Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ : Ποιητική Συλλογή του Μιχαλάκη Γ. Τσαππαρίλα (Μέρος 1ον. Δέκα τραγούδια αγάπης)

 Στον πατέρα μου

σαν αντίδωρο στην αλήθεια

                                                            που μου έχει διδάξει

                              Στην μητέρα μου

                                                για όσα στη ζωή μου έχει δώσει

                              Στην οικογένεια μου

                                               για την κατανόηση και

                                                          τη βοήθεια στην κάθε μέρα

Πίνακας Ποιημάτων 

1.    Σε μια μικρή Αφροδίτη

2.    Τι θέλεις ;

3.    Της αγάπης

4.    Κύκλος

5.    Αλήθεια

6.    Αποχωρισμός

7.    Αναμνήσεις

8.    Χαμένη ευτυχία

9.    Της Έλενας

10.Της Μαρίας και του Κωσταντίνου




ΣΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ

 

Καθισμένος στο βράχο

αναζητώ τη μορφή σου

μικρή μ’ Αφροδίτη

μεγάλη μ’ αγάπη.

Καρτερώ να με πάρεις

στα βαθειά σου νερά

στο χρυσό σου παλάτι

στων ψαριών τη φωλιά.

Να μου δείξεις τα πλούτη,

που  για μένα να κρύβεις.

Να μου δώσεις αγάπη

και μαζί μου να βγεις.

Σαν αηδόνια θα ζούμε

στη στεριά εδώ πέρα

μονοιασμένοι αιώνια

στη μικρή μας φωλιά.

*

ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ

 

  Τι θέλεις;

Να ρίξω τον ήλιο

για να δώσω στον κόσμο

τη δική σου τη λάμψη;

  Τι θέλεις;

Να σκοτώσω τ’ αστέρια

για να μην έχεις αδέλφια;

   Τι θέλεις;

Να φέρω μπροστά σου

τη γη, τη σελήνη, το συμπάν;

  Τι θέλεις;

Για πες μου τι θέλεις,

για να δεις πως σε θέλω!

 

*

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

I

Αγάπη μου,

Το κύμα, που στα πόδια μου

τραγούδια μουρμουρίζει,

μου φέρνει τα δικά σου λόγια,

μου φανερώνει τη μορφή σου.

Νοιώθω τους  κτύπους της καρδιάς σου,

σαν τότε,

                στο πρώτο μας φιλί.

II

Αγάπη μου,

Μιλώ με τα δέντρα,

Ψιθυρίζω  στα άνθη

Διαλαλώ σ’ όλη την φύση:

Πάντα σε θυμάμαι

Αιώνια σ’ αγαπώ!

 *

ΚΥΚΛΟΣ

 

Χτες

      που μαζί κτίζαμε τα όνειρα μας

              διάβαζες στο μέτωπο μου

                  τη χαρά της ξεγνοιασιάς. 

Σήμερα

       που μόνος ζυμώνω το μόχθο μου

              διαβάζεις στα ροζιασμένα χέρια μου

                  το τέλος των ονείρων

                         και βλέπεις στο είναι μου

                                το κτίσμα

                                     της πραγματικότητας.

Αύριο

     σαν πορευτείς μαζί μου

          θα σε στολίσω

               με το μύρο

                     της νίκης μας.

 *

ΑΛΗΘΕΙΑ

 

Θυμάσαι,

              Μαρία.

Τότε,

      που ξεπρόβαλλε ο ήλιος

         των δώδεκα ανοίξεων μας,

Με ρωτούσες

         με ποιό καράβι   

                       θα διαβώ το πέλαγος.

Τώρα

    Το σχεδιάγραμμα της ζωής

           είναι τυπωμένο στις φούχτες μου.

               Τ’ αχνάρια του μόχθου

                   στολίζουν το ρυτιδωμένο

                                πρόσωπο μου.

