Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

5 Έλληνες Ποιητές της Κύπρου / 5 Ποιήματα





Εν σ’ αλλάσσω / Παύλος Λιασίδης


«Την αφάντακτην του κόσμου τζι’ αν μου βάλουν στο πλευρό
εν τη θέλω, ‘ννα φωνάζω μα τον τίμιον σταυρόν.
έμπα νάσιει πλούτη στίβες, τζι’ ομορκιάν για τα φιλιά.
ή μυρίζει πόναν μίλιν τζι’ εν σωστή τρανταφυλλιά,
Εν αξίζει κατ’ εμένα ούτε ήμισον ππαράν
όντας δκιά την μυρωθκιάν της εις τον κάθε μασκαράν.
Εν σ’αλλάσω πέρτικα μου μεν φοάσαι με καμμιάν
εν σου ήβρα τόσα χρόνια που προβάρω, αβανιάν
Ενεσιεις της Αφροδίτης τζιείντα κάλλη τα πολλά
μμά ‘σιεις γνώμην γιον γρουσάφιν τζιαι τιμήν που εν χαλά».

**

«Καρτερούμεν μέραν νύχταν» (απόσπασμα) / Δημήτρης Λιπέρτης

Καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσ' ένας αέρας
στουν τον τόπον πόν' καμένος τζι εν θωρεί ποττέ δροσιάν,
για να φέξει καρτερούμεν το φως τζείνης της ημέρας,
ποννά φέρει στον καθέναν τζαι χαράν τζαι ποσπασιάν.

Την Μανούλλαν μας για πάντα μιτσιοί μιάλοι καρτερούμεν
για να μας σφιχταγκαλιάσει τζαι να νεκραναστηθούμεν

**
Γιόμισαν τα σταυροδρόμια του πλανήτη /  Βάσσος Λυσσαρίδης

Γιόμισαν τα σταυροδρόμια του πλανήτη πορνεμένες ιδέες
Δεν είναι που τ' ακριβό είναι το σπάνιο
Αυτό π' αξίζει ανδρώνεται με την τριβή
Γιόμισαν τ' ανθρώπινα μάτια ψεύτικες αναλαμπές
Και γιόμισαν τα σωθικά μου αηδία
Και τώρα ούτε στον καθρέφτη δεν απόμεινε παρηγοριά
Εγώ μικρέ ανόητε εαυτούλη
Θα σε πάρω από το κάθιδρο χέρι
Και δεν θα σου δείξω δρόμο για κρεμάλες και Γολγοθάδες
Θα σε πάρω στον απέναντι βάλτο να καθρεφτίσεις τη βρομιά,
για να ξυπνήσεις την αλήθεια.

**

Προσφυγιά /  Άνθος Λυκαύγης

Διπλώνουν τ’ όνειρο πικρό στην πέτρα το σκεπάζουν
σηκώνουν και στενάζουν στα μπράτσα τον καιρό
στεγνά τα μάτια κι ο λυγμός ζωγραφιστό στο στόμα
στο σκλαβωμένο χώμα φωτιά και χαλασμός

Σταυρώνουν του ξεριζωμού τα πληγωμένα χέρια
στο στήθος τους μαχαίρια κι η μοίρα του χαμού

Σκυφτή κι η ανάσα μια κραυγή τα φυλλοκάρδια σπάζει
η νύχτα τους μαράζι τα φυλλοκάρδια σπάζει
κι η μέρα τους πληγή



**

Λυσιώτης Ξάνθος


Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

4 Έλληνες Ποιητές της Κύπρου σε 4 ποιήματα





ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ
του Στέφανου Ζυμπουλάκη 

Θα ξανάρθω
σαν το καράβι αλλαγμένο απ΄τις θάλασσες
μ΄ ένα μάτσο φως
που μάζεψα απ΄ τον πόλεμο
(το ξέρω,
πως στην καρδιά σου μέσα
ακούγεται η φωνή μου
με λίγους στίχους
που χτενίσανε το θάνατο
και βάφτηκαν με αίμα)
χωρίς πατρίδα πια
χωρίς ταξίδια
και θα σου πω στη γλώσσα των δακρύων.
Ιδού ο δρόμος μας.
Ιδού η φυγή μας.
Θα κλάψεις.
Η εξορία σκληρή μας περιμένει
να γιορτάσει με το δάκρυ μας
Και τα παιδιά
σε ποιά ελιά ή αντίσκοινο
θα καταχωρηθούνε;
Απόψε ανάμεσά μας τριγυρνά
λίγος Θεός ακόμη
καθώς η επήρεια του φωτός
ζεσταίνει τα μάτια μας
και την καρδιά μας.

