Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

«Ο κύριος ιππόκαμπος» : Ποιητική Συλλογή της Μαρίνας Αρμεύτη, / εκδ. Φίλντισι, 2018



Ευτυχία
Σύμφωνα με τους δείχτες της οικονομίας 
ήταν σε καλή θέση 
Παράθυρο με θέα 
Κοντά στη θάλασσα 
Για να ’χουν διέξοδο τα ρέοντα 
των τραυμάτων λάφυρα 
Γι’ αυτό 
κάθε που ξημέρωνε 
κοκκίνιζαν τα νερά 
και κάθε που βράδιαζε επίσης 
Στριμώχνονταν οι λέξεις της 
στη σφιγμένη σιαγόνα 
όπως οι πρόσφυγες στην προκυμαία 
Σύμφωνα με τις στατιστικές 
θα έπρεπε να ήταν ευτυχισμένη.
*

Εσωτερική πορεία
Αργά αργά η απόγνωση
διέσχιζε τον ουρανίσκο
Κατέβαινε ως τα σπλάχνα της
Με μπισκοτάκια βουτύρου αμφιβολίας
γλύκαινε το πικρό πέρασμα
Το έκανε να μοιάζει υποφερτό
Με ένα «μήπως δεν κατάλαβα καλά;»
μπορούσε τελικά να πιει όλη την απόγνωση
Ως τον πάτο
`
*
Ανοιχτοί λογαριασμοί
Ήθελε να έγραφε 
ένα ποίημα αιχμηρό 
Να διαπερνά τις συνειδήσεις 
σε ακριβή ψευδαίσθηση 
θωρακισμένες 
Ήθελε να γράψει ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό 
Όπως της μάνας της 
εκείνο το πρωινό 
Να διαρρήξει τα τύμπανα των ανυποψίαστων 
Να σπάσει τους καθρέφτες 
Ήθελε να φτιάξει μια σάρισα λέξεις 
για τραύμα διαμπερές στο πλευρό των υπαιτίων. 
Τη βλέπω συχνά 
Έχει τις έγνοιες της 
Τις λίστες των υπεραγορών 
Δυο χελιδόνια στα μαλλιά 
κι έναν πατέρα διάτρητο να αιμορραγεί 
κάμποσα χρόνια πριν 
Έχει το σπίτι της 
Λουλούδια στο μπαλκόνι 
κι ένα βουνό απέναντι 
Διάτρητο να αιμορραγεί 
κάμποσα χρόνια τώρα.
*
Κουρελού
Πίσω κοιτάς
Μνήμες μπαλώνεις στην κουρελού σου
Πάνω της ξαπλώνεις
Δήθεν εκπέμπει μια ασφάλεια
Καθώς από γνωστό σου υλικό είναι καμωμένη
Κι όλα τα χρώματα που ράβεις
θαρρείς είναι δικά σου χρώματα
Λύπες, χαρές, ματαιώσεις
Έκτισαν- κομπάζεις- τον εαυτό σου
Κι ύστερα
Προσδοκίες μπαλώνεις στην κουρελού σου
Φανατικά υπέρ ονείρων και αναμονών τάσσεσαι
«Λες να είναι εφικτό;»
Και κρατάς για λίγο μετέωρο το βελόνι σου
Πόσο επιδέξια κατασπάραξες τ
ο ευγενικό και ταπεινό σου «τώρα»
Με πόση σιγουριά το αγνόησες
για να επιδοθείς στη συρραφή νεκρών παρόντων
που έγιναν μνήμες
ή επερχόμενων στιγμών
αμφιβόλου υπόστασης
απουσιάζοντας ουσιαστικά
από τον ενεστώτα σου
Ετοιμάζεις προσεκτικά την κουρελού σου
Το σάβανο εν τέλει
μιας ζωής που δεν έζησες`
*
Λίλιθ
Ο μηρός 
το αρχέγονο κύτταρο του πρωτόπλαστου 
Ο κόκκυγάς μου 
στρογγυλός 
Και η φύση μου πεντασπόνδυλος
Ο λοβός του αυτιού μου μεγάλος 
Ο θύμος αδένας μου λειτουργεί –ευτυχώς– ακόμα 
Η μύγα της Μεσογείου 
ίσως είναι ο προπομπός 
της αναπηρίας της Παναγίας 
Κι η θεών καθέδρα 
σημείο φωτοχυσίας 
σε κάποιον του σύμπαντος οργασμό 
Η γεωφυσική περίμετρος 
το χωροχρονικό προαύλιο μιας –ποιας– 
αυτογνωσίας 
Απολλώνιε Τυανέα ή Ιησού, 
Γλυκιά μου Λίλιθ
Όταν το πρόσωπό σου φανεί 
η ξύλινη Αφροδίτη 
θα ντυθεί τις μεταξωτές νίκες των ανθρώπων.
*
Χειμερινή παραλία

