν έχει σημασία αν ήταν χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, μπορεί να
ήταν και από τα δύο, ότι οι βόμβες δεν κατέστρεψαν τις ζωγραφισμένες από άδολο,
τρεμάμενο χέρι καρδιές, ότι δεν ξέρουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ τι απέγινε
εκείνος ο έρωτας, αν ολοκληρώθηκε ή όχι, ότι η συγκυρία τα έφερε με τρόπο που
αυτή η εικόνα πέρασε μέσα από το βλέμμα της Καϊμακλιώτη, έγινε ποίημα, μπήκε σε
βιβλίο και να ‘μαστε εδώ απόψε να την εισπράττουμε, εμείς, και κάποιοι από εμάς
που δεν είδαν ποτέ την Αμμόχωστο αλλά μπορούν να συγκλονιστούν από την αντίφαση
της αθωότητας από τη δραματοποίηση της.
Όπου η Α.Κ.
επιχειρεί να πολιτικολογήσει όπως για παράδειγμα τα ποιήματα «Οκτώβρης
του 2013» ή «Λύση», ή αίσθηση μου είναι
ότι δεν αποφεύγει αχρείαστες πεζολογίες, διακηρύξεις και διατυπώσεις πολιτικών
θέσεων, που θα μπορούσαν να αφεθούν να εννοηθούν διακριτικότερα ή με κάποια
δόση αμφιβολίας για την ορθότητα τους. Και ο υποφαινόμενος έχει γράψει
πολιτικού περιεχομένου ποίηση, η ποίηση είναι από μόνη της μέγιστη πολιτική
πράξη και η ποιητική γραφή δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται στα στενά όρια
μιας επαναλαμβανόμενης εσωστρέφειας. Το θέμα είναι οι επιφυλάξεις μας να υπερισχύουν
των πολιτικών προσλαμβάνουσων μας.
Όπως προφανώς συνάγεται, το μεγαλύτερο μέρος της
συλλογής είναι αφιερωμένο στην Αμμοχώστο, πόλη στην οποία η ποιήτρια έχει
γεννηθεί και περάσει τα πρώιμα χρόνια της ηλικίας της μέχρι την Α’ τάξη του
Δημοτικού. Πόλη την οποία λόγω της προδοσίας και της τουρκικής εισβολής, η
Καϊμακλιώτη όπως και τόσοι άλλοι Αμμοχωστιανοί δεν ευτύχησαν να γευτούν στην
πλήρη καρποφορία της. Αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν, προλαβαίνοντας να πάρουν μαζί
τους, λίγα υπάρχοντα αλλά και το άρωμα κάποιων χρόνων βίου. Ως εκ τούτου, το απόσταγμα τούτου του αρώματος
είναι ελλειπές και το παράπονο, η πίκρα αυτής της βίαια και άδικα διακοπείσας
όσμωσης με τον γενέθλιο χώρο, είναι διάχυτα στη συλλογή. Όπως διάχυτη είναι και
η αίσθηση της διάψευσης, αφενός, του φυσιολογικού οράματος για μια ομαλή
ανάπτυξη στον γνώριμο τόπο, αφετέρου, για άρση της αδικοπραγίας.
Το ποίημα «Αιώνες Τώρα» ενδεικτικά:
Περιμέναμε
την άνοιξη
Και την
ανάσταση
Λησμονήσαμε
ότι προηγούνται
Αιώνες τώρα
Η προδοσία
Και η
σταύρωση
Αιώνες τώρα
Πόντιοι
Πιλάτοι
Και Ιούδες
Αιώνες τώρα
Μας φιλούν.
Η
ποιητική συλλογή Εκ του Σύνεγγυς, αποτελεί την
εικονοποιεία μιας πραγματικότητας, ελλοχεύουσας μέσα στον κοχλάζοντα
πυρήνα της μνήμης. Μιας πραγματικότητας που
συνθλίβει, αποσπασμένης από το καθημερινό εξωτερικό γίγνεσθαι το οποίο
έχει πάψει να τραντάζει συχνά τις εσωτερικές χορδές της ψυχής μας,
αποδεικνύοντας πως η απώλεια μέρους της πατρίδας, επιμηκυνόμενη στον χρόνο,
μπορεί να μετατραπεί σε σιωπηρή συνήθεια, αποκαρδιωτικά συμβατή με τη ζωή μας.
