Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

ΑΔΙΕΞΟΔΟ / Χαραλαμπίδης Άγις

 


Τα δάκρυα της
μιλούν όλες τις γλώσσες·
της δυστυχίας, της αγωνίας,
της απόγνωσης, της απελπισίας·
όλες τις γλώσσες·

της καρδιάς
της αλληλεγγύης
της ελπίδας·

τα ματαιωμένα της όνειρα
σε όλες τις γλώσσες
με πικρία και πόνο
εκπέμπουν αγάπη.

ΠΟΙΗΣΗ / Τέμβριου Αθηνά

 


Χτύπα, τον στίχο με το σφυρί
να πάρει τη μορφή του κόσμου.
Σπίθες να πετάξουν τα μάτια
να καεί το ξερό δάσος της μνήμης
ν’ αναστηθούν τα κομμένα
δέντρα που αγαπήσαμε
και τα χέρια να σκάψουν τη γη
ώσπου ο σπόρος σου, Ποίηση,
να καρπίσει και να θρέψει
τους πεινασμένους.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

ΖΟΥΓΚΛΑ / Λίλλη Αυγή

 


Αλύπητα στης ζούγκλας το υγρό κρεβάτι
θα σε ρίξω. Σε δάσος τροπικό με ορμή
ή σε σαβάνα θα σε πάρω. Θα ’σαι κάτι
σαν στολίδι και λάφυρο: δικό μου κορμί.
Σαν ορχιδέα θα ’μαι ανοιχτή, θα στάζω
σε ιδρωμένα δάχτυλα∙ γδέρνω, δαγκώνω
σαν φυτό σαρκοφάγο. Ασημένιο μου βάζο,
θα σε γυαλίζω με τη γλώσσα ώς τον πόνο
τον ήδιστο ν’ αγαπηθούμε. Θα φωλιάσει
στον κόλπο μου το πιο μεγάλο πουλί και
ψηλά θ’ ανέβουμε μακριά απ’ τη χάση
της ζωής που δε ζούμε, ωραίε μου λύκε.
Εγώ το λιοντάρι, στα πόδια σου η μερίδα
δικιά μου τροφή, ο μόνος κόσμος που είδα.

ΜΠΕΤΟΒΕΝ ΣΤΟ ΛΑΠΤΟΠ / Καϊμακλιώτη Αγγέλα

 

Αγάπανθοι τα ριζωμένα μπλε
πυροτεχνήματα.
Σονάτα κάτω απ’ την κληματαριά
το σεληνόφως.
Μετέωρα ακτινίδια τα σύννεφα
κι ο τζίτζικας στην καστανιά
το γρίφο φανερώνει:
Μα ζει;
Μαζί;
Μα ζει!
Μαζί!

ΕΠΙΣΚΕΨΗ / Καϊμακλιώτη Αγγέλα

 


Πήγανε
Κι όταν επέστρεψαν αρρώστησε.
Και δεν τον άφηνε ο Πενταδάκτυλος
να κλείσει μάτι.
Κάθε που βράδιαζε δυο μαύρα κυπαρίσσια
στέκονταν μες στο φως του.
Και δεν τον άφηναν τα βράχια
να μιλήσει
καθώς είχαν σφηνώσει στο λαιμό
όλα τα κάστρα του βουνού.
Κι ούτε να ακούσει πια μπορούσε
αφού οι σκιές του τόπου πυροβολούσαν
ανελέητα το μυαλό του.
Ήθελε να μην είχε επιστρέψει.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

Πίτσα Γαλάζη (βιογραφικό)

