Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσιαήλης Ρ. Χρίστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσιαήλης Ρ. Χρίστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Το Αστικό Σκούντημα / Χρίστος Τσιαήλης



Στο καράβι φόρτωσα γιους, κόρες και εγγόνια. Κάποιοι στην πλώρη στάθηκαν, στην πρύμνη άλλοι. Άλλοι μπροστά αγναντεύουνε περαστικούς, οι πίσω ποδηλάτες. Γυρνάμε σε τετράγωνα ετούτη τη θάλασσα, πορεία σεσημασμένη. Εθνική παρέλαση στη λεωφόρο απέναντι. Να κατέβω. Μα δεν μπορώ, σε ετούτα τα βρώμικα νερά των υπονόμων δεν θα πατήσω. Φώτα τροχαίας  - κόκκινο -  Μα το καράβι δεν ξαναξεκινάει. Τετράκοπος άπανη, στα κτίρια κτυπάμε τα κουπιά, μα πια δεν προχωράμε. Οι κόρες κάτω τα καρφώνουνε, μα άμμο πια δεν βρίσκουν, μον ένα μαύρο υλικό σκληρό. Το τελευταίο δόρι πριν τραβήξω να τρυπήσω τη σημαία απέναντι, «Ιάσονα!» με σκουντάει η Βενετία.

Απόσπασμα από την Συλλογή: Εκατόλεξο με ίχνος διαλόγου

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Είμαι το Δέντρο – Οι Μάχες της Ενοχής και της Ανάγκης./ Τσιαήλης Ρ. Χρίστος


Είμαι το δέντρο που απέναντί του στάθηκες με το τσεκούρι
και με τη μηρυκαστική ματιά σου μέτρησες.
Μέτρησες χρόνια πάνω στη ροζαριασμένη φλούδα μου με δάκρυα στα μάτια
μέτρησες χρήμα στις διαστάσεις του κορμού μου αγκαλιάζοντάς με,
μέτρησες ζέστη στο τζάκι τη σφαγή μου φαντασιαζόμενος,
μέτρησες.
Και τι δεν μέτρησες.

Είμαι το δέντρο που υποσχέθηκες λίγο χρόνο να χαρίσεις, να γίνω αιωνόβιο,
στο γύρισμα της χιλιετίας που με βρήκες γερασμένο,
που υποσχέθηκες σύμβολο να με κάνεις της ζωής με τα ποιήματά σου,
που υποσχέθηκες να με ζωγραφίσεις στους πίνακές σου με πουλιά,
που υποσχέθηκες.
Και τι δεν υποσχέθηκες.

Είμαι το δέντρο που μεγάλωσες για χρόνια στην αυλή σου με αγάπη,
με μεγάλωνες με αγιασμένο νερό από την Ιερουσαλήμ,
με μεγάλωνες με λίπασμα απ’ τις καμήλες της ερήμου για ν’ αντέχω,
με μεγάλωνες με δάκρυ απ’ τους άδικους πόνους της ζωής σου,
με μεγάλωνες.                  
Και πώς δεν με μεγάλωνες.

Είμαι το δέντρο που πότιζε ο παππούς σου ο καπετάνιος όποτε ξεμπάρκαρε,
που πότιζε ο πατέρας σου ο εργάτης στο εργοστάσιο φωταερίου απ’ το υστέρημά του,
που ήθελες να πότιζε ο γιος σου,
που ήθελες να γράψεις επάνω μου το όνομά σου για τα δισέγγονά σου

-Μα άλλοι δεν ήθελαν-

Και με την πρώτη ανάγκη που σου επέβαλαν
βρήκαν τον τρόπο να σου μειώσουνε τα πάντα
και όσα δεν κατάφεραν σε πείσανε να τα κόψεις εσύ.
Και τώρα δεν είμαι το μολύβι που χαράσσει τη μοίρα ενός δέντρου.
Και τώρα δεν είμαι το χαρτί που γράφεις το ποίημα ετούτο.
Και τώρα δεν είμαι το έπιπλο που ακουμπάς.
Και τώρα δεν είμαι η ψυχή που σε γυροφέρνει
και εσύ την ονομάζεις έμπνευση.
Γιατί είσαι ένας ψεύτης ποιητής
Και είμαι το δέντρο.

 Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης


Σάββατο 14 Μαΐου 2016

‘Klotho Surfaces’:παρουσίαση του μυθιστορήματος

Ο Εκδοτικός Οίκος Αρμίδα
Και  
ο συγγραφέας Χ.Ρ.Τσιαήλης

Σας προσκαλούν στην παρουσίαση του μυθιστορήματος ‘Klotho Surfaces’,
που είναι το πρώτο βιβλίο από την Τριλογία Επιστημονικής Φαντασίας ‘TheOmniconstants’.