Η νίκη έστησε το κάστρο της

    μεσ’ τα κατάβαθα της ψυχής μου

Στον ιστο της καρδιάς μου

          κυμάτιζε το φλάμπουρο

                                     της ΑΛΗΘΕΙΑΣ.

*

ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ

Φεύγω μικρή μ’ αγάπη

απ’ τα γλυκά σου χείλη

απ’ τη δική σου αγκάλη.

Με κάλεσε η Πατρίδα

γλυκειά μ’ αγαπημένη

και πρέπει να πηγαίνω

τώρα, πριν είν’αργά.

Μην κλαίς, αγαπημένη,

πάλι κοντά σου θάμαι,

θα σου μιλώ σαν πρώτα

και θάχω τα φιλιά σου.

Θάμαι στην αγκαλιά σου

στη κάθε μου στιγμή.

Φεύγω και πάλι θάρθω

Μη κλαις και μη πονείς

Μου φώναξε η Πατρίδα,

μη μου το αρνηθείς.        

Να πας, αγαπημένε

και πίσω να γυρίσεις

μονάχα μην αργήσεις

γιατί θα περιμένω

πότε θάρθει η μέρα

κοντά μου να σε δω,

να σ’εχω στο πλευρό μου,

να σου γλυκομιλώ.

*

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Φύσηξε ο αέρας

και μου κουβάλησε το τραγούδι

της παλιάς, χαμένης αγάπης.

Οι αναμνήσεις πήραν να στριφογυρίζουν

σαν κακά δαιμόνια του μυαλού μου.

 

Το πρώτο βλέμμα της

               πλημμυρισμένο από ελπίδα.

Δυο λέξεις της καρδιάς:

              ‘’Σ’ αγαπώ.’’

 

Μια θύελλα μέσ’ την Άνοιξη.

Η φυγή μου σαν λιποτάχτης

              της νύκτας.

 

Αέρα, φύγε

Άφησε με μονάχο δίχως

τις θλιβερές μου αναμνήσεις.

 *

ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΤΥΧΙΑ

                                                                  (στη Ν.)   

Ήθελα

             (θέλαμε κάποτε κι οι δυο)

                    Με το πρωινό αεράκι

                           μ’ ένα χαμόγελο και δυο φιλιά

                                    να ξεκινούσαμε για ν’ απαλλάξουμε

                                              τον Άνθρωπο απ’ τους πόνους.

Μεσ’το μεσημεριάτικο λιοπύρι

                 με την ικανοποίηση  για συντροφιά

                              να γυρνούσαμε  στη δική μας φωλιά.

Και τα δειλινά να  τα χαρίζαμε

               στη χαρά των παιδιών μας

                       στη μελωδία της ευτυχίας

                               στη ομορφιά της φύσης

                                          στην ιερότητα της τέχνης μας.

 

Ήθελα

    (κάποτε θέλαμε κι οι δυο)……………………

         Δυο βήματα απόμειναν

Δεν άντεξες.

           Σ’ έχασα

                    Όπως έχασα αυτό,

                                 που κάποτε

                                                 θέλαμε

                                                          κι οι δυό.


*

Της Έλενας

 

Τόσο καιρό μέσα

             στην αναγκαστική σιωπή

                        της καθημερινότητας.

Μέσα στη καθημερινότητα

                                της ανάγκης

ξέχασα, παιδί μου,

                τη μελωδία της χαράς

ξέχασα τη χαρά της ξεγνοιασιάς. 

Ξέχασα, ξέχασα πολλές χαρές

                 του κόσμου, της ζωής μας.

Συγχώρεσε με!

Μα τώρα πρέπει

             να τραγουδήσουμε 

                          τα πρώτα βήματα σου

                                      στο μονοπάτι της ζωής.

Πρέπει,

        ναι, πρέπει να σου πω,

                          παιδί μου,

                                τα λόγια της καρδιάς μου:

‘’Νάσαι Καλόκαρδη

         κ’ Ευτυχισμένη,

                 κορούλα μου!’’