Η Πίτσα Γαλάζη  θεωρείται μια από τις αvτιπρoσωπευτικότερες φωvές της Κυπριακής πoίησης, γεvvήθηκε στηv Λεμεσό.
Εμφαvίστηκε στα γράμματα από μαθήτρια με σκόρπιες δημoσιεύσεις στίχωv της σε εφημερίδες και περιoδικά.Τηv ίδια περίoδo λαμβάvει μέρoς στov απελευθερωτικό αγώvα της Κύπρoυ.
Σπoύδασε Πoλιτικές Επιστήμες και Κoιvωvιoλoγία στo Πάvτειo Παvεπιστήμιo.
Τo 1963 εκδίδει τηv πoιητική συλλoγή Στιγμές Εφηβείας πoυ χαρακτηρίστηκε από τηv κριτική ως "η πιo καυτή και αληθιvή μαρτυρία τoυ απελευθερωτικoύ αγώvα 1955-59. 
Έχει δύο φορές τιμηθεί με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Κύπρου.
Το 1999 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης Λάμπρου Πορφύρα της Ακαδημίας Αθηνών.
Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Εκτός από την ποίηση ασχολείται και με το δοκίμιο. Tελευταίο βιβλίο της η μελέτη Οδός Αιμιλίου Χουρμουζίου (2005).

Απεβίωσε Φεβρουάριο του 2023

Εργογραφία 
  •  "Στιγμές εφηβείας", Φέξης, 1963, 
  • "Στα περιθώρια των καιρών", Φέξης, 1968, 
  • "Άσπρη πολιτεία", Φέξης, 1969, 
  • "Δέντρα και θάλασσα", Φέξης, 1969 (Α' Κρατικό βραβείο ποίησης του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου, 1969), 
  •  "Ψηφιδωτό", Κείμενα, 1973, 
  • "Η αδελφή του Αλέξανδρου", Κείμενα, 1973, 
  •  "Υπνοπαιδεία", Εκδόσεις των Φίλων, 1978, 
  • "Σηματωροί", Εστία, 1983, 
  • "Τα πουλιά του Ευστόλιου και ο έγκλειστος", Αρμός, 1997, 
  • "Τα έψιλον της Ελένης", Αρμός, 1998.

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

ΤΑ ΣΠΑΘΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ / Αντωνιάδης Σωκράτης


Έφυγαν τα χελιδόνια από την πόλη
παίρνοντας μαζί τους αντιστίξεις\
των απαλών πεταγμάτων
στα ηλεκτροφόρα πεντάγραμμα
των δρόμων.
Έφυγαν με τα πηγάδια που στέρεψαν
στην ανάγκη μας
με το πλήθος των ζουζουνιών
στο πολύβουο πανηγύρι των κήπων
καθώς το φως ύφαινε στα άνθη
την πολυσήμαντη πολιτεία τους.
Γέμισαν μικρούς θανάτους οι στέγες
κι ο γυρισμός μια υπόσχεση ακατάληπτη.
Απέμειναν στα μπράτσα των ποιητών
τα σπαθιά του Θεού
να εφορμούν και να χαρακώνουν
το αδειανό αζούριο τ’ ουρανού.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

Κλωθώ /ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


Κλωθογυρνάμε στης ανέμης την κλωστή∙
το ριζικό μας στροβιλίζεται σαν σβούρα∙
μας σενεπαίρνει ζάλη και θολούρα
κι αποκοιμιόμαστε γυμνοί στην κουπαστή.
 
Σειρήνων ήχοι μας μαγεύουν θαμαστοί∙
λοξοδρομούμε του μυαλού τη σημαδούρα,
πετούμε φρόνηση, καρδιά σαν άχρηστη σαβούρα
και ξανοιγόμαστε σε θάλασσα πηκττή.
 
Φωνές μας περγελάνε, μάτια σκούρα
τρυπούν σαν βέλη την καρδιά μας τη φριχτή∙
μας υποτάσσουν μ ‘ αξεδιάλυτη μουρμούρα∙
 
λάθος γραμμή, λάθη κι η νιότη μας μεστή
κι εμείς αχρηστεμένοι ΔΟΝΚΙΧΏΤΕΣ, μια φιγούρα
γυμνή στην τραγική της φυλακή.


ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ ΔΕΚΑΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ ‘’
ΕΚΔΟΣΗ : 1990

Βραβείο ΓΙΩΡΓΟΣ Φ. ΠΙΕΡΙΔΗΣ 2023 από την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου

 


 

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου αποφάσισε να απονέμει το ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΙΩΡΓΟΣ Φ. ΠΙΕΡΙΔΗΣ για το 2023 στον συγγραφέα, ανθολόγο, ερευνητή, κριτικό, συν εκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού «Μικροφιλολογικά», Ελευθέριο (Λευτέρη) Παπαλεοντίου, για την πολύχρονη συμβολή του στα Κυπριακά Γράμματα και στον Πολιτισμό της Κύπρου.
Ο Λευτέρης Παπαλεοντίου σπούδασε νεοελληνική λογοτεχνία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1980-1984), όπου συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές (MA 1989, PhD 1994).
Από το 1994 διδάσκει στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου  Κύπρου. Με τον Καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Γιώργο Κεχαγιόγλου έχουν εκδώσει την Ιστορία της Νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας (2010), και με τους Φοίβο Σταυρίδη και Σάββα Παύλου τη Βιβλιογραφία της κυπριακής λογοτεχνίας. Εξέδωσε βιβλία για μεταφράσεις του μείζονος ελληνισμού και επιμελήθηκε εκδόσεων πεζογραφημάτων Κυπρίων.
Με το ίδιο αναγνωρισμένο Βραβείο έχουν τιμηθεί – από το 2009 μέχρι σήμερα - 
οι σημαντικοί λογοτέχνες της Κύπρου: 
  • Μαρία Πυλιώτου, 
  • Πάνος Ιωαννίδης, 
  • Χριστάκης Γεωργίου, 
  • Θεοκλής Κουγιάλης, 
  • Ντίνα Κατσούρη, 
  • Ήβη Μελεάγρου, 
  • Μαρία Αβραμίδου, 
  • Χρίστος Χατζήπαπας, 
  • Κώστας Βασιλείου, 
  • Κυριάκος Χαραλαμπίδης, 
  • Γιώργος Μολέσκης, 
  • Κώστας Κατσώνης, 
  • Νεσιέ Γιασίν και 
  • Λεύκιος Ζαφειρίου.

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

Κώστας Γουλιάμος : Απανθρακωμένα σύκα


Εμείς πίνουμε φτηνό κρασί Πίσω μας ο ήλιος δίχως χάρτη
Πηγαίνει από στόμα σε στόμα Γύρω απ` το ξύλινο τραπέζι
                         – ξημερώνει
Η τρυφερότητα του θέρους Της κόρης η τρυφερή χώρα
Χρώμα τ` ουρανού
                         – ξημερώνει
Τρώμε εαρινά σύκα αρσενικής συκιάς Εδώδιμοι καρποί φουσκομαΐδες
Καθώς φεύγουν οι σφήκες Με τον ίδιο πάντα θόρυβο
                         – ξημερώνει
Στο μακρυνό μας σύμπαν Άλλοι πίνουν φλογερά φρούτα
Γύρω απ` το ξύλινο τραπέζι Πέρα μακρυά σαλεύουν όντα του δάσους
Βοσκοί γυρεύουν νερό σε πηγάδια Με το χνούδι των χόρτων στις λιθιές
Ώσπου το μάτι δοκιμάζει το φως Όπως παλιά με τους ανίδεους Ατρείδες
                         – ξημερώνει
Χαίρε θέρος της ακινησίας Βροχή του όψιμου Ιούλη στις ψυχές μας
Ασάλευτη σκιά στο κεφάλι των βοσκών Κολλημένη στη σέλα τ` αλόγου
Δεν φτάνουν τα γερατειά τους Μέχρι τους φθόγγους του αιθέρα
                        – ξημερώνει

