Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ

Μπασμένη στη φωλιά του μίσους 
η ζωή μας μας χτενίζει.

ΚΑΘΕΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ

Τ΄  αηδόνια τα σκοτώσανε 
για χάρη της μάνας του. 
Αύριο οι πληγές θα ομολογήσουνε 
ανοίγοντας στους κάμπους τις καρδιές των 
και κηρύσσοντας τον πόλεμο. 

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΡΥΘΜΩΝ

(τέσσερα ποιήματα αφιερωμένα στον Παύλο Μεράνο) 

1. 

Τ΄ άλογο κι΄  η ψυχή 
πήρανε ανεπαίσθητα
την ηδονή της θάλασσας
κι΄ απόμεινε ο ποιητής 
ενάλιος να συμπληρώνη
με την κραυγή της Αγιάς Σαλαμονής
τα ρημαγμένα λιμανάκια.
Τότε είναι που ο άνθρωπος 
καταμεσίς της γης 
κάθησε και συμμάζεψε τη γνώση 
και τους βαρβάρους πρόλαβε. 

2. 

Σήμερα παραβιάσανε το φρούριο.
Αύριο η ποίηση 
θα ξαναβάλη τάξη
όπως και πριν που ζούσε 
ο Βασιλιάς Αηδόνιος.

3α.

Έχω ένα φίλο ομοίδιο μου!
Στο φρούριο του η ψυχή μου
κι΄  ακολουθούν οι μέρες ανασαίνοντας. 

3β.

Τυχαίνει μες τα δάκρυα της χαράς
σε δειλινές αποσπερίδες
να λησμονιέμαι σαν παιδί 
μες το μεθυστικό ταξίδι
συνήθεια ως είναι μακρινή
το πετροβόλημα της γνώσης.
Κι΄ αυτό μικροί μου Αγγελινοί 
γιατί μ΄  απόμεινε ο Θεός 
κι΄  η Περιπλάνησή Του. 

4.

(Ανάτειλε ύπνε μου και συ κοιμήσου
ο ακοίμητος σεισμός της συνείδησής μου).  Π. Μεράνος. 

Καράβι μεθυσμένο η ζωή μου
κι ΄  ένας απέθαντος θεός 
μεγαλινός που με προσμένει. 
Βράχοι ψηλόδενδροι δικοί μου
και κάποιο χέρι. 
Ακοίμητα θαλασσινά πουλιά
σε κάποια ποίηση μεθυσμένη
σε κάποια δάκρυα θεικά

που μ΄ ανταμώνουν.

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΝΙΑ

Τα πρόσωπα 
αυτά τ΄ απελπιστικά καλούπια
ιστορούν τη ζωή μας. 

Πάνω απ΄ τα καμπαναριά 
πλανάται η απόγνωση 
τα χέρια μου
τα δέκα μου δάκτυλα
διαγράφονται 
πάνω από τα σιωπηλά κωδωνοστάσια. 

Ο δρόμος
πλημμυρίζει χρυσάφι
καθώς χαμογελάς.
Ποιος χρυσικός 
κάπνισε μ΄ ασήμι και μάλαμα
τα φύλλα του βασιλικού δένδρου;

Εδώ μέσα 
ζευγάρωσεν η παγωνιά με την ανία

Θα ρθή το καλοκαίρι
Θα ρθή η μέρα
θα ρθή το πλοίο 
ακριβώς το καταμεσήμερο.
Σα θρίαμβος αρχαίου Καίσαρα
μεγάλε αδελφέ
θα με στεφανώσης
μέσα στο καταμεσήμερο. 

ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ

Ενόσω γεύομαι 
την ουσία της ζωής
θ΄ αποδημώ 
καθώς φωτεινή λιτανεία 
με κόκκινα πανιά 
με θορύβους 
και μουσική 
σμίγει το άσπρο μεσημέρι. 
Η θάλασσα
γεμίει μυρωδιά και χρώμα 
μέσα στο μεσημέρι. 

Θα πορεύωμαι 
μ΄ ένα λεπτό 
επίχρυσο φύλλο 
εφαρμοστό στο πρόσωπό μου
αδιόρατα. 

Σ΄ ΕΝΑ ΑΓΩΝΙΣΤΗ

Η μορφή του 
λάμπρυνε το απόγευμα 
μαί με το Κυπραίικο κρασί 
στ΄ αμέριμνα ποτήρια. 

Τώρα 
η χαμένη μουσική του 
πλέει ανάμεσά μας
σα μαύρη γαλέρα
με κάτι σα σκιές
δίπλα στα χάλκινά της ξάρτια. 

Τώρα 
η θερισμένη νεότης
μόνη καθρεφτίζεται 
μέσ΄ στην πικρία των στίχων 
που ζητούσε. 

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

[Υπάρχει ένας άγνωστος Ήλιος] / Ανδρέου Ανδρέας

Υπάρχει ένας άγνωστος Ήλιος,
μέσ΄στο θάνατο, ένας ασυμβίβστος Ήλιος
πιο πέρα απ΄ τη ζωή. Υπάρχει 
παντού ένα φως.

Θα μπορούσα / Ανδρέου Ανδρέας

Θα μπορούσα να μην ερχόμουν. 
Κι όμως το διακύβευσα.
Θα μπορούσα να πεθάνω.
Κι όμως δεν το επιχειρώ.

ΤΖΙΑΙ ΑΓΙΟΝ ΚΟΛΑΖΕΙ


Ούλες τες χάρες στο κορμίν, έδωκεν της η φύση,
μα όμως το εδήλωσεν,
κανέναν εν αγάπησεν,
τζι’ούτε θα αγαπήσει,

Στα καλλιστεία σίουρα, πιάννει την πρώτην θέση!
Εν θα πεις κάπου υστερεί,
γιατ’εν ψηλή τζιαι λιερή,
με δαχτυλίδιν μέση!