Χώρος εκδήλωσης: Science and Space Cafe, Λευκωσία, πλησίον Λήδρα Πάλας.
Παρουσίαση: Max Sherridan
Διαβάζουν: Zoe Piponides, Erini Loucaides και ο συγγραφέας.


Θα ακολουθήσει δεξίωση

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Νέες οδηγίες ...8 Κρυμμένων Ήχων /Τσιαήλης Ρ. Χρίστος


[πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ‘ΡΩΓΜΕΣ’ εν Αθήναι, Δεκέμβριος 2008]


Πειθήνιο κάρμα των κλινών,
ευθανασία σκύλων επέρχεται, σιωπηλά
Προσοχή! στους νοσοκόμους με τα μπλε! Προσοχή!
Με πάνινα παπούτσια πλησιάζουν.
Έδεσμα θεσπέσιο ο ορός
κι αν η ένεση άηχα εξέλθει, κι από το στόμα πόσις.
Προσοχή! στο κράμα των ηλεκτρολυτών και των
βιταμινών! Προσοχή!

Νοσοκομειακό χωρίς σειρήνα,
ήσυχη απόψε η πόλις,
όλοι υγιείς,
αυξάνει ταχύτητα το αμάξι εκείνο, κόκκινο το φανάρι, κι άλλο γκάζι
το κρυμμένο κλικ της καρωτίδας που σπάει,
το ψιθυριστό αίμα που στάζει
ήσυχη η γειτονιά σου απόψε
μόνο λίγο πιο μικρή.

Πειθήνιο κάρμα της ηρεμίας των υγιών,
κίτρινο μαξιλάρι και κουμπί φωτεινού συναγερμού.
Προσοχή! στα παγωμένα ακουστικά που ψαχουλεύουν!
Προσοχή!
Στο δέρμα κυλάνε σαν χέλια,
θα βρουν στους κρυμμένους ήχους
τον κλασματικό κτύπο της καρδιάς.
Προσοχή! Στο μίγμα του ορού και του σάλιου!
Προσοχή! Προσοχή! στο κράμα των κολλημένων βράχων
και του σιωπηλού βοτσάλου στη βιβλιοθήκη σου
Προσοχή! μην στάξουν, μην κυλήσουν έτσι, χωρίς ψυχή.



© Χ.Ρ. Τσιαήλης

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Ίσως Αν Γενώ / Τσιαήλης Ρ. Χρίστος


Η οθόνη, αυτό το τετράγωνο,
νόμιζα στην αρχή πως ήτανε σελίδα,
πώς να το ήξερα πως δεν ήτανε χαρτί,
- τίποτα δεν ξέρω
αν δεν μου το πει εκείνος -
Η οθόνη, σε αυτό το μηχάνημα,
που το ονομάσανε υπολογιστή,
η λάμψη σε αυτή την οθόνη,
ένοιωθα εκτεθειμένη.
Ένοιωθα γυμνή.
Και έλεγα στον εαυτό μου,
ποίημα είσαι, να είσαι γυμνή,
να είσαι έτοιμη.
Και άφηνα το χέρι του ελεύθερα να με αντιγράφει με το ‘copypaste
εδώ κι εκεί
στο ψηφιακό δίκτυο το κοινωνικό
όπως μου έλεγε κρυφά στ’ αφτί
για να με σαγηνεύσει,
να μη χαθώ,
να μη σβηστώ απ’ την οθόνη την μπαγάσικη.

Μα εγώ στα μέσα της διαδρομής
πεθύμησα το αληθινό χαρτί.
Να απλωθώ σε μία-δυο σελίδες,
το αληθινό μου μελάνι να αερίσει
η ζεστή ενός αναγνώστη αναπνοή.
Πεθύμησα τόσο πολύ το απαλό εκείνο χέρι της γριάς
που ανακάλυψε την ποίηση στα εβδομήντα
να με αγγίξει.
Ποθώ το δάκρυ του καρδιοκτυπημένου αγοριού
που ερέθισα το συμπαθητικό
να έτρεχε επάνω μου, σε κάποιες λέξεις,
πραγματικά να με ύγραινε,
και μια αιώνια κιτρινίλα να μου άφηνε,
και θα την έκανα εγώ ελπίδα.
Γιατί θα είχα εξώφυλο, και όργανα σεξουαλικά,
και  ένα ωραιότατο εξώφυλλο,
-  Αχ πόσο το επιθυμώ -
γιατί θα ανήκα σε ένα βιβλίο.
Και έτσι θα είχα - για εκείνον - υφή,
να επανέρχεται,
να με ξαναδιαβάζει,
να με ξαναγράφει,
να θυμάται.

