Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικολάου Θεοδόσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικολάου Θεοδόσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Ερωτική Ιστορία / Νικολάου Θεοδόσης

Τὸν ἀγάπησε γιατί εἶχε μαῦρα μάτια

Καὶ τὰ μάτια του πέταγαν σπίθες.

Τὴν ἀγάπησε γιατί μιὰ πλεξούδα χρυσὴ τῶν μαλλιῶν της

Κυμάτιζε πάνω στὸ μέτωπό της.


Σμίξανε τὰ βήματά τους

Σμίξανε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα.

Μιὰ πυρκαγιὰ τότε φούντωσε

Ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σβήσει

Παρὰ μονάχα στὴ στάκτη.


Τί ὡραῖα ὅμως ποὺ ἔτρεχαν οἱ φλόγες κατὰ μῆκος

τοῦ οὐρανοῦ.

Τί ὡραῖα ποὺ λαφυραγωγοῦσαν τὸ σκοτάδι.

τὸ Σπίτι (απόσπασμα) / Νικολάου Θεοδόσης

Οἱ πόρτες σπασμένες καὶ τὰ παράθυρα σχισμένα
Χαλαρὰ τὰ φατνώματα ἕτοιμα νὰ πέσουν
Κι ἀπὸ τοὺς τοίχους οἱ ἀσβέστες ραγισμένοι
Σωριάζονται στὸ πάτωμα μὲ κρότο κάθε τόσο.
Τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα του ἀλλάζει
Ὅπως ἡ λάμψη ἐνὸς νομίσματος ποὺ ἔρχεται κοντά σου
Ταξιδεύοντας σὲ ποταμοὺς χεριῶν γιὰ χρόνια,
Καὶ δὲν ὑπάρχει νόμος
Νὰ προστατεύσει αὐτὸ τὸ σπίτι
Ὡς οἰκοδόμημα ἰδιαιτέρου καὶ ἐξαισίου κάλλους
Μιᾶς ἐποχῆς ποὺ φεύγει
Καὶ νὰ κριθεῖ διατηρητέον.
Οἱ χαραμάδες ἀνοίγουνε τὴ θέα
Μὲ κάποια ἀδιαφορία ἀποκαλύπτοντας
Αὐτὸ ποὺ τόσα χρόνια μ’ ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα
Κρατοῦσε στὸ ἐσωτερικό του μυστικὸ
Καὶ τὸ περίεργο μάτι μ’ ἐνδιαφέρον προσπαθοῦσε
νὰ ἐρευνήσει.
Καὶ τώρα ποὺ ὁ ἥλιος χαμηλώνει στὸν ὁρίζοντα
Καὶ ἡ σκιά μου ἐπιμηκύνεται καὶ ξεπερνᾶ τὸ ἀνάστημά μου
Σχεδὸν ἐκμηδενίζοντας τὴν ὕπαρξή μου
Φοβοῦμαι μήπως κι ἡ ἀθέατη ὀμορφιὰ του κινδυνεύει
Γιατί τὸ κάθε ὡραῖο ποὺ ὑπάρχει χρειάζεται
τὸ στήριγμά του
Ὅπως τὸ ἄγαλμα χρειάζεται τὸ βάθρο του
Ὅπως τὸ ρόδο τὴν ἰσχὺ τοῦ κάλυκός του.


 ....................................

Τότε καθὼς περνοῦσε ὁ καιρὸς
Συνέβη κοιτάζοντας τὴ μεγάλη λιτανεία νὰ πορεύεται
Κάτι παράδοξο.
Ἦταν σὰν νὰ ἔβλεπα ἀπέναντί μου σὲ καθρέπτη
Τὸ εἴδωλό μου.
Τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου
Νὰ παίρνει τὴ μορφὴ ὅλων αὐτῶν
ποὺ ἀνεβαῖναν καὶ κατεβαῖναν τὶς σκάλες.
Ἡ κτίση ἔλαμψε
Σὰν τὸ ἄστρο ποὺ βγαίνει δροσερὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα
Ὁ τρόμος καὶ ἡ φρίκη παραμέρισαν
Καὶ περνᾶ μὲ τὰ λευκά της ἱμάτια
Ὅλη φῶς
Ὅλη μουσικὴ
Ἡ ζωή, ἡ ὡραία κι ἀγαπημένη.

.............................................