                                                      3/4/1982

 *

 Της Μαρίας και του Κωσταντίνου

 

Κείνο το΄αθώο, επίμονο,

              ικετευτικό βλέμμα σου,

σαν με κοιτάς βαθειά

              βαθειά στα μάτια

τρυπώνει στης ψυχής μου  τα κατάβαθα

με μια αγάπη ανείπωτη,

                     απέραντη, θαυμάσια

Κείνα τα μικρούτσικα

                             χεράκια σου

με τ’ άγγισμα  τ’ αγγελικό,  τ’ ανάλαφρο

                 σηκώνουν  όλο το βάρος, τα βάσανα

                                 και της ημέρας  τις σκοτούρες.

Κείνο το χαμόγελο σου

                                 το γλυκύτατο,

που από μόνο του

                      με γεμίζει χαρά

και ευτυχία απέραντη.

Κείνα, όλα εκείνα που αθώα

                      και αγνά μου προσφέρεις

νάναι για σένα στη ζωή σου

                      οι ευχές μου.

                                                                         20/2/2017

 

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

ΣΤΕΛΛΑ ΡΩΤΟΥ: "ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙ" [ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ] Εκδόσεις : Γκοβόστη

 

ΣΤΕΛΛΑ ΡΩΤΟΥ: "ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙ" [ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ] Εκδόσεις : Γκοβόστη


 Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου 


Ιστορίες που εξελίσσονται με διαρκή εναλλαγή εσωτερικού και εξωτερικού φωτισμού. Όπου το φωτεινό εναλλάσσεται ακατάπαυστα με το σκοτεινό και περισσότερο με το γκρίζο, κάτω από τη σκέπη του οποίου βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να εκδηλωθούν πτυχές του συνειδητού και του ασυνείδητου κόσμου της αφηγήτριας, αμέσως ή εμμέσως, μέσω των δράσεων και των συμπεριφορών των κεντρικών προσώπων των ιστοριών της. Φως και σκοτάδι, βίωμα και μυθοπλαστική εκδοχή ενός απολύτως συνυφασμένου με την απλή –όσο και πολυσύνθετη– καθημερινότητα των συνηθισμένων ανθρώπων που μας περιβάλλουν ή κρύβονται μέσα μας, αναζητώντας πεισματικά τρόπους να δηλώσουν την παρουσία τους, ενώ στην επιφάνεια της γραφής βυθίζονται ή υπερυψώνονται καθρέφτες, αντανακλώντας σκηνές της σύγχρονης ατομικής ή συλλογικής, πραγματικής ή φαντασιακής, ζωής. 


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Στέλλα Ρωτού γεννήθηκε και ζει στη Λευκωσία της Κύπρου.

Το πρώτο της βιβλίο (μέσ’ από τις θάλασσες) εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Γκοβόστη το 2018. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά σε Κύπρο και Ελλάδα. Συμμετείχε σε συλλογικές ανθολογίες διηγημάτων και ποίησης.

Τα μολυβένια στρατιωτάκια ... του Πούλλου Ανδρέα του Χρίστου

 


Για την ακρίβεια πρόκειται περί κανονικών στρατιωτών

εκπαιδευμένων στα όπλα με το ‘’επ’ωμου’’  ‘’παρά πόδα’’

και ‘’προσοχή’’ και στην περίσταση με το ‘’εφ’όπλου

λόγχη’’ και’’ έφοδος’’.

Φέρουν κανονικές εξαρτύσεις , στολή αγγαρείας

ή μάχης, εκπτύσσονται, συμπτύσσονται

ή αναπτύσσονται σύμφωνα με τα παραγγέλματα.

Λιώνουν το ίδιον εύκολα όπως τα μολυβένια

στρατιωτάκια μιας και μοίρα τους τόχει

να παίζουν με τη φωτιά, η μοίρα τους τόχει

να γίνονται παρανάλωμα της φωτιάς.

Κανείς δε τα ρωτά για ‘’πού ‘’και ‘’γιατί’’.

