Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Γράμμα από την Κύπρο , στους αδελφούς μας στην Ελλάδα !!!! της Ειρήνης Ανδρέου


Γράμμα μου ζήτησαν να γράψω από την Κύπρο
να ακουστεί στους αδελφούς μας στην Ελλάδα
μα δεν τολμώ ούτε τα πλήκτρα να αγγίξω
μην πιάσουνε φωτιά στην πρώτη αράδα....
Κι αρχίσουν φλόγες να πηδούν, νεκροί να βρίζουν,
ξίφη , μαχαίρια οι λέξεις να γενούν,
να με πονούν, να με ματώνουν να με σκίζουν,
σταυροί χιλιάδες από μπρος μου να περνούν.
Η Κύπρος να δακρύζει απ' τον σταυρό της
που οι Αττίλες την καρφώσαν χρόοονια τώρα
κι αίμα, νερό , ζητούν να δουν απ' το πλευρό της
καραδοκούνε με την λόγχη απ' ώρα σ' ώρα...
Νύχτες ατέλειωτες ξαγρύπνησα να γράφω
ίσως μερέψω τα θεριά και τα φαντάσματα.
Δεν έμαθα αυτόγραφα ΕΓΩ να υπογράφω
μα υπογράφανε οι Μάνες στα οδοφράγματα..............
Ανάξια νιώθω μπρός τους, ότι κι αν γράψω
συγγνώμη απ 'όλους μας, μ' ενός λεπτού σιγή ...
Στην αγκαλιά σας μοναχά θέλω να κλάψω...
στον ίδιο Γολγοθά αδέλφια μου βαδίζουμε μαζί....

«Τζιίρος» / Κυριάκος (Ανδρέα) Κατσιαντώνης




.

Τζιίρος
-----
Έναν πρωίν, η Μαρουλλού,
λαλεί του Ττοουλή της,
με ύφος που θ’ αζουλευκεν
ακόμα τζι’ ο Ελύτης:
-----
Μ: «Αγάπη μου, θθυμάσαι χτές
που πήα στον γιατρόν μου
για να τσιεκκάρει τες τζιενγκιές
που τα στομάσια τρών’ μου;
-----
» Που μού ’φκαλεν τζιαι πόρισμαν,
ήσυχα αναπνέω,
άννοιξε τα αφτούθκια σου
τζι’ έχω σου έναν νέο!»
-----
Τα λόγια της αντίκοψεν,
ο Ττοουλής, με λύπην
τζι’ επολοήθην φωναχτά,
που τό ’σιει τούν’ τ’ αΐπιν:
-----
Τ: «Τζι’ εγιώ επήα σε γιατρόν,
που ’πόνουν, Μαρουλλού μου,
έχω τζι’ εγιώνι πόρισμαν
που ειδικόν, λαλούν μου.
-----
» Νέον πως έσιεις, είπες μου
τζι’ έχω τζι’ εγιώνι έναν,
μα πρώτα πολοήθου ’σού,
θάν’ ΠΙΟ καλόν που μέναν.»
-----
Μ: «Θα έσιεις, άντρα μου γλυτζιέ,
τζιίρον μέσ’ στην ζωήν σου:
Είπεν μου, είμαι έγκυος!
Γεννάω το παιδίν σου!»
-----
Τ: «Για τούν’ τον τζιίρον που λαλείς,
έχω αμφιβολίες,
αφού τα δκυό πορίσματα
έχουσιν δυσκολίες.
-----
» Π’ ανάθθεμάν τα, Μαρουλλού,
τζιέρρατον εν ο τζιίρος:
Εσούνι είσαι έγκυος,
μα ’γιώνι είμαι ... στείρος!»
-----
-----

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

TOY BOYNOY: Ποιητική Συλλογή του Στέλιου Παπαντωνίου που εκδόθηκε το 2002

Κάθομαι κι αναπνέω τη θάλασσα
Ακούω τις σειρήνες των βαποριών 
Που ταξιδεύουν για τη Κερύνεια και το Ξερό 
Δεν έχουν σημαίες
Δεν έχουν όνειρα
Παρά μια πίκρα αβάσταχτη κι ανέγγιχτη 
Της νύχτας

...

