Άλαλη,
ανέλπιδη, έρημη,
λουσμένη στ’
ανοιξιάτικο φως
των νεκρών η
πολιτεία
Μαύρα κοράκια
κρώζουν παράτονα
στον ουρανό
της καρδιάς,
σκορπώντας
αποκαΐδια πόνου
στη χέρσα
ενδοχώρα.
Κι εγώ
οφειλέτης μιας ξένης ζωής
που δε μου
χαρίστηκε,
δεσμώτης σ’
ένα ανέλπιδο αύριο
νιώθω «πως
έχει ο θάνατος
δρόμους
ανεξερεύνητους
και μια δική
του δικαιοσύνη»*.
Κι όλο μελετώ
στη σιωπή
με τα μάτια
ψηλά
την ολόκληρη
απώλεια,
κρυστάλλινο
πολυέλαιο
κρεμασμένο
στον ουρανό,
να διαθλά το
φως της ημέρας
να σκίζει τα
σκοτάδια της νύχτας
μνημονεύοντας
νυχθημερόν
το μέγα
Μυστήριο
Ανείπωτο κάτι
ο θάνατος,
λάφυρο της
αιώνιας σιωπής.
κι η σοφία της
σιωπής
ένα αγύρευτο
κόσμημα
μες στ’
αλαλάζοντα κύμβαλα του πλήθους.
*Στίχοι του Γ.
Σεφέρη (Μυθιστόρημα ΚΑ’, Ποιήματα)