Έσιει δκυο μμάδκια μελισσιά, δκυο φρύδκια σαν καμάρες,
τζιαι έναν διν τόσον γλυτζιήν,
που πράγματι με το σατσιήν,
εν πάνω της οι χάρες.

Πράγματι μέλιν ζάχαρις, το διν της εγιώ βρίσκω!
Άμα μου ρίξει μιαν μαδκιάν,
πιον εν διώ ούτε παδκιάν,
ακίνητος μεινίσκω.

Αδύναμος γινήσκουμαι, στην φλόγαν της μμαδκιάς της!
Να φύω πιον εν δύνουμαι,
τζιαι ώσπου πάω γίνουμαι,
σκλάβος της ομορκιάς της.

Άμαν δικλείσω να την δω, τζιαι του αγγέλου μοιάζει,
πραγματικά μαγεύκουμαι,
τζι’αρκέφκω πιον τζιαι σκέφκουμαι,
τζιαι άγιον κολάζει.

Με έτσι διν, τζι’έτσι κορμίν, ούλον φωδκιάν τζιαι λάβα,
από τον νου μο’ πέρασεν,
μια τέθκοια εν να κόλασεν,

τότες τον άϊ Σάββα.

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Μαρτυρία / Λυκαύγης Άνθος

Πικρή γενιά με τ’ άδικο της γης σταυρό στον ώμο
της Ρωμιοσύνης τον στενό πικροδιαβαίνεις δρόμο.
[...]
Θαλασσοφίλητή μου γη ματόβρεχτη πατρίδα
στο ’να σου χέρι θάνατο και στ’ άλλο την ελπίδα.
[...]
Ελιόκλωνο κι αγιόκλημα στης θάλασσας την άκρη
μετράς τον πόθο με όνειρο, το χρόνο με το δάκρυ.
[...]
Κι αυτό το χώμα που άνθιζε χαμόγελα στο φως σου
ανέμοι το σκορπίσανε λυγμό στο πρόσωπό σου.
[...]
Στα χείλη τους τ’ αγέλαστα, στο δυνατό τους χέρι
γυαλίζει της στερνής οργής το δίκοπο μαχαίρι.

Αντίσταση / Λυκαύγης Άνθος

Δεν έχει ο κάμπος μας νερό τις ρίζες να κρατήσει
κορμιά ζητάει και στεναγμούς σαν το δέντρο ν’ ανθίσει
τα παλληκάρια στο χορό και πίσω δε γυρίζουν
στου τραγουδιού τους την οργή χίλια σπαθιά τροχίζουν


Μάνα χτυπάει μέσα στο φως μάνα χτυπάει η οργή μας
μάνα ο λυγμός μας κεραυνός και μια βροντή η κραυγή μας
φωτιά που καίει μες την πληγή και να η ματιά αντρειώνει


Μ’ ένα σπαθί μετράει τη γη μετρά και δεν τελειώνει

Όλα τ’ αστέρια να χαθούν κι η γη να σκοτεινιάσει
τη μια η καρδιά στην Τηλλυριά την άλλη στο Καρπάσι


Μάνα χτυπάει μέσα στο φως μάνα χτυπάει η οργή μας
μάνα ο λυγμός μας κεραυνός και μια βροντή η κραυγή μας
φωτιά που καίει μες την πληγή και να η ματιά αντρειώνει

Μ’ ένα σπαθί μετράει τη γη μετρά και δεν τελειώνει

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΟΥΣΟΥΝ ΚΑΛΛΙΤΕΡΗ ΤΟΥΣ

Πόφκης μέσ΄  στ΄  απριλλόμαρτα στου κάμπου το λιβάιν 
πόλα- σέλα εβλάην 
τζ΄ έμεινεν του σημάιν. 

Τα πυχτοπρασινόχορτα, τα όμορφα λουλλούδκια
γινήκασιλ λουβούδκια
τζ΄ έν τους παν τα τραούδκια.

Επήαν εξεράνασιν τζ΄ ετζείνα τζ΄ οι αθοί τους, 
ανόστησεν τζ΄ η γη τους, 
πούσουγ καλλίτερή τους. 

ΕΘΕΛΑ

Έθελα νάμουν σύγκολλα, αππέξω του χωρκού, 
έναβ βουνόν, ψηλόβ βουνόν, γυρόγ γυρόχ χωράφκια,
για νάρκουνται  να φένρουσιν τ΄ ασπρόμαλλα κουπάδκια,
οι κακομάζαλ΄ οι βοσιοί μέσ΄ στου καλοτζαιρκού

τες νύχτες, το ξημέρωμαν, στο φως του φεγγαρκού, 
για να γροικώ τα κλάματα των αίγιων, των κουέλλων, 
τον άχτυπον  των κουουνιών, βασμόν των καμπανέλλων, 
ν΄ ακούω το γλυκόφωνον πιδκιάβλιν του βοσκού. 

ΕΙΜΑΙ


Είμ’αγράμματος κουλούτζιην,
έθ θωρώ τα δκυο μου νύσια,
τζι’ εις την γην σαν το σκουλούτζιην,
πασπατεύκω ίσια – ίσια.

Είμαι όπως μια κουζούλα,
είμαι γέρημος ποούλα,
πον έσιει ποτζιεί τζιαι τζιει,
εις τον κόσμον παραπάνω,
τζι’η δουλειά μου βοσιητζιή.

Τζιαι βοσκός εν να πεθάνω,
γιατ’ ο τζιύρης μ’ ο φτωχός,

άφηκεν με δίχα φως.