Ακούει την καρδιά του
Ο ήλιος μεσ΄ από τα φύλλα της ελιάς
Παίζει στο πρόσωπό του 
Ο παππούς με το μαύρο σκούφο 
Σκυμμένος στη γη τσαπίζει τα δένδρα του 
Όσο είναι βολετό 
Σταγόνα τη σταγόνα να γεμίσει και πάλι 
Μια μικρή λίμνη
Ύδωρ το ζων.

Έτσι και ο λόγος του
Λόγος Κυρίου. 

...

Στις σήκωσες 
Βάζαμε τον παππού να τραγουδήσει 
Το λυγερό και κοφτερό σπαθί μου
Εσείς τον Τούρκο σφάξατε
Τον τύραννο σπαράξατε
Να ζήσει το σπαθί μου
Ν΄ αναστηθεί η πατρίς μου

Οι Τούρκοι χίμηξαν πάνω στα παιδιά 
Έλεγε ο παππούς
Τα σχολιαρούδια πάγαιναν εκδρομή
Και τραγουδούσαν

Κι έφτασαν τρέχοντας 
Στο σπίτι του παππού παπά
Να βρουν σωτηρία

Σήκωσες κι Ιεροτελεστία

σχεδόν: Ποιητική Συλλογή του Πάμπου Κουζάλη εκδοθείσα το έτος 2015

Ιούλιος


Πρωτοχρονιά πρώτη φορά χωρίς εκείνον
Μέρες καλές σου έλεγα
μου 'λεγες πως σου λείπει
Φίλησα δάκρυ μάγουλο
δάκρυσες λόγια χώρια
Κάθε που θ' αλλάζει ο χρόνος
με τον Ιούλιο ποτήρια θα τσουγκρίζεις
Μόνη θα πίνεις το κρασί, μόνος θα φεύγει εκείνος

***

Χρέος


Το πατημένο χώμα πάτωμα σαρώνω με φρουκάλι
Θα έρθουνε σε λίγο οι δανειστές να μου πάρουν το σπίτι
Χτυπώ τα πόδια καταγής
να φύγει η σκόνη απ' τα παπούτσια
Ξυπνάνε κι εξεγείρονται μια δράκα εγγυητές
κεκοιμημένοι από καιρό
άγνωροι πρόγονοι γνώριμοι κληροδότες
Χτυπούν τα χέρια καταγής
κλαίνε κι ανασηκώνονται και χαιρετούν και λένε
Εμείς είναι το πρέπον να πληρώσουμε
Πέρδικες χαμηλοπετούν φωνάζουν τη βροχή
Τα νέφη ανοίγουν την αγκάλη τους
Τρεις αστραπές μαλώνουνε
και κεραυνός περήφανος και πρωτοχορευτής
κόβει στα τέσσερα
δοκάρια και καρφιά
Το πλιθάρι επιστρέφει στην αρχή του
Χώμα μου κι άγιο μου νερό
κι εσύ βελόνι στ' άχυρα και στάχυ ραγισμένο
Είδα σε που πρασίνισες
κι έριξες άγκυρες καινούργιες να ριζώσεις
Καλή αντάμωση

***
Λάσπη 

Σπίτι από λάσπη
Ναι
Να το λειώνει η βροχή η καλή μου
Να το πλάθω ξανά
Να ντύνομαι πηλό μέχρι τα μάτια
Να γίνομαι το σπίτι μου
Να με λειώνει η βροχή η καλή μου
Να επιστρέφω στη γη
Να ’ρχονται μυρμήγκια μετανάστες
Μαζί τους σε λαβύρινθους πνιγμένος ναυαγός
Ώσπου να ’ρθει άλλη βροχή
καλή μου
να πνίξει όσα δεν είπαμε
στο φως να βγούνε άγουρες
σταγόνες
να ζυμώσω


