Τελειώνει σαν κακόφημος οιωνός
η μεθυσμένη ανάσα.
Δεσπόζει και σέρνεται
Σαν την άθλια ζωή σου.
Στη στάση πάντα κάθεσαι
κι αδημονείς με περιττή αυταρέσκεια,
κάποια διαμελισμένα
σφύγμοντα αστεία που τα λες
μόνο σε ένα ξαπλωμένο.
Ένας συρμός που ενώνει
το πριν με το ποτέ.
Τον πατάς και λες «σκουπίδι»,
γυαλιστερό και άτιμο μεν,
Αλλά μαζεμένο από εσένα.
Δεν έρχεσαι.
Κι έτσι όλη η πλάση μετουσιώνεται
για μας τους ξεγραμμένους.
Γίνεται δίψα και φιλότιμο,
σαν θύτης που σου χαρίζει
την επόμενη στιγμή.
«Ξεκουμπίσου» προστάζεις και σέρνεσαι
επτά το βράδυ σε κάτι κοροιδεύοντες φιλέσπλαχνους,
εσύ και η ψυχή σου η τρύπια.
Μετάνοιωσες και με είδες.
Τι νόμισες.
Μόνος μου κάνω τον τυφλό χρόνια
τώρα για να σε νιώθω καλύτερα.
η μεθυσμένη ανάσα.
Δεσπόζει και σέρνεται
Σαν την άθλια ζωή σου.
Στη στάση πάντα κάθεσαι
κι αδημονείς με περιττή αυταρέσκεια,
κάποια διαμελισμένα
σφύγμοντα αστεία που τα λες
μόνο σε ένα ξαπλωμένο.
Ένας συρμός που ενώνει
το πριν με το ποτέ.
Τον πατάς και λες «σκουπίδι»,
γυαλιστερό και άτιμο μεν,
Αλλά μαζεμένο από εσένα.
Δεν έρχεσαι.
Κι έτσι όλη η πλάση μετουσιώνεται
για μας τους ξεγραμμένους.
Γίνεται δίψα και φιλότιμο,
σαν θύτης που σου χαρίζει
την επόμενη στιγμή.
«Ξεκουμπίσου» προστάζεις και σέρνεσαι
επτά το βράδυ σε κάτι κοροιδεύοντες φιλέσπλαχνους,
εσύ και η ψυχή σου η τρύπια.
Μετάνοιωσες και με είδες.
Τι νόμισες.
Μόνος μου κάνω τον τυφλό χρόνια
τώρα για να σε νιώθω καλύτερα.