Το πότε χτίστηκε το σπίτι δεν μπορώ να το ξέρω.
Η χρονολογία στο υπέρθυρο* φθαρμένη
Και σε γλώσσα ίσως ακατάληπτη.
Ξέρω μονάχα πως τα θεμέλιά του
Είναι στρώματα από κόκκαλο
Αγίων, πορνών, καλλιμαρτύρων, ηρώων και φαύλων,
Στρώματα από κόκκαλο
Ψαριών και άλλων εναλίων* ζώων
Όστρακα αγγείων και ονείρων
Μαζί με αίμα πολύ που έπηξαν και έγιναν ένα.
Γιατί ποταμοί παπαρούνες
Χύνονται από τις γύρω πλαγιές
Διαρρέουν τον κάμπο
Και το πολιορκούν στα στενά με τον ερχομό της ανοίξεως.
Οι άνεμοι και η θάλασσα
Αφρίζουν, φυσούν, αλλά το σεβάζονται.
Και το μαύρο σύγνεφο που τη στέγη του απειλεί
Τα χελιδόνια το ξεσχίζουν με το ράμφος σε λωρίδες
Και με θριάμβου αλαλαγμούς τις διαλύουν
Μέσα στο γαλάζιο του ουρανού.
Το σπίτι δεν είναι παρά ένας εξώστης
Λίγο πιο πάνω από τη γη
Λίγο πιο πάνω από τα κύματα
Διαρκώς αιωρούμενος.
Και μέσα στον καύσωνα, σχεδόν πάντα,
Ο Δυτικός άνεμος έρχεται κινώντας αργά
τις πτέρυγές του,
Σαλεύει τις κουρτίνες των δωματίων
Σαλεύει τα γιασεμιά,
Τα κόβει
Και στολίζει το καιόμενο μέτωπο των ενοίκων.
Εδώ γεννήθηκα.
 






Ἀπὸ «τὸ Σπίτι», 2002

Οἱ διαλογισμοὶ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου / Νικολάου Θεοδόσης

Γελοῦν ὅσοι δὲν ἄκουσαν τὴν ἠχὼ
Τῶν σταθερῶν βημάτων. Μὰ ποιὸς θ’ ἀκούσει
Μέσα στὴν ταραχὴ καὶ τὶς φωνὲς τοῦ κόσμου;
Ἀσθμαίνουμε γιὰ ν’ αὐξήσουμε τὴν ἀγάπη μας
Γιὰ ὅ,τι θηρεύει ἡ αἴσθηση κι αἰχμαλωτίζει.
Καὶ ἡ ψυχὴ συντετριμμένη σὰν κοχύλια πάνω στὰ λάφυρά μας,
Ποὺ ἡ θάλασσα στὸ τέλος, μὲ ἀκατάπαυστη κίνηση ἐλαφρύνει
Καὶ στὴν ἄμμο ἐναποθέτει.
Ἢ τὸ ἐνισχυμένο χέρι ἄλλες φορὲς
Μὲ στρίψιμο ἐπιδέξιο
Ἀποσπᾶ μ’ εὐκολία ἀπὸ τὸ βράχο.
Εἶδα τὸν καπετάνιο νὰ γελᾶ
Μὲ τὴν πίπα του στὸ στόμα νὰ καπνίζει
Ἐνῶ τὸ καράβι του βούλιαζε.
Γελοῦν ἀκόμα γιατί δὲν ἔχουν κατεβεῖ
Σκαλὶ σκαλὶ τὴ σκάλα
Καὶ δὲν λεηλατήθηκε ἡ ἀκοή τους
Ἀπὸ τὰ σκουριασμένα σιδερικὰ καθὼς χτυποῦσαν
Σὲ σιδερικά. Δὲν ἔχουν ἀκούσει τὰ κλειδιὰ
Νὰ γυρίζουν δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς στὶς κλειδαριές.
Κι ἐκεῖνες τὶς φωνὲς τοῦ πόνου νὰ μαυρίζουν
Μέσα στὶς ἀπέραντες κάμαρες τὸ σκότος
Δὲν ἄκουσαν.
Ἂν ξέραμε
Ἴσως πάνω στὰ χείλη μας θ’ ἄνθιζε
Ἕνα πικρὸ μικρὸ χαμόγελο μονάχα
Ὅπως αὐτὸ ποὺ βλέπεις στὸ πρόσωπο τῶν ἀγαλμάτων
Γραμμένο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τεχνίτες
Τὸν καιρὸ ποὺ ἐρωτεύονταν τὶς πέτρες.