Σε ένα κλειστό, αδιαφανές, ψηφιακό παράθυρο,
τέτοια λουκούμια και τερτίπια δεν θα βρει.
Κι ούτε θα του δώσω.

Μα τίποτα.
Τίποτα απ’ όλα αυτά που έχω πεθυμήσει.
Παραμένω σα μαύρη, φωτεινή, λευκή κατάρα εδώ.
Με ‘enter’ με διαβάζουν και με ‘scroll
κι ακούω κάποτε να λέει ο ένας στον άλλο
πάτα το ‘χι΄’ με το ‘cursor’ σου δεξιά επάνω,
its just a poem’.

Είμαι απλά ένα ποίημα,
είναι αλήθεια.
Μα όταν ρέω ψηλαφιστά
σε κύματα ψηφιακά,
όταν ψάχνω το σώμα μου τυπωμένο  επάνω σε χαρτί
και δεν το βρίσκω,
μον’ βρίσκω την ψυχή μου βιασμένη
με άγνωστα ψηφία,
το  νόημά μου υπερκαταναλανωμένο
σε άσχετες ιστοσελίδες
την ύπαρξή  μου υπό σοβαρή αμφισβήτηση,
υπό διαπραγμάτευση την προέλευσή και τον προορισμό μου,
τι ποίημα είμαι τότε εγώ;

Μα εγώ φταίω
που ήθελα να γίνω ‘Ποίημαν Ψηφιακόν’,
η ‘εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή’,
για να γενώ γνωστή,
για να γενώ αρεστή.
Μα έγινα άγνωστη ακόμη πιο πολύ
κι από την άδική μου ειμαρμένη ασημία.
Κι από τ’ αδέλφια μου στα παρατημένα ισχνά βιβλία,
έγινα ακόμη πιο βαρετή.
Δύσκολα διαβάζομαι,
εύκολα προσπεράσιμη
γιατί θέλησα να είμαι παντού.
Και τώρα δεν είμαι πουθενά.   

Η οθόνη, αυτό το παραπλανητικό, μουντό, λευκό, λαμπρό τετράγωνο,
στους υπολογιστές του κόσμου,
νόμιζα πως θα ήτανε βήμα,
κι αποτυπώθηκα αυτού,
και διαδικτυώθηκα.
Ήθελα κι εγώ λίγη καινοτομία,
μα πόσο το μετάνοιωσα.

Πέθανε κι ο επινοητής του RSS.
Αυτοκτόνησε, έμαθα,
περίμενα πότε θα ανακάλυπτε εκείνο το κουμπάκι
που αυτοκτονεί κανείς διαδικτυακά,
με τον αντίθετο κι αντίστροφο μηχανισμό του RSS
για να πάψω να παρακαλάω τα βιαστικά μάτια
καρφωμένα στις λαμπρές οθόνες,
αδιάβαστη.

-Re Sy Stamata!
Ti diavazeis ekei?
-Den xerw, den katalava.
-Pata to ‘x’ me to ‘cursor’
-Poio???
-Re ‘sy, afou sou to edeixa prin,
ekei deksia epano,
nai re,
to ‘x’,
it’s just a poem!

-A poem?


©Χρίστος Ρ. Τσιαήλης.


Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

Ο Τρίτος Απεργοσπάστης του Χρίστου Ρ. Τσιαήλη

 Όταν η έναρξη κηρυχθεί της Μεγάλης Απεργίας, 
θα μαζευτούμε όλοι στην αυλή του Εργοστασίου. 
Θα κοιταχτούμε στα μάτια μεταξύ μας 
για την εμπιστοσύνη θα φωνάζουμε χωρίς φωνές, 
για την αλληλεγγύη θα μιλάμε χωρίς ομιλίες,
 χωρίς διαλόγους για το σκοπό θα συζητάμε. 
- μόνο με τα μάτια –

Σε μια ανύποπτη στιγμή 
θα ξεμυτήσει από τη μάζα μας 
ένας γεράκος, 
τρομαγμένος και οσφυοκάμπτης, 
θα προχωρήσει προς την ανοικτή πόρτα του Εργοστασίου. 
Πίσω δεν θα γυρίσει να μας κοιτάξει. 
Θα μπει