Ο ήλιος
ένα κέρμα, κορώνα ή γράμματα
στα φορτωμένα σύννεφα
Ο ήλιος
ασημένια κοιλιά ψαριού
σε μαύρο ουρανό
Κι η θάλασσα
μια γκρίζα γάτα
που ανασαίνει
στο σαλόνι
«Σαν φοβηθείς
Πίσω μην κοιτάξεις
Η νοσταλγία
Θα σου βγάλει τα μάτια
Και θα σου φορέσει
Τα δικά της»,
Σού ’παν τα κύματα
εκείνο το πρωί.
`
*

Πηνελόπη

Η Πηνελόπη χόρευε συνήθως ως τα ξημερώματα
Τα έντυπα εξέτασης των μνηστήρων
χάθηκαν.
Η Πηνελόπη χόρευε και έραβε και ξήλωνε
και κρυφογελούσε.
Ερωτευόταν ενίοτε τους πιο νάρκισσους
μόνο για έναν χορό.
Το πρωί τους έκλεινε την πόρτα κατάμουτρα.
Κι αυτοί
Όλο γυρόφερναν στην αυλή της
ποτίζοντας επιμελώς
τη φιλαρέσκειά της.
Ο Οδυσσέας
δεν υπήρξε στ’ αλήθεια.
Η Πηνελόπη
ήταν πιστή
μόνο στην προσμονή.
`
*
Κυπαρίσσι
Αλλού σε γύρευα ζωή 
μα εσύ είχες κρυφτεί πίσω από το κυπαρίσσι 
Δήθεν φοβόσουν τους ανέμους 
Ήταν ριζωμένο αποκούμπι ο κορμός 
Ύστερα σού ’φταιγε το φως 
κι έψαχνες ίσκιους ψηλόλιγνους 
για υπαρξιακές συζητήσεις καμωμένους 
Έξω οι κάμποι σου έγνεφαν 
Στάχυα οι χαρές, χαμόγελα 
Άλλαζαν σχήμα οι ορίζοντες 
Σου φάνηκε πιο σίγουρο το κυπαρίσσι.

*
Ακαριαίως

Η φωνή σου βγήκε
Πυρωμένη γραμμή
το πρώτο χάραμα
Μια μικρή ρωγμή
Και φως.
Ήθελες κάτι να πεις.
Μια συλλαβή μετέωρη
Σκοτάδι.
Λες κι από κάποιο παράξενο
πέταγμα πουλιού
η γη έκανε ένα βήμα πίσω
Σκοτάδι την αυγή.
Τέντωσα τ’ αυτιά μου
Τα μάτια μου
Το σώμα μου ολόκληρο
Ν’ αρπάξω τις λέξεις σου
να μη χαθούν.
Ήθελες κάτι να πεις
ακόμα
Τις νύχτες σ’ ονειρεύομαι συχνά.
Απ’ το μισάνοιχτο στόμα σου
Ξεχειλίζουν τριαντάφυλλα

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Αρμεύτη Μαρίνα (βιογραφικά στοιχεία)

Η Μαρίνα Αρμεύτη γεννήθηκε στις 25.1.1974 στη Λεμεσό. Ο πατέρας της Ανδρέας Αρμεύτης, δολοφονήθηκε στις 16.6.1974 από την ΕΟΚΑ Β΄. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής σχολής. 
Δημοσιεύει άρθρα στην κυπριακή εφημερίδα «Πολίτης» και ποιήματα στο κυπριακό λογοτεχνικό περιοδικό «ΑΝΕΥ» και στο λογοτεχνικό περιοδικό Κοζάνης «Παρέμβαση». Στίχους της έχουν μελοποιήσει ο Νίκος Παπάζογλου, ο Αντώνης Μιτζέλος, ο Γιάννης Ιωάννου. 


Συμμετείχε στο έργο: Ανθολογία σύγχρονης κυπριακής ποίησης από τις εκδόσεις Μανδραγόρας

Ποιητικές Συλλογές:

Ο κύριος ιππόκαμπος (2018)