Τώρα που κράτησε ψηλά
τ΄ αμαξηλάτη το κεφάλι
η ζωή θα πάρει το νερό της βρύσης.
Θα βρει τη μνήμη λιπαρή
σε δωρική αλυσίδα
και μέσ΄ απ΄ τους διάφανους
ερωτισμούς του "LIEBERSTRAUM"
μεδούλι ο έρωτας, κι ολοταχώς
οι μέλισσες μαδάνε τους βλαστούς.
Θα ξανάρθω
σαν το καράβι αλλαγμένο απ΄ τις θάλασσες
μ΄ ένα μάτσο φως
που μάζεψα απ΄ τον πόλεμο
κι απ΄  την αρχή
θα βάλεις με τα χέρια σου πηλό
να ξανακτίσεις τη φωλιά σου
καθώς αλλιώτικο το φως
θα χώνεται για βλάστηση στη γη
καθώς στο χώμα
θα φυτρώνουν οι καρδιές μας.

**



Ηλιοβασίλεμα  / Ζήνων Βίκτωρ

Βροχή από ρόδα αντίκρυ μου,
βροχή από ανεμώνες
κι ο ήλιος σ΄ 
 ένα πορφυρό
κηδεύεται σεντόνι.
 
Γάζες μαβιές, γάζες χρυσές,
 
τριανταφυλλένιες, γκρίζες,
 
απλώνονται στον ουρανό
κι η νύχτα όλο σιμώνει.
 
Στην πλάση όλη αχύθηκε
 
μια τόση πορφυράδα
που των βουνών οι κορυφές
 
ματώσανε κι οι κάμποι
και κάποιο δένδρο αντίκρυ μου
φλογίστηκε τόσο που λες
 
πως άναψε και σα λαμπάδα 
 λάμπει. 


**


1974 Μ.X. / Λεύκιος Ζαφειρίου

Δίκτυον αποχετεύσεως
Ακροπόλεως Μυκηνών –
Εγώ αποχετεύομαι
εγώ συνθλίβομαι στους υπονόμους,
τα χέρια μου οι κυβωτιόσχημοι λίθοι
ένα συμπαγές σώμα
αιωρούμαι πάνω απ’ τους προμαχώνες,
οι αγωγοί με παρασύρουν
επί των επάλξεων οι οφθαλμοί μου
εξορυγμένοι
επιθεωρούν τους πήλινους σωλήνας,
αναστραμμένα Π
φρεάτια ακάλυπτοι αύλακες
όλα με παρασύρουν
κι εκβάλλω χίλια κομμάτια
λοξώς κάτω απ’ το βόρειο τείχος.
Δίκτυον αποχετεύσεως
Μυκηνών
ακροπόλεως
ζωή μου! ζωή μου!
που τόσο σε ξέφτυσαν
στις φυλακές
στα γήπεδα
ζωή μου! ζωή μου!
αποχετεύομαι κι εκβάλλω
βορείως!
νοτίως!
απ’ όλες τις μπάντες
τούτης της πολιτείας.
Συγχυσμένος συνθλίβομαι
μεταξύ αποχετευτικού συστήματος
Αθηνών – Μυκηνών.


**
Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις... / Μιχάλης Ζαφείρης

                                                              στον Χουσείν 

Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
Χτύπα με αλλού
Μη σημαδέψεις την καρδιά μου.
Και που βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δε θα  ΄θελα να το λαβώσεις.


                                      Τ. Λειβαδίτης 
                                       

Ήταν αυγή
την ώρα που παιχνιδίζοντας ανεβαίνεις ήλιε.
Το σφυροκόπημα του φωτός,
ανελέητα θρυμμάτιζε τη μνήμη
παρασύροντας τη λευκότητα του χιονιού.
Το ηλιοστέφανο καμπυλώνοντας
την κορυφογραμμή,
σε χίλιες παράξενες κινήσεις
σπούσε τη ταραγμένη αρμονία
και τότε πρόβαλε
η σκληρή μορφή σου
τραχιά και επίμονη
σέρνοντας την πισώπλατη μαχαιριά.

