(Στο Βρετανικό Μουσείο)
Ποιος είναι
αυτός ο Πολιτισμός
που κάνει το μάρμαρο
να μιλά;
που το άλογο σέρνει
τον Ήλιον
από τα μαλλιά.
Ο Περικλής
φωνάζει,
μέσα από την Κλεμμένη Πολιτεία.
(Στο Βρετανικό Μουσείο)
Ποιος είναι
αυτός ο Πολιτισμός
που κάνει το μάρμαρο
να μιλά;
που το άλογο σέρνει
τον Ήλιον
από τα μαλλιά.
Ο Περικλής
φωνάζει,
μέσα από την Κλεμμένη Πολιτεία.
Το αγέρι σφυρίζει στ’ αυτιά της
λες και θέλει να την συντροφέψει
στους μοναχικούς βηματισμούς της.
Το κρύο ήπιο και γλυκύ,
λες και θέλει να την κρατά εν εγρηγόρσει.
Ο ήλιος ψηλός κι αγέρωχος
λες και θέλει να γλυκάνει τον πόνο της.
Ενώ τα φύλλα των δέντρων ανεμίζουν,
λες και θέλουν να την χαιρετίσουν.
Ι
Άρχισα να πιάνω στράτα,
να στρίβω καντούνια,
ν’ αλλάζω δρόμους,
να παίρνω
την απάνω βόλτα.
ΙΙ
Σκέψεις που πολιορκούσαν
τους μαιάνδρους του μυαλού.
Δε γράφουμε πια γράμματα στους φίλους μας
και τις κρυφές μας σκέψεις τις κρατά με.
Δε συνομιλούμε. Κοιταζόμαστε.
Και η αγάπη σε χειμερία νάρκη.
Κι ίσως να ’ναι καλύτερα έτσι.
Τουλάχιστον μένουν κλειστές,
προστατευμένες από την αδιακρισία
η την άγνοια
οι πηγές της οδύνης.
Κοιτάζει το φεγγάρι απ’ το παράθυρο.
Μάταια προσπαθεί να το αγκαλιάσει.
Κι όμως φαίνεται να ’ναι πλάι της.
Απλώνει το χέρι.
Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών.
Βγαίνει έξω στην αυλή
προς το πηγάδι.
Το φεγγάρι έχει τώρα έναν αδελφό
που επιπλέει χορεύοντας
στο νερό του πηγαδιού.
Αρπάζει τον κουβά,
μαζεύει το φεγγάρι
και με λαχτάρα το σφαλίζει
καλύπτοντάς το
με τα δυο μικρά της χέρια.
Φως πολύεδρο.
Άγουροι καρποί τον σφρίγους
σ’ εκτεθειμένα σώματα
στα χείλη της κλεμμένης γης.
Βλαστοί, σαν πληγές ανάλλαγες της νοτιάς,
σφράγισαν στην υγρασία των ίσκιων
τις πρώτες διαθέσεις…
Άνυδρα τώρα μέρη τρέφουν τους ίσκιους.
Μια μυρωδιά από ένα μανταρίνι
που δεν πρόλαβα να ξεφλουδίσω
αρμενίζει στις θολές γραμμές
των νοτισμένων κήπων…
Κτίσαμε καράβια
για να μας είναι πιο εύκολο
το ξερίζωμα.
Λάπηθος, ανθισμένο λουλούδι
στην πανέμορφη γη του Πράξανδρου!
Ακονίζουν ακόμα τα μαχαίρια
οι Λαπηθιώτες τεχνίτες σου.
Πλάθουν ακόμα τον πηλό
οι δικοί σου αγγειοπλάστες,
καθώς έμαθαν από πάππου προς πάππου
γενιά με γενιά…
Τα υφαντά σου, ζωγραφιές, θυμητάρια
κεντημένα από χέρια γυναικών
που τις γέννησες,
στέλνουν ακόμα το μήνυμα της παράδοσης
που ποτέ δεν προδώσαμε.
Τα κυκλάμινα ανθίζουν ακόμα
στις παρυφές του σκλαβωμένου Πενταδάκτυλου,
απείραχτα κι ανέγγιχτα απ’ τον χρόνο
κι απ’ του ξένου βαρβάρου το κούρσεμα,
φυλακές της δικής μας άνοιξης
που για χρόνια προσμένουμε
κι όπου να’ ναι θε να ’ρθει.
Οι λεμονιές σου θ’ ανθίσουν και πάλι
σκορπώντας απλόχερα μυρωδιές
που μεθούν την ψυχή
και μεστώνουν τον πόθο
για τον γυρισμό…
Αναστασία Κατσώνη
Βούττημα ήλιου
στη θάλασσα που μας γέννησε
ένα χάδι τρυφερό
στους δρόμους που μας μεγάλωσαν
με τ’ άρωμα της λεμονιάς.
Βούττημα ήλιου
σ’ ένα ταξίδι της ψυχής
ν απλώσουμε το δάκρυ μας
από του Μόρφου στην Πεντάγια
κι απ’ το Ξερό στο θέατρο των Σόλων.
Βούττημα ήλιου
σε χαραγμένες μνήμες του Ιούλη
σε όνειρα που άλλαξαν διαδρομή
σε μισογκρεμισμένα σπίτια
που είναι εκεί και μας προσμένουν.
Α. Καρακόκκινος
Σπίτια χαμηλοτάβανα σειρά
περίμεναν τη δειλινή σκιά μας
να χαμογελάσει στα οπλισμένα τόξα
της κρυφής χαράς των κοριτσιών.
Κι οι ματιές τους πιο πάνω από τη θάλασσα
πάντα αφρισμένες
να σημαδεύουν το χλωρό μας θόλο
πάντα σαΐτες βουτηγμένες στο μύχιο χρόνο
τον κομμένο στα δυο
τον κλεμμένο ιστό της αδέξιας ορμής μας.
Οι πινελιές που χάραξε το φως των χειλιών τους
αυλάκωσαν το μέτωπο μας
να ταξιδέψουν τα λιγνά τους σώματα
κι οι ψυχές που έμειναν πίσω
ξωτικά της πλανόδιας πεθυμιάς.
Στοιχειά των ανέμων
που γδέρνουν το μετέωρο τραγούδι μας.
Μα νιώσαμε τη θάλασσα στον τριγμό της ήβης
ν’ ανοίγει διάπλατα
τα πέταλα των απολιθωμένων πόθων
Γιάννης Ποδηναράς
Την παραμονή ήθελε να δει το σπίτι της.
Την πήραν απ’ το χέρι
Την πέρασαν απ’ όλα τα δωμάτια
Εκατό τετραγωνικά στον δεύτερο όροφο
Κάρφωσε το βλέμμα της στις φωτογραφίες
Στα διπλωμένα ρούχα και στα μπιμπελό
«Δεν θέλω να πεθάνω», είπε
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου»
Το πρώτο της σπίτι ήταν στη Μόρφου
Ξυπνούσε απ’ τον μυρισμένο ύπνο της
Δέκα χιλιάδες τετραγωνικά ανθό
Ύστερα, πέσαν πυροβολισμοί στο σαλόνι
Έφυγαν με το παιδί
Το μικρό ποδηλατάκι του στέκει στην αυλή ακόμη
Κάτι αδικαίωτες πεταλιές φορτωμένο
«Θέλω να μείνω στο σπίτι μου», είπε
Μα έφυγε.