Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Σκυλί / Λίλλη Αυγή


Στο δρόμο μέχρι
το περίπτερο ένας
αδέσποτος
χρόνος με πήρε
από πίσω έσερνε
το ξεφτισμένο λουρί του
έβαλα νερό, φαί
και του ʼδωσα να
μυρίσει την παλάμη μου μα
μήτε έτρωγε μήτε
έπινε μήτε την απαλάμη μου
ζητούσε τρία γράμματα
στʼ αριστερό αυτί του οχτώ νούμερα
χαραγμένα στο πετσί του
CanLoveFail?
γαύγισε Canis Lupus Familiaris αρνήθηκα
ογδόντα εννιά εκατομμύρια διακόσιες δώδεκα χιλιάδες και διακόσιες μία φορές λέμε πως
πεθαίνουμε
μα μια φορά μόνο γεννιόμαστε και ξεψυχούμε
άλλη μία.

Κουβάρι / Λίλλη Αυγή


Μέσα μου εγώ εγκυμονώ ένα ποίημα
κι αν δεν το γεννήσω θα πεθάνω.
Έξι μήνες εν τω σπηλαίω της μήτρας μου κυείται
στον έβδομο τίκτεται
άμορφο
μικρό
κουβάρι
πηχτά ζωτικά υγρά
όμορφα αίματα•
σε θερμοκοιτίδα εμένα βάζουν
μικρό
μοναχικό
κουφάρι
ξεραμένα αίματα.

Το κεφάλι μου στα δυο / Λίλλη Αυγή


Τα μαλλιά μου είναι σαν της JoniMitchell
ίσια, μακριά και στη μέση χωρίστρα λεπίδα
μοιράζει το κεφάλι μου στα δυο
το αριστερό κομμάτι για τους πιστούς
το δεξί για τους αμαρτωλούς
κι εγώ ακέφαλο δέντρο και από τις δύο πλευρές
με ξεχαρβαλωμένα δάχτυλα σε μια κιθάρα
άδοξα πλέκω ευχολόγια για τους απεγνωσμένους.

Γεώργιος Χρ. Κερκίδης (μικρό βιογραφικό)

Ο Γεώργιος Χρ. Κερκίδης γεννήθηκε στην Κατωκοπιά το 1915 και απεβίωσε το 1986. Ασχολήθηκε με τη γεωργία και την επιπλοποιία. Ασχολήθηκε και με  την ποίηση. 
Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από τον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-59 αλλά και από τα κοινωνικά και προσωπικά προβλήματα και βιώματα.Ποιήματά του περιέχονται στο βιβλίο του «Μνήμες του χωριού Κατωκοπιά» που εκδόθηκε το 1984.

Έτσι άλλαξεν ο τόπος μας / Γεώργιος Χρ. Κερκίδης

 Ήμουν μιτσής τζ’ είχα στο νου στον κόσμο να στεριώσω, 
ν’ ανιωθώ με προκοπή, καλά να θεμελιώσω, 
να κάμω οικογένεια τζιαι να την μεγαλώσω, 
όπως σαν μια κληματαρκάν τους κλώνους μου ν’ απλώσω. 

Είχαμε φτώσειαν πόλιτζην, πίκραν τζαι δυστυχίαν, 
ψουμίν να φάμε εν είσιεν , είσιεν τζιαι ανεργία, 
εν έφτανε η φτώσεια μας, ήρτε τζιαι ανομβρία, 
αρρώστιες τζι’ άλλα βάσανα, αμμά’χα καρτερία. 

Είχα τζιαι πείσμα στη ζωή τζιαι επιμονή ν’ αντέξω 
Τζι’ εσκέφτουμουν ήντα λοής έπρεπε να παλέψω. 
Θώρουν τους κάμπους γέρημους, χωρίς δεντρά ή κάλλη 
τζι’ έβαλά το που μέσα μου νά’ ρτει μια μέρα άλλη. 

Σμίξαμεν τζι’ ετρυπήσαμεν την γη που μια μερκάν ως άλλη, 
εβκάλαμεν τόσα νερά, τον κάμπον εποτίζαν, 
φυτέψαμεν τόσα δεντρά, τον τόπο ομορφίσαν, 
τζι’ εσιαίρεσουν να περπατάς, όταν τα δέντρα ανθίζαν. 

Έτσι άλλαξεν ο τόπος μας, ελλίανεν η φτώσεια 
Τζι’ έμοιαζε σαν την όμορφη τη νύμφη με τα κλώσια. 
Εμάθασι τζιαι γράμματα οι νέοι μας καμπόσοι 
τζι’ ήρταμεν εις την προκοπή, που πάει με τη γνώση. 

«Απάτριδες» (μικρό απόσπασμα)

«Καλότυχοι οι γερόντοι
Που τα σώματα τους θάψαν στην πατρίδα.
……………………….
Τώρα τα κόκαλα μας  θα σαπίζουν
Σε θάλασσες ξενικές
Χωρίς των αδερφών μας τα μοιρολόγια».