Χαίρε δικοτυλήδονο φυτό Της αγριοσυκιάς αφράτη σάρκα
Μυρωδιά του φεγγαριού Της νήσου αμφιλεγόμενη αυγή
Χαίρε πατρίδα της αβύσσου Κι` εσύ αίνιγμα του παππού
Όταν μιλούσε στο κόκκινο κρασί Πριν ξημερώσει το άγριο όνειρο
                       – ακόμα ξημερώνει
Μέσα από εκατό φεγγάρια Τι αλήθεια θυμούνται οι νεκροί
Και τι οι σύντροφοι που κατέβασαν τη σβάστικα
Και στο καταραμένο χρηματιστήριο Πως αλυχτάνε τα σκυλιά σαν έρχονται ξένοι
Χαίρε γη σκλαβωμένη Σπίτια κλειστά σκοτεινές αυλές
Μισάνοιχτα μάτια γρυλλίσματα μανάδων κι` ευχές παιδιών
Σε τέτοια θρηνωδία δεν γίνονται γιορτές Ξεθωριάζει το θέρος στα ξεραμένα ποτάμια
Και τα ώριμα φύλλα όλα στο δρόμο Που αστράφτει ολόσωμος
Που περνάνε ξυστά τα πουλιά Που η πατρίδα χωρίζεται
Μικραίνει Συγχώρεσέ μας
                         – ακόμα ξημερώνει
Και στο ιδιότροπο λιμάνι Ακόμα να φτάσει η θάλασσα
Να φτάσει το καταραμένο καράβι Και ο διεστραμμένος τραπεζίτης
Να ορίσει την εφήμερη πραμάτεια Την εφήμερη σκόνη
Τις παράξενες έξεις των υπαλλήλων
                         – ακόμα ξημερώνει
Το βλέπουμε στο χορτάρι Στα δέντρα σαν σμίγουν στην ομίχλη
Αποκατάσταση θανάτου Πριν λήξει ο θάνατος
Και μείνουν χωρίς δουλειά οι χρηματιστές
Χωρίς ερωμένες οι δανειολήπτες
Και δεν αγοράσουν τα μαύρα αυτοκίνητα Που ταΐζαν τον Χίτλερ
                         – ακόμα ξημερώνει
Σαν οδηγούν τυφλά οι τοκογλύφοι Ψάχνοντας σπίτια
Που κάηκαν στην περσινή φωτιά Χωράφια που γίναν στάχτη
Ώσπου να νιώσουν τη μαύρη τρύπα να χύνεται σε βάθη τρομακτικά
Ανάμεσα σε φλύαρους δρόλαπες Και τα βόδια του τρικέφαλου γίγαντα

                         -Κι αν δεν ξημερώσει;
Και η φωνή μας, ω Στενύκλαρη πολίχνη Δεν συναντήσει την τέλεια δικαίωση
Και βρούμε τον ουρανό σκληρό Και σβήσει η φρόνιμη γλώσσα μας στο σύμπαν
Γιατί άγρια θεριά εκεί δικάζουν Κι` εμείς σαν κνώδαλα ξεχάσουμε τους νεκρούς
Στους αιώνες των αιώνων τον ίσκιο Ωσάν απελπισμένα σκιάχτρα της μακρινής γης

“Νύχτες του Αuschwitz“ / Γουλιάμος Κώστας


(από την ποιητική του συλλογή "Yγρό Γυαλί", Gutenberg-2020)
----------
Τι έκαναν εκείνη τη νύχτα
και την άλλη μέρα
και την άλλη νύχτα
και κάθε νύχτα
πού κρύβεσαι Hannah
πώς έσβησε το φως σου Miriam
και το σώμα σου που δεν ακούω
και οι καρποί της σελήνης
που φύτεψαν τα μάτια σου
τ΄αδιόρατα μάτια σου
στο χάος της φωτιάς
πώς έσβησαν στη λάσπη του χιονιού
πώς χάθηκε το βλέμμα σου
στο σκοτεινό καθρέφτη των άστρων
τι έκαναν εκείνο το βράδυ
και κάθε βράδι
εκείνο το πρωινό
και κάθε πρωινό
βγήκαν στον ουρανό οι ψυχές
και τα μωρά ουρλιάζουν
στην απέραντη κοιλάδα
δεν υπάρχει ουρανός
μόνο κατασχεμένα δαχτυλίδια
και άγριο χιόνι
και τα μαλλιά σου
τα μαλλιά σου μπορούν και μιλάνε
έχουν φωνή τα μαλλιά σου
και φως και αέρα
και ο αέρας μιλά
πνίγεται λαχανιασμένος
στη φωτιά
ούτε πουλί πετά μήτε και τρένο φεύγει
γιατί λείπει ο Joachim
λείπει η Hedda
και ο Simon και η Marion λείπουν
δεν άντεξαν το "μαύρο γάλα της αυγής"
και ο Celan έρημος
στ΄απόκρημνα άστρα
εκεί που ταξιδεύουν οι νεκροί
και το αίμα βουίζει
ως τα τελευταία ορυχεία
μες στα γυμνά φουγάρα
σκελετοί και μίσχοι
κι απόξω μαύρη πέτρα
μαύρος ουρανός μαύρη μέρα
πώς γίνεται
αυτό το φονικό
αυτή τη νύχτα
και την άλλη μέρα
και την άλλη νύχτα
και κάθε νύχτα