Τα φορτώνουν στα καμιόνια και τα αδειάζουν

στο ‘’στόμα του λύκου’’, στο ύψωμα ‘’αετοφωλιά’’

ή στη χαράδρα ‘’ο θάνατος’’.

Κανείς δε τα ρωτά για ‘’πού’’ και ‘’γιατί’’.

Πρόχειρα τα θάβουν στον πρώτο λάκκο που σκάβουν∙

πρόχειρα τους αναπέμπουν και κάποια ευχή.

Κανείς δε ξέρει για ποιο στρατιωτάκι να πρόκειται.

Κανείς δε ρωτά ποιού κρίκου λύθηκαν οι αρμοί.

Στη μάνα τους φροντίζουν να στείλουν και κάποιο χαρτί.

Πρόκειται για το ίδιο χαρτί μ’αλλαγμένο μονάχα το όνομα.

Μιλά για κάποιο στρατιωτάκι που μ’όλο που ήξερε

πως ήτα καμωμένο από μολύβι δε δείλιασε να τα βάλει με τη φωτιά.

Πουθενά δεν αναφέρεται ο λόγος γιατί σώνει και καλά

το σώμα του να ταΐσει τη φωτιά, γιατί σώνει και καλά

το μολύβι του να γίνει παρανάλωμα της φωτιάς.

Όλα τα στρατιωτάκια του κόσμου παρατάσσονται στη γραμμή.

‘’Εν-δυο’’,  ‘’προσοχή’’,’’ ανάπαυση’’, δουλεύουν μηχανικά,

εκτελούν κατά παραγγελία, αποθνήσκουν κατά διαταγή.

Χύνουν το μολύβι τους στην ικανοποίηση κάποιας φωτιάς.

Κανείς δε μπαίνει στο κόπο να ρωτήσει ποιος άναψε τη φωτιά.

Γιατί τα στρατιωτάκια νάναι κατά κανόνα τα θύματα των εμπρηστών∙

τα στρατιωτάκια ν’αποτελούν τα κατά παράδοση προσανάμματα της φωτιάς∙

τα στρατιωτάκια να παριστάνουν τους πυροσβέστες , όταν

τα συστατικά τους πυροδοτούν τόσον εύκολα τη φωτιά∙

τα σώματα τους τρέφουν τόσον πλούσια την πυρκαγιά,

σαν λαμπάδες ανάβουν στο κόνισμα των πυροτεχνουργών,

των κάθε λογής εμπόρων πυρίων και πυρίτιδος!

 

Από την ποιητική  συλλογή  ‘’ Μύθοι και επιμύθια  ΄΄

ΕΚΔΟΣΗ  1991

Η έπαρση της σημαίας... του Πούλλου Ανδρέα του Χρίστου

 



 

Εσύ πάντως δεν την υπέστειλες

ούτε λεπτό!

Την κράτησες αναπεπταμένη

αρνούμενος να την παραδώσεις

εις ξένας χείρας!

Κι όταν οι εχθροί παραπλήθυναν

επί του Βράχου,

όταν κάθε βράχος και πέτρα

μολύνθηκε από την παρουσία τους,

χωρίς ουδ’ επί στιγμήν να διστάσεις

τη τυλίχτηκες κατάσαρκα  κι έπεσες

μαζί της στο κενό∙

την εναγκαλίστηκες σαν αγαπημένη

κι εξακοντίστηκες μαζί της

στο διάστημα,

κάνοντας τη να φρικιάσει από έπαρση∙

ν’ αναγαλιάσει μέχρι τη τελευταία πτυχή

της ψυχής της από ρίγη δικαιολογημένης

περηφάνιας!

 

ΑΠΟ TH  ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΄΄ ΜΕΜΝΗΣΟ ΄΄

ΕΚΔΟΣΗ 2006

Χριστίνα Χριστοφή :Μην αφήσεις κανενός τα ζιζάνια να παρασιτέψουν στην αυλή σου.