ένα : Ποιητική Συλλογή του Πάμπου Κουζάλη εκδοθείσα το 2011



Αν


Γνωρίζω πως το «αν»
ουδέποτε ευδοκίμησε
στης ιστορίας τους καρπερούς αγρούς
Μα πάλι λέω
αν
αφού είχαν όλα προαποφασιστεί
κι ήταν η προδοσία
προδιαγεγραμμένη
Αν, λέω, είχα αποσκιρτήσει
κι είχα επιστρέψει
στου λαιμού σου την απάνεμη καμπύλη
Αν τους άλλους τριάντα επτά
είχα κλειδώσει άκλαυτους
στο ομαδικό τους πένθος
Θα μ' αγαπούσες;

***

Τελωνείο


-Τι έχετε να δηλώσετε;

-Λίγο αλάτι
να ξυπνάει τις πληγές
Μια σημαδούρα
για να βρίσκουν το βυθό τους
οι αναμνήσεις
Ένα χαρτοκόπτη
ν' ανοίγει δρόμο
στις άγραφες μέρες
Κι ένα ψαλίδι
για τα εγκαίνια
των νέων συνόρων

***

Παύσεις


Παρακαλώ τον υποβολέα
να μην ψιθυρίζει συνεχώς τα λόγια
τα επόμενα
Αυτά τα γνωρίζουν οι υποκριτές
Τις παύσεις να τους θυμίζει
Τις παύσεις


***

Αναμονή


Ιστιοφόρες
οι ώρες της αναμονής
οι αβάσταχτες
Δεν θα τους κάνω το χατίρι
Θα κρύψω επιμελώς
τους μικρούς στεναγμούς μου
για στιγμές ηδονής
Κι ας μείνουν τα πανιά τους
ζαρωμένα

***

Χαμόγελο


Καλά είμαι
Πότε μου έρχεται το σπίτι ως τη μέση
Πότε ξυπνάω στο ημίφως του βυθού
Παράπονο δεν έχω
Στο τραπέζι ένα πιάτο με προζύμι
φουσκωμένο
Στη ραγισμένη κρουστά του
διαβάζω ένα χαμόγελο
που πάει να γίνει στάχυ


***

Νυχτερινό


Είναι πολύ αργά
Αργά κυλά η νύχτα
Οι εργαζόμενες αγκαλιές
έχουνε σχολάσει από τις έξι
Πρέπει επειγόντως να βρω
διανυκτερεύον σώμα

***

Χρόνος


Τι θλίβεσαι;
Φέρεις ακεραία την ευθΰνη
του γήρατος
Λησμονείς
που κάθε Δεκέμβρη τραγουδούσες
«γέρο χρόνε, φΰγε τώρα»
Έφυγε ο χρόνος και το τώρα
Κι έμεινες γέρος

ραπτός λόγος: Ποιητική Συλλογή του Πάμπου Κουζάλη εκδοθείσα το 2003

Δελτίο καιρού


Δελτίο καιρού
Πολύ παλαιού καιρού
Έβρεχε ασταμάτητα
σταγόνες αδρές
Πόσες ν’ αδράξει
μια παλάμη παιδική;
Και πώς να σβηστεί
πρωθύστερα
δίψα μελλοντική;

Είδα την πρώτη αστραπή
Με μάτια σφαλιστά
έπιασα να μετρώ
τα βήματα του χρόνου
πέντε, δέκα-δεκαπέντε
«Βγαίνω»
ψιθυρίζει κάθε βράδυ
η βροντή
η αναπόδραστη
Ακόμα να φανεί

Σήμερα
ενδέχεται να σημειωθούν
πέντε, δέκα-δεκαπέντε
λησμονημένες φωνές
σε όλα τα προσήνεμα
ακρωτήρια
σώματα

***

Οδός βροχής


Οδός βροχής
Οι ζυγές σταγόνες απ’ τη μια
Αντίκρυ μόνες οι αστραπές
Μη δουν μοναξιά
χωρίς φόβο στα μάτια
Μεμιάς την κεραυνώνουν

Οδός μοναχικής βροχής
Σήμερα δεν φοράω τα μάτια μου
μα βρίσκω εύκολα το δρόμο
Ξέρω
δεξιά εσύ
αριστερά εσύ
Πώς να μη σε χάσω;