Κουρελού / Αρμεύτη Μαρίνα


Πίσω κοιτάς 
Μνήμες μπαλώνεις στην κουρελού σου 
Πάνω της ξαπλώνεις 
Δήθεν εκπέμπει μια ασφάλεια 
Καθώς από γνωστό σου υλικό είναι καμωμένη 
Κι όλα τα χρώματα που ράβεις 
θαρρείς είναι δικά σου χρώματα 
Λύπες, χαρές, ματαιώσεις 
Έκτισαν –κομπάζεις– τον εαυτό σου 
Κι ύστερα 
Προσδοκίες μπαλώνεις στην κουρελού σου 
Φανατικά υπέρ ονείρων και αναμονών τάσσεσαι 
«Λες να είναι εφικτό;» 
Και κρατάς για λίγο μετέωρο το βελόνι σου 
Πόσο επιδέξια κατασπάραξες 
το ευγενικό και ταπεινό σου «τώρα» 
Με πόση σιγουριά το αγνόησες 
για να επιδοθείς 
στη συρραφή νεκρών παρόντων 
που έγιναν μνήμες 
ή επερχόμενων στιγμών 
αμφιβόλου υπόστασης 
απουσιάζοντας ουσιαστικά από τον ενεστώτα σου 
Ετοιμάζεις προσεκτικά την κουρελού σου 
Το σάβανο εν τέλει 
μιας ζωής που δεν έζησες.

ΤΑ ΔΑΣΗ / Μαρίνα Αρμεύτη



Πάντα με τρομάζουν τα δάση
Λες και στις φυλλωσιές
Κατοικούσε η θλίψη
Η ακινησία τους μου θύμιζε
Το θάνατο
Κι οι χαρακιές μες στους κορμούς
Ήταν οι μαχαιριές των χρόνων
Που τα έθρεψαν
Τις νύχτες δεν κοιτάζουν τα δάση
Τα μάτια που ανίχνευσαν
Τα μουρμουρητά των γυναικών
Που παγιδεύτηκαν σ’ ένα τόπο
Και ’βγαλαν ρίζες και κλαδιά
Άβολα να χορεύουν τις Κυριακές
Στα πανηγύρια

Εμένα μη μου δώσετε τα δάση
Μονάχα μια σκιά να ξαποστάσω.

«Άνθρωποι Χαμένοι» του Τάσου Αριστοτέλους



Πόσοι άνθρωποι χαμένοι
που τους χάσαν οι πολέμοι
πόσοι άνθρωποι στη γη
δεν αντίκρισαν αυγή.
Πόσοι άνθρωποι χαμένοι
παραμύθια φορτωμένοι
πάντα έχουν μια πληγή
ανοιχτή μες στη ψυχή.
Επειδή πάντα επιπλέουν οι φελλοί
και τον κόσμο κυβερνάνε οι τρελλοί.
Πόσοι άνθρωποι τι κρίμα;
πουληθήκανε στο χρήμα
προσκυνήσανε Θεούς
μες στου μίσους τους ναούς.
Πόσοι άνθρωποι το ψέμα
πλήρωσαν μ’ αθώο αίμα
κάθε λόξα στρατηγών
τόσων άρρωστων μυαλών.
Επειδή πάντα επιπλέουν οι φελλοί
και τον κόσμο κυβερνάνε οι τρελλοί.

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Τικ- τακ / Αριστοτέλους Λουίζα


Δεν ξέρω πως να εξηγήσω όλα αυτά που μ’ ενοχλούν.
Πρώτα είναι οι σημειώσεις μου που δεν βρίσκονται στο ίδιο σημείο που τις άφησα.
Το ξυπνητήρι που ξέχασε να χτυπήσει.
Η μυρωδιά του καπνού και το απαίσιο τασάκι στο τραπέζι.
Ύστερα από λίγο όμως η κατάστασή μου επιδεινώνεται και μ΄ενοχλούν όλα.
Η ακαταστασία στο μπάνιο, η αταξία στο γραφείο, το πάτωμα που έπιασε σκόνη.
Κι όμως, αυτό που μ’ ενοχλεί παραπάνω απ’ όλα, είναι ο ήχος του ρολογιού.
Αυτό το αθώο τικ - τακ δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα πένθιμο εμβατήριο.
Κι είναι γι’ αυτό κατασκευασμένο, για να μας το υπενθυμίζει κάθε δευτερόλεπτο,
όμως τόσο ιδιοφυές ώστε να μην δημιουργεί την παραμικρή υποψία.
Κι αν καμιά φορά γελάστηκες και νόμισες πως ο χρόνος δεν μας εκδικείται,
για ρώτα όλες εκείνες τις στιγμές που πέρασαν από δίπλα σου,
πόσο ευχάριστα έπαιρναν μαζί τους την ώρα που έφευγαν λιγάκι απ’ τη ζωή σου.
Και πάνω που ξεχάστηκα…
Τικ - τακ.
Τικ - τακ.