Τίτσα Διαμαντοπούλου (βιογραφικά στοιχεία)


Η Τίτσα Διαμαντοπούλου γεννήθηκε στην Κοινότητα Κάτωκοπιά της Κύπρου το 1959. Σπούδασε φιλολογία στη Θεσ/νίκη. Δημοσίευσε ποιήματα και ποιητικές πρόζες. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων, «Λερωμενο φουστάνι» (2008), τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου από το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου.

Ποίηση:

  • «Επαλήθευση» (1983)
  •  «Ενοχοποίηση» (1990)(Διογένης)
 Συλλογή από ποιητικές πρόζες «Το προσφερόμενο σώμα» (1998\

Διηγήματα:

  •  «Λερωμένο φουστάνι» (2008), 
  • «Μαζί με τα μπαχαρικά» (2011) 
Παιδικό Θέατρο:
  • «Γάμοι της Αριστούλας» και 
  • «Το δικαστήριο των ζώων» (2015).

Έφυγες...του Μάριου Δημητριάδη

Έφυγες και δεν γύρισες αντίο να μου πεις
ήτανε αστείο όμως δεν γέλασε κανείς
σε πήρα στον παράδεισο δεν θέλεις να γυρίσεις
μα ούτε που το σκέφτηκες να με ευχαριστήσεις
ρεφρεν
Με άφησες μονάχο μου τον πόνο να γλυκάνω
και τα φιλιά σου κρέμασες ψηλά και δεν τα φτάνω
θα κλείσω τα ματάκια μου που είναι βουρκωμένα
και θα ονειρευτώ ξανά πως ήμουνα με σένα

Έφυγες και γαύγιζαν στην πόρτα τα σκυλιά
μόνο μου με άφησες ακόμα μια φορά
όταν με πυροβόλησες αγκάλιασα τα βόλια
κι εσύ μαποζημίωσες με τρύπια πορτοφόλια

ΔΕΝ μπορώ να σου στειλω αλλιώς δεν ξέρω τι έγινε
έκανα κάτι λάθος; αν δεν σου αρέσουν 

πες το με τα λάθη μαθαίνουμε..
θα ξαναπροσπαθήσω δεν θα παραδοθώ

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Αποτελέσματα 1ου Παγκύπριου Διαγωνισμού Ποίησης της Πολιτιστικής Κίνησης Λάρνακας «Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού» / 2018

Έπειτα από τη συνεδρίαση και ψηφοφορία της κριτικής επιτροπής των βραβείων Νέου Λογοτέχνη «Ναδίνας Δημητρίου», η κριτική επιτροπή αποφάσισε ομόφωνα να αποδώσει:

1ο βραβείο στο ποίημα «Ροπή», της Στέλλας Μιλτιάδου με ψευδώνυμο Φιλόφως
2ο βραβείο στο ποίημα «Εις Κύπρον 2017», της Χριστιάνας Καμένου με ψευδώνυμο Άρτεμις
Έπαινο στο ποίημα «Λέξεσιν», του Πέτρου Πέτρου με ψευδώνυμο Μομφαλός
Έπαινο στο ποίημα «Αφιλόξενο Σκοτάδι», του Παύλου Ανδρέου με ψευδώνυμο Αιτωλός
Έπαινο στο ποίημα «Η Επαίτις», της Μαρίας Κούβαρου με ψευδώνυμο Αστερειάδα

Την κριτική επιτροπή αποτέλεσαν:
Αντρέας Τιμοθέου, Ποιητής (Πρόεδρος Επιτροπής)
Αλεξάνδρα Γαλανού, Ποιήτρια (Θυγατέρα Τιμώμενης Ποιήτριας)
Λούης Περεντός, Ποιητής
Κώστας Κατσώνης, Ποιητής
Χρήστος Αργυρού, Ποιητής
Η απονομή των βραβείων θα γίνει σε ειδική εκδήλωση στις 28 Ιανουαρίου 2019 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Λάρνακας.

«Έργα και ημέρες των Βενετών διοικητών στις Αλυκές Λάρνακας» από τη Δρα Νάσα Παταπίου

Π ρ ό σ κ λ η σ η
Η Πολιτιστική Κίνηση Λάρνακας «Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού»
σε συνεργασία με τον Δήμο Λάρνακας και τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Λάρνακας
σας προσκαλούν σε διάλεξη με θέμα:
«Έργα και ημέρες των Βενετών διοικητών στις Αλυκές Λάρνακας»
από τη Δρα Νάσα Παταπίου, ποιήτρια, ιστορικό-ερευνήτρια
την Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018 και ώρα 7:30 μ.μ.
στην αίθουσα της Στέγης (Πλατεία Βασιλέως Παύλου).
Στην εκδήλωση θα απευθύνει χαιρετισμό ο Αντρέας Τιμοθέου,
Πρόεδρος της Πολιτιστικής Κίνησης Λάρνακας «Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού».