Ωστόσο, από καιρό εις καιρό, εμφανίζονται έργα τα
οποία μας υπενθυμίζουν αυτό που χάσαμε. Και δεν χάνεις μόνο αυτό που είχες.
Χάνεις και αυτό που θα μπορούσες να αποκτήσεις. Εμφανίζεται ποίηση που μας
υπενθυμίζει αυτό που ξέραμε, κατά την προσφιλή έκφραση μιας αγαπημένης Κύπριας
φιλόσοφου.
Με μια έννοια, το Εκ του Σύνεγγυς το εκλαμβάνω όχι
απλώς ως μια ελεγεία για τη χαμένη πόλη αλλά και ως ένα πυκνόμετρο πολλών
χαμένων ζωών και μιας υπερμεγέθους ποσότητας χαμένου χρόνου. Το εκλαμβάνω και
ως μια μάχη με το ανίκητο, όσο και μια αντίσταση, ένα προσκλητήριο αν όχι για
έγερση, τουλάχιστον για συνειδητοποίηση πως το αποτέλεσμα, πια δεν μπορεί να
είναι νικηφόρο γιατί ήδη οι ζημιές που καταμετρούνται είναι ανεπανόρθωτες. Στο ποίημα «Πρόσφυγες», ο
συμψηφισμός της μνήμης με τη λήθη γεννά την εξής στιχοπλοκή:
«…πορεύομαι
πλάι σου καιρό.
Δεν ξεχνώ
αλλά ούτε θυμάμαι».
Ένα γύμνασμα μνήμης είναι και το ποίημα «Αμμόχωστος»
το οποίο υπερβαίνει της αναπόλησης, αφαιρώντας τις επιχωματώσεις που
αδρανοποιούν την αφή της αυτογνωσίας.
«Για να σε
λησμονήσω
Ξαπλώνω
στην άμμο σου
Και μαζεύω
φωτόνια
Ύστερα τα
αλείβω
Με ευλάβεια
στο δέρμα μου
Μικροσκοπικά
αστέρια
Φυτρώνουν
εντός μου
Και τότε
ανατέλλω μηδενικά φορτισμένη
Πανδέκτης
και πανσέληνος αλλού
Μα δε σε
λησμονώ»
Διαβάζοντας τη συλλογή, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος
της εκτυλίσσεται τόσο κινηματογραφικά όσο και ψυχογραφικά, αισθάνθηκα την εξής
εικόνα: Την Αγγέλα Καϊμακλιώτη σε αγώνα δρόμου να τρέχει και να προσπαθεί να
πιάσει σφικτά την άκρη της κλωστής που συγκρατεί τα κομμάτια της μνήμη της. Η
καυτή ανάσα αυτού του αγκομαχητού, της συσσωρευμένης απόγνωσης, διάχυτη και στο
ποίημα «Μετάληψη» όπου διατυπώνεται μάλλον απελπισμένα η δέσμευση ενός
προσωπικού «δεν ξεχνώ».
«Τα σα εκ
των σων, Αμμόχωστος
Ορκίζομαι
να ρίχνω λάδι εσαεί
Στης μνήμης
το ανέσπερο καντήλι»
Στο «Εκ του Σύνεγγυς», η Α.Κ. πετυχαίνει σε μεγάλο
βαθμό το ζητούμενο για κάθε ποιητή. Να δώσει τις σωστές αναλογίες στις χημικές
ενώσεις των λέξεων, ώστε αυτές να αντέξουν το βάρος του ποιήματος. Διότι, κατά
την άποψη μου, δεν είναι οι λέξεις το ουσιώδες μέρος της ποίησης, οι λέξεις
είναι το μεταφορικό μέσο της πνοής, το μονοπωλιακό μέσο της υλοποίησης της. Ας
μην αποθεώνουμε τις λέξεις λοιπόν, ας αποθεώσουμε την πνοή που τους έδωσε
προστιθέμενη αξία, χρησιμοποιώντας μια έκφραση της εποχής μας.