***

Ηρωικό


Υπόσχομαι
ύμνους άλλων ηρώων
να μη σιγοτραγουδήσω
Υποσχεθείτε όμως κι εσείς
πως δεν θ’ αφήσετε
άλλο πετροχελίδονο
ν’ ανέβει στον ιστό

***

Ανάμνηση


Ξύνω με τα νύχια το απόγευμα
μοσχοβολάει τ’ άρωμά σου

Στύβω το βραδινό αεράκι
μεθώ με το κελαρυστό σου γέλιο

Βάζω την παλάμη στη φωτιά
ακούω να σβήνουν στην αυλή τα βήματά σου

***

Καθρέφτης


«Χορεύετε;»
Πώς να πεις όχι
σε καθρέφτη με ξυλόγλυπτο χαμόγελο
Χορέψαμε ώρα πολλή
Το κεφάλι γερμένο στον ώμο του
αναζήτησε την αθέατη κόψη

Έβλεπα από ώρα
το είδωλό του
να κατοπτρίζεται
στις φοβισμένες κόρες
«Τι ομορφάντρας,
Θεέ μου, ο θάνατος!»
Πώς να πεις όχι
σε καθρέφτη
που σε κοιτάει κατάματα


***

Σιωπή Ι


Γέφυρα η σιωπή
Οι λέξεις δεν τολμούν
να την πατήσουν
Μόνο τα βλέμματα
ξεχειλίζουν
νερό καθαρό
πολύλογο


Σιωπή ΙΙ


Ποτάμι η σιωπή
κυλάει πάνω στην άσφαλτο
ωδή πλανόδια
κυριακάτικη
Ψυχή δεν έμεινε
να ρίξει νόμισμα αργυρό

**

Στιγμή


«Μια στιγμή επιστρέφω»
Ψέμα δεν είπες
Μου επέστρεψες
τη στιγμή
και την κάρφωσες
τελεία
στη μέση
της ανυπεράσπιστης
αγκαλιάς

Πάμπος Κουζάλης (μικρό βιογραφικό)




Ο Πάμπος Κουζάλης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1964. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί για τηλεοπτικές παραγωγές και για θεατρικές παραστάσεις. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες στην Κύπρο και στο εξωτερικό. 

Ποιητικές συλλογές: 
  • «ραπτός λόγος» (2003)
  • «ένα» (2011) και 
  • «σχεδόν» (2015)
Έχει εκπροσωπήσει την Κύπρο σε λογοτεχνικά φεστιβάλ στη Γαλλία, Γερμανία, Σουηδία, Λιθουανία και Ελλάδα.

περισσότερα: http://www.parakentro.com/kouzalis

Έλεγχος διαβατηρίων / Κουζάλης Πάμπος


Εάν πρέπει να τεθεί σφραγίδα
παρακαλώ
όχι στο χέρι
Μ΄αυτό σβήνω τις μέρες
Θα μου φαίνεται
Εάν πρέπει
θα κλείσω τα μάτια
και σφραγίστε τα

Μνήμες / Κουζάλης Πάμπος


Επικαλύπτονται οι μνήμες
Αμφιπρόσωπες εικόνες
από χέρια πολλά ζωγραφισμένες
Έχω στους ώμους τη βαριά σχολική τσάντα
Παίζω κρυφτό με τη γιαγιά μου
Τρέχει ξοπίσω μου
κρατώντας μια φέτα ψωμί με ζάχαρη
Συνομήλικες οι απορίες μας
Στον εφηβικό καθρέφτη μπροστά
μαζί με τον παππού
στρίβουμε περήφανα τα χνουδωτά μουστάκια
Φοράω παπούτσια αθλητικά
Κάνω άλμα εις μήκος χρόνου
και ντύνομαι γαμπρός
Σκύβω το κεφάλι
τα στέφανα γλυκά να μου φιλήσουν
Σηκώνω το βλέμμα και μου χάνονται
Γίνονται παρανυφάκια με συστολή εφτάχρονη
Με τη λαμπάδα τους φωτίζουνε τα βήματα
να βλέπω να γεράσω