Και αυτό θα συνεχίζεται
ως την αμυδρή εκείνη στιγμή
που η θολωμένη θρόμβωση
θα ενώσει τα χέρια μας
κι έτσι σφιχταγκαλιασμένα
θα κρατήσουν το τουφέκι της νίκης.
Εσύ ο Τούρκος κι εγώ ο Έλληνας.

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Κρανίο Κύκλωπα / Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου


Ανεμελιά πλάι στην όχθη ποταμού ξαπλώνει το ζωάκι της,
την τρυφερή της γούνα
θα ακουμπήσει μια μέρα το χέρι στο αλέτρι και
θα ξυπνήσει τον κορυδαλλό.
Πάνω από το χώμα της. Αργότερα, αργότερα η ταφή.
Τώρα ο ποταμός να φεύγει.
Το μάτι πληγή.
Μέσα στο αίμα καίγεται σγουρό κοπάδι ο κόσμος.
Όλα η αυθάδεια τα πήρε στη φωτιά της.
Στη χαραγή του τέρατος-ανθρώπου
στο γύρισμα που παίζει με τη γλώσσα του
τους γρίφους, τα αινίγματα, την ήττα
ένα λεπίδι φως σχίζει και σχίζεται, πονά και προχωρεί.

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

ΕΠΙΜΟΝΗ / Πενταράς Νίκος


Εάλω η Πόλη
Μύθος του μαρμαρωμένου βασιλιά
Φανάρι φθίνον
Στο Μπαλουκλί
Μισοτηγανισμένα ψάρια
Καρτερούν τον γέροντα ν’ αναστηθεί
για να τ’ αποτηγανίσει.

ΒΟΤΣΑΛΑ (απόσπασμα) / Πενταράς Νίκος


Κουρσάρικα καράβια που περνούσαν
τ’ αμπάρια τους γιομίζαν με το βιος μας
ψαρόβαρκες που ξεκινούσαν
δέκα φορές γυρνούσαν αδειανές απ’ την ψαριά
και μια φορά γιομάτες.
Τις νύχτες με τα πυροφάνια τα καβούρια
προβάλλαν μέσ’ απ’ τους καθρέφτες του νερού
την ώρα τη γλυκιά του ζευγαρώματος
και τα κοχύλια - ροδοπέταλα στρωμένα-
προσμέναν την καινούρια τη ζωή
ξανθό κεφάλι στολισμένο με τις κορδέλες των φυκιών
τις χρυσοπράσινες
αργό περπάτημα σαν αυτοκράτειρα
να σεριανίσει στ’ ακρογιάλι
στην αγκαλιά της θάλασσας για λίγο ν’ αφεθεί
κι έπειτα βότσαλο το κύμα ν’ αφουγκράζεται.
 (από την ποιητική συλλογή "ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ", 1994)

ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ / Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης


Το χεράκι του παιδιού δεν ξέρει
πως είναι χέρι· ονειρεύεται
να γίνει λουλούδι ή πουλί.
.
Το αγόρασαν για ώμο πλούσιου.
Τώρα μοιάζει ερπετό αόμματο,
τριγωνικό κεφάλι σκουληκιού,
τα μαλακά νύχια λέπια θολά,
ψαύει, αιωρείται, πίσω, έξω,
μετρά κέρματα, πιέζει κουμπιά,
με σπυριά μικρά ηφαίστεια,
ασφυκτιά σε γάντι σαλονιού,
δεν χαϊδεύει, ούτε γράφει,
ούτε λουλούδι είναι, ούτε πουλί.
.
Πεθαίνει το πλούσιο, το θάβουμε
και βλέπουμε ενεοί στο χώμα μέσα
το χεράκι του παιδιού μικρός Ηρακλής
να πνίγει δυο φίδια, λες κι εκδικείται
την απώλεια του δικού του Παραδείσου.
.