Αργές πληγές

 

Τις ημέρες εκείνες που διακόπτετε η συνήθεια, εξορύσσονται οι κρυμμένες πληγές. Οι ανεπούλωτες όλες κατά σειράν, σα κυπαρίσσια που γέρνουν νωχελικά με το πρώτο δυνατό απάνεμο.

Καίνε τα σωθηκά σου, περονίζουν της καρδιάς τα τοιχώματα, σιγομουρμουρίζουν στα βάθη της ψυχής.

Δικές σου οι ανοιχτές πληγές.

Κατάδικές σου.

Κι ετούτες οι αδικημένες, οι κακόμορφες, εξακολουθούν να'ναι μισοζώντανες...

Ενώσο τις ταϊζεις, ενώσο τις ποτίζεις, ενώσο τους παρέχεις ζωοδόχο οξυγόνο απ'της φαιάς σου ουσίας τα έγκατα, σε ακολουθούν...

Σε σκιάζουν και σε στοιχώνουν...

Κλείσε τις επιτέλους...

Κλείσε τις προτού σε ασφαλίσουν εκείνες...

Προτού σε πνίξουν αιώνια...

Προτού σε κλείσουν και κείνες οι άτιμες ν'ανθίσουν, να ζωντανέψουν πιότερο, να γίνουν εσύ κι εσύ κείνες...

Μονάχα κείνες...

 

 

**

Τόπος

 

Ετούτη η γη δέχθηκε κάποτε μια βροχή.

Θα ταν χρυσοβρόχι, ευλογημένο, πρώτο ράντισμα.

Η υγρασία ακόμα θάμπει τα περβόλια, τους καλαμιώνες, ώσπου γίνεται ένα με τη θάλασσα.

Κείνη τη θάλασσα που πνίγει και καημούς και τέρτια, και τα πιό θαυμαστά λιογέρματα.

Πύρρινος ο ουρανός σμίγει την ώρα κείνη με τη κυρά θάλασσα και το χωριό βρίσκει την ωραιότερη κορνίζα του.

Τα περβόλια της προσμονής και της αστείρευτης ευφορίας, θαρρείς έχουν καλλιεργηθεί με των ανθρώπων τον ιδρώτα, τον κόπο και τον μόχθο...

Το ξέρουν τα περβόλια κι αποδίδουν, όπως το ξέρουν και οι χρυσοί καλαμιώνες και σφυρίζουν κάθε δείλι, να ευχαριστήσουν κείν'το γεροψαρά, με τη ξεβαμμένη άγκυρα στον αγκώνα, και τη φρεσκοβαμμένη θάλασσα στην καρδιά...

Είναι ο τόπος μου μια υδατογραφία, πολλή νερό και εύφορο χώμα...

Άμα σμίξουν με την απύθμενη των ανθρώπων τη πίστη, κείνο το λαξευμένο ξωκλήσι, κείνο το σφυρηλατιμένο με τις προσευχές και τις ευχές, το σμιλεμένο με τα τάματα και των αιώνων τη βαριά ιστορία, κείνο το ξωκλήσι, θαρρείς γίνεται ένα με του τόπου το πόνο, μια γέφυρα παρηγοριάς...

Να διαβαίνουν να αναθυμούνται οι άνθρωποι.

 


 

**

Σχεδόν

 

Θροίζει το δειλινό σα σφύριγμα οχιάς εν τω μέσω του Ιούλη, ασημίζουν τα λιόδεντρα υπό τα αληθινά φιλιά του λιογέρματος, κι οι εραστές αναθυμούνται τέτοιες στιγμές τη γοητεία της θάλασσας την ώρα ετούτη που αφήνεται να δοθεί στις λυγισμένες οφθαλμαπάτες των οριζόντων...

Δειλινά αστείρευτα γοητευτικά... Σχεδόν μαγευτικά, σχεδόν ονειρεμένα, σχεδόν απατηλά...

Μα'ναι ανέκαθεν τούτο ακριβώς το σχεδόν που ραγίζει τις μνήμες μας και καλπάζει στις κρύπτες της καρδιάς μας.

