Καράβι, πώς σε
νοσταλγώ, με τον ρυθμό σου τον γοργό
την άπλα του
θαλασσινού τού κάμπου να διασχίζεις
και πίσω
τούφες τον καπνό –μυχτηρισμό στον ουρανό
που όλο γελάει
στο κενόν– άνοιαχτα να σκορπίζεις!
Καράβι, τώρα
από μακριά σε βλέπω να τραβάς, αλιά,
στη χώρα που
σαν όνειρο είδα ή σαν παραμύθι
και με τη μαύρη
σου θωριά να μου γητεύεις την καρδιά
που πάει να
σπάσει απ’ άπλερη μια πεθυμιά στ’ αστήθι.
Γίνεται η
σκέψη μου πουλί που δεν λογιάζει το κλουβί
του χρόνου,
και το μάκρεμα του τόπου δεν φοβάται
κι αφήνει το
άχαρο κορμί –λες κι αναζήταγε αφορμή–
στου πόθου του
ανωφέλευτου την κούνια να κοιμάται,
κάποιες
νυχτιές που η ξαστεριά βάφει τη γη μενεξεδιά
και με το
στόμα τ’ αηδονιού –τη γλώσσα των ερώτων
που ξέρουν
μόνο τα πουλιά– και την τριανταφυλλευωδιά
anch’ io son’
pittore* λέει σαν κάποιος άλλος Τζιότο*.
Και ταξιδεύει
ολονυχτίς ποτίζοντάς με μιας πηγής
τ’ αθάνατο
νερό που ώς χτες ανίδεος αγνοούσα
και γίνεταί
μου ο μυητής κάποιας αιθέριας μουσικής
που
μελιστάλαχτα αδονά τη φτωχική μου Μούσα.
Γοργό καράβι,
αλαργινό, πώς δεν με παίρνεις να τη δω
ξανά, να νιώσω
γύρω μου την πόλη που λατρεύω
μόνε μ’
αφήνεις μοναχό ν’ ακούω του πόνου τον αχό
και λατρεμένες
θύμησες θλιβά ν’ αργαναδεύω;
* Είμαι κι εγώ
ζωγράφος
* Τζιότο, ο:
ιταλός ζωγράφος, γλύπτης και αρχιτέκτονας
(1266-1337),
κυριότερος πρόδρομος της Αναγέννησης στην
Ιταλία.