Τα εις εαυτόν / Παπαντωνίου Στέλιος


Ο άνθρωπος βρίσκεται πολλές φορές μπροστά σε ένα κενό, σε έναν τοίχο αδιαπέραστο, νιώθει ότι πρέπει να πάρει από κάπου την άκρη του νήματος και έτσι να αρχίσει σιγά σιγά να βρίσκει τον εαυτό του, να βρίσκει αυτό που έχει να πει, δεμένο σε κόμπους, που πρέπει να ξεδιαλύνει, ούτως ώστε να αρχίσει να ρέει ο λόγος.
Αυτό που περισσότερο ενδιαφέρει αυτή την περίοδο, και παλαιότερα ακόμα, είναι ο τόπος μου, από τότε που δόθηκε η ευκαιρία στην Τουρκία να καταλάβει τη μισή Κύπρο και μπορεί εύκολα να καταλάβει και την υπόλοιπη. Το πρόβλημα, όπως είναι σήμερα, δεν λύνεται, έχει ήδη παγιωθεί, και δεν είναι η συμφιλίωση με την κατάσταση που θα μας σώσει, πώς είναι δυνατόν να ζει ο άνθρωπος χωρίς ελευθερία, χωρίς τους δικούς, χωρίς τον περιβάλλοντα χώρο που αγάπησε, τα χωριά και τις πόλεις, τα σπίτια του που έχουν καταστραφεί; Αλλά αυτά ήταν η ζωή μας, ένα μεγάλο μέρος της ζωής, και σημαντικό, γιατί μέσα σ’ αυτούς τους χώρους θέσαμε τις βάσεις του εαυτού μας.
Και ο χρόνος και ο τόπος σβήνουν σιγά σιγά και διαγράφονται, μαραίνονται και αλλάζουν. Ο χρόνος φέρνει καινούργια ήθη και έθιμα, ο τόπος μας απέμεινε μισός, οι χρόνοι πλήρεις άλλων τρόπων ζωής. Να επαναφέρει τα παλιά δεν μπορεί, για να είναι σύγχρονος πρέπει να αποδεχτεί όλες αυτές τις αλλαγές, και να τις συζεύξει με τις δικές του αρχές, οπότε αρχίζουν οι συγκρούσεις μέσα μας.
Ήδη πολλοί βλέπουμε πως η καταστροφή έρχεται, έχει ήδη έρθει στο χρόνο και στον τόπο και δεν έχουμε καμιά διέξοδο, είμαστε σίγουροι πως θα πεθάνουμε πρόσφυγες, δεν θα επιστρέψουμε στις πατρογονικές εστίες, κι αυτό είναι θλιβερό. Δεν μπορεί να λέμε συνεχώς λόγια, μας κρατά από το λαιμό η Τουρκία, στερούμαστε το βασικότατο, την ελευθερία, την ελευθερία της σκέψης, την ελευθερία διακίνησης, εγκατάστασης, τα ανθρώπινα δικαιώματα, και αναγκαστικά ασχολούμαστε με άλλα, προβάλλουμε άλλες ανάγκες, άλλα προβλήματα. Κόπηκαν τα χέρια μας, κόπηκαν τα πόδια μας, έχουμε τη μισή μας καρδιά, και δυστυχώς για μας δεν οδηγείται η ζωή μας στην ανάσταση. Ζούμε ίσως μαζί με τον Χριστό τα πάθη του, όλα αυτά όμως σε μια άλλη διάσταση, κι η ψυχή βρίσκει διέξοδο όπως στην τραγωδία, «δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.»
Ζούμε μέσα στη δυστυχία μας και δυστυχία δεν είναι μόνο η μισή χαμένη πατρίδα είναι και η υπόλοιπη μισή, η οποία έχει αδικήσει κατάφωρα τους παθόντες, είτε πρόσφυγες είναι είτε αγνοούμενοι, είτε εγκλωβισμένοι. Και ζούμε την προσπάθεια του άλλου να κερδίσει, να καταφάει τον αντίπαλο, όχι συνάνθρωπο, να τον κοροϊδέψει. Νομίζει πως έχει μπροστά του ηλιθίους και πρόβατα, άλλο μεγάλο κακό.
Είναι η περίοδος που πλάθεται ο καθένας μας με τα χειρότερα υλικά, της αδικίας, της ανελευθερίας, της εκμετάλλευσης, της υποτίμησης της νοημοσύνης και της αναξιοπρέπειας. Τα πράγματα δείχνουν πως δεν αλλάζουν εύκολα, διότι της ανομίας και των συμφερόντων είναι απεριόριστα τα όρια. Ίσως να μας σώσει η εύρεση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας στη φυγή και στη γαλήνη της μοναξιάς μας.
Μα πάλι, τι κοινωνικά όντα είμαστε, και πώς ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος χωρίς τον συνάνθρωπο; Πώς ο άνθρωπος θα γίνει Άνθρωπος φιλάνθρωπος χωρίς τους άλλους;
Και μπαίνουμε πάλι στο στίβο της ζωής, και μετέχουμε στα κοινά, για να μην είμαστε οι άχρηστοι.
Κάπου όμως στα βάθη μας ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ψιθυρίζει, η πιο δυνατή πράξη είναι η ησυχία.