ΙΟΥΝΙΟΣ / Παπαγεωργίου Αδελαίδα


Ο μήνας που μπαίνει
γιορτάζει την γέννα μου
Δεν διεκδικεί τίποτα παραπάνω
Παρά ελαφριά τη συνείδηση
επιπόλαιας Άνοιξης που παζαρεύει
βαρύ και ασήκωτο Χειμώνα
Διακριτικά ξετυλίγει στις μέρες του
προσθέτοντας ακόμα ένα Ιούνιο
Στην ατζέντα της ζωής μου

Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Πέντε [5] Ποιήτριες και Δύο [2] Ποιητές της Κύπρου σε 14 Ποιήματα


Παύλος Ανδρέου

[1]
Οριστικό τοπίο
Ξεχύνονται περιστασιακά τα ψέματα.
Μηχανισμός εμέσματος
μια πιατέλα χώμα.
Το σάλιο, ρουφηξιά ικεσίας.
Ενώ βιασμοί μικρόσωμοι
παρηγορούν κηδείες
[2]
ΙΔΙΟΠΟΙΗΣΗ

Ο παππούς, ένδακρυς, σχολίαζε εμφατικά
το γέμισμα του ήλιου
ναρκωμένος σε μια ενδοφλέβια θάλασσα.
Να μου μιλά, να της μιλά.
Ο εκσφενδονισμός των διηγήσεών του
μεταφερόταν απ' τον ουρανό
πίσω σ' αυτόν.
Παππού, είμαι η επαλήθευσή σου
Κι αν τώρα η μνήμη σου στένεψε
θυμάμαι εγώ να σου πω για την Αμμόχωστο.
Το χρώμα που ιδιοποιήθηκε ο ήλιος.


**
Κατερίνα Κωνσταντίνου Μάτσιου

[1]
Καιρός
να αποκτήσεις
μια βαρκούλα ...
Αυτή
δεν φοβάται
τον πλου ...

[2]

Χωρίς μολύβι, χωρίς χαρτί ...
Μα θα τρυπήσω τα δάκτυλο
με την πιο σμιλευμένη
πρώτη ακτίδα του φωτεινού ήλιου
Θα γράψω με χρώμα ερυθρό
στο γαλάζιο τ' ουρανού
το πρώτο ...
Σ΄ αγαπώ ...
Να το δεις στην πορεία σου
δώρο ακριβό
Μην δακρύσεις ουρανέ μου
και μου χαλάσεις το σχέδιο,
δεν πονώ,
μόνο ήλιε μου
γερά να στιλβώσεις το ερυθρό
μη χαθεί
ως που οι φτερούγες
της αγάπης
το αγκαλιάσουν ...
 **
Αδελαίδα Παπαγεωργίου
[1]
Για ένα μήλο…..
Χωμένοι στη πρασινάδα κήπων
Οι πλαστικοί νάνοι αναζητούν την Χιονάτη
ένα μήλο τους στέρησε την μοναδική ελπίδα
να φωτίζονται τ’ανήλιαγα λημέρια της μοναξιάς τους
με την άλικη ομορφιά της
Για ένα μήλο χάθηκε ο Παράδεισος και η Τροία
Χάθηκαν πια και οι Ελένες και οι Χιονάτες
Η ομορφιά ουτοπία, πλανά και πλανάται
Τα παραμύθια δεν τα πιστεύει πια κανείς
Μονάχα η Εύα γυρίζει μες τον χαμένο παράδεισο
με ένα φίδι να έρπει συντροφιά της
[2]
Όταν η αγάπη πεθαίνει

Η αγάπη πεθαίνει
Όταν η καρδιά στραγγίσει και την τελευταία σταγόνα
Καταπίνοντας τις μηδαμινές επιλογές
όταν το λογισμικό του μυαλού
δώσει εντολή διαγραφής της μνήμης
Όσες φορές προσπάθησα να σ ’αγαπήσω
Παρακαλούσα τ ’αστέρια
Να φωτίσουν τον αστερισμό της Αφροδίτης
Να δώσουν λίγο από το δανεικό τους φως
Στα ερέβη του σκότους μου
Παρακαλούσα να κτυπηθώ αλύπητα
Από την μοιραία σαϊτιά του έρωτα
Να ερωτευτώ ξανά, να νοιώσω στις φλέβες μου
Να κυκλοφορά με ορμή το αίμα
Την αδρεναλίνη να χτυπήσει κόκκινο
Βάφοντας τις παρυφές του ονείρου μου
Δίνοντας παλμό στον αδύνατο κτύπο της καρδιάς
Όταν η αγάπη πεθάνει
Θάβεις μαζί της το μισό εαυτό σου
Τον άλλο τον έχεις θάψει ήδη στο βωμό της αγάπης…
 **