Εγκατάλειψη / Αριστοδήμου Βάσος




Κορμιά στον καναπέ παραδομένα

Δύο τσαϊκά στο πάτωμα πεσμένα

Σκούριασε το νοικοκυριό στου Ντίμη

Κούφιος ο χρόνος δίχως μνήμη



Τα χέρια στο στομάχι σταυρωμένα

Πορτραίτα η σκόνη αφηρημένα

Κεριά! Πώς λιώσαν οι ευχές να ζήσεις

Σε βάθος σκοτεινό γιαλού οι αισθήσεις


Δώσε, Θεέ, στον ύπνο τη γαλήνη

Τάμα ελιάς γονατιστό το χωριό δίνει.

Ψηλά, λεμόνι, κολυμπά η σελήνη.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

ΜΑΥΡΗ ΕΠΈΤΕΙΟΣ / Πανάγου Μαρούλλα


Θρηνεί ακόμα
η Κύπρος στην σκλαβιά της
Ζητά λευτεριά
Η επέτειος
μαύρη, βαραίνει καρδιές
στενάζουν μάνες
Χαμένα παιδιά
πεθαμένη ελπίδα
για ναν’ ζωντανά
Εσείς δυνατοί
αποστρέφοντας βλέμμα
στην αδικία
Ως πότε; ρωτά
μοιρασμενη να ειναι ;
Γιατί σιωπή;

Χρήστος Αργυρού (Βιογραφικό σημείωμα)


O Χρήστος Αργυρού γεννήθηκε το 1972 στη Γιαλούσα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει, επίσης, κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Birmingham στην Ελληνική Αρχαιολογία, με ειδίκευση στη βυζαντινή τέχνη, και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στις Επιστήμες της Αγωγής. 



Ποιητικές συλλογές:

  • «Κατάδυση στο χρόνο» (2008, Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη) 
  • «Ο κήπος των θλιμμένων ποιημάτων» (2015) 
Μυθιστόρημα: 


  • «Ο Άνθρωπος του Βασιλέως» (2009). 

ΠΕΤΡΕΣ / Χρήστος Αργυρού






Θα ’ταν δεν θα ’ταν είκοσι χρονών
σαν με το φουστάνι της το μουσταρδί και με τα τσόκαρά της
έφυγε μεσοκαλόκαιρα.

Τριάντα χρόνια ύστερα από τότε
στο σπίτι της, προίκα του κυρού της, επιστρέφει.
Όχι κυρά του, μα επισκέπτρια μόλις πέντε λεπτών.
Κοιτά τους τοίχους, τα παράθυρα, τα ερμάρια
ίδια από τότες κι ίχνη απ’ τα χρώματά τους στέκουν ξασπρισμένα.
Χαϊδεύει απαλά το ξύλο, τον σουβά, το σκουριασμένο κάγκελο, την πέτρα.
Στέκεται και μιλά στες κάμαρες,
οσμίζεται τες μυρουδιές,
των δέντρων τους κορμούς φιλά.

Στο τέλος φορτώνει πέτρες και τις πάει στο νότο.
«Ας εν’ τζαι πέτρες» σκέφτεται.
Με αυτές στολίζει την αυλή της στον συνοικισμό,
φκιόρα φυτεύει ανάμεσό τους,
καμώνεται πως είναι πάλι πίσω.


Μάρτιος 2014

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ / Αντωνίου Αρτέμης



Πρόσωπο χαραγμένο ρυτίδες

κι όλες τοξεύαν ουρανό

Χέρια ζευγαρωμένα περιστέρια

Χαμόγελο γιορτή σε παρεκκλήσι

ανήμερα Λαμπρής

Ήταν ένας ορθόδοξος παπάς

μέλισσα στο περβόλι του Χριστού.

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Προσκυνώ τα πάθη σου νησί μου:Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Κωνσταντινίδη εκδοθείσα το έτος 1993









Κυπριακά Τραγούδια (στίχοι) που ακούγονται σε γάμους: 4 (Μετά τη πρώτη νύχτα του ζευγαριού)



Η πέρτικα έχτισεν φουλιάν
που κάτω στην τρανταφυλλιάν
μπαίννει  και βγαίνει και γεννά
πασαλοήτικα αυκά
κάμνει τ' αυκά κοστέσσερα
και βράζει* τ' αυκούδκια της,
και βγάλλει τα πουλλούδκια της 
και σούζει* τα φτερούδκια της
και τα γαλατερούδκια της
και ρίφκει τα τραντάψυλλα,
πότε λλία, πότε πολλά
κ' οι κορασιές τα πκιάννουσιν 
στον κόρφον τους τα βάλλουσιν,
ροδόστεμμαν τα φκάλλουσιν
στην εκκλησιάν τα πέρνουσιν.
Ραντίζουν πρώτα τους αγιούς
κι ύστερον τους πνευματικούς 
ύστερον νήφφην και γαμπρόν
παθθεράν με πεθερρόν
κι ύστερας ούλους που γυρόν. 


Επεξηγήσεις: βράζει = ζεσταίνει, σούζει = κουνά,