Κέρμα ασφαλείας / Πάμπος Κουζάλης


Με τα παπούτσια μου τα πρώτα
σήμερα θα πάω βόλτα τους γονείς μου
Θα τους κρατάω απ’ το χεράκι
στράτα στρατούλα
Τώρα που μάθαν να ξεχνούν
να τους θυμίσω πώς με μάθανε
να περπατώ
στράτα στρατούλα
Θα τους κεράσω παγωτό
Μιαν αρμαθιά τραγούδια
Κι ένα κέρμα θα τους δώσω
για ώρα ανάγκης
να τους κρατήσει το παιχνίδι ως το τέρμα

Μικρές απαγγελίες / Πάμπος Κουζάλης



Μονήρης και κατηφής Δεκέμβριος
ζητεί Αλκυονίδα μέρα
για φωτερό σκοπό
***
Ζητείται
αποχαιρετιστήριο βλέμμα
σε παραμεθόριο σκίρτημα
για επείγουσα
σιδηρόδρομη αναχώρηση
***
Σοβαρός κύριος
κυρίως μόνος
ζητεί
για μερική απασχόληση
ανεμοχαρή σκέψη
***
Διατίθεται σώμα
ανεπίσκεπτο
σε άριστη κατάσταση
λόγω αιφνίδιας αναχώρησης
της νιότης του
***
Κερδοφόρος μοναξιά
και πόθος ανεκπλήρωτος
έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση γάμου 
***
Ραπτομηχανή ζητά επειγόντως
κλωστή μεταξωτή
για προσαρμογές
σε ρούχα που μεγάλωσαν
μακριά απ’ τα σώματά τους

Αύριο / Πάμπος Κουζάλης



Περίοπτα στην προθήκη τους
οκτώ λογιών στεφάνια

Δάφνη ανθισμένη
νικητές
να στέψει αυριανούς
Περίτεχνα πλεγμένη ελιά
και δυο κλαδιά του πεύκου
Δίπλα, της μέθης ο κισσός
και σέλινο του πένθους

Όποιος κρασί θέλει να πιει
ρόδα για τα μαλλιά του
Κι όποιος περνάει απέναντι
παίρνει λευκά λουλούδια
Μα η Αφροδίτη με μυρτιά
τον έρωτα κυκλώνει

Κι εμένα;
Ποιος ξέρει άραγε
τι στεφάνι θα μου ξημερώσει

Ευμετάβλητο / Πάμπος Κουζάλης

Αν εκπέσουν οι υποσχέσεις μου
και το διπλά υποθηκευμένο σώμα
δεν μπορεί τις δόσεις να πληρώσει
θα εκτυπώσω χαρτονόμισμα ολοκαίνουργιο
χωρίς της όψης σου αντίκρισμα κανένα
Θα εξακολουθήσω κοιτάγματα χρυσού
ν’ αποταμιεύω δίχως σου
μέχρι ν’ αποδείξω πως είναι η γη επίπεδη
Αφού τα βλέπω τα μέλη τα πλεούμενα
να μου μακραίνουν στο χείλος του ορίζοντα
και να κατακρημνίζονται στο σκοτεινό αιδοίο του ουρανού

Γέφυρα / Πάμπος Κουζάλης



Αίφνης
αποτραβήχτηκε η όχθη
η μόνιμα αντικρινή
Αμήχανη η γέφυρα
τείνει την παλάμη στο βυθό
Κλείστηκαν όλοι οι πόθοι οι αυτόχειρες
μαργαριτάρια
σε κελύφη σφραγιστά
Ουδείς αποκρίθηκε

Πώς; / Πάμπος Κουζάλης

Αλήθεια πώς να σου εξηγήσω
γιατί φιλούσαμε το ψωμί
που είχε πέσει στο πάτωμα;
Αλήθεια πώς να σου εξηγήσω
γιατί μαζεύαμε τα ομορφότερα λουλούδια
για τον επιτάφιο;
Αλήθεια πώς να σου εξηγήσω
γιατί, όταν κάποιος έφευγε ταξίδι,
ρίχναμε πίσω του νερό;
Αλήθεια πώς να σου εξηγήσω
γιατί στρώσαμε τα κρεβάτια μας
πριν φύγουμε κυνηγημένοι απ’ τ’ αλεξίπτωτα
που πέφταν στην αυλή μας;