Εξαίρετο όσο και ενδεικτικό παράδειγμα, συναντούμε
στο ποίημα «Βαρωσιώτες» όπου η ποιήτρια μιλά για τους γέρους Βαρωσιώτες «φαντάσματα
προγόνων σε ψυχές εφήβων», καταλήγοντας :
«Τις
Κυριακές
Περνούν
σκυφτοί τα οδοφράγματα
Βυθίζονται
στη θάλασσα και κρυφοκλαίνε»
Και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, η Α.Κ. πετυχαίνει
ένα αξιοπρόσεκτο ποιητικό αποτέλεσμα, ειδικά όταν αξιοποιεί τη ζωντανή μαρτυρία
ανθρώπων, εκλιπόντων ή μη, ξεσκεπάζοντας από τις γάζες της λήθης την
κακοφορμισμένη πληγή, συνοψίζοντας τις αναρίθμητες παραμέτρους του ανείπωτου.
«Του αγνοούμενου ΙΙ»
«…Φέτος με
ταυτοποίησαν
Δεν ήρθες
στην κηδεία
Η μάνα μας
κρατά ακόμα τη φωτογραφία.
Εσύ;»
Θα μπορούσα να μιλώ για ώρες για όσα διάβασα στο «Εκ
του Σύνεγγυς». Ωστόσο, όταν κανείς μιλά πολύ για ποίηση, δεν επιτρέπει στην
ίδια την ποίηση να μιλήσει. Και τα σημαντικά μονάχα η ποίηση μπορεί να τα πει,
χωρίς να έχει ανάγκη από ενδιάμεσους και
μεσολαβητές, ασκητές της πολυλογίας, ενώ η ποίηση αποκορυφώνει το ελάχιστο σε
μείζων.
Κλείνοντας θα ήθελα
να προσθέσω τα εξής:
Το βιβλίο της Α.Κ. με οδήγησε ξανά στο συγκλονιστικό
ποίημα του κορυφαίου όσο και αποσιωπημένου μας
ποιητή Παντελή Μηχανικού «Ονήσιλος».
Στην πραγματικότητα τόσο αυτή η συλλογή όσο και όλες
οι άλλες των Κυπρίων ποιητών, τα πεζογραφήματα και όλα τα έργα τέχνης που
αναφέρονται στην ιστορική μας μοίρα όπως αυτή καθορίστηκε το 1974, αποτελούν
την τραγική εκπλήρωση της προφητείας του Ονήσιλου.
Από τότε, όλοι μας είμαστε παιδιά του Ονήσιλου, η
εθνική μας πορεία καθορίζεται από την προφητεία του, η οποία αργά αλλά δυστυχώς
σταθερά επαληθεύεται όχι μια φορά, αλλά συνεχόμενα με τον πιο τραγικό και
συνάμα, τιμωρητικό τρόπο.
Τον τρόπο του ανήμπορου βλέμματος, του βλέμματος επί
του βουβού Πενταδάκτυλου, της έρημης πόλης της Αμμοχώστου, της αφόρητα νεκρής
ζώνης και τόσων άλλων περιοχών μας, που η δυνατότητα της οπτικής επαφής μαζί
τους ή της απλής επίσκεψης, συνιστά τον θρίαμβο της ουτοπίας μέσα στην οποία
ζούμε. Μιας ουτοπίας που παραγγέλλει πως αφού τα βλέπουμε είναι ακόμα εκεί και
παραβλέπει πως απέχουν από εμάς σαράντα ολόκληρα χρόνια.
*Ο
Γιώργος Χριστοδουλίδης είναι ποιητής και δημοσιογράφος