Ούλες τες χάρες στο κορμίν, έδωκεν της η φύση,
μα όμως το εδήλωσεν,
κανέναν εν αγάπησεν,
τζι’ούτε θα αγαπήσει,
Στα καλλιστεία σίουρα, πιάννει την πρώτην θέση!
Εν θα πεις κάπου υστερεί,
γιατ’εν ψηλή τζιαι λιερή,
με δαχτυλίδιν μέση!
Έσιει δκυο μμάδκια μελισσιά, δκυο φρύδκια σαν καμάρες,
τζιαι έναν διν τόσον γλυτζιήν,
που πράγματι με το σατσιήν,
εν πάνω της οι χάρες.
Πράγματι μέλιν ζάχαρις, το διν της εγιώ βρίσκω!
Άμα μου ρίξει μιαν μαδκιάν,
πιον εν διώ ούτε παδκιάν,
ακίνητος μεινίσκω.
Αδύναμος γινήσκουμαι, στην φλόγαν της μμαδκιάς της!
Να φύω πιον εν δύνουμαι,
τζιαι ώσπου πάω γίνουμαι,
σκλάβος της ομορκιάς της.
Άμαν δικλείσω να την δω, τζιαι του αγγέλου μοιάζει,
πραγματικά μαγεύκουμαι,
τζι’αρκέφκω πιον τζιαι σκέφκουμαι,
τζιαι άγιον κολάζει.
Με έτσι διν, τζι’έτσι κορμίν, ούλον φωδκιάν τζιαι
λάβα,
από τον νου μο’ πέρασεν,
μια τέθκοια εν να κόλασεν,
τότες τον άϊ Σάββα.