Θα κοιταχτούμε στα μάτια μεταξύ μας 
και την απαξίωση θα φωνάξουμε με ψιθύρους 
και την προδοσία θα χλευάσουμε με βλοσυρές ματιές 
και τον Πρώτο Απεργοσπάστη με σάλιο στεγνό θα φτύσουμε. 
Μα δεν θα αντισταθούμε, στο κάτω-κάτω, 
τι μπορεί να κάνει ένας γεράκος μόνος 
σε ένα Εργοστάσιο τεράστιο όσο το παν; 
-- Η Πρώτη Μηχανή μέσα θα σφυρίξει --


Σε λίγες ώρες απραξίας 
ένας Δεύτερος Απεργοσπάστης θα αποσπαστεί
και θα προχωρήσει 
με τους ώμους ανασηκωμένους 
προς την πόρτα ανοικτή. 
Θα γυρίσει να μας κοιτάξει τρομαγμένος και διστακτικός. 
Μα θα περάσει μέσα, 
κι ας ξέρει πως εκείνη τη στιγμή 
καίνε οι πνεύμονές μας όπως καίγανε προ ολίγου του ιδίου. 
Μας ακούει να φωνάζουμε την ντροπή 
με τις αληθινές φωνές μας. 
Μας ακούει για την αθέτηση της υπόσχεσης 
να ωρυόμαστε με οργή. 
Με το όνομά του τον φωνάζουμε, 
μα δεν απαντά. 
Κραυγάζουμε συνθήματα άγρια, 
κανείς δεν φοβάται τον Εργοδότη, 
με δυο Απεργοσπάστες, 
το Εργοστάσιο πώς να παράξει;
 -- Μια δεύτερη, μεγαλύτερη Μηχανή 
φυσάει καπνό 
από το δεξιό Φουγάρο -- 


Κατά το σούρουπο, 
από την απέραντη ηρεμία της πόλης σαγηνευμένη, 
η Απεργία μας ήρεμη αναμένει 
για τη μισθοδοσία μια απάντηση. 
Μέσα η Συντεχνία συνομιλεί.
Ένας Τρίτος Απεργοσπάστης ξεμυτάει δειλά μέσα στα σκοτεινά.


Αδράττομαι της ευκαιρίας ετούτης για να τρέξω προς την πόρτα 
γιατί πάντα επίστευα ότι το αφεντικό θα με εμπιστευτεί περισσότερο 
αν του δείξω ότι εγώ θα είμαι πάντα στο πλευρό του, ότι κι αν γίνει, 
γιατί είμαι ο πιο νεαρός σε ηλικία, 
γιατί έχω ανάγκες, 
γιατί δεν ξέρω τι είναι πιο ανήθικο, 
να προδίδω τον Εργοδότη 
ή την Απεργία, 
γιατί είμαι εγώ που αξίζω να εργάζομαι κι όχι όλοι αυτοί πίσω μου. 
Μα στα τρία βήματα με πήραν χαμπάρι
οργισμένοι χυμήξανε επάνω μου, 
- ωχ, ο πόνος της Δικαιοσύνης της Μάζας - 
δεν τον περίμενα τόσο λυτρωτικό, 
οι πέτρες το βράδυ είναι πιο λευκές από ότι ενόμιζα, 
τα ρόπαλα είναι πιο μαλακά όταν δεν τα διακρίνεις, 
το αίμα είναι λιγότερο κόκκινο 
και πιότερο δροσερό 
στο δέρμα σου σαν κυλάει, 
αν δεν είσαι εσύ ο σωστός τελικά, 
αν σου αξίζει η μοίρα που επέλεξες. 

Ήσουνα – φαίνεται -- εσύ 
ο Τρίτος Απεργοσπάστης, 
μα τώρα δεν θυμάσαι,
γιατί η Τρίτη Μηχανή δεν ξεκίνησε, 
αφού δεν πρόλαβες να εισέλθεις, 
μον αρχίσανε μετά από την αποτελείωσή σου
 ένα πραξικόπημα σφοδρό, 
του οποίου την έκβαση 
δεν θα μάθαινες 
ποτέ.


Για λίγο καιρό να μάχονται 
τους παρακολούθησαν 
ο γεράκος και ο μεσήλικας 
με τη μούρη να αχνίζει κολλημένη 
σε ένα τζάμι του Εργοστασίου 
και με το Περίστροφο του Εργοδότη στον κρόταφό τους 
υπό των ήχο των δύο Μηχανών να δουλεύουν 
- χωρίς Προϊόν - 


Χρίστος Ρ. Τσιαήλης