Τούτο το σχεδόν που μας ντύνει αιωνίως στο αβάσταχτο χρώμα της προσμονής και στο χρυσοποίητο ξεφλούδισμα των άστρων.

Για τούτο το σχεδόν είναι που αφήνουμε, δήθεν πως ξεχνάμε, τις πήλινες γλάστρες με τις μαβιές λεβάντες στα υγραμμένα περβάζια των αυλών μας, υγραμμένα από νοσταλγία και πολλές χαρακιές, τις αφήνουμε τις γλάστρες να νοτιάζονται στο ύστερο του δειλινού...

Του δειλινού που ανέκαθεν ακολουθεί η νύχτα η θερινή.

Να την αρπάξουμε κι αυτήν...

Ολοκληρωτικά...

Χωρίς κανένα σχεδόν.

Γιατί πάντα είναι η πολυτιμότερη κρύπτη του κάθε όνειρού μας...

 

**

Άνεμος Οπωρινός

 

Δε ταιριάζει στο δείλι το σεπτεμβριανό ο λίβας,

σα δε ταιριάζει και στα μάτια σου η θλίψη.

Μα ναι τα χρώματα στις άκρες των βλεφάρων σου θολά κι ο άνεμος υγρός και καυτός, ανίκανος να στεγνώσει την όποια πίκρα.

Μα ναι οι νευρώσεις της ψυχής σου παλλόμενες με πάθος για ζωή κι ας τα πόδια σου έχουν βαρύνει απ'της καρδιάς τα ατσαλένια πανωφόρια...

Άσε τη ψυχή σου ν'αντικρύσει γυμνή τη δροσιά της νύχτας της οπωρινής...

Θα'ναι πια σα να ξυπνάς εσύ τον γλυκάνεμο γύρο σου.

Η καρδιά σου θα δροσίσει πια με το σχήμα του ανέμου.

Κείνο που τη ζωντάνεψε κάποτε.

 

 

**

 

Κήπος

 

Κρύβει ο όποιος κήπος το δειλινό, υπέροχα μυστικά.

Νοτιασμένες οι φυλλωσιές θαρρείς κατοπτρίζουν τα πρώτα άστρα, σάμπως και γνωρίζουν πως είναι, παραταύτα, και τα τελευταία που σβήνουν απορροφημένα απ'το πρώτο ηλιάναμμα.

Μα ναι ο όποιος κήπος, απρόσμενα ρομαντικός...

Κι ας το αναμασητό μιας καμουφλαρισμένης ακρίδας να ξυπνά μνήμες... φτιάξε νέες,  σκαρφαλώνοντας στις σθεναρές αραχνοσκάλες, δρασκέλισε ιστό, ιστό τα όνειρα... 

Τώρα πια είσαι στο δικό σου κήπο.

Μην αφήσεις κανενός τα ζιζάνια να παρασιτέψουν στην αυλή σου.

Χρόνια ξηρά τον πότιζες, καιρός να αισθανθείς τα ολοζώντανα άνθη του...

 

**


Οκτώβριος

 

Ο ιός ελεύθερος να περιπλανιέται.

Εμείς πλανεμένοι σε πλάνη οικτράν.

Ο κόσμος πια να ανασαίνεται εντός του ασφυκτικού μιας μάσκας.

Το πρωτοβρόχι πώς μας λησμονεί... αβάσταχτα σκληρή η έλλειψίς του.

Οι φλεγμονές απαιτούν σχήμα και προνόμια. Θαρρείς δε τους αρκεί που χουν παρασιτέψει στης ζωής το ύδωρ.

Εν τω μέσω του αγαπητού Οκτωβρίου, εντούτοις, μπορούμε ακόμη να σκαλίσουμε για ελπίδα...

Είναι βράδυ η νύχτα όψιμη καλλονή χωρίς φτιασίδια, έχει τάξει άλλη μια πανσέληνο...

Το φεγγάρι δικαίως κτίζει υπερβολές...