Μαρούλλα Πανάγου
[1]
ΘΕΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

ποτέ στην καρδιά του δεν μπήκε
Τούτη η θετή πατρίδα
που ρούφηξε τα νιάτα
του μετανάστη.
Εικοσιενός χρονών τότε ,
τώρα στα πρώτα ….ήντα
κι αυτός!
Ν'απομένει περαστικός
να αεροβατεί τον γυρισμό
'Ομως αγνόμων δεν πρέπει να'ναι
Η θετή χώρα πολλά τον έμαθε
Δυνατό τον έκανε .
Τόσα του έδωσε
που η μάνα πατρίδα ,
η ζυμωμένη στο είναι του
ποτέ δεν θα του δίδασκε .
Δεν θα μπορούσε
να του προσφέρει την εμπειρία
που πάντα καταφέρνει
την καλύτερη περιγραφή.

[2]
Λατρεύω τη φωνή σου
Θέλω να φωνάξω "Σ ' αγαπώ"
Άσε τον άνεμο να κάνει ένα τραγούδι
Για να σε φτάσω
Ενημερώστε τα πουλιά
Να χτίσω ένα σπίτι αγάπης. Σε εμάς
Ακούστε το τριαντάφυλλο
Βάλε τα φύλλα στη μέση
Να σας ακούσει η αυγή και να φωτίσει τη μέρα σας
Για να ακούσει το παιδί να κρέμεται στα αθώα του
Μην ξεγελιέστε με το να σας εξαπατούν.
Να το ακούσει το φεγγάρι και να κάνει ασήμι
Είμαστε το tonerimiz μας
Άντε να περάσει η ώρα
Στέκομαι στις καρδιές μας
Μην ξεχνάμε και ας μην απομακρυνθούμε
Και το χαμένο
Κάθε μέρα της ζωής μου.



**


 Νίκος Πενταράς

[1]

ΚΑΡΑΒΙ ΣΤΟ ΒΥΘΟ

Από γλάρος
να καλημερίζω την κάθε μέρα σου
μέχρι τα πιο κρυφά της ακρογιάλια
και σπουργίτι
κουρνιασμένο τα βράδια στα κλαδιά της
να την καληνυχτίζω
βρέθηκα τώρα καράβι στο βυθό
κυνηγημένο απ’ τον ουρανό σου
αλλά δεν πνίγομαι
- μ' ακούς;-
δεν πνίγομαι
γιατί χρόνια πολλά
προτού να με γνωρίσεις
ήμουν χελιδονόψαρο
και διαθέτω βράγχια.

[2]

ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Στο μικρό πελεκανιό του
ο πατέρας μου
καθώς πελεκούσε τα ξύλα
πελεκούσαν τη σκέψη μου
τέσσερα ονόματα
που ο ίδιος είχε γράψει
πίσω απ' την πόρτα μιας ντουλάπας
τι σήμαιναν για τον πατέρα μου
εκείνα τα ονόματα
ποτέ μου δεν κατάλαβα
ούτε ποτέ
τον ρώτησα να μάθω
ακόμα και τώρα
που ο πατέρας
δεν είναι πια εκεί
να πελεκά τα ξύλα
αυτά τα τέσσερα ονόματα
δεν έπαψαν ποτέ να πελεκούν
τη σκέψη μου
και χαίρομαι
γιατί καταλαβαίνω
πως ό,τι πελεκά τη σκέψη
φτιάχνει την αθανασία.


**
Αθηνά Τέμβριου

[1]

Γράφω…
Μετουσιώνω τις σκέψεις
σε λέξεις, στίχους, στροφές
σαν με γυρνάνε σε κάθε στιγμή
που αγάπησα και θέλω παράφορα
να χαράξω σ’ άσπρο χαρτί.
Να το πονέσω με μια πένα
που ταξιδεύει και με εκδικείται
σαν αμείλικτα ο οίστρος αστροπελέκια ρίχνει
στου κόσμου τις άδειες γραμμές.

[2]

Το αίνιγμα
Σαν έγειρα στη γη να πάρω δύο στίχους
είδα τα κόκαλα τους άσπρα στον ήλιο.
Η σάρκα χαμένη όπως ετάχθη,
μόνο η ψυχή φτερούγιζε στον άνεμο
με της βροχής το άσμα το γνώριμο
πριν ταξιδέψει στο τέλος του Χρόνου
πριν η Εικόνα να ξεθωριάσει
αντίκρισα το αίνιγμα στο φως
καθ’ομοίωση της αρχαίας πνοής
με συνάντησε ο τρίτος στίχος
στους ήχους της σιωπής τ
oυ κόσμου.
Ήταν ο μόνος τρόπος να αναληφθώ.