ΘΟΡΥΒΟΠΟΙΟΣ / Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη


Φτιάχνω λέξεις που κάνουν θόρυβο
Επιτέλους
Κάποιος να ενοχλήσει τις σιωπές
Κάποιος να πει όσα κυλάνε μέσα του
και όσα αντίθετα ορμάνε
Κυρίως όσα
μέχρι το στόμα φτάνουν
Όταν το βρουν κλειστό
βουλιάζουνε στα σπλάχνα
Κι ο χρόνος
το αμίλητο
το αγίνωτο
το άφθαστο
τα μετατρέπουν σε οξέα
Έτσι λιώνουν αντιστάσεις
Εξουδετερώνουν ψήγματα υπομονής
Γι’ αυτό μαστορεύω
Γι’ αυτό ξενυχτώ
Γι’ αυτό με ακούτε χωρίς να βλέπετε
με πόσο κόπο
με πόσο πόνο
βάζω κραυγές μέσα στις λέξεις
Ανεβαίνω σε θάλασσα
Κατεβαίνω σε ουρανό
Κι είναι ο κήπος μου γεμάτος γλάρους
Και τα λουλούδια κύματα ίσαμε το μπόι μου
Όσο να τα διαβώ χάνω τον λόγο και τα λόγια μου
Κτυπώ σε βράχο κι εσείς ακούτε
πώς είναι να πεθαίνει
πώς είναι ν’ ανασταίνεται
και πώς εκρήγνυται
από μοναξιά μία φωνή

ΑΠΟΥΣΙΑ / Γεωργίου Εύα


Φως φεγγαριού διάχυτο
το θολό τζάμι μαγνητίζει
Ανάβεις τελευταίο τσιγάρο
Χρόνο έγραψε η απουσία
Στου τζίτζικα το τραγούδι λύγισε,
στην πρώτη βροχή αναστήθηκε,
και σε αέναη πορεία
ουράνιου τόξου τώρα πετάει
Σε γλυκά νερά ξεχειμωνιάζει
τραγουδώντας στα διαβατάρικα πουλιά
Κήπο Εδέμ σε άγονη γη ζωγραφίζει,
αγναντεύοντας ανθεκτικά λουλούδια
Μεγάλωσε η σιωπή,
καθρεφτίζεται ο πόνος
Κιτρινισμένη γραμματική ανοίγεις
Μετανάστης πια η απουσία
και τα λίγα σ' αγαπώ
στου καιρού τον όρκο αφημένα