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Παρουσίαση Λογοτεχνικών Πορτρέτων: Αλεξάνδρας Γαλανού και Λίλης Μιχαηλίδου


Ποιήματα για Αγάπη και για γαμήσι (απόσπασμα)

Κυριαρχία

Σου αρέσουν οι γυναίκες σου να είναι υποτακτικές κι εγώ δεν είμαι.
Παίρνεις το αυτί μου μέσα στο στόμα σου.
''Με ακούς; Να πας να γαμηθείς''
Δεν μιλάς. Σπάνια το κάνεις.
Αρπάζεις και τους δυο καρπούς με το ένα χέρι σφιχτά.
Βάζεις το άλλο σου χέρι μέσα μου.
Με γαμάς με το δάχτυλο.
Πονάει. Μ' αρέσει που πονάει.
''Είναι πολύ άγριο, να πας να γαμηθείς, να πας να γαμηθείς...
'' Δεν μιλάς. Δεν σε νοιάζει. Συνεχίζεις να το κάνεις.
Και συνεχίζεις. Και συνεχίζεις...
Κυριαρχία.
Πλήρης υποταγή.
Και μόνο έτσι το θέλω.''


***

η πούτσα σου 

χύσε
χύσε 
χύσε στο στόμα μου
θέλω να καταπιώ
να σε γλύψω μέχρι να στεγνώσεις 
μέχρι να ηρεμήσουμε ξανά....


***


Ηφαίστειο


Λες πως είμαι σαν ηφαίστειο
πως η ποίηση μου αναβλύζει σαν μάγμα
αλλά υπάρχει ένα σημείο που παράβλεψες 
σαν με κρατούσες γυμνή μέσα στη νύχτα

Είναι αδύνατο να ζήσεις μέσα σε ένα ηφαίστειο
Δεν μπορείς να σταθείς δίπλα σε ένα 
Και τα χωριά κοντά του 
αφανίζονται απ' τις εκρήξεις 
Κόκκινο, οξύθυμο, αμετανόητο
το ηφαίστειο δεν δείχνει έλεος
φυσικά καλύπτει και ξανακαλύπτει
το περιβάλλον του με ζεστό πέτρινο υγρό

Υπάρχει ένα σημείο που παράβλεψες
σαν με πολεμούσες γυμνή μέσα στη νύχτα

Κανείς δεν είναι αρκετά τρελός
Να κοντέψει ένα ηφαίστειο
Και αυτοί που το κάνουν 
Δεν επιβιώνουν πολύ

***

Δες Εμένα

Δεν
με βλέπεις
βλέπεις
Το δαχτυλίδι
Το παιδί
Την μητέρα
Τον πατέρα
ΔΕΣ ΠΙΟ ΒΑΘΙΑ
Είμαι 
εγώ
Είμαι
περισσότερη
Είμαι 

Δική σου

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

Ερωτικό φθινόπωρο / Δημητριάδης Μ. Δημητρός


Ένα φως έλαμψε
στη λευκή πεδιάδα
εκεί π’ ούτ’ ένα πράσινο φύλλο
δεν δροσίζει
τη γυμνή γη π’ ανασαίνει
στο βάρος μιας φθινοπωριάτικης μέρας.
Κι ήταν
όταν επέρασες δίπλα μου
με τη φαρέτρα γεμάτη
και το δόρυ γυμνό
στ’ άπλετο φωτομάζεμα των ήλιων,
με τη σφραγίδα της νίκης στο μέτωπο,
τόσο δροσερή
και τόσο παρθένα,
σωριάζοντας τρόπαια
στο κάθε σου βήμα.
Όπως μια κρήνη
κελαρύζει αφρόντιδα
κι ας στεγνώσουν τα χείλη
από μιαν άσβεστη δίψα,
έτσι τ’ ολόχαρο τίναγμα
της ξανθής σου πλεξούδας
μάταια έφτασε
ώς τα γυμνά μου τα πόδια,
μάταια εκάλεσε
το καθάριο χρυσάφι
τη γυμνή φούχτα του επαίτη.
Ξεφτισμένα φτερά
των τελευταίων ερώτων
μαδούνε τώρα
στη λευκή παστάδα
των κύκνων
κραυγάζοντας τον φόβο
των γαλάζιων λιμνών
στα πρώτα ρυτιδώματα
της ανατριχίλας
Όπου και να ’ναι
τα κύκνεια τραγούδια των πόθων
–λυσίκομες
ειμαρμένες
αδυσώπητων
νεκρών–
θ’ αντηχήσουν
κι εγώ
δεν έφτασα ακόμη να δω
τους κύκλους των ματιών σου
να μπλέκουν τα μολυβένια στεφάνια
των είκοσι ανοίξεων.
Βιάζομαι
να δώσω ό,τι έχω.
Σε μια γκρίζα σελίδα
δυο στίχους.
Την ώριμη οπώρα
που ξεχάστηκε
στον απόμερο κλώνο.
Τ’ όψιμο
ρίγος
στην εαρινή αύρα.
Στη σάλπιγγα που ήχησε
τ’ ανοιξιάτικο θούριο,
τον συντριμμένο αυλό
στον έρημο πευκώνα.