**

Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου

[1]

τατουάζ
τρέφει ο ύπνος τα παιδιά
μου είπαν μια φορά
πολλούς καιρούς
σ΄ένα νανούρισμα
τρέφει
-αμήν -
ο ύπνος τα παιδιά
άγια στιγμή τους τζιαι τζιυρά
κάθε βράδυ ανάγκη ήτανε να κοιμηθώ
πολύ το θέλανε
να ησυχάσει η έγνοια τους
για το αυθόρμητο της ηλικίας
εγώ παιδί δεν ήμουνα
κι ας ήταν οι λέξεις μου μισές
από φόβο λεν
από τρόμο λέω
πρέπει να είναι το ένα μάτι ανοικτό
η διαίσθηση ακάθιστος ύπνος
ξέρει ο κόσμος να περπατάει στην πλάτη μου
την κατάλληλη στιγμή
να αμολάει τατουάζ της εποχής
κάποιο στυλό της μοίρας μου θα έσπασε
ανεξίτηλη μουντζούρα κουβαλώ
μα δεν τη βλέπω

[2]

ΥΛΙΚΑ ΚΑΘΑΡ(Ι)ΟΤΗΤΑΣ

Το σπίτι μίλησε απότομα μια μέρα
καθώς ξεσκόνιζα ξανά την απουσία σου
Στίλβωνα τις ώρες που γεννήσανε ανάμεσά μας
την αόρατη δέσμευση δύο βλεμμάτων
Τόση σπουδή για την καθαρότητα του χώρου
που δεν αγάπησες
Τώρα πια ερωτεύεται παράφορα
την πεντακάθαρη απουσία σου

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Και μετά σίγησε ο ουρανός (απόσπασμα) Παυλίνα Στυλιανού



Ντύθηκε κι απόψε η νύχτα
με χιλιάδες τ'αστέρια να χορεύουν ταγκό
Τα χέρια ακουμπάνε τα πλήκτρα
κλείνεις τα μάτια
κι ονειρεύεται ένα χορό.
Ενα φεγγάρι για πίστα
αστέρια τριγύρω με νότες σωρό
Το σκοτάδι φωτίζεται απ' τ' αστέρια
Είναι η στιγμή της λύτρωσης
ανεξίτηλης λαγνείας

Καθρέφτης / Χριστοφή Χριστίνα



Κοίταξε το κάτοπτρο με το είδωλο της κρυμμένο σα γερασμένο νούφαρο σε ακίνητη λίμνη
Καμία έκφραση
Κανένα έστω μειδίαμα να ταράξει τη γυάλινη σιωπή
Μια γερασμένη ομορφιά ανίκανη πλέον να πείσει κάποιον
Ακόμη κι ο ίδιος ο καθρέφτης φάνταζε υπερόπτης και δύσπιστος
Πανέτοιμος να την εκτινάξει με ένα και μόνο ράγισμα

Πανσέληνος του λουλουδιού / Χριστοφή Χριστίνα



Η πανσέληνος του λουλουδιού εισβάλλει θρασέως στη μοίρα μας.
Έρχεται να λάμψει, φωσφορίζοντας τα μαγιάτικά της θέλγη, στεφανολούλουδο φωτoς στις τρεμάμενες νύχτες μας.
Μα' ναι του μαγιού τα δόρυτα ανέκαθεν νοσταλγικά, μια τα αρώματα τα φρέσκα, μια η γυκάδα της εποχής, παραμερίζεις ομαλά την όποια αμφιβολία.
Ντύνεις με άστρα τα βλέμματα, φυλάγοντας τσίλιες θεληματικά στα κορταρίσματα του φέγγους με τη μαγεία της εαρινής θάλασσας. Συμμετέχοντας στης πλάσης το κάλεσμα, δε είσαι απλά ο κομπάρσος ή ο υποβολέας των ξεχασμένων λογιών, μα επιτέλους ο πρωταγωνιστής στο έργο που χει γραφτεί αιώνες πριν για σένα...